Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα (1960-2020). Ακόμα και οι “Θεοί” πεθαίνουν

Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα (1960-2020)

Ακόμα και οι “Θεοί” πεθαίνουν

 Έφυγε από την ζωή σε ηλικία 60 ετών μετά από ανακοπή καρδιάς, το είδωλο του παγκόσμιου ποδοσφαίρου Ντιέγκο Μαραντόνα, το «παιδί με το βρώμικο πρόσωπο».  Επαναστάτης όχι με την αυστηρή μαρξιστική-λενινιστική έννοια του όρου, άλλα σίγουρα αντισυμβατικός και αντικομφορμιστής που δεν δίστασε να τα βάλει με όλο το σύστημα συμφερόντων που διευθύνει το σύγχρονο ποδόσφαιρο, γνωρίζοντας πολύ καλά τις συνέπειες των επιλογών του.

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Βίγια Φιορίτο, την πιο φτωχή από τις παραγκουπόλεις σε ένα προάστιο του Μπούενος Αιρες από εργάτες γονείς. Ήταν το πέμπτο παιδί της οικογένειας του που μαζί με τις τέσσερις αδερφές του ζούσαν σε ένα φτωχόσπιτο χωρίς πόσιμο νερό, αποχέτευση και ηλεκτρικό. Το εκπληκτικό ταλέντο του Ντιεγκίτο δεν άργησε να φανεί όταν σε ηλικία 13 χρονών ξεκινάει να παίζει ποδόσφαιρο σε μια τοπική ομάδα της περιοχής του. Δύο χρόνια αργότερα σε ηλικία μόλις 15 χρονών θα κάνει το ντεμπούτο του στην πρώτη εθνική κατηγορία με την ομάδα των Αρχεντίνος Τζούνιορς και θα γίνει ο νεότερος επαγγελματίας ποδοσφαιριστής στη ιστορία της χώρας του. Το ξεκίνημα της επαγγελματικής καριέρας του Μαραντόνα θα συμπέσει με την έναρξη της Χούντας στην Αργεντινή και την κατάληψη της εξουσίας από τον Χόρχε Ραφαέλ Βιδέλα το 1976, μια από τις πιο αιμοσταγείς δικτατορίες που έχει γνωρίσει ποτέ η ανθρωπότητα με αναρίθμητα φρικιαστικά εγκλήματα. Ο ίδιος όμως δεν είχε πάρει ποτέ θέση για τις πολιτικές εξελίξεις στο εσωτερικό της χώρας του μιας και οι πολιτικές του τοποθετήσεις και παρεμβάσεις θα έρθουν κάποια χρόνια αργότερα. «Το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να παίζω μπάλα για να μπορώ να αγοράσω ένα σπίτι στην οικογένειά μου που οι τοίχοι θα είναι από τούβλα και το πάτωμα δεν θα είναι το χώμα» δήλωνε χαρακτηριστικά. Αντίθετα η Χούντα εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο την φήμη του παιδιού θαύματος του αργεντίνικου ποδοσφαίρου και τον παρουσίαζε ως δικό της κατόρθωμα.

