Ο Νίκος Εγγονόπουλος «Στην Κοιλάδα με τους Ροδώνες» (του Δημήτρη Κατσορίδα)

Δημήτρης Κατσορίδας | 10.06.2022

Ζωγράφος και ποιητής, υπερρεαλιστής και αρχαιολάτρης, μαθητής του Παρθένη, του Κόντογλου και άλλων, ένας από τους εκπροσώπους της γενιάς του 1930, αυτά και πολλά άλλα ακόμη είναι ο Νίκος Εγγονόπουλος.

Υπήρ­ξε δε ο πρώ­τος εκ­πρό­σω­πος των εκ­φρα­στι­κών τά­σε­ων της υπερ­ρε­α­λι­στι­κής ζω­γρα­φι­κής στην Ελ­λά­δα, φέρ­νο­ντας μια επα­νά­στα­ση στην τε­χνι­κή και τη μορφή. Τον Νο­έμ­βριο του 1939 πραγ­μα­το­ποιεί την πρώτη του Έκ­θε­ση ζω­γρα­φι­κής, η οποία μαζί με την πρώτη του υπερ­ρε­α­λι­στι­κή ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή, τον Ιού­νιο του 1938, με τίτλο, «Μην ομι­λεί­τε εις τον οδη­γόν», και τη δεύ­τε­ρη τον Σε­πτέμ­βριο του 1939, «Τα Κλει­δο­κύμ­βα­λα της Σιω­πής», δη­μιούρ­γη­σαν με­γά­λες αντι­δρά­σεις από το καλ­λι­τε­χνι­κό και μη κα­τε­στη­μέ­νο της επο­χής.

Για τον Εγ­γο­νό­που­λο και για την τέχνη του (ει­κα­στι­κή και ποι­η­τι­κή) έχουν γρα­φτεί πολλά, προ­σπα­θώ­ντας να ερ­μη­νεύ­σουν τη σκέψη και το έργο του. Ένα έργο που πε­ρι­λαμ­βά­νει σύν­θε­ση πα­λαιών και νε­ό­τε­ρων πραγ­μά­των, της ελ­λη­νι­κής πα­ρά­δο­σης με τον υπερ­ρε­α­λι­σμό, την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και την υπέρ­βα­ση της μέσω του ονει­ρι­κού στοι­χεί­ου, τον μύθο με την ιστο­ρία, αλλά και βαθιά υπαρ­ξια­κά ζη­τή­μα­τα, τα οποία σχε­τί­ζο­νται από την πάλη για την ελευ­θε­ρία μέχρι την ψυχή και τον έρωτα.

Όλα αυτά έρ­χο­νται στο προ­σκή­νιο μέσα από τη με­γά­λη ανα­δρο­μι­κή Έκ­θε­ση, με τίτλο, «Νίκος Εγ­γο­νό­που­λος – Ο Ορ­φέ­ας του Υπερ­ρε­α­λι­σμού» (9 Μαρ­τί­ου έως 16 Ιου­νί­ου 2022, στο Ίδρυ­μα Ει­κα­στι­κών Τε­χνών και Μου­σι­κής Β & Μ. Θε­ο­χα­ρά­κη), με την πα­ρου­σί­α­ση 148 έργων του, σε μια πε­ρί­με­τρο τριών ορό­φων.

Προ­φα­νώς, η ορ­φι­κή ανα­φο­ρά στον τίτλο της Έκ­θε­σης προ­έρ­χε­ται από το γε­γο­νός ότι ο Εγ­γο­νό­που­λιος είχε εμπνευ­στεί από τον μύθο του Ορφέα, όπως και από του Ερμή, και γι’ αυτό τους απει­κό­νι­σε σε πολλά έργα του. Εδώ να πούμε ότι τόσο ο Ορ­φέ­ας όσο και ο Ερμής απο­τέ­λε­σαν βα­σι­κά πρό­σω­πα ανα­φο­ράς των υπερ­ρε­α­λι­στών. Τον μεν πρώτο «τον ορα­μα­τί­ζο­νται σαν σύμ­βο­λο μιας νέας δυ­να­μι­κής για τον λόγο και την τέχνη», δη­λα­δή τον πο­λι­τι­σμό, ενώ τον δεύ­τε­ρο ως τον προ­στά­τη θεό του ύπνου και των ονεί­ρων, που για τους υπερ­ρε­α­λι­στές είναι ο «πιο αυ­θε­ντι­κός δρό­μος για την καλ­λι­τε­χνι­κή δη­μιουρ­γία», όπως λέει η Νίκη Λοϊ­ζί­δη (βλ., Ο υπερ­ρε­α­λι­σμός στη νε­ο­ελ­λη­νι­κή τέχνη. Η πε­ρί­πτω­ση του Νίκου Εγ­γο­νό­που­λου, Νε­φέ­λη, Αθήνα 1984, σελ. 176).

