Λέον Τρότσκι: Η καμπύλη της καπιταλιστικής ανάπτυξης
Στις 20 Αυγούστου συμπληρώνονται 80 χρόνια από την ημέρα της δολοφονίας του Λέοντα Τρότσκι, από τον πράκτορα της Γκε Πε Ου Ραμόν Μερκαντέρ. Έτσι ο Στάλιν «έκλεινε» ή νόμιζε τους λογαριασμούς του με τον ηγέτη, μαζί με τον Λένιν, της πρώτης νικηφόρας σοσιαλιστικής προλεταριακής επανάστασης και γενικότερα με τον μπολσεβικισμό, τον επαναστατικό μαρξισμό και με την σοσιαλιστική επανάσταση. Γι’ αυτή τη θλιβερή επέτειο η ιστοσελίδα μας θα δημοσιεύσει σειρά άρθρων. Το 3ο άρθρο αφορά τη θεωρία των μακρών κυμάτων που έγραψε στις 23 Απριλίου 1923. Σ’ αυτό άρθρο τονίζει την ανάγκη να μην αναλύεται η δυναμική της οικονομίας ξεχωριστά από το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, αλλά μέσα από τις αμοιβαίες τους σχέσεις. Επίσης, εισάγει –μεταξύ άλλων κάτι που έχει ιδιαίτερη σημασία- το ζήτημα της εξωγενούς, δηλαδή μη αυστηρά οικονομικής, πηγής της δυναμικής της κρίσης και της ανάκαμψης από αυτήν.
Με το θέμα των μακρών κυμάτων καταπιάστηκε αρχικά ο Ν. Κοντράντιεφ[1], όπως σημειώνει και ο Τρότσκι. Ο Ερνέστ Μαντέλ θα αναπτύξει αργότερα τη θεωρία των μακρών κυμάτων[2] και σήμερα είναι ένα απαραίτητο εργαλείο για την εξήγηση των καπιταλιστικών κρίσεων. Ακόμη δημοσιεύουμε, σχετικό με το θέμα, απόσπασμα της εισήγησης για την παγκόσμια κρίση και τα καθήκοντα της Κομμουνιστικής Διεθνούς που παρουσίασε ο Τρότσκι στο 3ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (1921).[3]
–
Η καμπύλη της καπιταλιστικής ανάπτυξης
Στην εισαγωγή του στην «Πάλη των τάξεων στη Γαλλία» του Μαρξ, ο Ένγκελς γράφει: «Στην εκτίμηση γεγονότων και σειράς από γεγονότα από την καθημερινή ιστορία, δεν θα είναι κανείς ποτέ σε θέση να αναχθεί έως τις τελικές οικονομικές αιτίες. Ακόμα και σήμερα, που ο ειδικός οικονομικός τύπος προσφέρει τόσο άφθονα στοιχεία, είναι αδύνατον ακόμα και στην Αγγλία να παρακολουθήσει κανείς μέρα με τη μέρα την πορεία της βιομηχανίας και του εμπορίου στην παγκόσμια αγορά, όπως και τις αλλαγές που παρατηρούνται στις μεθόδους παραγωγής, έτσι ώστε να μπορέσει, σε κάθε στιγμή, να κάνει ένα συνολικό απολογισμό αυτών των απείρως σύνθετων και πάντα τροποποιούμενων παραγόντων, από τους οποίους επιπλέον, πολύ συχνά, οι πιο σημαντικοί εξακολουθούν να επιδρούν για καιρό στη σκιά πριν να εκδηλωθούν βίαια στην επιφάνεια. Μια σαφής συνολική εικόνα της οικονομικής ιστορίας μιας δεδομένης περιόδου δεν είναι δυνατόν να γίνει την ίδια στιγμή. Μόνο εκ των υστέρων μπορούμε να την αποκτήσουμε, αφού δηλαδή έχουμε μαζέψει και επιλέξει τα στοιχεία. Η στατιστική είναι εδώ ένα απαραίτητο εργαλείο