Για τα 150 χρόνια από την Κομμούνα του Παρισιού (μέρος Α΄)

Για τα 150 χρόνια από την Κομμούνα του Παρισιού (μέρος Α΄)

Από την Εργατική Πάλη Μαρτίου

Η Κομμούνα του Παρισιού, από την οποία συμπληρώνονται φέτος 150 χρόνια, αποτέλεσε την πρώτη στην ιστορία εργατική εξουσία. Έζησε στα όρια μίας πόλης για σχεδόν τρεις μήνες, από τις 18 Μάρτη έως τις 28 Μάη του 1871, και αποτέλεσε έκτοτε ένα διαχρονικό σημείο αναφοράς για το εργατικό κίνημα παγκοσμίως. Ακολουθεί το πρώτο από μία σειρά τριών άρθρων που πραγματεύονται την σπουδαία αυτή εμπειρία του εργατικού κινήματος.

Ανάπτυξη του βιομηχανικού καπιταλισμού και ωρίμανση της εργατικής τάξης

Η Κομμούνα τοποθετείται προς το τέλος του μακρού κύματος ανάπτυξης των δεκαετιών 1850-1875. Κατά τις δεκαετίες αυτές, ο βιομηχανικός καπιταλισμός σημείωσε μεγάλη πρόοδο στις κύριες ευρωπαϊκές χώρες, με πρωτοπόρο κλάδο τον σιδηρόδρομο. Στην Γαλλία, το συνολικό μήκος των σιδηροδρομικών γραμμών αυξήθηκε από 1.931 χλμ, το 1850, σε 17.400 χλμ., το 1870. Η εκρηκτική αυτή μεγέθυνση ηγήθηκε της ανάπτυξης ποικιλοτρόπως, ενδυναμώνοντας ιδιαιτέρως τις σχετικές βιομηχανίες, την μεταλλουργία και την κατασκευή εργαλείων, καθώς και τα ορυχεία κάρβουνου και μεταλλευμάτων. Παράλληλα, η βιομηχανία γνώρισε μία επέκταση της εκμηχάνισης της. Ο αριθμός των μηχανών, το 1850, ήταν 5.332, ενώ, το 1870, ανήλθε σε 27.958.

Κατά συνέπεια, η εργατική τάξη σημείωσε μία αριθμητική αύξηση, αλλά κυρίως εσωτερικές μεταμορφώσεις. Συγκεκριμένα, στο Παρίσι, την μεγαλύτερη πόλη της Γαλλίας, ο συνολικός πληθυσμός αυξήθηκε από 1,2 εκ. το 1851 σε 1,85 εκ. το 1872. Ο εργατικός πληθυσμός, περιλάμβανε από τεχνίτες σε οικογενειακές επιχειρήσεις έως εργάτες σε τεράστια εργοστάσια άνω των χιλίων ατόμων. Ωστόσο, τα τελευταία ήταν ακόμα ολιγάριθμα: το 1870 υπάρχουν περίπου 15 εργοστάσια που είχαν πάνω από 100 εργαζόμενους και μερικές εκατοντάδες εργοστάσια που απασχολούσαν 20-50 εργαζόμενους. Έτσι, η συγκεντροποίηση παρέμενε χαμηλή: το 1870 αντιστοιχούσαν 39.000 εργοδότες για 550.000 εργαζόμενους, δηλαδή ένας προς δεκατέσσερις. Σε αυτούς πρέπει να προστεθούν περί τους 160.000 οικιακούς βοηθούς (μάγειρες, υπηρέτριες, οδηγοί).

Τα παραδοσιακά εργατικά στρώματα του Παρισιού, όπως οι τυπογράφοι, βυρσοδέψες, πιλοποιοί, είχαν ένα καλύτερο βιοτικό επίπεδο και κουβαλούσαν πολιτικές παραδόσεις από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης. Σε αυτούς προστέθηκαν οι νεοαφικνυόμενοι από την ύπαιθρο, τις γερμανικές χώρες ή το Βέλγιο, οι οποίοι απορροφούνταν κυρίως από την οικοδομή, την βιομηχανία ή ήταν μεροκαματιάρηδες παντός είδους.

