Iταλία – εκλογές: αποσταθεροποίηση σε όλη την Ε.Ε.

Πολιτικός σεισμός από το εκλογικό αποτέλεσμα στην Ιταλία. Ο πρώην πρωθυπουργός Μόντι πάτωσε. Οι προσπάθειες συγκρότησης γύρω από τον τραπεζίτη ενός πόλου με ρυθμιστικό ρόλο απέτυχαν παταγωδώς προς μεγάλη απογοήτευση Βερολίνου, Βρυξελλών αλλά και του ιταλικού κεφαλαίου. Ο κεντροαριστερός συνασπισμός του Μπερσάνι (ο πιο φιλοΕΕ υποψήφιος μετά τον Μόντι) ήρθε μεν πρώτος, αλλά μόλις και μετά βίας ξεπέρασε τη δεξιά του Μπερλουσκόνι, ο οποίος ανέπτυξε μια αντιΕΕ ρητορική. Επιπλέον, ο Μπέπε Γκρίλο απέσπασε ένα ποσοστό πέρα από κάθε πρόβλεψη.

Το πρώτο χαρακτηριστικό των εκλογών του Φεβρουαρίου είναι η μεγάλη πτώση της Κεντροαριστεράς και της Δεξιάς, που αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά του συστήματος εξουσίας. Ο συνασπισμός της Δεξιάς στις εκλογές του 2008 είχε ποσοστό σχεδόν 47%, τώρα περιορίστηκε στο 29,18%. Τον συνασπισμό αποτελούν το κόμμα του Μπερλουσκόνι «Λαός της Ελευθερίας» (από το 37,4% έπεσε στο 21,6%), η Λέγκα του Βορρά (από το 8,3% καταβαραθρώθηκε στο 4,1%) και άλλα μικρότερα δεξιά και ακροδεξιά κόμματα. Ο Μπερλουσκόνι κατάφερε να ψαλιδίσει την αρχική διαφορά (σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις), παρά τα σκάνδαλα όπου φέρεται αναμεμιγμένος, πράγμα που αποτελεί σαφώς κατόρθωμα. Η ανθεκτικότητά του οφείλεται κυρίως στο ότι αμφισβήτησε ανοιχτά τις επιλογές της Γερμανίας και της Μέρκελ και κατήγγειλε την υποτακτική στάση του Μόντι απέναντι σε Βρυξέλλες και Βερολίνο. Πρόκειται για γνωστές δημαγωγίες, ταυτόχρονα όμως είναι και μια έκφραση τμημάτων του ιταλικού κεφαλαίου και των μικροαστικών στρωμάτων που συνθλίβονται και ζητούν εθνική κρατική προστασία ή έστω μια καλύτερη «διαπραγμάτευση» με τον γερμανικό καπιταλισμό.

Ο συνασπισμός της Κεντροαριστεράς, με κορμό το Δημοκρατικό Κόμμα και επικεφαλής τον Μπερσάνι, έπεσε από το 37,6% (με το οποίο έχασε τις εκλογές του 2008) στο 29,5%. Το Δημοκρατικό Κόμμα έπεσε από το 33,2% στο 25,4%. Τη θέση του Ντι Πιέτρο στον συνασπισμό της Κεντροαριστεράς (στις προηγούμενες εκλογές είχε 4,4%) πήρε η «Αριστερά, Οικολογία, Ελευθερία» του Βέντολα (προέρχεται από την Κομμουνιστική Επανίδρυση) με 3,2%.

Η «Επιλογή των Πολιτών» του Μόντι, μαζί με την Ένωση Κέντρου, συντρίφτηκαν. Συγκέντρωσαν μόλις 10,56% παρά την στήριξη Βρυξελλών, Βερολίνου και κυρίαρχων τμημάτων του ιταλικού κεφαλαίου (ή ακριβώς λόγω αυτής). Το 2008, η Ένωση Κέντρου μόνη της είχε λάβει 5,6%, τώρα κατρακύλησε κάτω από το 2%. Το κόμμα του Μόντι μόλις και μετά βίας κατάφερε να μπει στη γερουσία ξεπερνώντας το όριο του 8%.

