40 Χρόνια από τον Θάνατο του Μπόμπι Σαντς

40 Χρόνια από τον Θάνατο του Μπόμπι Σαντς

 

Ο Ρόμπερτ Τζέραρντ Σαντς, γνωστός ως Μπόμπι Σαντς, μέλος του IRA, χάνει την ζωή του στις 5 Μάη του 1981, στα 27 του χρόνια, μετά από 66 ημέρες απεργίας πείνας.

Το Ιρλανδικό Ζήτημα, η Περίοδος των «Ταραχών», οι Συμφωνίες και η Περίπτωση της Β. Ιρλανδίας

Το 1609 παραχωρείται η γη της Επαρχίας του Ώλστερ (Βόρεια Ιρλανδία) σε Σκωτσέζους και Άγγλους άποικους, γνωστούς ως «καλλιεργητές». Έτσι, ξεκινάνε οι πρώτες συγκρούσεις μεταξύ των ιθαγενών Ιρλανδών Καθολικών και των «καλλιεργητών» Προτεσταντών, οι σημαντικότερες των οποίων ανακηρύσσουν τους δεύτερους νικητές. Με τις «Πράξεις Ένωσης 1800», που τέθηκαν σε ισχύ την 1η Γενάρη του 1801 και υπογράφτηκαν μεταξύ του κοινοβουλίου της Μ. Βρετανίας και της Ιρλανδίας, τα δύο Βασίλεια ενοποιούνται στο «Ηνωμένο Βασίλειο της Μ. Βρετανίας και της Ιρλανδίας». Έτσι, στις αρχές του 19ου αιώνα, η Ιρλανδία βρίσκεται ουσιαστικά υπό Βρετανική κατοχή. Οι μισοί περίπου Ιρλανδοί επιδιώκουν την πλήρη ανεξαρτητοποίησή της από τη Βρετανία, και οι άλλοι μισοί, ανάμεσα στους οποίους και οι Προτεστάντες της επαρχίας Ώλστερ, επικροτούν την ενσωμάτωσή της στο Ηνωμένο Βασίλειο. Τελικά, το 1898, το Ώλστερ ενσωματώνονται στη Μ. Βρετανία υπό ένα είδος αυτοδιοίκησης.         

Το 1916, οι Ιρλανδοί Ρεπουμπλικάνοι, υπέρμαχοι της ανεξαρτησίας, καταλαμβάνουν σημαντικά κτίρια στο Δουβλίνο και κηρύττουν μια «Ιρλανδική Δημοκρατία», κατά την διάρκεια της «Εξέγερσης του Πάσχα». Ο Βρετανικός Στρατός συγκρούεται με του αυτονομιστές αντάρτες στους δρόμους του Δουβλίνου και αρκετά κτίρια του κέντρου της πόλης καταστρέφονται από το βρετανικό πυροβολικό. Μέσα σε μια εβδομάδα, η εξέγερση έχει καταπνιγεί. Οι Βρετανοί επιβάλουν μια παρατεταμένη περίοδο στρατιωτικού νόμου. Έτσι, τροφοδοτείται έντονα η υποστήριξη της ρεπουμπλικανικής υπόθεσης της ανεξαρτησίας.

Το 1917, ιδρύεται ο IRA (Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός), στρατιωτική οργάνωση, υπέρμαχη της ανεξαρτησίας. Παράλληλα, το κόμμα Sinn Fein, πολιτικό όργανο του IRA, κερδίζει τις εκλογές του 1918, και το 1919 ανακοινώνει την ανεξαρτητοποίηση της Ιρλανδίας, δίνοντας στη χώρα το όνομα «Ιρλανδική Δημοκρατία». Δημιουργεί το κοινοβούλιο και την κυβέρνηση της χώρας. Το 1919, ο IRA ξεκινάει την αντάρτικη δράση του ενάντια στον Βρετανικό Στρατό και τις Ενωτικές δυνάμεις.

