Για την ομιλία του Δ. Κουτσούμπα στο Σύνταγμα (1/4) – Η σωστή πλευρά της ιστορίας απαιτεί και ένα σωστό πρόγραμμα

Η ομιλία του Δ. Κουτσούμπα στο Σύνταγμα (1/4)

 

Η ΣΩΣΤΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΑΠΑΙΤΕΙ ΚΑΙ ΕΝΑ ΣΩΣΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

 

Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει θέσει νέα καθήκοντα αλλά και διλήμματα σε όλες τις πολιτικές δυνάμεις που αναφέρονται στο εργατικό κίνημα στην Ελλάδα, αλλά και διεθνώς. Στην περίπτωση του ΚΚΕ τα διλήμματα συνήθως υποτάσσονται στην εκλογική ή καλύτερα στην εκλογικίστικη στρατηγική του. Αλλά ακόμα και έτσι δεν απαντώνται σωστά.

Η ομιλία του Δ. Κουτσούμπα, γενικού γραμματέα της ΚΕ του ΚΚΕ την 1 Απρίλη στο Σύνταγμα, πέρα από τις διάφορες συνηθισμένες φανφάρες για συνέπεια και σωστή ανάλυση, αποτελεί κατά βάση ένα ειρηνιστικό ξόρκισμα του πολέμου, πασπαλισμένο με κοινοτυπίες αλλά και πατριωτικές κορώνες. Περιοριζόμαστε σε μερικά χαρακτηριστικά σημεία.

 

Αρκεί να μην «διαλέγουμε στρατόπεδο ληστών» ή ποιος είναι ο χαρακτήρας του πολέμου;

Είναι αυτονόητο ότι αν θέλει κάποιος να παραμείνει μέσα στα όρια μιας ταξικής πολιτικής, έστω και φραστικά, δεν μπορεί να πάρει το μέρος κάποιου ιμπεριαλιστή. Ακόμα χειρότερα να στοιχηθεί πίσω από την δική του αστική τάξη και το ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο το οποίο υποστηρίζει. Ούτε βέβαια μπορεί να καλεί σε διμέτωπο αγώνα και πρέπει καταρχήν να αγωνιστεί ενάντια στο δικό του ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο. Σε αυτό το σημείο το ΚΚΕ έχει ήδη μπερδέψει τα πράγματα, όταν έτρεξε να κινητοποιηθεί έξω από την ρωσική πρεσβεία, μαζί με τον ΣΥΡΙΖΑ, την ίδια στιγμή που δεν ασχολήθηκε με τη δημιουργία αντιπολεμικού κινήματος ενάντια στους δυτικούς ιμπεριαλιστές. Όμως το πρόβλημα ξεκινάει από την λανθασμένη ανάλυση την οποία κάνει για τον χαρακτήρα του πολέμου. Αντιλαμβάνεται τον συγκεκριμένο πόλεμο σαν μια συνηθισμένη ιμπεριαλιστική επέμβαση και κύρια ως μια εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία προς ενίσχυση της φιλορωσικής μερίδας της ουκρανικής αστικής τάξης: «μεγάλος διχασμός στην ίδια την αστική τάξη της Ουκρανίας», «Μια επικράτηση που επιτεύχθηκε με την άμεση παρέμβαση του ΝΑΤΟ, των ΗΠΑ, χωρών της ΕΕ, που στήριξαν αυτήν τη μερίδα», «Τις ίδιες σκληρές εικόνες είδαμε και στον πόλεμο στο Αφγανιστάν το 2001, στο Ιράκ το 2003, αλλά και σε άλλους, όπως στη Λιβύη, στη Συρία και αλλού», «ο σημερινός πόλεμος άρχισε τυπικά από ένα αντίπαλο στρατόπεδο, αυτό της καπιταλιστικής Ρωσίας».

