«Μιλώντας τη γλώσσα των Αλόγων» (του Δημήτρη Κατσορίδα)

«Μιλώντας τη γλώσσα των Αλόγων»

 

 

Τι, άραγε, θαυμάζουμε σε ένα άλογο; Μήπως, τον ατίθασο χαρακτήρα του ή μήπως το ενδεχόμενο διολίσθησής του στο παρ-άλογο, στον αφηνιασμό; Μήπως, βλέπουμε αυτά τα στοιχεία σε εμάς ή μήπως την αποστασιοποίησή μας από αυτά; Εξάλλου, κάτι ανάλογο δεν είναι και ο υπερρεαλισμός; Μια αποδιοργάνωση του λόγου, μια βουτιά στο αθέατο της ψυχής; Και τι σημαίνει, άραγε, «άλογο»; Σάμπως δεν σημαίνει το χωρίς λόγο όν, την έλλειψη λόγου;

Όμως, μήπως θαυ­μά­ζου­με και αυτά που συμ­βο­λί­ζει; Ευ­γέ­νεια, ευαι­σθη­σία, πε­ρη­φά­νια, πίστη, δύ­να­μη, αντο­χή. Είναι και σύμ­βο­λο της ελευ­θε­ρί­ας, επει­δή η φύση του αλό­γου είναι να ζει στα λι­βά­δια. Ένα εξί­σου ση­μα­ντι­κό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό των αλό­γων είναι ότι θέ­λουν να νιώ­θουν άνετα, αλλά ταυ­τό­χρο­να να έχουν ασφά­λεια και συ­ντρο­φιά.

Στην πραγ­μα­τεία του «Περί Ιπ­πι­κής», ο Ξε­νο­φώ­ντας συμ­βου­λεύ­ει τους ιδιο­κτή­τες αλό­γων να τα φρο­ντί­ζουν, να τα χαϊ­δεύ­ουν σε ση­μεία που τους είναι ευ­χά­ρι­στα και τον ιπ­πο­κό­μο να τα ηρε­μεί όταν φο­βού­νται και είναι ανή­συ­χα. Επί­σης, τους συμ­βου­λεύ­ει να είναι ευ­γε­νι­κοί και όχι σκλη­ροί μαζί τους. Η σχέση μας μαζί τους πρέ­πει να βα­σί­ζε­ται στο εξά­πτυ­χο, χρό­νος-υπο­μο­νή-ασφά­λεια-εμπι­στο­σύ­νη-σε­βα­σμός-επι­βρά­βευ­ση, και βέ­βαια να μην ασκεί­ται βία. Στοι­χεία, δη­λα­δή, που είναι ανα­γκαία και για τις αν­θρώ­πι­νες σχέ­σεις.

Το πόσο αγα­πη­τό θέμα είναι στην πο­ρεία του αν­θρώ­πι­νου πο­λι­τι­σμού το άλογο φαί­νε­ται, με­τα­ξύ άλλων, και από τη θέση που κα­τέ­χει στην τέχνη, στην ποί­η­ση, στην λο­γο­τε­χνία. Οι αρ­χαί­οι Έλ­λη­νες γλύ­πτες άρ­χι­σαν πρώ­τοι να σμι­λεύ­ουν σε μάρ­μα­ρο τέ­λεια άλογα, στο­λί­ζο­ντας τις πό­λεις ή τους ναούς τους ή ζω­γρά­φι­ζαν άλογα επάνω σε αγ­γεία ή τα απο­τύ­πω­ναν σε νο­μί­σμα­τα.

Αυτή τη σχέση των αν­θρώ­πων με τα άλογα θέλει να δεί­ξει η Έκ­θε­ση, που γί­νε­ται στη Γεν­νά­δειο Βι­βλιο­θή­κη, με τίτλο: «ΙΠΠΟΣ: Το Άλογο στην Αρ­χαία Αθήνα» (διάρ­κεια έως 30-4-2022). Η επι­στη­μο­νι­κή ονο­μα­σία τους στα αρ­χαία ελ­λη­νι­κά ήταν τα «λο­φο­ρού­ντα», δη­λα­δή ζώα με ουρές με μα­κριές  τρί­χες.

Η Έκ­θε­ση είναι εμπνευ­σμέ­νη από τις δε­κά­δες εξαι­ρε­τι­κά δια­τη­ρη­μέ­νες ταφές αλό­γων που βρέ­θη­καν από την ανα­σκα­φή του νε­κρο­τα­φεί­ου στο Δέλτα Φα­λή­ρου. Επί­σης, πα­ρου­σιά­ζε­ται για πρώτη φορά ένας σκε­λε­τός αρ­χαί­ου αλό­γου, από την εν λόγω ανα­σκα­φή, και εκτί­θε­ται μέσα στην άμμο που υπήρ­ξε θαμ­μέ­νο. Το αξιο­ση­μεί­ω­το σε αυ­τούς τους σκε­λε­τούς είναι ότι ήταν το­πο­θε­τη­μέ­νοι σε θέση καλ­πα­σμού, με τα πόδια και τις ουρές τους τε­ντω­μέ­νες σαν σε πλήρη δια­σκε­λι­σμό. Επι­πρό­σθε­τα, στην Έκ­θε­ση πα­ρου­σιά­ζο­νται μια ποι­κι­λία αρ­χαιο­τή­των (πάνω από 50 αντι­κεί­με­να), από την Ελ­λά­δα και το εξω­τε­ρι­κό, όπως μαρ­μά­ρι­να γλυ­πτά, επι­γρα­φές, τι­μη­τι­κά μνη­μεία, αγ­γεία, νο­μί­σμα­τα, κ.λπ. Ένα από τα πιο ση­μα­ντι­κά εκ­θέ­μα­τα είναι η ελ­λη­νι­στι­κή χάλ­κι­νη κε­φα­λή αλό­γου (πε­ρί­που 340-330 π.Χ.), που ήταν τμήμα ενός με­γά­λου γλυ­πτού. Το εν­δια­φέ­ρον του συ­γκε­κρι­μέ­νου έργου οφεί­λε­ται στην εκ­πλη­κτι­κή από­δο­ση των οστών, των το­νι­σμέ­νων μυών, των φλε­βών, των μα­τιών, των ρου­θου­νιών και της πε­ρί­τε­χνα κομ­μέ­νης χαί­της. Επί­σης, εντύ­πω­ση μου έκανε η ανα­πα­ρά­στα­ση ενός νι­κη­φό­ρου αλό­γου σε αγώ­νες, χωρίς τον ανα­βά­τη. Όπως γρά­φει η λε­ζά­ντα, θυ­μί­ζει την ιστο­ρία της Αύρας, ενός αλό­γου που έχασε τον ανα­βά­τη του κατά τη διάρ­κεια ιπ­πο­δρο­μί­ας στους Ολυ­μπια­κούς Αγώ­νες και συ­νέ­χι­σε να τρέ­χει, τερ­μα­τί­ζο­ντας μόνη και πρώτη.

Όπως μπο­ρού­με να συ­μπε­ρά­νου­με, τα άλογα είχαν ιδιαί­τε­ρη θέση στη ζωή των αρ­χαί­ων Ελ­λή­νων και δεν είναι τυ­χαίο που έδι­ναν ακόμη και στα παι­διά τους ονό­μα­τα που πε­ριεί­χαν το συν­θε­τι­κό «ίππος».