Το ίδιο έτος, ξεσπάει ο πόλεμος για την Ανεξαρτησία της Ιρλανδίας, ο οποίος κρατάει μέχρι το 1921, όπου υπογράφεται η Άγγλο-Ιρλανδική Συνθήκη. Οι Βρετανοί αναγνώρισαν την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας, εκτός της επαρχίας του Ώλστερ, που θα παρέμενε υπό Βρετανικό έλεγχο. Μετονομάστηκε σε Βόρεια Ιρλανδία. Η συνθήκη προέβλεπε επίσης την ίδρυση του Ιρλανδικού Ελεύθερου Κράτους στη νότια Ιρλανδία. Η Ιρλανδία διαιρείται στα δύο, τόσο χωρικά όσο και πολιτικά. Οι Καθολικοί Ρεπουμπλικάνοι αυτονομιστές διαφωνούν με τους όρους της Συμφωνίας ενώ η Δημοκρατική Κυβέρνηση της Ιρλανδίας και οι Ενωτικοί Προτεστάντες την θεωρούν επιτυχημένη. Στον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε (1922 – 1923), νικητής αναδείχθηκε η νόμιμη κυβέρνηση της Ιρλανδίας και το καθεστώς παρέμεινε ως είχε. Η Καθολική μειονότητα της Β. Ιρλανδίας βρίσκεται σε ακόμη πιο μειονεκτική οικονομική και πολιτική θέση σε σχέση με την Προτεσταντική κοινότητα.

Η εκτεταμένη περίοδος της εμφύλιας σύγκρουσης στη Β. Ιρλανδία, γνωστή και ως «Ταραχές» (Troubles), εκτυλίχθηκε την περίοδο 1969 – 1998. Οι εντάσεις ξέσπασαν τον Αύγουστο του 1969, κατά τη διάρκεια της ετήσιας πορείας των Apprentice Boys of Derry, μιας Προτεσταντικής αδελφότητας στο Ώλστερ. Η πορεία πέρασε από την, κατά κύριο λόγο καθολική, περιοχή Μπόγκσαϊντ του Ντέρυ. Η προσπάθεια της Βασιλικής Αστυνομίας να διαχωρίσει τους κατοίκους από τους διαδηλωτές προκάλεσε διήμερες συγκρούσεις, οι οποίες έμειναν γνωστές ως η «Μάχη του Μπόγκσαϊντ». Ο Πρωθυπουργός της Β. Ιρλανδίας αναγκάζεται να υποσχεθεί μεταρρυθμίσεις στα ζητήματα των δικαιωμάτων των Καθολικών. Οι κινητοποιήσεις συνεχίστηκαν στο Ντέρυ και στο Μπέλφαστ. Τον Αύγουστο του 1969, μια πορεία Προτεσταντών κατέληξε σε αιματηρή μάχη. Οκτώ άνθρωποι δολοφονήθηκαν, σπίτια και επιχειρήσεις Καθολικών καταστράφηκαν, ενώ περίπου 1.500 οικογένειες Καθολικών και 300 Προτεσταντών αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Η υπόθεση έγερνε ξανά κατά των Καθολικών.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, οι στρατιωτικές οργανώσεις και των δυο στρατοπέδων γνώρισαν μεγάλη αριθμητική αύξηση και η δράση τους κορυφώθηκε. Μια ομάδα αποχώρησε από τον IRA, για να σχηματίσει τον «Προσωρινό» IRA. Διάσπαση η οποία αφορούσε το επίδικο της πρακτικής της «ατομικής βίας». Στο Ντέρυ δημιουργήθηκαν περιοχές που ελέγχονταν πλήρως από τον IRA. Οι Ενωτικές στρατιωτικές δυνάμεις, όπως η Ulster Defence Association (UDA), η Ulster Volunteer Force (UVF), η RHC, η UR, και η LVF αυξήθηκαν επίσης σε αριθμό. Καθώς οι βίαιες επιθέσεις και οι βομβαρδισμοί αυξήθηκαν σε συχνότητα, ο Βρετανικός Στρατός έχτισε «τείχη ειρήνης» για να χωρίσει τις δύο κοινότητες. Έτσι, φτάνουμε σε ένα από τα πιο αιματηρά γεγονότα των «Ταραχών», στην «Ματωμένη Κυριακή» της 31ης Ιανουαρίου του 1972. Περίπου 15.000 άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στο Ντέρυ, για να συμμετάσχουν σε πορεία ενάντια στην πολιτική «φυλάκισης χωρίς δίκη». Η πορεία απαγορεύτηκε και ένα τάγμα του στρατού αναπτύχθηκε για να αποτρέψει την ολοκλήρωση της διαδρομής. Ομάδες διαδηλωτών συγκρούστηκαν με τους στρατιώτες σε οδόφραγμα, με τους δεύτερους να κάνουν χρήση λαστιχένιων σφαιρών και δακρυγόνων. Όταν οι στρατιώτες απομακρύνθηκαν από το οδόφραγμα για να προβούν σε συλλήψεις, άνοιξαν πυρ με ζωντανά πυρά. Ο Βρετανικός Στρατός είχε δολοφονήσει δεκατέσσερεις πολίτες. Το γεγονός αυτό πυροδότησε μια πολυάριθμη σειρά αντάρτικων επιθέσεων στη Β. Ιρλανδία, το επόμενο διάστημα (1972 – 1984).