Καταρχήν χρειάζεται κάποια φαντασία για να συγκρίνει κάποιος τις εκατόμβες νεκρών και προσφύγων των προαναφερόμενων πολέμων των δυτικών ιμπεριαλιστών, που διέλυσαν ολόκληρες χώρες και ανέτρεψαν καθεστώτα, με την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, με ή χωρίς την άμεση συμμετοχή της Ελλάδας σε αυτούς. Η εν πολλοίς άστοχη σύγκριση δεν σημαίνει βέβαια ότι «ο ουκρανικός λαός δεν υποφέρει» από τον σημερινό πόλεμο, αλλά αυτό συμβαίνει γενικά σε κάθε πόλεμο. Το πρόβλημα είναι ότι φανερώνει μια υποχώρηση στην νατοϊκή μηχανή προπαγάνδας, η οποία βλέπει την φρίκη μόνο εκεί που την συμφέρει.

Επίσης χρειάζεται ισχυρή δόση σταλινικής προκατάληψης για να δεις μόνο λαϊκή εξέγερση στο Καζακστάν, αλλά όχι διαίρεση στην αστική τάξη στο Καζακστάν, ενώ το παραδέχεσαι για την Ουκρανία: «Ρωσικές δυνάμεις έκαναν επέμβαση στο Καζακστάν για να καταπνίξουν τη λαϊκή εξέγερση». Μάλιστα να μπορείς να παρακολουθείς την εξέγερση στο μακρινό Καζακστάν αλλά να μην μπορείς να παρατηρήσεις καμία άνοδο των κοινωνικών αγώνων ή να τους συκοφαντείς και να τους πολεμάς κιόλας όταν γίνονται στη δική σου χώρα (π.χ. 2008, πλατείες 2011, δημοψήφισμα 2015 κ.ά.), είναι άλλο ένα ενδιαφέρον σταλινικό παράδοξο. Το οποίο όμως εξηγείται, από τη μία από ένα είδους «ξεπλύματος» του σταλινικού παρελθόντος του ΚΚΕ, που πάντα έβλεπε «ξένους πράκτορες και υποκινητές» σε κάθε προσπάθεια των λαών των χωρών του πρώην «ανατολικού μπλοκ» να διεκδικήσουν δημοκρατικά ή άλλα δικαιώματα, από την άλλη από μια άρνηση και αδυναμία μαζί να παίξει οποιονδήποτε προωθητικό ρόλο στους αγώνες των εργαζομένων και της νεολαίας στην Ελλάδα (αφού δεν τους αναγνωρίζει καν, όταν δεν τους ελέγχει).

Αλλά το χειρότερο σε αυτή την ανάλυση δεν είναι αυτό – είναι κυρίως αυτό που παραλείπεται. Γιατί πριν την «τυπική έναρξη του πολέμου», οι δυτικοί ιμπεριαλιστές έχουν πρακτικά κηρύξει τον πόλεμο απέναντι στον ρωσικό ιμπεριαλισμό και βέβαια όχι μόνο σε αυτόν, αλλά σχεδόν σε ολόκληρο τον πλανήτη και σε όλους τους λαούς. Στην Ουκρανία δεν έχουμε απλά μια εισβολή, αλλά ενδεχόμενα το πρώτο επεισόδιο ενός παγκόσμιου πολέμου. Όποιος λοιπόν νομίζει ότι έχει δει «σκληρές εικόνες» από πολέμους, ας το ξανασκεφτεί λίγο καλύτερα. Τα χειρότερα είναι μπροστά μας, αν δεν μπορέσει το εργατικό κίνημα να εμποδίσει την επικείμενη καταστροφή.

 

«Ανταγωνισμοί» ή προεόρτια γενικευμένης ενδοϊμπεριαλιστικής σύγκρουσης;

Οι αιτίες του πολέμου δεν διαγνώσκονται επαρκώς: «η ληστρική πολιτική, από τη μια, του ΝΑΤΟ, των ΗΠΑ, της ΕΕ και, από την άλλη, της καπιταλιστικής Ρωσίας», «ο πόλεμος, συνεπώς, ξεπήδησε μέσα από έναν σφοδρό καπιταλιστικό ανταγωνισμό…». Αν όμως έτσι έχουν τα πράγματα, τότε μάλλον δεν πρέπει να ανησυχούμε ιδιαίτερα. Μπορεί δηλαδή κάλλιστα να γίνει μια ειρηνευτική συμφωνία και να συνεχιστεί ο σφοδρός ανταγωνισμός «άοπλα» και τούμπαλιν.

