Πέθανε ο μεγάλος σκηνοθέτης Ζαν-Λυκ Γκοντάρ
«Για να φιλμάρεις μ΄ έναν σωστό πολιτικό τρόπο, πρέπει να συνδεθείς με ανθρώπους που πιστεύεις ότι είναι πολιτικά σωστοί, δηλαδή μ’ αυτούς που καταπιέζονται, που υφίστανται πιέσεις και που πολεμούν ενάντια στην καταπίεση. Και να μπεις στην υπηρεσία τους. Να μάθεις συγχρόνως και να μαθαίνεις. Να εγκαταλείψεις την ιδέα να κάνεις ταινίες. […] Η έννοια του δημιουργού είναι μια έννοια τελείως αντιδραστική.[…] Στον σοσιαλιστικό παράδεισο, δεν θα γίνεται σκηνοθέτης όποιος θέλει. Θα γίνει μόνο με την προϋπόθεση να εξυπηρετεί το καλό όλων. Εμένα δεν θα μου στοίχιζε τίποτα αν δεν γινόμουν σκηνοθέτης».[1]
Στις 13 Σεπτέμβριου μια από τις μεγαλύτερες μορφές στην ιστορία του κινηματογράφου φεύγει από την ζωή στα 92 του χρόνια: ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ θα μείνει στην ιστορία ως ο άνθρωπος που άλλαξε τον κινηματογράφο και που έδωσε στις ταινίες του χώρο στην επαναστατική πολιτική.
Γεννήθηκε στο Παρίσι στις 3 Δεκεμβρίου 1930, από ελβετική οικογένεια με αστική καταγωγή. Πέρασε με εξετάσεις στο τμήμα Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης, χωρίς όμως να τελειώσει την σχολή. Γνωρίζει την γαλλική Ταινιοθήκη και έρχεται σε επαφή με κύκλους σκηνοθετών (Ριβέ, Ρομέρ, Τρυφώ κ.ά.). Από το σημείο αυτό, ο κινηματογράφος θα είναι η τέχνη που θα υπηρετήσει με πάθος μέχρι το τέλος της ζωής του. Το 1951, γίνεται αρθρογράφος σε ένα νέο περιοδικό για κριτικές κινηματογράφου, που αργότερα θα γίνει το πιο γνωστό για το είδος του στην Γαλλία, το Cahiers du Cinéma (Τετράδια του Σινεμά). Μέσω των άρθρων του, θα αντιταχθεί στο κυρίαρχο ρεύμα του γαλλικού κινηματογράφου που υποστήριζε την «παράδοση στην ποιότητα» και την προβολή τετριμμένων εικόνων και φορμών, απορρίπτοντας τον πειραματισμό και βασιζόμενο σε ηρωικού τύπου έργα του παρελθόντος.
Θα είναι ένας από τους ιδρυτές της Νουβέλ Βαγκ (Νέο Κύμα) και ο βασικός εκφραστής της. Ήταν το κινηματογραφικό ρεύμα εκείνο που θα ανατρέψει την καθιερωμένη κινηματογραφική μορφή και αφήγηση, οι εικόνες θα ακολουθούν μια μη γραμμική πορεία και θα δημιουργηθούν τρόποι όπου ο θεατής θα ξεφύγει από το προφανές των κοινωνικών σχέσεων που προβάλλονταν στις εμπορικές ταινίες. Στις ταινίες του Γκοντάρ, κάθε σκηνή έχει αυτόνομο χαρακτήρα, δίνεται μεγάλη έμφαση στο μοντάζ, στις καινοτομίες στα πλάνα και την εικόνα, αλλά και στον αυτοσχεδιασμό των ηθοποιών. Χρησιμοποιεί ιστορίες που επιφανειακά φαίνονται δανεισμένες από κλασσικές ταινίες της βιομηχανίας του σινεμά (π.χ. ερωτικές κομεντί, δολοφονίες κ.λπ.), για να αποδομήσει και να αμφισβητήσει τις μεγάλες αφηγήσεις, να δώσει χώρο για φιλοσοφικές, ερωτικές και πολιτικές αναζητήσεις. Η πλοκή δεν παίζει πάντοτε τόσο ρόλο, όσο οι ευφυείς και σαρκαστικές σεκάνς[2], οι αντιιμπεριαλιστικοί-αντικαπιταλιστικοί διάλογοι μεταξύ των ηθοποιών, η έμφαση στην λεπτομέρεια, η χρησιμοποίηση κάθε τεχνικού μέσου για τη διαμόρφωση μιας ιδιαίτερης, «γκονταρικής» αισθητικής. Για τον Γκοντάρ, η ταινία ήταν ταινία και ήταν ανώφελο να παραβλέπονται τα πλαίσια και τα όριά που έχει για να αναπαραστήσει επακριβώς την πραγματικότητα, γι’ αυτό ήταν επικριτικός σε μελοδραματισμούς και ηρωισμούς.