Μεγάλος νικητής το Κίνημα 5 Αστέρων (Κ5Α) του Μπέπε Γκρίλο, ενός δημοφιλούς κωμικού, που συγκέντρωσε ένα εντυπωσιακότατο 25,5% (στις εκλογές του 2008 δεν συμμετείχε καν). Μάλιστα, σε επίπεδο κομμάτων το Κ5Α είναι το πρώτο, ξεπερνώντας ακόμα και το Δημοκρατικό Κόμμα. Ο Γκρίλο αρνήθηκε να εμφανιστεί προεκλογικά στην τηλεόραση, αντίθετα όργωσε τη χώρα σε μια εντυπωσιακή περιοδεία σε πόλεις και πλατείες, πραγματοποιώντας μαζικές προεκλογικές συγκεντρώσεις με έντονη παρουσία της νεολαίας. Το Κ5Α οργανώθηκε σε μεγάλο βαθμό μέσω του διαδικτύου και φαίνεται να έχει συσπειρώσει πολλούς ακτιβιστές από διάφορα κινήματα. Οι εκπρόσωποί του ισχυρίζονται ότι δεν έχουν ιδεολογία αλλά ιδέες. Σε πρώτη φάση, δηλώνουν ότι δεν πρόκειται να στηρίξουν καμία κυβέρνηση και ότι θα υπερψηφίζουν κατά περίπτωση τα νομοσχέδια με τα οποία συμφωνούν. Το Κ5Α είχε συνθήματα για τερματισμό της λιτότητας, άμεση δημοκρατία, δημοψήφισμα για το ευρώ (χωρίς να έχει πάρει θέση εναντίον του), αναδιαπραγμάτευση του χρέους, στήριξη της δημόσιας παιδείας και υγείας, καταγγελία του διεφθαρμένου κομματικού και μιντιακού συστήματος. Τηρώντας κάποιες αναλογίες, δεν θα ήταν λάθος να ισχυριστούμε ότι αποτελεί μια αντανάκλαση στην Ιταλία του κινήματος των πλατειών. Μέσω του Κ5Α εκφράστηκε ένα γνήσιο αίτημα των εργαζόμενων, των φτωχών λαϊκών στρωμάτων και της νεολαίας για μια ριζική αλλαγή. Αναμφισβήτητα, αποτελεί μια ρωγμή στο ιταλικό πολιτικό σκηνικό. Όμως άλλο πράγμα το κίνημα, άλλο πράγμα ένα κόμμα ή απλά μια κοινοβουλευτική ομάδα, χωρίς την απαιτούμενη συνοχή, συγκρότηση, πρόγραμμα και κυρίως ρίζωμα στην εργατική τάξη.