Αυτή η ανάλυση εξωραΐζει την κατάσταση του καπιταλιστικού συστήματος. Γιατί αποκρύπτει τον κίνδυνο μιας γενικευμένης ενδοϊμπεριαλιστικής σύγκρουσης, που μπορεί να οδηγήσει και στην χρήση πυρηνικών ή και χημικών/βιολογικών όπλων. Γιατί η σύγκρουση δεν μπορεί να τεκμαίρεται γενικά από τον «ανταγωνισμό», τη «ληστρική πολιτική» και την «ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης». Πάντα στον καπιταλισμό έχουμε ανταγωνισμό, σφοδρό ή πιο ασθενή, και εκμετάλλευση – αυτό όμως δεν εξηγεί από μόνο του τίποτα. Η σύγκρουση είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη και σφοδρή για μια σειρά παράγοντες, που δεν αναλύονται, με αποτέλεσμα τα ευχολόγια όπως το «η εργατική τάξη, ο λαός μπορούν και πρέπει να χαράξουν τη δική τους αυτοτελή, ανεξάρτητη γραμμή, μακριά από όλα τα αστικά και ιμπεριαλιστικά σχέδια, με τους δικούς τους στόχους, το δικό τους σχέδιο» να μεταφράζονται μόνο σε μια στήριξη του ΚΚΕ στις εκλογές.

 

Δεν πρέπει να μπερδεύουμε μια πολεμική μπόρα με έναν πολεμικό κατακλυσμό

Στην ανάλυση του Δ. Κουτσούμπα δεν υπάρχει απολύτως καμία αναφορά: α) Στο μακρύ κύμα κάμψης και στα κραχ (όπως του 2007-2008 και του 2020) που έχουν σαρώσει τους δυτικούς ιμπεριαλιστές και έχουν οδηγήσει την παγκόσμια οικονομία σε μία διαρκή στασιμότητα, με μια σχεδόν ταυτόχρονη αλλαγή των συσχετισμών δύναμης υπέρ των αναδυόμενων δυνάμεων (Ρωσία-Κίνα κ.ά.) που συνιστά μια ριζική ανατροπή της ιμπεριαλιστικής ιεραρχίας, η οποία δεν έχει ολοκληρωθεί. β) Στον παρασιτισμό και την κερδοσκοπία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, που έχουν συσσωρεύσει βουνά από χρέη. γ) Στην συνολική πολιτική και γεωστρατηγική υποχώρηση των ΗΠΑ και συνολικά της Δύσης. Οι επονομαζόμενες «οικονομικές κυρώσεις» (καθώς και οι δασμοί αλλά και οι «κυρώσεις» των προηγούμενων ετών) είναι επίσης μια κήρυξη ενός ολοκληρωτικού οικονομικού πολέμου και αυτό υποτιμάται εντελώς.

Άρα δεν έχουμε, όπως υποστηρίζει, το ΚΚΕ δύο και περισσότερους (γιατί υπάρχει και η Κίνα, η Ινδία κ.λπ.) ανταγωνιστές, που ανέρχονται ανεξάρτητα ο ένας με τον άλλο, και που κάποια στιγμή θα συγκρούονταν ούτως ή άλλως – αλλά έχουμε μια εξαιρετικά επικίνδυνη κλιμάκωση, μια σταθερή πορεία προς τον πόλεμο. Οι παλιοί ιμπεριαλιστές επιδιώκουν την εξόντωση των «αναδυόμενων» και όχι τον συμβιβασμό μαζί τους, γι’ αυτό τον λόγο είναι πιο επιθετικοί. Από την άλλη, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με δύο «αντίπαλα στρατόπεδα ιμπεριαλιστών» που συγκρούονται και την πληρώνουν «όσες χώρες είναι στην μέση» και οι λαοί. Είναι κάτι πολύ πιο σοβαρό: κλονίζεται ολόκληρο το ιμπεριαλιστικό σύστημα. Αυτό σημαίνει μια συνολική ανισορροπία, όχι μόνο μεταξύ των χωρών και των σχέσεων μεταξύ τους ή της κάθε μιας χώρας ξεχωριστά (ιμπεριαλιστικής η μη), αλλά μια αλλαγή στον παγκόσμιο συσχετισμό δύναμης, στον παγκόσμιο καταμερισμό της εργασίας, στη συνολική συνοχή και διάταξη του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος. Τα θεμέλια της αστικής κοινωνίας κλονίζονται, η επιστροφή στην «ομαλότητα» είναι αδύνατη.