και ακολουθεί πάντα κουτσαίνοντας. Για τη σύγχρονη ιστορία που διεξάγεται τώρα θα χρειαστεί επομένως πολύ συχνά να αναγκαστούμε να θεωρήσουμε τον παράγοντα αυτόν, που είναι ο πιο αποφασιστικός, σαν σταθερό, να μεταχειριστούμε την οικονομική κατάσταση που βρίσκουμε στην αρχή της μελετώμενης περιόδου σαν δεδομένη και αμετάβλητη για όλη την περίοδο ή θα αναγκαστούμε να μην πάρουμε υπόψη μας παρά μόνο τις αλλαγές της κατάστασης που προέρχονται από γεγονότα που είναι προφανή και που μας προσφέρονται επομένως επίσης σαφώς. Κατά συνέπεια, η υλιστική μέθοδος θα πρέπει συχνά να αρκεστεί εδώ να ανάγει τις πολιτικές συγκρούσεις σε πάλη συμφερόντων ανάμεσα στις υπαρκτές κοινωνικές τάξεις και στις φράξιες τάξεων που εμπλέκονται στην οικονομική ανάπτυξη, καθώς και να δείξει πως τα διάφορα πολιτικά κόμματα είναι η περισσότερο ή λιγότερο κατάλληλη έκφραση αυτών των ίδιων τάξεων και ταξικών φραξιών. Είναι προφανές ότι αυτή η αναπόφευκτη παραμέληση των αλλαγών που συμβαίνουν ταυτόχρονα με την οικονομική εξέλιξη, δηλαδή με την ίδια τη βάση όλων των υπό εξέταση γεγονότων, δεν μπορεί παρά να είναι πηγή λαθών». («Η πάλη των τάξεων στη Γαλλία», υπογράμμιση του Λ.Τ.).
Οι ιδέες αυτές που διατυπώνει ο Ένγκελς λίγο πριν το θάνατό του δεν αναπτύχθηκαν περισσότερο από κανέναν κατόπιν. Απ’ όσο θυμάμαι, αναφέρονται μάλιστα αρκετά σπάνια -πολύ πιο σπάνια απ’ ό,τι θα έπρεπε. Επιπλέον, η σημασία τους μοιάζει να έχει διαφύγει από πολλούς μαρξιστές. Η εξήγηση αυτού πρέπει, για μια ακόμα φορά, να αναζητηθεί στις αιτίες που αναφέρει ο Ένγκελς και που αντιτάσσονται σε κάθε είδους τελειωμένη οικονομική ερμηνεία της σύγχρονης ιστορίας.
Είναι πολύ δύσκολο έργο να λύσει κανείς σε όλη του την έκταση το πώς καθορίζονται οι υπόγειες ωθήσεις που μεταδίδει η οικονομία στην πολιτική σήμερα. Και όμως, η εξήγηση των πολιτικών φαινομένων δεν μπορεί να μετατεθεί για το μέλλον, γιατί η πάλη δεν περιμένει. Από αυτό πηγάζει η ανάγκη να καταφεύγουμε, στην καθημερινή πολιτική δραστηριότητα, σε αυτές τις τόσο γενικές εξηγήσεις, που με τη χρήση τους μετατρέπονται σε κοινοτοπίες.
Όσον καιρό η πολιτική κρατάει τις ίδιες μορφές, παραμένει στα ίδια κανάλια, με τους ίδιους περίπου ρυθμούς, δηλαδή όσον καιρό η συσσώρευση οικονομικής ποσότητας δεν μετατρέπεται σε αλλαγή πολιτικής ποιότητας, αυτός ο τύπος ερμηνευτικών εννοιών («τα συμφέροντα της αστικής τάξης», «ιμπεριαλισμός», «φασισμός») φτάνει πάνω κάτω το στόχο του: όχι για να ερμηνευτεί ένα πολιτικό γεγονός σε όλη του την πραγματικότητα, αλλά για να αναχθεί σε ένα γνωστό κοινωνικό τύπο, πράγμα που, βέβαια, έχει μια ανεκτίμητη αξία.