Η Θάτσερ, δεχόμενη εξωτερικές πιέσεις για άμβλυνση των «Ταραχών», αλλά κυρίως έχοντας δεχθεί μια σοβαρή ήττα από τον αγώνα των «Αυτονομιστών» και την Απεργία πείνας του 1981, υπέγραψε με τον Ιρλανδό Πρωθυπουργό, Γκάρετ Φιτζέραλντ, στις 15 Νοεμβρίου του 1985, την Αγγλοϊρλανδική Συνθήκη του 1985. Με αυτήν, παραχωρούταν στην Ιρλανδική Κυβέρνηση συμβουλευτικός ρόλος εντός της κυβέρνησης της Β. Ιρλανδίας, ορίζοντας ρητά ότι δεν θα υπήρχε καμία αλλαγή στη συνταγματική θέση της δεύτερης. Ακολούθησαν εκτενείς εκστρατείες κατά της Συνθήκης, από την πλευρά των Ενωτικών, συμπεριλαμβανομένων μαζικών συγκεντρώσεων, απεργιών και μαζικής παραίτησης από τη Βρετανική Βουλή όλων των βουλευτών των Ενωτικών του Ώλστερ.

Το 1993 υπογράφτηκε η Διακήρυξη του Downing Street. Αυτή, καθόριζε κάποιες βασικές αρχές, συμπεριλαμβανομένης της τυχόν ενοποίησης της Ιρλανδίας, μόνο με τη συγκατάθεση της πλειοψηφίας του λαού της Β. Ιρλανδίας, καθώς και ότι μόνο αυτή και η «Δημοκρατία της Ιρλανδίας» είχαν το δικαίωμα να επιλύσουν τις διαφορές τους. Η διακήρυξη εγκρίθηκε από το Ρεπουμπλικανικό κόμμα, Σιν Φέιν. Μέχρι το 1997, τόσο ο Προσωρινός IRA όσο και οι Ενωτικές στρατιωτικές δυνάμεις ζητούσαν εκεχειρίες. Η εκεχειρία που επήλθε το 1997, οδήγησε ξανά τον IRA σε διάσπαση. Όσοι αντιτάχθηκαν σε αυτήν αποχώρησαν και δημιούργησαν τον «Πραγματικό» IRA.

Αρκετά χρόνια μετά την πτώση της Θάτσερ, υπογράφεται η Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής του 1998. Ιδρύεται η Συνέλευση της Β. Ιρλανδίας, μετά από δεκαετίες άμεσης διακυβέρνησης από το Γουέστμινστερ. Εγκρίνεται τον επόμενο μήνα, με δημοψήφισμα στη Β. Ιρλανδία και την Ιρλανδία. Οι εκλογές της πραγματοποιήθηκαν τον Ιούνιο και ανέλαβε την εξουσία τον Δεκέμβριο του 1999.