Οι ρεφορμιστές, αντί για αυτά, βλέπουν τις κρίσεις ως προσωρινά επεισόδια και το καπιταλιστικό σύστημα ακλόνητο. Άρα ούτε χρειάζεται ούτε μπορεί να γίνει κάτι περισσότερο από το να ψηφίζουμε όσους βρίσκονται στη «σωστή πλευρά της ιστορίας» – και βλέπουμε. Δεν χρειάζεται δηλαδή σοσιαλιστική επανάσταση, συντριβή του αστικού κράτους και απαλλοτρίωση των καπιταλιστών μέσα από τα δημοκρατικά εκλεγμένα όργανα των εργαζομένων.

 

Μισές αλήθειες και ολόκληρα ψέματα

Δεν γίνεται να μην αναφερθούμε στις μισές αλήθειες ή και τα ολόκληρα ψέματα του Δ. Κουτσούμπα, που αποκρύπτουν την ιστορική αλήθεια όσον αφορά την ΕΣΣΔ: «Αυτοί που ρίχνουν σήμερα το ανάθεμα στον Πούτιν είναι οι ίδιοι που το 1991 χειροκροτούσαν την κλίκα Γκορμπατσόφ, Γιέλτσιν, Πούτιν και Σία, όταν αυτοί διέλυαν τη Σοβιετική Ένωση», «Σ’ αυτή τη θέση βρίσκεται και ο ουκρανικός, αλλά και ο ρωσικός λαός, δύο λαοί που για δεκαετίες έζησαν μαζί, πάλεψαν μαζί..». «Ξεχνάει» ότι η τότε ηγεσία του ΚΚΕ χειροκροτούσε και η ίδια τις φιλοκαπιταλιστικές «μεταρρυθμίσεις» στην ΕΣΣΔ. Είναι πολύ βολικό, επίσης, να μιλάει για διάλυση ή ανατροπή της ΕΣΣΔ και όχι για κατάρρευση, γιατί έτσι νομίζει ότι σβήνει τις ευθύνες της σταλινικής γραφειοκρατίας.

Είναι όμως ιστορικό γεγονός ότι οι πρώην γραφειοκράτες έγιναν μέσα σε ένα βράδυ καπιταλιστές και ολιγάρχες, απαλλοτριώνοντας τον πλούτο των εργαζομένων της ΕΣΣΔ (όπως και στις άλλως χώρες του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού») και ξεπουλώντας μεγάλο μέρος από αυτόν για ένα «κομμάτι ψωμί» σε δυτικούς καπιταλιστές. Είχε προηγηθεί όμως ο Στάλιν και άλλοι και η γραφειοκρατία που είχε συγκεντρωθεί γύρω τους, με τα αποτρόπαια εγκλήματα που πραγματοποίησαν στο όνομα του Κομμουνισμού. Όλοι αυτοί δυσφήμησαν την σοσιαλιστική εναλλακτική. Σπλάχνο της γραφειοκρατίας ήταν και ο Γκορμπατσόφ, αλλά και ο Πούτιν. Με την διαφορά ότι ο περίγελος της Δύσης και η προσωποποίηση της υποχώρησης και της ταπείνωσης Γιέλτσιν αντικαταστάθηκε μετά από μερικά χρόνια με έναν «σοβαρό» ηγέτη και μια αστική τάξη που δεν μπορούσε να υποχωρήσει άλλο. Η σημερινή κατάσταση στις χώρες του πρώην «ανατολικού μπλοκ», συγκεκριμένα και στην Ουκρανία, δεν είναι λοιπόν αποκλειστικά έργο των δυτικών ιμπεριαλιστών και του κάθε Ζελένσκι.