Την πρώτη μάλλον πολιτική χροιά στην ποδοσφαιρική του καριέρα θα την δώσει στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1986 στο Μεξικό. Αρχικά όταν μαζί με έναν συμπαίκτη του θα ξεκινήσουν ένα «μικρό αντάρτικο» ενάντια στον επιχειρηματικό κολοσσό που διαχειριζόταν τα τηλεοπτικά συμβόλαια του τουρνουά, ο οποίος είχε αποφασίσει οι σημαντικότεροι αγώνες να διεξάγονται μεσημέρι ώστε να συμπίπτουν με τις ώρες υψηλής τηλεθέασης στην Ευρώπη, πράγμα αφόρητο για τους αθλητές λόγω των ιδιαίτερα υψηλών θερμοκρασιών στο Μεξικό. Και έπειτα όταν θα βρεθούν αντιμέτωπες οι εθνικές ομάδες της Αργεντινής και τις Αγγλίας τέσσερα χρόνια μετά τον Πόλεμο των Φώκλαντ, όπου η Αργεντινή χάνοντας την μάχη από τον στρατό της Θάτσερ θα παραδώσει τα νησιά Φώκλαντ στους άγγλους. Ο Μαραντόνα δηλώνει πως θέλει να πάρει μια άτυπη ρεβάνς, έστω και στο γήπεδο, και θα το κάνει με εμφατικό τρόπο πετυχαίνοντας σε αυτό παιχνίδι τα δύο δημοφιλέστερα γκολ στην ιστορία του αθλήματος. Το πρώτο έμεινε στην ιστορία γιατί το πέτυχε με το «χέρι του Θεού» χρησιμοποιώντας όλη την ποδοσφαιρική πονηριά του. Και σε όσους τον χλεύασαν που χρησιμοποίησε αντικανονικά το χέρι του για να σκοράρει, 4 λεπτά αργότερα θα αποδείξει τι μπορεί να κάνει και με τα πόδια πετυχαίνοντας το ομορφότερο γκολ που έχει μπει ποτέ, οδηγώντας την Αργεντινή μέχρι τον τελικό και την κατάκτηση του κυπέλλου.

Αναμφίβολα η κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου αποτελεί την κορυφαία στιγμή στην καριέρα του Μαραντόνα καθώς θα ακολουθήσει η παρακμή του και η βαριά εξάρτηση από τα ναρκωτικά. Η μεταγραφή του δύο χρόνια νωρίτερα στην ομάδα της Νάπολι συνέβαλε αποφασιστικά προς αυτή την πορεία καθώς εκεί ανέπτυξε έντονη σχέση με την ναπολιτάνικη μαφία, την Καμόρα και μη μπορώντας να πολεμήσει τους δαίμονες του εθίστηκε στην κοκαΐνη. Παραδόξως, ενώ αυτό ήταν ευρέως γνωστό στην πόλη, ο Μαραντόνα στη Νάπολη θα λατρευτεί σαν Θεός, περισσότερο ακόμα και από την Αργεντινή, όχι μόνο γιατί την οδήγησε στο πρώτο πρωτάθλημα της ιστορίας της ομάδας αλλά γιατί συνεχώς ανεδείκνυε και υπογράμμιζε τις μεγάλες κοινωνικοπολιτικές και ταξικές αντιθέσεις και το τεράστιο οικονομικό χάσμα ανάμεσα στον πάμπλουτο βιομηχανικό Βορρά της Ιταλίας και στον φτωχό Νότο. Τα συνθήματα των αντίπαλων οπαδών από τον Βορρά όταν έπαιζαν αντίπαλοι ήταν «Ναπολιτάνοι πλυθείτε-είστε η πλέμπα της Ιταλίας». Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι εκεί σήμερα ανθεί η ακροδεξιά Λέγκα του Βορρά. Έτσι, οι Ναπολιτάνοι που ήταν στο περιθώριο, έβλεπαν στο πρόσωπό του τον άνθρωπο που ταπείνωνε για λογαριασμό τους έστω και σε κάτι ασήμαντο όπως το ποδόσφαιρο, την άρχουσα τάξη.