Αλλά όταν εμφανιστεί μια σοβαρή αλλαγή της κατάστασης, και ακόμα περισσότερο αν πρόκειται για ριζική αλλαγή, τότε τόσο γενικές εξηγήσεις αποδεικνύονται πλήρως ακατάλληλες και μετατρέπονται μάλιστα σε κενές κοινοτοπίες. Σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι πάντα αναγκαίο να αναλύεται πολύ περισσότερο το βάθος, για να καθοριστεί η ποιοτική πλευρά και, ει δυνατόν, για να μετρηθούν και ποσοτικά οι ωθήσεις που δίνει η οικονομία στην πολιτική.
Οι διακυμάνσεις της οικονομικής συγκυρίας (μπουμ, ύφεση, κρίση) είναι ήδη το σήμα πολιτικών ωθήσεων που οδηγούν στη δημιουργία αλλαγών, άλλοτε ποιοτικών, άλλοτε ποσοτικών, καθώς και σε νέους σχηματισμούς στον πολιτικό χώρο. Τα έσοδα της τάξης των κατόχων, ο κρατικός προϋπολογισμός, οι μισθοί, η ανεργία, οι αναλογίες του εξωτερικού εμπορίου, κλπ., συνδέονται στενά με την οικονομική συγκυρία και, με τη σειρά τους, ασκούν την πιο άμεση επιρροή στην πολιτική. Αυτό από μόνο του αρκεί για να γίνει κατανοητό το πόσο σημαντικό και γόνιμο είναι να παρακολουθήσει κανείς βήμα προς βήμα την ιστορία των πολιτικών κομμάτων, των κρατικών θεσμών, κλπ., σε σχέση με τους κύκλους της οικονομικής ανάπτυξης. Δεν θέλουμε να πούμε καθόλου ότι οι κύκλοι αυτοί εξηγούν τα πάντα: αυτό αποκλείεται, για τον απλό λόγο ότι οι ίδιοι οι κύκλοι δεν αποτελούν θεμελιώδη οικονομικά φαινόμενα, αλλά παρεπόμενα. Διεξάγονται πάνω στη βάση της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων μέσα από τη μεσολάβηση των σχέσεων της αγοράς. Αλλά οι κύκλοι εξηγούν, ωστόσο, πολλά πράγματα, διαμορφώνοντας, μέσα από έναν αυτοματισμένο παλμό, έναν αναγκαίο διαλεκτικό κρίκο μέσα στο μηχανισμό της καπιταλιστικής κοινωνίας. Τα σημεία ρήξης της εμπορικής και βιομηχανικής συγκυρίας μας οδηγούν πιο κοντά στα κρίσιμα σημεία του καμβά της ανάπτυξης των πολιτικών τάσεων, της νομοθεσίας και όλων των μορφών ιδεολογίας. Αλλά ο καπιταλισμός δεν χαρακτηρίζεται μόνο από την περιοδική επανάληψη των κύκλων -αλλιώς αυτό που θα συνέβαινε θα ήταν μια σύνθετη επανάληψη και όχι μια δυναμική ανάπτυξη. Η ουσιαστική διαφορά μεταξύ τους καθορίζεται από ποσοτικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ της κρίσης και της περιόδου άνθισης μέσα σε κάθε δεδομένο κύκλο. Εάν η άνθιση υπερ-αντισταθμίζει κατά πολύ τις καταστρεπτικές επιπτώσεις της προηγούμενης κρίσης, τότε η καπιταλιστική ανάπτυξη πάει μπροστά. Εάν η κρίση που σηματοδοτεί την καταστροφή, ή πάντως τη μείωση, παραγωγικών δυνάμεων ξεπερνάει σε ένταξη την αντίστοιχη άνθιση, τότε το αποτέλεσμα είναι μαρασμός στην οικονομία. Τέλος, εάν η κρίση και η άνθιση ισούνται περίπου σε δύναμη, τότε έχουμε μια προσωρινή ισορροπία στην οικονομία. Να ποιο είναι περίπου το σχήμα σε καθαρή μορφή.