 

Η «Συνεπής Στάση», ο «μοναδικός πατριωτικός και διεθνιστικός δρόμος» και η «συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα»

«Ούτε ο Πούτιν έχει δικαίωμα να σηκώνει τη σημαία του αντιφασισμού, να μιλάει για την αποναζιστικοποίηση της Ουκρανίας, όταν η ίδια η καπιταλιστική Ρωσία διατηρεί φιλικές σχέσεις με ακροδεξιά μορφώματα σε πολλές χώρες και η ηγεσία της εκθειάζει δημόσια τους ιδεολόγους του ρωσικού φασισμού», «Λες και δεν ξέρουν πως αυτή η κυβέρνηση, εδώ και χρόνια, έχει στηρίξει κι ενσωματώσει ναζιστικές οργανώσεις. Διώκει και φυλακίζει κομμουνιστές, έχει θέσει εκτός νόμου το ΚΚ Ουκρανίας». Εδώ είτε έχουμε να κάνουμε με μια μάλλον ύποπτη άγνοια, είτε με μια πολιτική «δημιουργική ασάφεια». Καταρχήν πράγματι ο Πούτιν δεν διεξάγει έναν αντιφασιστικό αγώνα στην Ουκρανία, πώς θα μπορούσε άλλωστε; Από την άλλη, τα ρωσικά στρατεύματα σκοτώνουν αζοφίτες νεοναζί. Ακόμα περισσότερο, το ίδιο το καθεστώς Ζελένσκι δεν στηρίζει/ενσωματώνει απλά ναζιστικές οργανώσεις, αλλά είναι μισοφασιστικό και ταυτόχρονα στηρίζεται ξεκάθαρα στο ευρωνατοϊκό στρατόπεδο. Μόνο απορία προκαλεί το πώς μπορεί να συγκριθεί αυτό το καθεστώς-έκτρωμα με «τις φιλικές σχέσεις του Πούτιν με ακροδεξιά μορφώματα». Άραγε υπάρχουν χώρες στην ΕΕ στις οποίες τα ακροδεξιά μορφώματα είναι εχθροί (και όχι φίλοι) προέδρων και πρωθυπουργών; Από την άλλη, έχουμε την ίδια στιγμή π.χ. φιλικές σχέσεις του Πούτιν και της Ρωσίας με το καθεστώς της Βενεζουέλας – πώς εξηγείται αυτό με βάση τον συλλογισμό του ΚΚΕ; Εκτός αν και εκεί έχουμε κάποιο αντιδραστικό καθεστώς..

 

Τι πρέπει τελικά να κάνουν οι λαοί;

Το πρώτο καθήκον θα έπρεπε να είναι ένα αντιπολεμικό κίνημα με απεργίες, διαδηλώσεις, καταλήψεις, αποκλεισμούς κ.λπ. που θα έχουν σαν στόχο την παρεμπόδιση της δικής μας κυβέρνησης να συμμετέχει στον πόλεμο. Ταυτόχρονα να υπερασπιστεί και να διεκδικήσει τις κοινωνικές ανάγκες και δικαιώματα, και να μην επιτρέψει σε καμία περίπτωση οποιαδήποτε ανακωχή με την κυβέρνηση, η οποία θα την διευκολύνει να διεξάγει τον πόλεμο. Το κλειδί δηλαδή βρίσκεται κυρίως στο πώς εμποδίζουμε τον πόλεμο, δηλαδή πώς οργανώνουμε κίνημα και όχι μόνο πώς δεν συμμετέχουμε σαν χώρα κ.λπ. ή αν λέμε «κανένας φαντάρος έξω από τα σύνορα» (και αξιωματικός, προσθέτει συχνά το ΚΚΕ, κλείνοντας το μάτι στους αστικούς μηχανισμούς).

Το ΚΚΕ όμως δεν έχει κανένα τέτοιο σχέδιο και δεν προετοιμάζεται γι’ αυτό. Έτσι, δεν γίνεται η εργατική τάξη να ξεπηδήσει σαν την Αθηνά πάνοπλη μέσα από το κεφάλι του Δία, αν δεν διευκολυνθεί να παλέψει μέσα από έναν τέτοιο δρόμο. Ο περιορισμός κύρια σε ομιλίες δεν οδηγεί σε μια ανεξάρτητη γραμμή, αλλά σε μια γραμμή αδράνειας και εκλογικής ετοιμότητας.

