Η χούντα της 21ης Απρίλη

Η ΧΟΥΝΤΑ ΤΗΣ 21ης ΑΠΡΙΛΗ

Από την Εργατική Πάλη Απριλίου

Η επιβολή της Χούντας, παρά τα όσα λέγονται, δεν ήρθε σαν «κεραυνός εν αιθρία». Η αστική προπαγάνδα παρουσιάζει το πραξικόπημα σαν έργο ενός παράφρονα, ώστε να εξωραΐσει τον «βρώμικο» ρόλο της ελληνικής αστικής τάξης, για να διατηρήσει και νομιμοποιήσει τη συνέχιση της εξουσίας της, καθώς και τον ρόλο των Αμερικάνων ιμπεριαλιστών, των «συμμάχων μας στη διασφάλιση της δημοκρατίας και ειρήνης στον κόσμο».

Οι ρίζες των πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα βρίσκονται στην ιδιότυπη διαμόρφωση του ελληνικού καπιταλισμού, του αστικού κράτους και των πολιτικών δυνάμεων (θα αναφερθούμε αναγκαστικά συνοπτικά – βλ. π.χ. Δημοκρατική ή Σοσιαλιστική Επανάσταση στην Ελλάδα; (Π. Πουλιόπουλος) και Η εξέγερση του Πολυτεχνείου (Σ. Παπαδόπουλος), εκδ. Εργατική Πάλη). Ο αστικός δημοκρατισμός και ο καπιταλισμός καθυστέρησαν να φτάσουν στην Ελλάδα. Όσο κι αν η ελληνική αστική τάξη «έτρεχε» να προλάβει την ανάπτυξη των «Δυτικών», ο νόμος της άνισης και συνδυασμένης ανάπτυξης δεν επέτρεπε πια μια «χημικά καθαρή» εξέλιξη στα πρότυπά τους. Το κράτος (όπως σε όλες τις καθυστερημένες / εξαρτημένες χώρες) έπαιξε τον καθοριστικό παράγοντα για την ανόρθωση και ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων, απομυζώντας όμως κεφάλαια και από την αναδυόμενη αστική τάξη.

Από το 1950 μέχρι το 1970, ο ελληνικός καπιταλισμός έζησε περίοδο άνθισης. Η βιομηχανία αναπτύχθηκε ραγδαία, αλλάζοντας τη σύνθεση του ΑΕΠ και της κοινωνίας. Τα κέρδη των καπιταλιστών εκτινάχθηκαν. Αυτά βασίστηκαν στην υπερεκμετάλλευση της εργατικής τάξης, σε ένα ακραία ταξικό φορολογικό σύστημα αλλά και σε βροχή επιδοτήσεων των καπιταλιστών. Η εργατική τάξη ζούσε σε πολύ άσχημες συνθήκες. Η ύπαιθρος δεν βρισκόταν σε καλύτερη κατάσταση: «Τα παιδιά των Τζουμέρκων θα λαχταρούσαν να έχουν τη μισή τροφή των σκύλων της Αμερικής» (Ιουλιανά 1965, εκδ. Εργατική Πάλη). Οι καπιταλιστές δε σκόπευαν να μοιραστούν ούτε δραχμή.

Παράλληλα, την εργατική τάξη και τις λαϊκές μάζες τσάκιζε η καταστολή των δημοκρατικών ελευθεριών. Το μετεμφυλιακό «κράτος των εθνικοφρόνων» παρενέβαινε σε κάθε πτυχή της ζωής (πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, παρανομία κομμουνιστικών οργανώσεων, διώξεις, εξορίες, εκτελέσεις κ.λπ.). Είχε ενσωματώσει φασίστες, ακροδεξιούς, κουκουλοφόρους και δοσίλογους της Κατοχής, κάθε λογής απόβρασμα. Ο συνδικαλισμός ελέγχονταν ασφυκτικά από το κράτος και παρακράτος, που δρούσαν χέρι-χέρι για την καταστολή των εργατών και αριστερών. Μαζί διασφάλιζαν την τρομοκράτηση της κοινωνίας και τη «συνεργασίαν των τάξεων», δηλαδή την πλήρη καθυπόταξη της εργατικής τάξης.

Από το 1958, παρά την πρόσφατη συντριπτική ήττα του Εμφυλίου, το εργατικό κίνημα γνωρίζει μια θεαματικά γρήγορη ανάκαμψη. Αναπτύχθηκε η ταξική πάλη και μια νέα προλεταριακή γενιά, σημαντικά απαλλαγμένη από το καταθλιπτικό βάρος των προηγούμενων ηττών. Τον Δεκέμβρη του 1960, απεργοί οικοδόμοι συγκρούστηκαν με την αστυνομία στο κέντρο της Αθήνας. Το καθεστώς των διορισμένων διοικήσεων έσπασε σε πολλά σωματεία, δημιουργήθηκε (1962) η κίνηση των «115». Αγώνες για τη δωρεάν παιδεία (και η ανάγκη ενός αναπτυσσόμενου καπιταλισμού για ειδικευμένο δυναμικό) άνοιξαν τις πύλες των πανεπιστημίων σε παιδιά από λαϊκά στρώματα. Το φοιτητικό κίνημα γνώρισε ραγδαία άνοδο αλλά και μια πολιτικοποίηση. Αγροτικοί αγώνες ράγισαν τον έλεγχο της Δεξιάς στα «προνομιακά» της στρώματα.