Παρατηρούμε στην ιστορία ότι οι ομογενείς κύκλοι συγκεντρώνονται μαζί σε σειρές. Έχουμε μια ολόκληρη εποχή καπιταλιστικής ανάπτυξη όταν ένας αριθμός από κύκλους χαρακτηρίζονται από σαφώς διακριτές ανθίσεις και από εφήμερες και αδύναμες κρίσεις. Το αποτέλεσμα είναι μια κίνηση καθαρά ανοδική της θεμελιώδους καμπύλης της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Εποχές στασιμότητας έχουμε όταν η καμπύλη αυτή, παρόλο που περνάει από κυκλικές διακυμάνσεις, μένει περίπου στο ίδιο επίπεδο για δεκαετίες. Και, τέλος, σε ορισμένες ιστορικές περιόδους, η θεμελιώδης καμπύλη, παρόλο που εξακολουθεί πάντα να γνωρίζει κυκλικές διακυμάνσεις, συνολικά φθίνει, σηματοδοτώντας την παρακμή των παραγωγικών δυνάμεων. Είναι ήδη δυνατόν να διατυπώσει εκ των προτέρων κανείς ότι οι εποχές ενεργητικής ανάπτυξης του καπιταλισμού πρέπει να έχουν χαρακτηριστικά -στην πολιτική, στο δίκαιο, στη φιλοσοφία, στην ποίηση- πολύ διαφορετικά από τις εποχές οικονομικής στασιμότητας ή παρακμής. Επιπλέον, η μετάβαση από μια εποχή τέτοιου τύπου σε μια εποχή διαφορετικού τύπου πρέπει προφανώς να παράγει τους πιο μεγάλους κλονισμούς στις σχέσεις μεταξύ τάξεων και κράτους.
Στο 3ο Συνέδριο της Κομιντέρν, χρειάστηκε να υπογραμμίσουμε το σημείο αυτό -στο πλαίσιο της πάλης ενάντια στις καθαρά μηχανιστικές αντιλήψεις για την καπιταλιστική αποσύνθεση που παρατηρείται σήμερα. Εάν οι περιοδικές αντικαταστάσεις των «κανονικών» μπουμ με τις «κανονικές» κρίσεις έχουν επιδράσεις σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής, τότε μια μετάβαση από μια ολόκληρη εποχή άνθισης σε μια ολόκληρη εποχή παρακμής, ή αντιστρόφως, δημιουργεί τους πιο μεγάλους ιστορικούς κλονισμούς. Και δεν είναι δύσκολο να δειχτεί πως σε πολλές περιπτώσεις οι επαναστάσεις και οι πόλεμοι διαπερνούν τα σύνορα μεταξύ δύο διαφορετικών εποχών οικονομικής ανάπτυξης, δηλαδή την τομή ανάμεσα σε δύο διαφορετικά τμήματα της καπιταλιστικής καμπύλης. Το να αναλυθεί η σύγχρονη ιστορία από την οπτική αυτήν είναι πράγματι ένα από τα πιο επαρκή έργα του διαλεκτικού υλισμού.
Μετά το Τρίτο Παγκόσμιο Συνέδριο της Κομιντέρν, ο καθηγητής Κοντράτιεφ καταπιάστηκε με το πρόβλημα -αρνούμενος ως συνήθως να αναφερθεί στη διατύπωση του προβλήματος που είχε υιοθετήσει το ίδιο το συνέδριο. Επεχείρησε να επεξεργαστεί, δίπλα στην έννοια του «σύντομου κύκλου», που καλύπτει μια περίοδο δέκα χρόνων, την έννοια ενός μακρόχρονου κύκλου, που καλύπτει περίπου πενήντα χρόνια. Με αυτή την κατασκευή, την στυλιζαρισμένα συμμετρική, ένας μακρόχρονος οικονομικός κύκλος περιέχει περίπου πέντε σύντομους κύκλους. Επιπλέον, οι μισοί από αυτούς έχουν αναπτυξιακό χαρακτήρα, ενώ οι άλλοι μισοί έχουν χαρακτήρα κρίσης, με όλες τις αναγκαίες φάσεις μετάβασης. Ο στατιστικός αυτός καθορισμός των μακρόχρονων κύκλων που επεξεργάστηκε ο Κοντράτιεφ θα έπρεπε να υπαχθεί σε προσεκτική επιβεβαίωση, τόσο για την κάθε χώρα ξεχωριστά όσο και για την παγκόσμια αγορά στο σύνολό της. Είναι ήδη δυνατόν να καταρρίψει κανείς εκ των προτέρων τις προσπάθειες του καθηγητή Κοντράτιεφ να μελετήσει τους μακρόχρονους κύκλους μεταθέτοντας την αυστηρή ρυθμική που βλέπουμε στους σύντομους κύκλους. Είναι τελείως προφανές ότι πρόκειται για μια λαθεμένη γενίκευση μιας τυπικής αναλογίας.