Η σταδιοδρομία του αρχίζει με την ταινία Με κομμένη την ανάσα (À bout de souffle, 1960), με πρωταγωνιστή τον Ζαν-Πωλ Μπελμοντό, που θα είναι και ταινία-σταθμός του Νέου Κύματος. Ακολουθούν οι ταινίες Μια γυναίκα είναι μια γυναίκα (Une Femme Est Une Femme, 1961) και Ζούσε την ζωή της (Vivre sa vie, 1962) με την Άννα Καρίνα, αλλά και οι Καραμπινιέροι (Les Carabiniers, 1963), ένα (όχι και τόσο γνωστό) αντιπολεμικό αριστούργημα. Την ίδια χρονιά θα προβληθεί η πιο εμπορική του ταινία Η περιφρόνηση (Le Mépris) με την Μπριζίτ Μπαρντό και τον Μισέλ Πικολί, που παρόλα αυτά δεν τον εμπόδισε να στρέψει το «όπλο» του προς τους παραγωγούς ταινιών, που τον πίεζαν να προσαρμοστεί προς τις νόρμες και να μειώσει τις πολιτικές αναφορές. Την επόμενη χρονιά εμφανίζεται το Άλφαβιλ (Alphaville, 1965) και πάλι με την Καρίνα, μια πρωτοποριακή ταινία που συνδυάζει το φιλμ νουάρ και την επιστημονική φαντασία.
Εκείνη την εποχή γύρισε κι άλλες εμβληματικές ταινίες μεταξύ άλλων ο μικρός στρατιώτης (Le petit soldat, 1963), Bande à part (1964), Ο τρελός Πιερό (Pierrot le Fou, 1965), Συνέβη στην Αμερική (Made in USA, 1966), 2 ή 3 πράγματα που πρέπει να ξέρω γι’ αυτήν (2 ou 3 choses que je sais d’ elle, 1967), Ένα Σαββατοκύριακο (Week-end, 1967).
Αυτό που δεν πρέπει να ξεχαστεί είναι η συμμετοχή του Γκοντάρ με κάθε τρόπο σε εξεγέρσεις, αντιαποικιακά-αντιιμπεριαλιστικά κινήματα, τασσόμενος στην Άκρα Αριστερά. Ο Μάης του ’68 θα τον βρει στα οδοφράγματα μαζί με τους εξεγερμένους φοιτητές και εργάτες, πρωτοστατώντας στην απεργία των σκηνοθετών και ματαιώνοντας το φεστιβάλ των Καννών μαζί με άλλους σκηνοθέτες όπως ο Τρυφώ, ως στήριξη στην εξέγερση. Ο Μάης θα συγκλονίσει τον Γκοντάρ, θα αμφισβητήσει τα ίδια του τα έργα, απορρίπτοντάς τα ως ξεπερασμένα, θέλοντας να στραφεί στον καθαρά πολιτικό-επαναστατικό κινηματογράφο. Εντάσσεται σε μια μαοϊκή ομάδα (θα αποχωρήσει στα τέλη του 1970) και δημιουργεί μαζί με άλλους ομοϊδεάτες του την Ομάδα Τζίγκα Βερτώφ, που πήρε το όνομά της από τον σοβιετικό σκηνοθέτη, προσπαθώντας να συνδυάσει φόρμες του Μπρέχτ με την μαρξιστική θεωρία, μέσω του κινηματογράφου. Θυσιάζει την ήδη «φτασμένη» σκηνοθετική του πορεία για να πειραματιστεί και να επιχειρήσει να δημιουργήσει έναν νέο, επαναστατικό και ανεξάρτητο κινηματογράφο.