Η Συνέλευση έχει την εξουσία να τροποποιεί οποιαδήποτε πράξη του Βρετανικού Κοινοβουλίου στο μέτρο που «αποτελεί μέρος του νόμου της Β. Ιρλανδίας». Ωστόσο, δεν μπορεί να ασχοληθεί με «επιφυλακτικά ή εξαιρούμενα» θέματα, τα οποία αποτελούν αποκλειστική αρμοδιότητα της κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου. Η Συνέλευση έχει τεθεί σε αναστολή αρκετές φορές από το 1998 και αναδημιουργήθηκε την Τρίτη 8 Μαΐου του 2007, μετά τη συμφωνία του Σέιντ Άντριους (Σκοτία) του 2006. Η Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής θεωρείται ότι σηματοδότησε το τέλος των «Ταραχών.

 

Το Καθεστώς Ειδικής Κατηγορίας και ο Αγώνας των «Πολιτικών Κρατούμενων»

Το Καθεστώς Ειδικής Κατηγορίας (SCS) θεσμοθετήθηκε τον Ιούλιο του 1972, ακολουθώντας την απεργία πείνας σαράντα κρατούμενων μελών του IRA, και αποτελούσε καθεστώς ειδικής μεταχείρισης όλων των κρατουμένων με ένοπλη δράση που είχαν καταδικαστεί για αδικήματα συσχετιζόμενα με την περίοδο των «Ταραχών». Βασιζόταν στην εφαρμογή της Σύμβασης για τους αιχμαλώτους πολέμου (POW: Prisoner of War)[1]. Καταργήθηκε το 1976, μετά από εισήγηση της Επιτροπής του Γκάρντινερ. Oι εν λόγω κρατούμενοι, από εκεί και ύστερα, θα αντιμετωπίζονταν ως κοινοί εγκληματίες, φυλακισμένοι στα νέα κελία H-Blocks της φυλακής του Μέιζ [2]. Αυτή η αλλαγή προκάλεσε έντονες αντιδράσεις των κρατουμένων και τον θάνατο τουλάχιστον έξι μελών του προσωπικού των φυλακών, την περίοδο 1976 – 1977.

Κατά τα τέλη του 1976, φτάνει στις νέες φυλακές ο πρώτος κρατούμενος, μετά την αλλαγή του καθεστώτος, ο εθελοντής του IRA, Κιέραν Νάγκεντ, ο οποίος αρνείται να φορέσει την στολή του φυλακισμένου, όντας πολιτικός κρατούμενος. Τον βασανίζουν και τον κλειδώνουν γυμνό στο κελί του. Την επόμενη μέρα, όταν του δίνεται μια κουβέρτα για να μπορεί να κοιμηθεί, αυτός την τυλίγει γύρω του, ξεκινώντας την διαμαρτυρία της κουβέρτας. Μάλιστα, απαγορεύει στην μητέρα του να τον επισκέπτεται, για τουλάχιστον τρία χρόνια, καθώς θα έπρεπε να φορέσει την στολή για να δεχθεί επισκέψεις. Μέχρι το 1978, πάνω από 300 κρατούμενοι προσχωρούν σε αυτή την διαμαρτυρία.

Το 1978, ένας κρατούμενος των H-Blocks οδηγείται στην απομόνωση, βαριά χτυπημένος από το προσωπικό της φυλακής. Όταν, κατά την αντίδρασή τους, οι κρατούμενοι σπάνε τα λιγοστά έπιπλα των κελιών τους, αυτά τους αφαιρούνται πλήρως, συμπεριλαμβανομένων και των νιπτήρων. Τότε, αρνούνται να βγουν από τα κελιά τους, τα οποία αποτελούσαν πλέον άδεια δωμάτια με πεταμένα στρώματα στο έδαφος, με αποτέλεσμα η καθαριότητα να καθίσταται αδύνατη. Τα δοχεία αφόδευσης γεμίζουν και οι κρατούμενοι πασαλείβουν τους τοίχους με το περιεχόμενο, ενώ ταυτόχρονα πετούν συστηματικά τα αποφάγια τους στο πάτωμα και αρνούνται να πλυθούν. Έτσι, ξεκινάει η φάση της «βρώμικης» διαμαρτυρίας, στην οποία προσχώρησαν και οι κρατούμενες των φυλακών Armagh, της πρωτεύουσας γυναικείας φυλακής του Ώλστερ.