Η περιοδική επανάληψη των σύντομων κύκλων εξαρτάται από την εσωτερική δυναμική των δυνάμεων του καπιταλισμού. Εμφανίζεται παντού και πάντα, από τότε που υπάρχει αγορά. Εάν, αντίθετα, θεωρήσουμε τα μεγάλα τμήματα της καμπύλης της καπιταλιστικής ανάπτυξης (50 χρόνια) που ο καθηγητής Κοντράτιεφ προτείνει κάπως γρήγορα να ονομάσουμε επίσης κύκλους, τότε ο χαρακτήρας τους και η διάρκειά τους καθορίζονται, όχι από το αποτέλεσμα των εσωτερικών δυνάμεων του καπιταλισμού, αλλά από το εξωτερικό περιβάλλον μέσα στο οποίο πραγματοποιείται η καπιταλιστική ανάπτυξη. Η κατάκτηση από τον καπιταλισμό νέων χωρών και ηπείρων, η ανακάλυψη νέων φυσικών πόρων και, με βάση τα δύο αυτά στοιχεία, και γεγονότα «υπερδομικής» τάξης τόσο σημαντικά όσο και πόλεμοι ή επαναστάσεις, όλα αυτά είναι που καθορίζουν το χαρακτήρα και τη διαδοχή ανοδικών, στάσιμων ή παρακμαζουσών εποχών της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Προς τα πού θα πρέπει, επομένως, να προσανατολιστεί η έρευνα;
Πρώτα-πρώτα, θα πρέπει να εντοπιστεί η καμπύλη της καπιταλιστικής ανάπτυξης, τόσο στις φάσεις της, την μη περιοδική (θεμελιώδης) και την περιοδική (δευτερεύουσα), καθώς και τα σημεία καμπής τους (ή ρήξης τους), σε σχέση με τις διάφορες χώρες που μας ενδιαφέρουν και σε σχέση με την παγκόσμια αγορά στο σύνολό της. Αυτό είναι το πρώτο τμήμα του έργου. Όταν θα έχουμε χαράξει την καμπύλη (η μέθοδος για να γίνει αυτό είναι, βεβαίως, από μόνο του ένα ειδικό πρόβλημα και με κανέναν τρόπο απλό, αλλά ανήκει στο χώρο της τεχνικής της οικονομικής στατιστικής), τότε μπορούμε να την χωρίσουμε σε περιόδους, που θα εξαρτώνται από την κλίση (αρνητική ή θετική) σε σχέση με ένα σύστημα αξόνων σε ένα γράφημα. Με τον τρόπο αυτόν, θα έχουμε ένα περιγραφικό σχήμα της καπιταλιστικής ανάπτυξης, δηλαδή το χαρακτηρισμό «της ίδιας της βάσης όλων των γεγονότων για εξέταση» (Ένγκελς). Σύμφωνα με την πραγματικότητα και τις λεπτομέρειες της έρευνας, μπορεί να χρειαστούμε διάφορα τέτοια σχήματα: ένα για τη γεωργία, ένα άλλο για τη βαριά βιομηχανία, κλπ. Το σχήμα αυτό, σαν αφετηρία, πρέπει κατόπιν να συγχρονιστεί με τα πολιτικά γεγονότα (με την πιο πλατιά έννοια του όρου) και μπορούμε τότε να ψάξουμε όχι μόνο την αντιστοιχία -ή, για να είμαστε πιο προσεκτικοί, τις διαπλοκές ανάμεσα στις εποχές της κοινωνικής ζωής που διαγράφονται με σαφήνεια και στα τμήματα της καμπύλης της καπιταλιστικής ανάπτυξης που διαγράφονται επίσης με σαφήνεια-, αλλά και τις άμεσες υπόγειες ωθήσεις από τις οποίες ξεκινούν τα γεγονότα. Με τη μέθοδο αυτήν, δεν είναι προφανώς δύσκολο να πέσει κανείς στον πιο χυδαίο σχηματισμό και, κυρίως, να αγνοήσει τη σκληρή εσώτερη εξάρτηση και τη σύζευξη ιδεολογικών φαινομένων -για να ξεχάσει το γεγονός ότι η οικονομία είναι αποφασιστική μόνο σε τελευταία ανάλυση. Δεν λείπουν τα γελοιογραφικά πορίσματα από τη μαρξιστική μέθοδο! Αλλά, εξαιτίας αυτού, το να αρνηθεί κανείς να προχωρήσει στη διατύπωση του ζητήματος έτσι όπως αναφέραμε πιο πάνω («μυρίζει οικονομισμό») σημαίνει ότι εγκαταλείπει τελείως την κατανόηση της ουσίας του μαρξισμού, που ψάχνει τις αιτίες των αλλαγών της κοινωνικής υπερδομής μέσα στις αλλαγές των οικονομικών θεμελίων και πουθενά αλλού.