Οι ιδέες του για τον σινεμά είναι αξιοσημείωτες εκείνη την περίοδο: αναφερόταν σε επιτροπές δράσης που να προωθούν τον ερασιτεχνικό κινηματογράφο, προσπερνώντας τους καπιταλιστές διανομείς ταινιών και προβάλλοντάς τες σε γειτονιές ή σε συγκεντρώσεις. Θεωρούσε σημαντικό οι ταινίες να είναι προσιτές στους εργάτες: « […] Το πιο δύσκολο για τον εργάτη είναι να μιλήσει, όχι γιατί δεν ξέρει να μιλά, αλλά γιατί του απαγορεύεται να μιλήσει επί οκτώ ώρες την ημέρα. Στο εργοστάσιό του δεν έχει δικαίωμα να μιλήσει, να τραγουδήσει. […] Ωστόσο, μ’ αυτούς ακριβώς τους ανθρώπους πρέπει να κάνουμε κινηματογράφο. Επειδή ο φυλακισμένος λόγος είναι εξίσου σημαντικός με τους υπόλοιπους»[3]. Κριτίκαρε το πολιτικό φιλμ της εποχής: « Τις μόνες ταινίες που δέχονται να δουν οι προλετάριοι είναι το ‘Θωρηκτό Ποτέμκιν’[4] και το ‘Αλάτι της γης’[5][…] Οι ταινίες αυτές έχουν μέσα τους το πνεύμα του μαζικού κινήματος και ο προλετάριος αναγνωρίζει τον εαυτό του βλέποντάς τες. Ταυτόχρονα όμως είναι σαν να οπλίζουμε ένα παλιοντούφεκο, γιατί μπορεί να του ανεβάσει το ηθικό βλέποντας την απεργία στο ‘Αλάτι της γης’, αλλά η ταινία δεν του δίνει καμία ένδειξη για τις πολιτικές δυνάμεις που διαδραματίζουν κάποιο ρόλο στον τόπο του αγώνα […] Υπάρχουν δύο είδη στρατευμένης ταινίας: αυτή της ‘Διεθνούς’ και αυτή του ¨μαυροπίνακα¨. Η πρώτη ισοδυναμεί με το να τραγουδάς την ‘Διεθνή’ σε διαδήλωση και η δεύτερη με το να δείχνεις σε κάποιον να εφαρμόζει στην πραγματικότητα αυτά που είδε ή να τα ξαναγράψει σ’ έναν μαυροπίνακα ώστε να μπορέσουν οι άλλοι να τα εφαρμόσουν. Είναι δύο αντίθετες απόψεις της ίδιας ενότητας, όμως είναι πολύ δύσκολο να φέρεις σε πέρας αυτή την ενότητα, έτσι ώστε το ‘Ποτέμκιν’ να είναι συγχρόνως και μάθημα επαναστατικής πρακτικής και ύμνος που ανεβάζει το ηθικό. Επομένως, σχοινοβατούμε διαρκώς ανάμεσα στα δύο».[6]
Η «επαναστατική περίοδος» του Γκοντάρ ξεκινά με την Κινέζα (La Chinoise, 1967)που αναφέρεται σε μια ομάδα νέων μαοϊκών. Αν και η πιο γνωστή, δεν είναι κι η καλύτερή του εκείνη την περίοδο.[7] Ακολουθούν οι ταινίες ως μέλος της Ομάδας Βερτώφ: Μια ταινία σαν όλες τις άλλες (Un Film comme les autres. 1968), Pravda (1970), Άνεμος από την Ανατολή (Le Vent d’est, 1970), Αγώνες στην Ιταλία (Luttes en Italie, 1971), Βλαντίμιρ και Ρόζα (Vladimir et Rosa, 1971) κ.ά.. Πηγαίνει στην Ιορδανία για να γυρίσει ντοκιμαντέρ με μαχητές από το Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, αλλά αυτή έμεινε ανολοκλήρωτη[8].
Ήταν σε ρήξη με τους ρεφορμιστές του ΚΚ Γαλλίας, πράγμα που τόνιζε με κάθε ευκαιρία στα έργα του. Η ταινία του Όλα πάνε καλά (Tout va bien – 1972) με τους Υβ Μοντάν και Τζέιν Φόντα, τον βρίσκει στο απόγειο του πολιτικού σινεμά, δείχνοντας την πάλη των απεργών σ’ ένα εργοστάσιο απέναντι στον διευθυντή, αλλά και την σταλινική γραφειοκρατία. Παράλληλα, το ντοκιμαντέρ Pravda γυρίστηκε στην Τσεχοσλοβακία, έχοντας αναφορές στην Άνοιξη της Πράγας. Αυτά ήταν που ενόχλησαν τους σταλινικούς, με την L’ Humanité[9] να αναφέρει τις ταινίες του ως «φασιστικές»!
