“Αποτυχίζω την απόγνωση” (του Δημήτρη Κατσορίδα)

«ΑΠΟΤΥΧΙΖΩ ΤΗΝ ΑΠΟΓΝΩΣΗ»


Νίκος Καρούζος: ο πανανθρώπινα ανθρώπινος, ο ποιητής, ο επαναστάτης, ο δημιουργός.

Ο Νίκος Κα­ρού­ζος, γεν­νή­θη­κε στο Ναύ­πλιο (1926) και πέ­θα­νε στις 28 Σε­πτεμ­βρί­ου 1990 στην Αθήνα. Υπήρ­ξε ένας υλι­στι­κός χρι­στια­νο­ποι­η­τής της ύπαρ­ξης, λε­ξι­πλά­στης, με μια ποι­η­τι­κή γραφή αναρ­χι­κή, όπως ήταν και ο ίδιος, δυ­σπρό­σι­τη, ασυ­νε­χής και ατα­ξι­νό­μη­τη. Η ποί­η­σή του βγήκε από την επο­ποι­ία της Αντί­στα­σης (ήταν μέλος της ΕΠΟΝ), αλλά και της ήττας της (ο ίδιος εξο­ρί­στη­κε σε Ικα­ρία και Μα­κρό­νη­σο). Όμως, στα ποι­ή­μα­τα του ανα­ζή­τη­σε τους δρό­μους για να γίνει και να μεί­νει η επα­νά­στα­ση διαρ­κής,

«[…] του Τρό­τσκι τη διαρ­κή επα­νά­στα­ση

τη γκρέ­μι­σα στου Ιησού τη διαρ­κή συ­γνώ­μη».

Ο Κα­ρού­ζος δεν κα­τα­τάσ­σε­ται στους πε­σι­μι­στές ποι­η­τές. Αντί­θε­τα,  απο­τυ­χί­ζει την από­γνω­ση για να μεί­νει όρ­θιος: «[…] κι απο­τυ­χί­ζω την από­γνω­ση κα­τα­κεί­με­νος/όρ­θιος».

Ο Κα­ρού­ζος με τον νε­ο­λο­γι­σμό «απο­τυ­χί­ζω», οδη­γεί την από­γνω­ση σε απο­τυ­χία, σε αυ­το­α­ναί­ρε­ση, όπως επι­ση­μαί­νει ο Σάβ­βας Μι­χα­ήλ. «Η από­γνω­ση της αν­θρώ­πι­νης ύπαρ­ξης δεν χω­ρί­ζε­ται, για τον Κα­ρού­ζο, από την οδύνη της ιστο­ρί­ας. […] Ψη­λα­φά την ύπαρ­ξη ιστο­ρι­κά και την Ιστο­ρία υπαρ­ξια­κά. Γι’ αυτό δεν συμ­βι­βά­ζε­ται με την από­γνω­ση». Όμως, την ίδια στιγ­μή, ο Κα­ρού­ζος, «[δ]εν την απο­φεύ­γει, ούτε την ξορ­κί­ζει μι­κρό­ψυ­χα. Την δυ­να­μι­τί­ζει και την ανα­τι­νά­ζει εκ των ένδον, μ’ όλο το τί­μη­μα που αυτό συ­νε­πά­γε­ται. Ζει τη χαρ­μο­λύ­πη της κα­θο­λι­κής απε­λευ­θέ­ρω­σης»(1).

Ο Κα­ρού­ζος υπήρ­ξε ένας δια­λε­κτι­κά αντι­φα­τι­κός ποι­η­τής, που ζούσε μό­νι­μα σε κα­θε­στώς έν­δειας από επι­λο­γή, ενά­ντιος στην ατο­μι­κή ιδιο­κτη­σία, με ένα ιδιό­τυ­πο συν­δυα­σμό χρι­στια­νι­κής θρη­σκευ­τι­κό­τη­τας, υλι­στι­κής δια­λε­κτι­κής, τρο­τσκι­σμού και αναρ­χί­ας, αλλά και μό­νι­μα αι­ρε­τι­κός, απο­μα­κρυ­σμέ­νος από τα δόγ­μα­τα της αρι­στε­ρής ορ­θο­δο­ξί­ας:

«Είν’ άλλο ο κομ­μου­νι­σμός του κόμ­μα­τος

και είναι άλλο

η θλίψη μου και η με­λαγ­χο­λία μου

στο αλ­τά­ρι της Ιδέας.

Είμαι ο Σω­σί­βιος άψογα ξυ­ρι­σμέ­νος

τ’ από­γε­μα θα πα­ρευ­ρε­θώ σε κη­δεία

για να πο­θή­σω τη ζωή πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρο».