Παρότι ο πραγματικός μισθός των εργαζόμενων στο Παρίσι αυξήθηκε κατά 20% μεταξύ 1852-1869, το βιοτικό επίπεδο παρέμενε αξιοθρήνητο. Συγκριτικά, ο μισθός ενός βουλευτή ήταν 30,000 φράγκα τον χρόνο, ενώ μόνο μία μικρή μειοψηφία των πλέον καλοπληρωμένων εργατών (στην ύφανση χαλιών, στην κατεργασία χαλκού, σιδηροδρομικών) συγκέντρωναν ίσως κάτι παραπάνω από 1000 φράγκα τον χρόνο, ενώ οι εργάτες στην βιομηχανία υφασμάτων περί τα 550. Οι ώρες εργασίας κυμαίνονταν στις 12 ή 14.

Τέλος, μεταξύ του 1853-1870, το Παρίσι θα μεταμορφωνόταν πολεοδομικά υπό την διεύθυνση του Ωσμάν (Haussmann). Τα έργα χάραξαν γιγάντιες πλατιές λεωφόρους, εξορίζοντας τους εργάτες και τους φτωχούς στην περιφέρεια. Όπως έγραψε ο ίδιος ο Ωσμάν «μία εξαιρετικά επωφελής συνέπεια όλων των μεγάλων έργων …ήταν ότι άνοιξε το Παλιό Παρίσι, οι γειτονιές των εξεγέρσεων και των οδοφραγμάτων.».

 

Το εργατικό κίνημα κατά την Δεύτερη Αυτοκρατορία

Μεταξύ 1851 και 1870, η Γαλλία κυβερνούταν από τον Λουδοβίκο Βοναπάρτη, ανιψιό του Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Επρόκειτο για την Δεύτερη Αυτοκρατορία –Πρώτη Αυτοκρατορία ήταν αυτή του Ναπολέοντα– καθεστώς επί της ουσίας δικτατορικό, με γιγάντια συγκέντρωση εξουσιών στα χέρια του Λουδοβίκου.

Η Δεύτερη Αυτοκρατορία, γεννήθηκε επί τους πτώματος της Δεύτερης Δημοκρατίας (1848-1851), μετά την συντριβή της εργατικής εξέγερσης τον Ιούνιο του 1848 στο Παρίσι. Κατά τις λεγόμενες «μέρες του Ιούνη», την εξέγερση των παριζιάνων εργατών, στήθηκαν πάνω από 400 οδοφράγματα. Στην καταστολή που ακολούθησε, σκοτώθηκαν πάνω από 3,5 χιλιάδες και περίπου 4,3 χιλιάδες εξορίστηκαν. Τρία χρόνια αργότερα, στις 2 Δεκεμβρίου 1951, ο Λουδοβίκος οργάνωσε πραξικόπημα. Ακολούθησε ένα κύμα συλλήψεων και φυλακίσεων εργατών, σοσιαλιστών και κάθε είδους αντιπολιτευόμενων.

Κατά την πρώτη δεκαετία, η καταστολή της εργατικής τάξης ήταν ιδιαίτερα σκληρή. Μετά το 1860, άρχισαν σιγά-σιγά να εμφανίζονται κάποιες ρωγμές. Τον Μάιο του 1864, ψηφίστηκε νόμος, που νομιμοποιούσε τις απεργίες, αλλά όχι τα συνδικάτα. Εφεξής, εμφανίστηκε μία απεργιακή δραστηριότητα που έβαινε αυξανόμενη: 19.740 απεργοί το 1864, 27.645 το 1865, 14.037 το 1866, 32.074 το 1867, 20.304 το 1868, 40.625 το 1869. Το αποκορύφωμα ήταν το 1870 με 88.232 απεργούς.