 

Διαδοχή Εξουσίας – Η Επέλαση της Θάτσερ

 

Στις εκλογές της 3ης Μάρτη του 1979, εξελέγη πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας η Μάργκαρετ Θάτσερ, με ποσοστό σχεδόν 45%. Ήδη, από το 1973, είχε δώσει μια πρώτη γεύση της άτεγκτης αποφασιστικότητάς της να ξεζουμίσει την εργατική τάξη της χώρας και να διαλύσει τα συνδικάτα και την οργανωμένη πάλη, όταν ως υπουργός Παιδείας της κυβέρνησης Χιθ είχε καταργήσει τη δωρεάν διανομή γάλακτος στα σχολεία. Στάση που κράτησε τόσο ενάντια στον αγώνα των κρατούμενων απεργών πείνας του 1980–81 όσο και ενάντια στο μεγαλειώδες κύμα απεργιών και κινητοποιήσεων των ανθρακωρύχων του 1984–85, ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις και τα κλεισίματα των ορυχείων, δηλαδή στην πρώτη εφαρμογή του νεοεμφανιζόμενου δόγματος του νεοφιλελευθερισμού, «λυγίζοντας» ανεπανόρθωτα τα συνδικάτα της χώρας.

 

Η Πρώτη Απεργία Πείνας (1980)

Στις 27 Οκτωβρίου του 1980, εφτά κρατούμενοι[3] ξεκινούν απεργία πείνας, απαιτώντας την ικανοποίηση των λεγόμενων «Πέντε Αιτημάτων» για την αποκατάσταση του πολιτικού καθεστώτος κράτησης των παραστρατιωτικών κρατουμένων. Μέσω αυτών, εξέφραζαν την απαίτηση τους να αναγνωριστούν ως πολιτικοί κρατούμενοι και άρα να εκτίουν την ποινή τους υπό το καθεστώς του αιχμαλώτου πολέμου.

Οι διεκδικήσεις αυτές αφορούσαν 1) το δικαίωμα να μην φοράνε την στολή του φυλακισμένου, 2) το δικαίωμα της μη συμμετοχής στα καταναγκαστικά έργα, 3) το δικαίωμα στην ελεύθερη κοινωνικοποίηση των κρατουμένων και στην δημιουργία ομάδων εκπαιδευτικού και πολιτιστικού χαρακτήρα, 4) το δικαίωμα στο ένα γράμμα, στο ένα δέμα και στην μια επίσκεψη ανά εβδομάδα και 5) την επαναφορά των χαμένων παροχών, κατά την διάρκεια των διαμαρτυριών.

Μετά από 53 ημέρες και υπό την πίεση που δεχόταν η κυβέρνηση της Θάτσερ, τόσο από την απεργία πείνας όσο και από τις διαδηλώσεις στο Μπέλφαστ, που αριθμούσαν δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτών, ανακοινώνει την ικανοποίηση των «Πέντε Αιτημάτων». Η απεργία πείνας κλείνει τον πρώτο κύκλο της, στις 18 Δεκέμβρη του 1980. Πολύ σύντομα όμως, μέσα στον Γενάρη του 1981, γίνεται ξεκάθαρο ότι η ικανοποίηση των αιτημάτων δεν αποτελεί πραγματικότητα. Έτσι, την 1η Μάρτη του 1981 ξεκινάει ο δεύτερος κύκλος της απεργίας.