Ο Εγ­γο­νό­που­λος είχε πλήρη γνώση των συμ­βά­ντων του μύθου, όπως δεί­χνει το ει­κα­στι­κό και ποι­η­τι­κό του έργο (βλ. και το ποί­η­μά του, «Ο Ορ­φεύς»), ενώ κατά πως φαί­νε­ται «ταυ­τί­ζε­ται με τον Ορφέα στο όνει­ρο, στον ευ­σε­βή πόθο και την άσβε­στη επι­θυ­μία», όπως επι­ση­μαί­νει ο Τ. Μαυ­ρω­τάς.

Τι, άραγε, να θέλει να προ­σεγ­γί­σει ο Εγ­γο­νό­που­λος μέσα από τον μύθο του Ορφέα; Την μα­ταιω­μέ­νη αγάπη από την απώ­λεια του θα­νά­του; Την φθαρ­τό­τη­τα της ύπαρ­ξης; Την με­λαγ­χο­λία; Τα αν­θρώ­πι­να συ­ναι­σθή­μα­τα του έρωτα και της μου­σι­κής; Την βά­σα­νο του έρωτα; Την ελευ­θε­ριό­τη­τα; Την έλ­λει­ψη ανο­χής τρί­των στις επι­λο­γές μας; Την υλο­ποί­η­ση του ορά­μα­τος από το επι­θυ­μη­τό στο πραγ­μα­τι­κό; Τον ορ­φι­κό βίο της από­συρ­σης από την κοι­νω­νι­κή ζωή προς τον δικό μας εσω­τε­ρι­κό κόσμο; Όλα αυτά μαζί; Και, σά­μπως, δεν μας έχει συμ­βεί, σε ορι­σμέ­νες φά­σεις της ζωής μας, να έχου­με κά­ποια από αυτά τα στοι­χεία;

Εν­δε­χο­μέ­νως, αυτά και πολλά άλλα ακόμη να μπο­ρού­με να τα ανα­γνώ­σου­με, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο,  στο σύ­νο­λο του έργου του, το οποίο ση­μα­ντι­κό μέρος του πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στην εν λόγω Έκ­θε­ση: αγιο­γρα­φί­ες, πορ­τρέ­τα, σκί­τσα, σπί­τια (κλασ­σι­κά ή πα­ρα­δο­σια­κά) με «έντο­νες μνή­μες αρ­χι­τε­κτο­νι­κών και ιστο­ρι­κών μνη­μεί­ων που ανή­κουν σε διά­φο­ρες ιστο­ρι­κές επο­χές» (Νίκη Λοϊ­ζί­δη, ό.π., σελ. 124), ποι­η­τι­κές του συλ­λο­γές, κ.λπ. Το χρώμα που κυ­ριαρ­χεί είναι το κόκ­κι­νο, το μπλε και το γα­λά­ζιο, προ­φα­νώς επη­ρε­α­σμέ­νος από την θά­λασ­σα, τον ου­ρα­νό και τον ήλιο της Ελ­λά­δας, δί­νο­ντας ένα δικό του ξε­χω­ρι­στό ύφος έκ­φρα­σης, το οποίο σου με­τα­φέ­ρει μια αί­σθη­ση ανοι­χτού χώρου (πόρ­τες, πα­ρά­θυ­ρα, κά­μα­ρες, αυλές, ου­ρα­νός, θά­λασ­σα), που σε κάνει να αι­σθά­νε­σαι ότι βρί­σκε­σαι και σε ανοι­χτό ορί­ζο­ντα, ελεύ­θε­ρος, μα­κριά από κλει­στο­φο­βι­κές κα­τα­στά­σεις και πε­ριο­ρι­σμούς.