Και, με τον κίνδυνο να προσελκύσουμε τις θεωρητικές κατακεραυνώσεις των αντιπάλων του «οικονομισμού» (αλλά και με μια πρόθεση να προκαλέσουμε κάπως την αγανάκτησή τους), παρουσιάζουμε εδώ ένα σχηματικό γράφημα, που περιγράφει αυθαίρετα μια καμπύλη καπιταλιστικής ανάπτυξης σε μια περίοδο 90 χρόνων, σύμφωνα με τη μέθοδο που αναφέραμε. Η γενική κατεύθυνση της καμπύλης καθορίζεται από το χαρακτήρα των τμηματικών συγκυριακών καμπυλών που την αποτελούν. Στο σχήμα μας, τρεις περίοδοι διακρίνονται σαφώς:
- – 20 χρόνια πολύ βαθμιαίας καπιταλιστικής ανάπτυξης (τμήμα ΑΒ).
- – 40 χρόνια ενεργητικής επέκτασης (τμήμα ΒΔ).
- – 30 χρόνια παρατεταμένης κρίσης και μαρασμού (τμήμα Ε-).
Εάν εισάγουμε στο διάγραμμα αυτό τα πιο σημαντικά γεγονότα για την κάθε αντίστοιχη περίοδο, τότε η περιγραφική παράθεση των κύριων πολιτικών γεγονότων και των διακυμάνσεων της καμπύλης αρκεί από μόνη της για να δείξει ότι πρόκειται για ανεκτίμητα αφετηριακά σημεία για ιστορικές υλιστικές έρευνες. Ο παραλληλισμός μεταξύ πολιτικών γεγονότων και οικονομικών αλλαγών είναι, ασφαλώς, πολύ σχετικός. Η «υπερδομή» καταγράφει και αντικατοπτρίζει τους νέους σχηματισμούς της οικονομικής σφαίρας μόνο με αρκετή χρονική καθυστέρηση. Είναι ένας γενικός νόμος. Αλλά ο νόμος αυτός πρέπει να ειδωθεί απογυμνωμένα μέσα από μια συγκεκριμένη έρευνα των σύνθετων αυτών σχέσεων, των οποίων εδώ δίνουμε απλώς ένα σχήμα.
Στην εισήγηση στο 3ο Παγκόσμιο Συνέδριο απεικονίσαμε την ιδέα μας με ορισμένα ιστορικά παραδείγματα που πήραμε από την περίοδο της επανάστασης του 1848, την περίοδο της πρώτης ρώσικης επανάστασης (1905) και από την περίοδο που περνάμε σήμερα (1920-1921). Παραπέμπουμε τον αναγνώστη σε αυτά τα παραδείγματα. Δεν προσφέρουν τίποτα το ολοκληρωμένο, αλλά χαρακτηρίζουν αρκετά καλά την εξαιρετική σημασία της προσέγγισης που προτείνουμε, κυρίως στο να κατανοήσουμε τα πιο κρίσιμα άλματα της ιστορίας: τους πολέμους και τις επαναστάσεις. Εάν σε αυτό το γράμμα χρησιμοποιούμε ένα τελείως αυθαίρετο περιγραφικό σχήμα, χωρίς να ψάξουμε να το βασίσουμε σε μια πραγματική περίοδο της ιστορίας, αυτό το κάνουμε γιατί ένα τέτοιο εγχείρημα θα έμοιαζε πολύ με μια απερίσκεπτη προεξόφληση των αποτελεσμάτων μιας σύνθετης και προσεγμένης έρευνας που μένει ακόμα να γίνει.