Προς το τέλος της ποδοσφαιρικής του καριέρας όσο θα χάνεται η λάμψη του, θα βαθαίνει η πολιτική του σκέψη και ο Μαραντόνα είκοσι χρόνια μετά θα βρεθεί δίπλα σε όλους τους αριστερούς ηγέτες της Λατινικής Αμερικής στηρίζοντας την πορεία της Μπολιβαριανής Επανάστασης. «Μισώ οτιδήποτε προέρχεται από τις ΗΠΑ, το μισώ με όλη μου την καρδιά» θα δηλώσει χαρακτηριστικά. Πάνω από όλους βάζει τον Φιντέλ Κάστρο με τον οποίο ήταν στενοί φίλοι και τον θεωρούσε δεύτερο πατέρα του. Θα στηρίξει επίσης ανοιχτά τον Έβο Μοράλες στην Βολιβία και τον Ούγο Τσάβες στην Βενεζουέλα και όλους αυτούς που αντιστέκονται στα πραξικοπήματα των ιμπεριαλιστών στην περιοχή. Χαρακτηριστική είναι μια τοποθέτηση του πριν από μερικά χρόνια όταν ο Ενρίκε Καπρίλες (γνωστό φασιστοειδές και δεξί χέρι του ηγέτη της δεξιάς αντιπολίτευσης και αποτυχημένου πραξικοπηματία Γουαιδό) θα δηλώσει: «O Μαραντόνα δεν θα στήριζε τον Μαδούρο αν έπρεπε να ζήσει με 15 δολάρια τον μήνα», για να του απαντήσει ευθέως ο Μαραντόνα: «μακάρι να είχα τα 15 δολάρια τον μήνα όταν μεγάλωνα με τα επτά μέλη της οικογένειας μου και δεν είχαμε να φάμε. Η διαφορά ανάμεσα μας είναι ότι εγώ δεν ξεπουλήθηκα». Και επειδή οι επιθέσεις στο πρόσωπο του από διάφορους δεξιούς, επιχειρηματίες και επίδοξους πραξικοπηματίες θα συνεχιστούν, θα τους δηλώσει: «Είμαι Τσαβίστας μέχρι τον θάνατο. Και όταν ο Μαδούρο διατάξει θα πολεμήσω σαν στρατιώτης για μια ελεύθερη Βενεζουέλα απέναντι στον ιμπεριαλισμό και σε αυτούς που θέλουν να υποστείλουν τις σημαίες μας. Viva Chavez, Viva Maduro!» Δεν περιοριζόταν όμως μόνο στην Λατινική Αμερική, αφού δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε δηλώσει τη αλληλεγγύη του στον παλαιστινιακό λαό και τη αντίσταση του.

Ο Μαραντόνα δεν έγινε θρύλος μόνο για αυτά που έκανε μέσα στο χορτάρι αλλά κυρίως για αυτά που έκανε έξω από αυτό. Πιθανότατα να έχουν υπάρξει, άλλοι, καλύτεροι από αυτόν στην ιστορία του αθλήματος αφού σε τελική ανάλυση ο ίδιος λόγω των εξαρτήσεων του υπονόμευσε αυτοκαταστροφικά το ταλέντο του. Κανείς όμως δεν έχει το ειδικό βάρος και την προσωπικότητα να συγκριθεί μαζί του. Ακροβατώντας πάνω στην γραμμή (πολλές φορές δυστυχώς λευκή) ανάμεσα στον άνθρωπο Ντιέγκο και την περσόνα Μαραντόνα ήταν αναμφισβήτητα ο ποδοσφαιριστής με την μεγαλύτερη επιρροή παγκόσμια και κανένας άλλος αθλητής δεν έχει επηρεάσει περισσότερο το συναίσθημα του κόσμου όσο ο Μαραντόνα. Ο κόσμος δεν τον θαύμαζε απλά, τον λάτρευε. Τον λάτρευε επειδή ο ίδιος με την πορεία του έδειχνε ότι αγωνίζεται για τον κατατρεγμένο και τον αδικημένο. Τον λάτρευε παρά τα πάθη του και την αυτοκαταστροφή του λες και αυτά τους έκαναν να τον αγαπήσουν ακόμα περισσότερο. Το γιατί λατρεύτηκε σαν θεός, μας το απαντάει έυστοχα η πένα του Εντουάρντο Γκαλεάνο: «Ο Ντιέγκο Μαραντόνα δεν λατρεύτηκε μόνο για τα μοναδικά ζογκλερικά του, αλλά επειδή ήταν ένας θεός βρώμικος, ένας θεός αμαρτωλός. Ο πιο ανθρώπινος από τους θεούς».