Οι αντιφάσεις ανάμεσα στις κοινωνικές ανάγκες και προσδοκίες, από τη μια, και ένα υπεραντιδραστικό πολιτικό και ιδεολογικό εποικοδόμημα (παλάτι και στρατός, αντικομμουνισμός, εκκλησία, «κράτος του χωροφύλακα» κ.λπ.), από την άλλη, συσσωρευόνταν. Οι αστικές δυνάμεις, ΕΡΕ (Καραμανλής) και Ένωση Κέντρου (Γ. Παπανδρέου) δυσκολεύονταν όλο και περισσότερο να τις ελέγξουν. Τα Ιουλιανά του 1965 ήταν το μεγάλο ξέσπασμα. Αφορμή το παλατιανό πραξικόπημα, όταν ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, μαζί με τους Αμερικάνους ιμπεριαλιστές, οργάνωσε την «αποστασία» βουλευτών της ΕΚ. Σχεδόν καθημερινά, δεκάδες χιλιάδες κόσμου έβγαιναν στους δρόμους, αμφισβητώντας τη μοναρχία. Το κίνημα ξεπερνούσε τα κανάλια όπου αδιέξοδα το έστρεφαν οι ρεφορμιστές της ΕΔΑ/ΚΚΕ, τείνοντας προς μια αμφισβήτηση όλου του μετεμφυλιακού κράτους, δηλ. των βάσεων της αστικής εξουσίας. Η ηγεσία της ΕΔΑ κατήγγειλε όσα συνθήματα ξέφευγαν από τα όρια της αστικής νομιμότητας. Περιόρισε και εκτόνωσε το κίνημα, πετυχαίνοντας τελικά να το εκφυλίσει. (Όλα αυτά τα… ανακάλυψε με καθυστέρηση 50 χρόνων η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ.)

Ωστόσο, ακόμα κι έτσι τα αστικά κόμματα ήταν ανίκανα να σχηματίσουν κυβέρνηση ικανή ελέγξει τις μάζες. Μέχρι το 1967, η μια κυβέρνηση διαδεχόταν την άλλη. Εξαιτίας της πολιτικής κρίσης και της ανόδου των αγώνων, που δεν επέτρεπε σε κεφάλαιο – ιμπεριαλιστές να σταθεροποιήσουν την κατάσταση, ερχόταν ως αναγκαστική λύση το πραξικόπημα. Ο πυρήνας του βρισκόταν ήδη σε κίνηση, στον ρόλο του στρατού και ειδικά του ΙΔΕΑ, ήδη από τη νίκη στον Εμφύλιο μέχρι το ρόλο του ως διαρκούς εγγυητή και παρεμβασία, ως κύριας πλευράς του «τριγώνου» (μαζί με το παλάτι και τις κυβερνήσεις) της μετεμφυλιακής αστικής εξουσίας.

Παρά τον ορατό κίνδυνο, η ηγεσία της ΕΔΑ καθησύχαζε το λαό και ασχολούνταν με την προεκλογική εκστρατεία. Το πραξικόπημα έγινε ανεμπόδιστα στις 21 Απρίλη. Το κίνημα ανακόπηκε, εργατικές οργανώσεις και συνδικάτα διαλύθηκαν. Απαγορεύτηκαν οι απεργίες, λεηλατήθηκαν τα ασφαλιστικά ταμεία. Η Χούντα αμέσως έδειξε την ταξική της φύση. Το 1968-72, τα βιομηχανικά κέρδη υπερτριπλασιάστηκαν. Το 8ωρο καταργήθηκε, η μετανάστευση ξανάρχισε, μειώθηκαν εργοδοτικές εισφορές και τα θανατηφόρα ατυχήματα εκτοξεύθηκαν. Η χούντα παρέδωσε το 1974 μια οικονομία πνιγμένη στον πληθωρισμό και στο χρέος, ενώ έθεσε σε εφαρμογή τα σχέδια των Αμερικάνων ιμπεριαλιστών στη Μέση Ανατολή αλλά και στο Κυπριακό.

Αστική τάξη, στρατός, βασιλιάς και ΗΠΑ ήθελαν την Ελλάδα «στον γύψο», για να αντιμετωπίσουν, όπως έλεγαν, τον «κομμουνιστικό κίνδυνο», δηλαδή το εργατικό κίνημα. Αυτό το μάθημα δεν πρέπει να ξεχάσουμε ποτέ, ιδιαίτερα σήμερα, που το καθεστώς αστυνομοκρατίας αναζητά όλο και πιο πολύ τη δικαίωσή του στο ξέπλυμα κάθε χουντικού και ακροδεξιού αποβράσματος από την ιστορία του ελληνικού καπιταλισμού.