Ήταν, όμως, και ποι­η­τής της ευαι­σθη­σί­ας,

«[…] ευαι­σθη­τι­σμός ευαι­σθη­σία αι­σθη­τι­σμός

ευαι­σθη­σία και αι­σθη­τής το ευαί­σθη­τον

ευαι­σθη­σια­κός ευαι­σθη­σιά­ζο­μαι ευαι­σθη­σια­σμός

ευ και αι­σθη­τι­κός ευ και αι­σθη­σια­κός

αι­σθα­ντι­κός ίσως […]».

Αλλά, ταυ­τό­χρο­να ήταν και ποι­η­τής ενός έντο­νου ερω­τι­σμού: «Κάθε έρω­τας είναι κ’ ένας τάφος, έρω­τας είναι το πα­ρα­μι­κρό. Μια φευ­γα­λέα ματιά στα τοπία. Το άρ­πι­σμα των φι­λιών. Η θαυ­μα­στή μοίρα να πί­νου­με το νερό, του κό­σμου τα πράγ­μα­τα. Μη σε κου­ρά­σει ποτέ η φλόγα, είπα μέσα μου»

Ο Κα­ρού­ζος έγρα­φε με εξαι­ρε­τι­κά εύ­κο­λο τρόπο. Έγρα­φε πα­ντού, ανά πάσα στιγ­μή, και με ότι πρό­σφο­ρο μέσο διέ­θε­τε (χαρ­το­πε­τσέ­τες, πα­κέ­τα τσι­γά­ρων, σε οποιο­δή­πο­τε κομ­μά­τι χαρτί κλπ.), ενώ πολλά από τα ποι­ή­μα­τά του τα χά­ρι­ζε. 

Αν θέ­λα­με να συ­νο­ψί­σου­με την προ­σω­πι­κό­τη­τα και το έργο του Κα­ρού­ζου, θα μπο­ρού­σα­με να κλεί­σου­με το παρόν ση­μεί­ω­μα με την πολύ εύ­στο­χη επι­σή­μαν­ση της Ει­ρή­νης Για­νά­κη: «Αν επι­χει­ρή­σει κα­νείς μία εγκάρ­σια τομή στο έργο του, πα­θαί­νει ίλιγ­γο από την αντί­στι­ξη, τα δυ­σθε­ώ­ρη­τα ύψη και τα απρο­σμέ­τρη­τα βάθη, χα­ζεύ­ει την εξέ­λι­ξη από τη θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα μέχρι την από­λυ­τη εκ­μη­δέ­νι­ση της γλώσ­σας: ο πα­ρε­ξη­γη­μέ­να ‘‘θρη­σκευ­τι­κό­ς’’ ποι­η­τής με τα ιδιό­τυ­πα βυ­ζα­ντι­νά χρώ­μα­τα που αγ­γί­ζουν έναν πα­γα­νι­στι­κό ερω­τι­σμό. Ο επα­να­στά­της αναρ­χι­κός κυ­νι­κός ‘‘σκύ­λο­ς’’ –anar-chien– που κα­ταρ­γεί δόγ­μα­τα και ‘‘θολά μα­ντεί­α­’’. Ο δη­μιουρ­γός της ποι­η­τι­κής σύν­θε­σης της ‘‘Κρο­στάν­δη­ς’’ που κλεί­νει τους λο­γα­ρια­σμούς του με τις ιδε­ο­λο­γί­ες και την απο­τυ­χία τους και απο­τί­νει φόρο τιμής στους πραγ­μα­τι­κούς επα­να­στά­τες της Άνοι­ξης. Ο ιστο­ρι­κός Κα­ρού­ζος του Βαρ­βα­ρόσ­σα, του Ιησού, του Οι­δί­πο­δα, του Λένιν, του Μαρξ, του Γκά­ντι. Ο ερω­τι­κός Κα­ρού­ζος που, ωστό­σο, πα­ρα­δέ­χε­ται πως ‘‘τι να σου κάνει αυτός…’’ –ο έρω­τας– βάζει απλά ‘‘λίγα πα­γά­κια στη με­λαγ­χο­λία μου’’ και δεν αρκεί για να κα­τευ­νά­σει την υπαρ­ξια­κή αγω­νία του».(2)

Ση­μειώ­σεις:

(1) Σ. Μι­χα­ήλ, «Κα­τα­κεί­με­νος όρ­θιος», εφη­με­ρί­δα Νέα Προ­ο­πτι­κή, 13-10-1990, φύλλο 14.  

(2) Ει­ρή­νη Γιαν­νά­κη, «Νίκος Κα­ρού­ζος: ‘‘Η ποί­η­ση σπαρ­τα­ρά να επι­στρέ­ψει­’’», πε­ριο­δι­κό Lifo, 29-9-2018.