Τα χρώ­μα­τα που αξιο­ποιεί στο ει­κα­στι­κό του έργο είναι έντο­να, ζω­ντα­νά και κα­θα­ρά, μια τε­λειό­τη­τα γραμ­μών. Και, στους χα­λε­πούς και­ρούς που ζούμε, μια «έκρη­ξη χρώ­μα­τος δια χει­ρός Εγ­γο­νό­που­λου συ­νι­στά μια από­δρα­ση», όπως εύ­στο­χα επι­ση­μαί­νει η Κα­τε­ρί­να Περ­πε­νιώ­τη-Αγκα­ζίρ, στον Κα­τά­λο­γο της Έκ­θε­σης. Τα θέ­μα­τά του είναι άχρο­να, που έχουν ταυ­τό­χρο­να μια συ­νέ­χεια/α-συ­νέ­χεια, και που ίσως αυτό, τε­λι­κά, τα κάνει αν­θε­κτι­κά και δια­χρο­νι­κά. Στα πρό­σω­πα έχει εξα­λει­φθεί κάθε φυ­σιο­γνω­μι­κό στοι­χείο, έχο­ντας αντί προ­σώ­που μια απρο­σπέ­λα­στη ωοει­δή μορφή ή σε ορι­σμέ­νες άλλες πε­ρι­πτώ­σεις κά­ποιο κε­φά­λι ζώου ή πε­ρι­κε­φα­λαία ή οτι­δή­πο­τε άλλο, τα οποία μας πα­ρα­πέ­μπουν σε μια μυ­στη­ρια­κή ανα­ζή­τη­ση: Μνή­μες; Χα­μέ­νη ταυ­τό­τη­τα; Χει­ρα­φέ­τη­ση; Αυ­το­γνω­σία; Απε­λευ­θέ­ρω­ση; Ζωή; Θά­να­το; Ιστο­ρία; Ερω­τι­κή φα­ντα­σί­ω­ση; Ελ­πί­δα; Θέ­λη­ση;

Γι’ αυτό μπο­ρεί και συ­νο­μι­λεί με πα­λιές και νέες μορ­φές, με πα­λιές και νέες γε­νιές, νυν και αεί και εσαεί.

Τα έργα του θαρ­ρείς πως έχουν γίνει με ένα τέ­λειο γε­ω­με­τρι­κό υπο­λο­γι­σμό με χά­ρα­κα, μοι­ρο­γνω­μό­νιο, τρί­γω­νο και δια­βή­τη, ενώ πολλά από αυτά, μου θύ­μι­σαν τε­χνο­τρο­πία της Φρί­ντα Κάλο. Βέ­βαια, σαφής είναι η επιρ­ροή, όπως έχει ομο­λο­γή­σει και ο ίδιος ο Εγ­γο­νό­που­λος, από τον Giorgio de Chirico, ο οποί­ος άσκη­σε βα­θειά επιρ­ροή στη δια­μόρ­φω­ση του υπερ­ρε­α­λι­στι­κού κι­νή­μα­τος. Επί­σης, τα έργα του απο­τε­λού­νται από ψι­λό­λι­γνες φι­γού­ρες, εκ των οποί­ων αρ­κε­τές είναι γυ­μνές, ενώ οι ανα­πα­ρα­στά­σεις σε πα­ρα­πέ­μπουν σε θε­α­τρι­κό σκη­νι­κό. Σε αυτά συν­δυά­ζει επιρ­ρο­ές από την αρ­χαιό­τη­τα, την αι­σθη­τι­κή του Βυ­ζα­ντί­ου, την Επα­νά­στα­ση του 1821, την Κα­το­χή, τον εμ­φύ­λιο και τον νε­ό­τε­ρο ελ­λη­νι­σμό. Γι’ αυτό, μπο­ρείς να δεις να συ­νυ­πάρ­χουν ταυ­τό­χρο­να πε­ρι­κε­φα­λαί­ες, φου­στα­νέ­λες και ήρωες των νε­ό­τε­ρων απε­λευ­θε­ρω­τι­κών αγώ­νων, με γυα­λιά ηλίου και άλλα αντι­κεί­με­να κα­θη­με­ρι­νής χρή­σης ή ετε­ρό­κλη­τα σύμ­βο­λα, προ­κα­λώ­ντας μας αφε­νός με τον «κρυ­πτι­κό χα­ρα­κτή­ρα που θέτει ερω­τή­μα­τα», δί­νο­ντάς μας αφε­τέ­ρου την αί­σθη­ση ενός καυ­στι­κού, αλλά λυ­τρω­τι­κού χιού­μορ για την ίδια τη ζωή, τις ασυ­ναρ­τη­σί­ες και τη «ζούρ­λια» της, όπως έλεγε ο ίδιος. Πρω­τα­γω­νι­στές του ήταν οι αν­θρώ­πι­νες μορ­φές, αν­δρι­κές ευ­θυ­τε­νείς και ρω­μα­λέ­ες, αλλά και γυ­ναι­κεί­ες θελ­κτι­κές και αι­σθη­σια­κές, με έντο­να ερω­τι­κά στοι­χεία. Όλες οι φι­γού­ρες είναι καλ­λί­γραμ­μες, με δη­λω­τι­κές κι­νή­σεις, αλλά με ανύ­παρ­κτα τα ιδιαί­τε­ρα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του προ­σώ­που τους, απο­δί­δο­ντας όμως τον ρόλο τους με τη γλώσ­σα του σώ­μα­τος, όπως επι­ση­μαί­νουν στον Κα­τά­λο­γο, ο επι­με­λη­τής της Έκ­θε­σης Τάκης Μαυ­ρω­τάς και η Κα­τε­ρί­να Περ­πε­νιώ­τη-Αγκα­ζίρ.