Χαρακτηριστική είναι η εξαφάνιση της ιταλικής αριστεράς και πιο συγκεκριμένα της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης, όπου είχαν ενταχθεί οι πιο σημαντικές οργανώσεις (ρεφορμιστικές ή επαναστατικές). Αυτό είναι αποτέλεσμα μιας δεξιάς πορείας αλλεπάλληλων υποχωρήσεων και προδοσιών. Σταθμός υπήρξε η συμμετοχή της Επανίδρυσης στην αστική κυβέρνηση Πρόντι το 1998 και η υποστήριξη στον πόλεμο στο Αφγανιστάν. Στις προηγούμενες εκλογές, η Επανίδρυση συμμετείχε στην Αριστερά/Ουράνιο Τόξο που πήρε 3,1%. Τώρα, το ένα κομμάτι από τα απομεινάρια της, το «Αριστερά, Οικολογία, Ελευθερία», εντάχθηκε στον συνασπισμό του Δημοκρατικού Κόμματος. Το άλλο κομμάτι, μαζί με τον Ντι Πιέτρο (έναν «αδιάφθορο» δικαστή, πολέμιο της μαφίας) και το Κόμμα των Ιταλών Κομμουνιστών, συγκρότησαν την «Επανάσταση των Πολιτών». Πρόκειται για εκλογικό συνασπισμό της τελευταίας στιγμής, υπό τον φόβο του εκλογικού αφανισμού, χωρίς ταξικές αναφορές ή ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα, που καταποντίστηκε (2,25%). Η «Κριτική Αριστερά» (επίσης διάσπαση της Επανίδρυσης, όπου βρίσκονται και οι συμπαθούντες της Ενιαίας Γραμματείας της 4ης Διεθνούς) προτίμησε να μην ψηφίσει τίποτα. Το Κομμουνιστικό Κόμμα των Εργαζομένων (συμμετέχει στην Συντονιστική Επιτροπή για την Επανίδρυση της 4ης Διεθνούς) έλαβε 0,37% για τη γερουσία και 0,26% για τη βουλή των αντιπροσώπων. Οι επαναστατικές δυνάμεις της χώρας οφείλουν να κάνουν μια κριτική αποτίμηση αυτής της ολέθριας πορείας και επειγόντως να ξεκινήσουν μια διαδικασία ανασυγκρότησης πάνω στις στέρεες βάσεις του επαναστατικού μαρξισμού.

Στην Ιταλία υπάρχουν δύο βουλές. Η άνω βουλή (γερουσία) αποτελείται από 315 εκλεγμένους γερουσιαστές για θητεία 5 ετών και μερικούς ισόβιους. Οι γερουσιαστές πρέπει να είναι άνω των 40 ετών και για την εκλογή τους ψηφίζουν οι πολίτες άνω των 25 ετών. Η κάτω βουλή (των αντιπροσώπων) αποτελείται από 630 βουλευτές, επίσης με θητεία 5 ετών. Υποψήφιοι είναι πολίτες άνω των 25 ετών και για την εκλογή τους ψηφίζουν οι πολίτες άνω των 18 ετών, δηλαδή το σύνολο του εκλογικού σώματος. Και τα δύο νομοθετικά σώματα έχουν ακριβώς τις ίδιες εξουσίες. Ένας νόμος για να ισχύσει πρέπει να ψηφιστεί με την ίδια ακριβώς μορφή και από τα δύο. Συνεπώς μια κυβέρνηση πρέπει να έχει την πλειοψηφία και στα δύο σώματα για να μπορέσει να κυβερνήσει.

Το εκλογικό σύστημα (πλειοψηφικό) ευνοεί τους συνασπισμούς κομμάτων. Για τη βουλή των αντιπροσώπων, ο συνασπισμός ή το κόμμα που θα έρθει πρώτο πανεθνικά παίρνει το 55% των εδρών. Για τη γερουσία, ο συνασπισμός ή το κόμμα που θα έρθει πρώτο σε καθεμία από τις 20 εκλογικές περιφέρειες, εξασφαλίζει το 55% των εδρών της περιφέρειας. Τα όρια για την είσοδο στην βουλή των αντιπροσώπων για τους συνασπισμούς κομμάτων είναι 10% και για τα μεμονωμένα κόμματα 4%, ενώ για τη γερουσία αντίστοιχα 20% και 8%. Αυτός ο εκτρωματικός εκλογικός νόμος έδωσε στον συνασπισμό του Μπερσάνι (με ποσοστό σε εθνικό επίπεδο μόλις 29,54%) 340 έδρες στην κάτω βουλή. Την ίδια στιγμή, ο συνασπισμός του Μπερλουσκόνι, που πήρε 0,36% λιγότερο, κέρδισε μόλις 124 έδρες! Αντίθετα, στη γερουσία, ο συνασπισμός του Μπερσάνι, με το 31,63% των ψήφων, κέρδισε μόλις 114 έδρες σε σύνολο 315. Οι έδρες των Μπερσάνι–Μόντι στη γερουσία δεν αρκούν για τον σχηματισμό βιώσιμης κυβέρνησης. Εκεί είχαν επενδύσει Βερολίνο και Βρυξέλλες (και να είναι όσο το δυνατόν πιο ισχυρός ο Μόντι), για μια κυβέρνηση που θα συνέχιζε τις «μεταρρυθμίσεις» (λιτότητα, απολύσεις, επιθέσεις στους εργαζόμενους και τα φτωχά λαϊκά στρώματα).