Η Απεργία Πείνας του 1981

Ο δεύτερος κύκλος της απεργίας πείνας, ο οποίος έμεινε γνωστός ως η «Απεργία Πείνας του 1981», ξεκινάει την 1η Μάρτη του 1981, όταν ο κρατούμενος στις φυλακές Μέιζ και διοικητής των φυλακισμένων μελών του IRA, Μπόμπι Σαντς[4], αρνείται να σιτιστεί. Αυτή την φορά, οι κρατούμενοι θα έμπαιναν στον αγώνα, ένας την φορά και σε κλιμακωτά χρονικά διαστήματα, για να μεγιστοποιήσουν την διάρκειά του και να εκμεταλλευτούν το «απόθεμα» αγωνιστών που κρατούνταν στις φυλακές. Επιπλέον, ανακαλούν την διαμαρτυρία της Κουβέρτας και την «Βρώμικη» διαμαρτυρία, ώστε να δοθεί η πρέπουσα έμφαση και γνωστοποίηση στην απεργία.

                Ο Σαντς ξεκινάει πρώτος και απαιτεί προβάδισμα δυο εβδομάδων, ώστε να υπάρξει η πιθανότητα να μην χάσει την ζωή του κάποιος άλλος συναγωνιστής του, στην περίπτωση που τα αιτήματά τους ικανοποιούνταν εντός αυτού του διαστήματος. Τελικά, ο Μπόμπι χάνει την ζωή του τα ξημερώματα της Τρίτης 5 Μάη, μετά από 66 ημέρες απεργίας, στο νοσοκομείο των φυλακών. Οι συνοικίες του Μπέλφαστ σείονται από τον παραδοσιακό ήχο κινδύνου των Καθολικών. Χιλιάδες Ιρλανδών χτυπούν στους δρόμους τα μεταλλικά καπάκια από τους κάδους απορριμμάτων, όταν μαθαίνεται η είδηση.

Οι συνεχιζόμενοι θάνατοι των απεργών, σε συνδυασμό με την ανένδοτη και αδιαπραγμάτευτη στάση της Θάτσερ, η οποία δήλωνε ότι: «Δεν είμαστε έτοιμοι να εξετάσουμε καμία ειδική μεταχείριση φυλακισμένων εγκληματιών. Το έγκλημα είναι έγκλημα και δεν υπάρχει τίποτα το πολιτικό σε αυτό.», «Αντιμέτωποι με την αποτυχία του σκοπού τους, οι άνθρωποι της βίας επέλεξαν να παίξουν το τελευταίο τους χαρτί και να στρέψουν την βία στους εαυτούς τους» , ή ακόμη και μετά τον θάνατο του Σαντς, ότι «ο κύριος Σαντς ήταν ένας καταδικασμένος εγκληματίας. Επέλεξε να πεθάνει. Ήταν μια επιλογή που η οργάνωσή του δεν έδωσε σε πολλά από τα θύματά της», ώθησαν ένα μεγάλο κομμάτι της Ιρλανδικής εργατικής τάξης στους δρόμους, σε απεργίες, διαδηλώσεις και συγκρούσεις. Την Κυριακή, πριν της έναρξη της απεργίας, περίπου 3,5 χιλιάδες Ιρλανδών διαδήλωναν στους δρόμους του Δ. Μπέλφαστ. Καθ’ όλη την διάρκεια της απεργίας εκτυλίσσονταν μαχητικές διαδηλώσεις και συγκρούσεις, κυρίως στο Μπέλφαστ, με μεγαλύτερη αυτή του Δ. Μπέλφαστ, την 59η ημέρα απεργίας του Σαντς. Κάποιες από αυτές απέκτησαν εξεγερσιακά χαρακτηριστικά, όπως αυτή της 18ης Ιούλη, έξω από την Βρετανική πρεσβεία του Δουβλίνου, ενώ στην νεκροπομπή του Σαντς συμμετείχαν περίπου 100 χιλιάδες Ιρλανδών.