Tout va bien trailer with English subtitles
Η ομάδα Βερτώφ διαλύεται και ο Γκοντάρ στρέφεται προς άλλα θέματα, όπως των ανθρώπινων σχέσεων, πειραματιζόμενος συνεχώς με νέες τεχνικές, πράγμα που θα κάνει μέχρι το τέλος του. Μερικές ταινίες από εκείνη την περίοδο είναι: Όνομα: Κάρμεν (Prénom Carmen, 1983), Nouvelle Vague (1990), Γερμανία: Έτος 90 εννιά μηδέν (Allemagne année 90 neuf zero, 1991), Ελεγεία ενός έρωτα (Éloge de l’amour, 2001), Film Socialisme (2010), Αποχαιρετισμός στην γλώσσα (Adieu au Langage, 2014) κ.ά.
Για έξι δεκαετίες προσέφερε πάνω από 100 ταινίες. Πέραν από ορισμένες αστοχίες του, η πολιτική του τοποθέτηση ήταν μέχρι τέλους με τους καταπιεσμένους και αδύναμους. Δεν αποδέχτηκε το τιμητικό Όσκαρ που του αποδόθηκε το 2010, συνεχίζοντας ακόμα και σε προχωρημένη ηλικία να βλέπει το Χόλυγουντ σαν την «βαριά βιομηχανία» του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Στην περίοδο εφαρμογής των μνημονίων στην Ελλάδα, είχε δηλώσει την στήριξή του στον ελληνικό λαό. Η τελευταία του δήλωση ήταν ενάντια στην εμφάνιση του Ζελένσκι στο Φεστιβάλ Καννών αποκαλώντας τον κλόουν.
Ο θάνατός του είναι μια μεγάλη απώλεια για τον κινηματογράφο και ειδικότερα για τον πολιτικό/επαναστατικό κινηματογράφο. Η τόλμη του, η καινοτομία του, η σύγκρουσή του με το κατεστημένο, η στήριξή του προς τους καταπιεσμένους, θα είναι ανεξίτηλο παράδειγμα για νέους σκηνοθέτες, αλλά και αγωνιστές.
Υποσημειώσεις
1. Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, Κείμενα και Συνεντεύξεις, τόμ. Β΄, εκδ. Αιγόκερως, (1992), σελ.64.
2. Σεκάνς: σειρά πλάνων που αποτελούν μια πλήρη ενότητα, με αρχή, μέση και τέλος, από άποψη δομής της ταινίας.
3. Κείμενα και Συνεντεύξεις, ό.π., σελ. 63.
4. Το Θωρηκτό Ποτέμκιν είναι ρωσική ταινία του 1925, του Σεργκέι Αϊζενστάιν και θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα του βωβού κινηματογράφου. Η ταινία εξιστορεί το πραγματικό γεγονός της ανταρσίας του πληρώματος του ομώνυμου πλοίου και αναπαράγει το χρονικό των τεσσάρων πρώτων ημερών της ανταρσίας που σημειώθηκε στο πλαίσιο της Ρωσικής επανάστασης του 1905.
5. Το Αλάτι της γης είναι αμερικάνικη ταινία του 1954, που μιλάει για μια απεργία μεταλλωρύχων στην πολιτεία του Νέου Μεξικού. Η ταινία είχε απαγορευτεί από το Χόλυγουντ, λόγω «κομμουνιστικών πεποιθήσεων».
6. Κείμενα και Συνεντεύξεις, ό.π., σελ.83-86.
7. Ήταν αινιγματική ταινία ως προς το αν επεφημούσε ή καυτηρίαζε τους μαοϊκούς. Οι αντιδράσεις των τελευταίων πάντως ήταν από επιφυλακτικές έως εχθρικές για την ταινία.
8. Μερικά κομμάτια υπάρχουν στην ταινία Εδώ και Αλλού (Ici et ailleurs, 1976).
9. Εφημερίδα του ΚΚ Γαλλίας.