Βερολίνο και Βρυξέλλες έγραψαν στα παλαιότερα των υποδημάτων τους την ετυμηγορία του ιταλικού λαού και έσπευσαν να προκαταλάβουν τις εξελίξεις: «Δεν υπάρχει για την Ιταλία εναλλακτική επιλογή στις μεταρρυθμίσεις που έχουν ήδη δρομολογηθεί», δήλωσε ο γερμανός υπουργός Οικονομίας Ρέσλερ. Ο Σόιμπλε δήλωσε: «Δεν είμαστε ιδιαίτερα χαρούμενοι, αλλά αυτό δεν μας βοηθάει». Ο Στάινμπρικ, υποψήφιος καγκελάριος του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, δεν κατάφερε να συγκρατήσει το μίσος του δηλώνοντας ότι οι Ιταλοί ψήφισαν δύο κλόουν (Γκρίλο και Μπερλουσκόνι). «Να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις και η δημοσιονομική προσαρμογή. Δεν υπάρχει γυρισμός, δεν υπάρχει εναλλακτική επιλογή», υπογράμμισε ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ρομπέι. «Ελπίζω ότι δεν πρόκειται να μπούμε στον πειρασμό να ενδώσουμε στον λαϊκισμό εξαιτίας των εκλογικών αποτελεσμάτων σ’ ένα κράτος–μέλος», διακήρυξε ο Μπαρόζο.

Όμως η Ιταλία δεν είναι ένα οποιοδήποτε κράτος–μέλος. Είναι η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης και το δημόσιο χρέος της αγγίζει –αν δεν έχει ξεπεράσει– τα δύο τρις ευρώ. Η αποσταθεροποίηση του πολιτικού συστήματος και κατ’ επέκταση του ιταλικού καπιταλισμού θα έχει ολέθριες συνέπειες. Εύλογη ανησυχία –ακόμα και πανικός– έχει καταλάβει τους κυρίαρχους κύκλους. «Η Ευρώπη μπορεί να πλησιάζει σε μια καθαρή επιλογή: Ή να εγκαταλείψει το ευρώ ή να το κρατήσει και να δει την πολιτική κρίση να ξεφεύγει από κάθε έλεγχο», έγραψαν οι Φαϊνάνσιαλ Τάιμς. «Κυβερνήσεις που θέλουν να αναπλάσουν το κράτος, την οικονομία και την κοινωνία συγκεντρώνουν εναντίον τους την οργή των ψηφοφόρων και πρέπει να επιβιώσουν, καθώς καταρρέουν τα θεμέλια νομιμοποίησής τους», έγραψε η γερμανική Φρανκφούρτερ Αλγκεμάινε. «Γερμανικό όνειρο, ευρωπαϊκός εφιάλτης» είναι ο τίτλος του γαλλικού Μοντ, που συνεχίζει: «Είναι η αποτυχία της Ευρώπης. Η αποτυχία του ευρώ. Έπρεπε να υπογράψουμε εκείνη τη συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992, που μετατρέπεται σε καταστροφή;».

Δεν υπάρχει τρόπος να διαχειριστούν οι Βρυξέλλες και το Βερολίνο μια τέτοια κρίση. Πόσο μάλλον που απέχουν πολύ από το να έχουν σταθεροποιήσει την κατάσταση σε Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία, ενώ έρχεται και η σειρά της Γαλλίας. Είναι δυνατόν να σηκώσει το βάρος της ταξικής πάλης σ’ όλη την ευρωζώνη ο γερμανικός ιμπεριαλισμός; Ούτε κατά διάνοια.

EΡΓΑΤΙΚΗ ΠΑΛΗ – Μάρτιος 2013