Ακόμα, στα μέσα της δεκαετίας καταργήθηκε η προληπτική λογοκρισία, ενώ τον Ιούνιο του 1868 ψηφίστηκε νόμος που επέτρεπε τις δημόσιες συναθροίσεις. Παρά την απαγόρευση της πολιτικής θεματολογίας, χάρις σε αυτόν τον νόμο οργανώθηκαν κατά την διετία 1868-70 πάνω από χίλιες συναθροίσεις, τις οποίες παρακολούθησαν δεκάδες, αν όχι συνολικά εκατοντάδες, χιλιάδες εργαζομένων και οι οποίες προετοίμασαν πολιτικά και ιδεολογικά την Κομμούνα.

Από τις πολιτικές οργανώσεις και ρεύματα, αξίζει να αναφερθούμε αφενός στους μπλανκιστές, αφετέρου στην Διεθνή των Εργαζομένων. Στα τέλη του 1860, οι μπλανκιστές, οπαδοί του Αυγούστου Μπλανκί, του πιο διάσημου επαναστάτη της εποχής, στην κηδεία του οποίου το 1881 παρέστησαν περί τα 100.000 άτομα, αριθμούσαν μερικές χιλιάδες μέλη στο Παρίσι. Συγκροτούσαν συνωμοτικές οργανώσεις, συχνά ένοπλες, ενώ μερικοί συμμετείχαν στις οργανώσεις της Α΄ Διεθνούς. Μιλούσαν στο όνομα του προλεταριάτου, ενάντια στην μπουρζουαζία και τους αριστοκράτες. Ο ίδιος ο Μπλανκί απείχε πολύ από το να είναι θεωρητικός, είχε εισάγει, εντούτοις, διάφορα συνθήματα, όπως η «δικτατορία του προλεταριάτου». Το δε όνομα του ταυτίζονταν στον αστικό τύπο με την «Κομμουνιστική Τρομοκρατία».

Σε ό,τι αφορά την Α΄ Διεθνή, που είχε ιδρυθεί το 1864, γνώρισε μία πανεθνική ανάπτυξη, αριθμώντας πανεθνικά, το 1870, 16 οργανώσεις. Η ανάπτυξη της ήταν παράλληλη με την συγκρότηση εργατικών λεσχών παντός είδους, που στηρίχθηκε σε νόμο του Ιούλη του 1867, ο οποίος επέτρεπε την ίδρυση συνεταιρισμών και ο οποίος χρησιμοποιήθηκε ευρέως για ίδρυση συνεταιρισμών αλληλοβοήθειας, ασφάλισης και κεκαλυμμένων σωματείων. Έτσι, το 1869, το ποσοστό συνδικαλισμού σε ορισμένους κλάδους άγγιζε το 60% για τους τεχνίτες χαλκού, 40% για τους μηχανικούς, 71% για τους τυπογράφους, 66% για τους σιδηρουργούς. Την ίδια χρονιά, μία εφημερίδα όπως η La Marseillaise, που δημοσίευε άρθρα της Διεθνούς, είχε κυκλοφορία 100.000 φύλλων.

Παρά το γεγονός, ωστόσο, ότι στο εσωτερικό της Α΄ Διεθνούς υπήρχε μία ολοένα μεγαλύτερη επικράτηση των μαρξιστικών θέσεων και στο γαλλικό τμήμα μία επικράτηση των πρακτικών της ταξικής πάλης, οι ιδέες του Προυντόν διατηρούσαν μία σημαντική επιρροή, όπως θα γίνει φανερό κατά την Κομμούνα.

Έτσι, με το εργατικό κίνημα σε πορεία ενδυνάμωσης, σε συνδυασμό με την ισχυροποίηση μίας φιλελεύθερης αστικής αντιπολίτευσης, το μέλλον της Αυτοκρατορίας έμοιαζε αβέβαιο. Ωστόσο, ήταν ο γαλλοπρωσικός πόλεμος που επιτάχυνε δραματικά όλες τις εξελίξεις.