Η απεργία πείνας συνεχίστηκε για περίπου πέντε μήνες, μετά τον θάνατο του Μπόμπι, κατά την διάρκεια των οποίων άλλοι εννέα απεργοί έχασαν την ζωή τους, όλοι σε ηλικία μικρότερη των τριάντα. Τελικά, έληξε στις 3 Οκτώβρη, υπό την πίεση των ηγετών της Καθολική Εκκλησίας και των οικογενειών των απεργών, οι οποίες δήλωναν ότι θα παρέμβουν σε περίπτωση κωματώδους κατάστασης. Συνολικά, σε αυτήν μπήκαν 23 αγωνιστές, μέλη του IRA και του INLA. Μετά τη λήξη της απεργίας, η Θάτσερ δήλωσε ότι θα ικανοποιήσει τα «Πέντε Αιτήματα», το οποίο και έκανε. Όχι αναγνωρίζοντας την ιδιότητα του «πολιτικού κρατούμενου» αλλά επαναφέροντας σταδιακά, μέχρι το 1983, το Καθεστώς Ειδικής Κατηγορίας.

 

Ο Αγωνιστής Σαντς και η Εμβληματική του Υπόσταση

 

Ο Μπόμπι Σαντς ήταν ένα από τα εκατομμύρια θύματα του Βρετανικού Ιμπεριαλισμού. Ένα από τα εκατομμύρια θύματα του τότε πρωτοεμφανιζόμενου νεοφιλελεύθερου δόγματος, της διάλυσης του «κοινωνικού κράτους», του «αυταρχικού κράτους», της αποθέωσης της αγοράς και της μεγιστοποίησης του κέρδους, της εμπέδωσης του δόγματος «απαγορεύεται το απαγορεύεται για το κεφάλαιο» και του απόλυτου εκμηδενισμού των δικαιωμάτων, των ελευθεριών και της ίδιας της ανθρώπινης ζωής, για την εργατική τάξη, την νεολαία και τα φτωχά λαϊκά στρώματα όλου του κόσμου.

Ταυτόχρονα, όμως, ήταν και κάτι πολύ περισσότερο από ένα θύμα. Αποτελεί πρότυπο αγωνιστή, ο οποίος θυσιάστηκε για την ανεξαρτησία, ενάντια στην καταπίεση. Ενός αγωνιστή που όρθωσε τα στήθη του ενάντια σε μια από τις πιο βάρβαρες κυβερνήσεις της Βρετανίας, για την αναγνώριση της πολιτικής υπόστασης του αγώνα κατά του ιδιότυπου «Απαρτχάιντ» της Β. Ιρλανδίας. Του αγώνα για ελευθερία, για αξιοπρέπεια, για χειραφέτηση και προοπτική. Γι’ αυτό τον λόγο αποτελεί μέχρι σήμερα, ειδικά για την εργατική τάξη και την νεολαία της Ιρλανδίας, έναν εμβληματικό αγωνιστή, ένα σύμβολο αγώνα, αμφισβήτησης και ελπίδας.

Σχετικές Προτάσεις

Μουσική:

 

1) Black 47 – Bobby Sands MP, 2) Sad Song for Susan, 3) Christy Moore – On the Blanket, 4) Song for Marcella, 5) Christy Moore – Back Home in Derry, 6) The H-Block Song, 7) Easterhouse – Inspiration, 8) Nicky Wire – Bobby Untitled

Κινηματογράφος:

1) Hunger (2008), 2) Some Mother’s Son (1996), 3) H3 (2001), 4) il Silenzio dell’Alodolla (2005)

[1]: Βάσει της Τρίτης Σύμβασης της Γενεύης, οι αιχμάλωτοι πολέμου πρέπει: 1) να αντιμετωπίζονται ανθρώπινα, με σεβασμό στα πρόσωπα και την τιμή τους, 2) να μπορούν να ενημερώνουν τους συγγενείς και τη Διεθνή Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού για τη σύλληψή τους, 3) να επιτρέπεται η τακτική επικοινωνία με συγγενείς και η λήψη πακέτων, 4) να λαμβάνουν επαρκή τρόφιμα, ρούχα, στέγαση και ιατρική φροντίδα, 5) να πληρώνονται για οποιαδήποτε εργασία πραγματοποιούν και να μην εξαναγκάζονται σε επικίνδυνη, ανθυγιεινή ή ταπεινωτική εργασία, 6) να απελευθερώνονται άμεσα, μετά το πέρας των συγκρούσεων, 7) να μην εξαναγκάζονται σε παροχή πληροφοριών, εκτός του ονόματος, της ηλικίας, του βαθμού και του αριθμού υπηρεσίας και 8) να λαμβάνουν βοήθεια από τη Διεθνή Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού σε περίπτωση τραυματισμού ή ασθένειας. 9) Όταν μια χώρα είναι υπεύθυνη για παραβίαση της Σύμβασης, οι υπόλογοι θα πρέπει να τιμωρούνται αναλόγως.