Οι υπερ­ρε­α­λι­στές, δη­μιουρ­γώ­ντας έναν άν­θρω­πο υβρι­δι­κό, με πο­λυ­διά­στα­τη μορφή, αμ­φι­λε­γό­με­νη, χωρίς σαφή χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, προ­κα­λού­σαν έτσι ένα με­γά­λο φάσμα ερ­μη­νειών (ταύ­τι­ση του αν­θρώ­που με τη φύση, ζω­ο­μορ­φι­σμός, τε­ρα­το­μορ­φι­σμός, κ.λπ.). Πι­θα­νόν να υπο­νο­ούν το πνεύ­μα της επο­χής, που χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται από σχι­ζοει­δείς προ­σω­πι­κό­τη­τες, οι οποί­ες βρί­σκο­νται στα όρια με­τα­ξύ αμ­φι­σβή­τη­σης ή απορ­ρό­φη­σης, ρήξης ή εν­σω­μά­τω­σης, πε­ζό­τη­τας ή απο­θέ­ω­σης του ονεί­ρου. Είναι μια αντί­δρα­ση στον ασφυ­κτι­κό ορ­θο­λο­γι­σμό, στην τε­χνο­κρα­τι­κή κοι­νω­νία, στις υπο­κρι­τι­κές κοι­νω­νι­κές συμ­βά­σεις, στην αστι­κή ευ­γέ­νεια, και στην ιδε­ο­λο­γία της άρ­χου­σας τάξης.

Ο λόγος που ο Εγ­γο­νό­που­λος έδωσε ελ­λη­νι­κή χροιά, στο κατά τα άλλα υπερ­ρε­α­λι­στι­κό έργο του, είναι μάλ­λον επει­δή αυτά τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά είναι πιο οι­κεία στον Έλ­λη­να ακρο­α­τή, αλλά ως ένα βαθμό και στον ξένο, συν ότι και ο ίδιος ο ζω­γρά­φος αι­σθα­νό­ταν πιο οι­κεί­ος με το πνεύ­μα της ελ­λη­νι­κής πα­ρά­δο­σης. Κα­τα­φέρ­νο­ντας να πα­ρω­δή­σει με ακραίο, πολ­λές φορές, τρόπο κά­ποια επει­σό­δια από την αρ­χαιό­τη­τα, πέ­τυ­χε να δώσει με­ρι­κές ευ­φά­ντα­στες ερ­μη­νεί­ες των ελ­λη­νι­κών μύθων, καυ­τη­ριά­ζο­ντας έτσι μ’ αυτό τον τρόπο κά­ποια στοι­χεία της σύγ­χρο­νης πραγ­μα­τι­κό­τη­τας και της κα­τε­στη­μέ­νης τάξης πραγ­μά­των.

Αυτή η ιδιαί­τε­ρα εκ­φρα­στι­κή, ποι­η­τι­κή και ει­κα­στι­κή, τε­χνο­τρο­πία του, ήταν που προ­κά­λε­σε τα πρώτα χρό­νια της εμ­φά­νι­σής του έντο­νες αντι­δρά­σεις. Κο­ροϊ­δεύ­τη­κε με προ­σβλη­τι­κά σχό­λια, πε­ρι­γε­λά­στη­κε και κα­κο­λο­γή­θη­κε άδικα και ο μόνος που, τότε, τον υπε­ρα­σπί­στη­κε ήταν ο επί­σης υπερ­ρε­α­λι­στής φίλος του, Αν­δρέ­ας Εμπει­ρί­κος. Τε­λι­κά, ανα­γνω­ρί­στη­κε η πρω­το­τυ­πία του όλου έργου του, το οποίο απο­λαμ­βά­νου­με εμείς σή­με­ρα και με­λε­τά­με.