Ο γαλλοπρωσικός πόλεμος και η πτώση της Β΄ Αυτοκρατορίας

Στις 19 Ιούλη του 1870, θα ξεσπάσει ο πόλεμος μεταξύ Γαλλίας και Πρωσίας. Αφορμή στάθηκε η υποψηφιότητα του πρώσου πρίγκιπα Χοεντσόλερν για τον θρόνο της Ισπανίας. Ωστόσο, το διακύβευμα του πολέμου αφορούσε την ολοκλήρωση της ενοποίησης των γερμανικών κρατών. Όλες οι αποφασιστικές μάχες είχαν διεξαχθεί έως τον Σεπτέμβριο και οι δύο κύριες γαλλικές στρατιές περικυκλώθηκαν. Η πρώτη, με επικεφαλής τον Αυτοκράτορα, παραδόθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου και η άλλη παραδόθηκε τον Οκτώβριο.

Αμέσως μετά την παράδοση της αυτοκρατορικής στρατιάς, ξεσπάνε διαδηλώσεις στο Παρίσι, ανακηρύσσεται η (Τρίτη) Δημοκρατία και σχηματίζεται, στις 4 Σεπτεμβρίου, προσωρινή κυβέρνηση εθνικής άμυνας, αποτελούμενη από φιλελεύθερους και ορισμένους ρεπουμπλικάνους βουλευτές, μεταξύ των οποίων οι Ζουλ Φερί (Jules Ferry), Λέων Γαμβέτας (Gambetta), Ζουλ Τροσού (Jules Trochu). Αναθέτουν στον τελευταίο την άμυνα, που δέχεται την θέση, όπως παραδέχτηκε αργότερα, για να «εμποδιστεί «η δημαγωγία να γίνει κύρια της άμυνας του Παρισιού και να προκαλέσει σε ολόκληρη την Γαλλία μία τεράστια κοινωνική ανατροπή».

Η νέα κυβέρνηση, παρότι επισήμως εθνικής άμυνας, ήταν βαθιά ηττοπαθής, εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων, και ζούσε υπό τον συνεχή φόβο μίας λαϊκής εξέγερσης στο Παρίσι. Διότι, ο λαός του Παρισιού ταύτιζε πλέον την συνέχιση του πολέμου με την υπεράσπιση της Δημοκρατίας. Έτσι, ενόψει της επερχόμενης πολιορκίας της πόλης, η κυβέρνηση αναγκάστηκε να ενισχύσει την Εθνική Φρουρά. Όπλισε επιπλέον 134 τάγματα, αυξάνοντας τον συνολικό αριθμό τους στα 194, με αποτέλεσμα οι στρατευμένοι να προσεγγίσουν τους 300.000, εκ των οποίων η μεγάλη πλειοψηφία από τις εργατικές και λαϊκές συνοικίες του Παρισιού.

Σε διακήρυξη της Α΄ Διεθνούς, συνταγμένη από τον Μαρξ, αναλύεται εύστοχα: «Το Παρίσι όμως δε μπορούσε να αμυνθεί χωρίς να οπλιστεί η εργατική τάξη…. Μα όταν το Παρίσι είναι οπλισμένο αυτό σημαίνει ότι είναι οπλισμένη η ίδια η επανάσταση. Μία νίκη του Παρισιού ενάντια στον πρώσο επιδρομέα θα ήταν μία νίκη του γάλλου εργάτη ενάντια στο γάλλο κεφαλαιοκράτη και στα κρατικά του παράσιτα. Μπρος στο δίλημμα να διαλέξει ανάμεσα στο εθνικό καθήκον και στο ταξικό συμφέρον, η κυβέρνηση της εθνικής άμυνας… μετατράπηκε σε κυβέρνηση εθνικής προδοσίας».

Στις 18 Σεπτέμβρη, ξεκινάει η σχεδόν πεντάμηνη πολιορκία του Παρισιού, που θα βάλει το παρισινό προλεταριάτο στην τελική ευθεία για την Κομμούνα.