[2]: Η «φυλακή του Μέιζ της Αυτού Μεγαλειότης» (HM Prison Maze) αποτελούσε φυλακή της Β. Ιρλανδίας, η οποία «στέγαζε» παραστρατιωτικούς κρατούμενους, συχετιζόμενους με την περίοδο των «Ταραχών», από τα μέσα του 1971 έως και το κλείσιμό της, το 2000. Βρισκόταν στην παλιά βάση του Long Kesh της RAF (Royal Air Force) στην περιοχή του Μέιζ, κοντά στο Μπέλφαστ και ήταν επίσης γνωστή ως Κέντρο Κράτησης Long Kesh, ο Λαβύρινθος (the Maze) και H-Blocks. Το 2013 ανακοινώθηκε ότι θα μετατρεπόταν σε «Κέντρο Ειρήνης», κάτι το οποίο δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.

[3]: Έξι μέλη του IRA (Brendan Hughes, Tommy McKearney, Raymond McCartney, Tom McFeeley, Sean McKenna, Leo Green) και ένα μέλος του INLA (John Nixon)

[4]: Ο Σαντς είχε εκτίσει ποινή φυλάκισης τριών χρόνων (1973 – 1976), υπό το ειδικό καθεστώς του πολιτικού κρατούμενου, στις φυλακές του Μέιζ, για παράνομη οπλοκατοχή. Το 1977 καταδικάστηκε ξανά σε ποινή φυλάκισης δεκατεσσάρων ετών στα H-Blocks, για οπλοκατοχή και συνεργία σε βομβιστική επίθεση. Εκεί, προσχώρησε στην διαμαρτυρία της κουβέρτας. Το 1980 έγινε διοικητής των φυλακισμένων μελών του IRA. Λίγο μετά την έναρξη της απεργίας πείνας, εκλέχθηκε αντιπρόσωπος στο Κοινοβούλιο του Ηνωμένου Βασιλείου, ως ανεξάρτητος υποψήφιος «κατά των H-Blocks», με 30 χιλιάδες ψήφων, αντικαθιστώντας το κενό που δημιουργήθηκε μετά τον αναπάντεχο θάνατο ενός ανεξάρτητου ρεπουμπλικάνου υποψηφίου και «απαντώντας» στους ισχυρισμούς της Θάτσερ, ότι είναι ένας άνθρωπος που δεν εκπροσωπεί κανέναν. Ήταν η πρώτη εκλογική νίκη για τον μαχητικό Ιρλανδικό ρεπουμπλικανισμό. Ως απάντηση, η Βρετανική κυβέρνηση εισήγαγε τροποποίηση, η οποία αφαιρούσε το δικαίωμα του εκλέγεσθε από οποιονδήποτε εκτίει ποινή φυλάκισης, μεγαλύτερη του ενός έτους, φρενάροντας την δυνατότητα εκλογής των υπόλοιπων απεργών. Παρά την ελπίδα που γέννησε η εκλογή του, εντός της εθνικιστικής κοινότητας και των συναγωνιστών απεργών και φυλακισμένων, ο ίδιος γνώριζε ότι η απεργία έπρεπε να συνεχιστεί και ότι πιθανότατα ο ίδιος θα έχανε την ζωή του στον αγώνα. Μέσα στη φυλακή, έγραψε πολλά άρθρα και ποιήματα, σε χαρτί υγείας, τα οποία εκδίδονταν υπό το ψευδώνυμο «Marcella», το όνομα της αδερφής του.

Κ.Δ.