Θα συμφωνήσουμε όμως ότι «Δεν υπάρχει ολίγον εμπλοκή» (αναφέρεται στον ΣΥΡΙΖΑ). «Όταν ψηφίζουν τους εξοπλισμούς που φορτώνεται ο λαός για το χατίρι των αναγκών του ΝΑΤΟ». Όσο σωστό όμως είναι αυτό, άλλο τόσο σωστό είναι ότι διεθνισμός και οι πολεμικές δαπάνες δεν πάνε μαζί. Γιατί το ΚΚΕ όταν θεωρεί ότι πρόκειται για «αμυντικούς εξοπλισμούς» δεν έχει αντίρρηση να ψηφίζει στην βουλή μαζί με τα υπόλοιπα αστικά κόμματα.

 

«Καμία εμπιστοσύνη σε καμία αστική κυβέρνηση», εκτός αν πρόκειται για κυριαρχικά δικαιώματα και το «πατριωτικό και διεθνιστικό μας καθήκον»

Τα πράγματα ξεκαθαρίζουν, όταν η συζήτηση πηγαίνει στο αν πρόκειται να παραβιαστούν τα (αστικά) «κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας». Σε αυτό το επίπεδο της ανάλυσης φανερώνεται ότι μάλλον ο διεθνισμός του ΚΚΕ εξαντλείται στο «καμία συμμετοχή της χώρας» και «απεμπλοκή» –και εκεί ακριβώς συναντιέται με τον πατριωτισμό στον οποίο καλεί: «Μοναδικό πατριωτικό και διεθνιστικό δρόμο, αυτόν της απεμπλοκής από τα πολεμοκάπηλα σχέδια και της αποδέσμευσης από τις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες που συμμετέχει η χώρα μας». Ακόμα πιο καθαρά: «Οι Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας δεν έχουν καμιά δουλειά εκτός συνόρων. Το καθήκον τους είναι να υπερασπίζονται τα σύνορα, την εδαφική ακεραιότητα της πατρίδας, τα κυριαρχικά δικαιώματά μας». Εδώ τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται. Η υπεράσπιση των συνόρων δεν γίνεται μόνο με «αποτροπή», π.χ. αγοράζοντας περισσότερες τορπίλες (τη δαπάνη υπερψήφισε το ΚΚΕ στη Βουλή), αλλά και με πόλεμο, δηλαδή να χρησιμοποιηθούν οι τορπίλες που έχουν αγοραστεί. Σε αυτή την περίπτωση, το ΚΚΕ θεωρεί δεδομένο ότι ο πόλεμος θα είναι «δίκαιος από τη δική μας πλευρά» και άρα πρέπει να υπερασπιστούμε πάση θυσία «τα σύνορα». Τέλος, θεωρεί δεδομένο ότι «οι ένοπλες δυνάμεις» (φαντάροι και αξιωματικοί μαζί δηλαδή) δεν αποτελούν μαζί με την αστυνομία και τα δικαστήρια τον κατασταλτικό και μόνιμο πυρήνα του αστικού κράτους, αλλά ότι είναι του λαού.

Τέλος ο Κουτσούμπας παραβιάζει ανοιχτές θύρες όταν μιλάει για «καμιά εμπιστοσύνη σε καμία αστική κυβέρνηση» (εδώ εμπιστευόμαστε τις ένοπλες δυνάμεις, στην αστική κυβέρνηση θα κολλήσουμε;). Γιατί είτε με ανοιχτή συμμετοχή είτε με ψήφο εμπιστοσύνης το ΚΚΕ έχει στηρίξει στην ιστορία του τουλάχιστον 4 φορές αστική κυβέρνηση και μάλιστα στις πιο κρίσιμες στιγμές, με ολέθρια αποτελέσματα για το κίνημα και την εργατική τάξη: 1936, 1944, 1965, 1989. Το ΚΚΕ, όπως πλέον το ίδιο περίπου παραδέχεται, διάλεγε στρατόπεδο και σε κάποιες περιπτώσεις αστική κυβέρνηση ανάλογα με τα ζιγκ ζαγκ της σταλινικής γραφειοκρατίας της ΕΣΣΔ.