Σήμερα, εξακολουθεί να είναι αδύνατον να προβλέψουμε ακριβώς ποιά τμήματα του χώρου της ιστορίας θα διευκρινιστούν και ποιές διευκρινίσεις θα δοθούν μέσα από μια υλιστική έρευνα που θα διέθετε μια πιο συγκεκριμένη μελέτη της καμπύλης της καπιταλιστικής ανάπτυξης και των αλληλεπιδράσεων αυτής με όλες τις πλευρές της κοινωνικής ζωής. Τα συμπεράσματα που θα μπορούσαμε να έχουμε με αυτόν τον τρόπο δεν μπορούν να καθοριστούν παρά μόνο σαν αποτέλεσμα μιας τέτοιας έρευνας, που πρέπει να είναι πιο συστηματική, πιο τακτική απ’ όλες τις ιστορικές υλιστικές προσπάθειες που έχουν γίνει ώς τώρα.
Σε κάθε περίπτωση, μια τέτοια προσέγγιση της σύγχρονης ιστορίας υπόσχεται να εμπλουτίσει τη θεωρία του ιστορικού υλισμού με πολύ πιο πολύτιμες συμβολές από την εξαιρετικά αμφίβολη ταχυδακτυλουργία με έννοιες και όρους της διαλεκτικής μεθόδου που έχει μεταφέρει, στην πένα ορισμένων από τους μαρξιστές μας, τις μεθόδους του φορμαλισμού στο χώρο της υλιστικής διαλεκτικής και έχει οδηγήσει τη δουλειά τους στο να διατυπώνουν ορισμούς και ταξινομήσεις και να χωρίζουν κενές αφαιρέσεις σε άλλα τόσα τμήματα εξίσου κενά. Η ταχυδακτυλουργία αυτή έχει, με λίγα λόγια, παραποιήσει το μαρξισμό με τις αδιάντροπα περίτεχνες μεθόδους των καντιανών επιγόνων. Είναι πολύ γελοίο, βέβαια, να ακονίζει κανείς συνεχώς ένα εργαλείο, έως ότου φάει τελείως το χάλυβα του μαρξισμού, όταν το καθήκον είναι να χρησιμοποιήσει το εργαλείο του για να δουλέψει το ακατέργαστο υλικό!
Κατά τη γνώμη μας, το θέμα αυτό μπορεί να προσφέρει υλικό για μια από τις πιο γόνιμες εργασίες των μαρξιστικών μας σεμιναρίων ιστορικού υλισμού. Ανεξάρτητες έρευνες που στο πλαίσιο αυτό θα έριχναν ασφαλώς νέο φως ή τουλάχιστον θα φώτιζαν ακόμα περισσότερο τα μεμονωμένα ιστορικά γεγονότα και ολόκληρες εποχές. Τέλος, η ίδια η συνήθεια να σκέφτεται κανείς σε όρους των προαναφερόμενων κατηγοριών θα διευκόλυνε πολύ τον πολιτικό προσανατολισμό σήμερα, που περνούμε μια εποχή η οποία αποκαλύπτει περισσότερο καθαρά από ποτέ τη σχέση μεταξύ καπιταλιστικής οικονομίας, που έχει φτάσει σε σημείο κορεσμού, και καπιταλιστικής πολιτικής, που έχει γίνει τελείως αχαλίνωτη.
Υποσχέθηκα, εδώ και πολύ καιρό, να αναπτύξω το θέμα αυτό για την Viestnik Sotsialisticheskoi Akademii. Έως σήμερα, οι περιστάσεις με εμπόδισαν να κρατήσω την υπόσχεσή μου αυτήν. Δεν είμαι σίγουρος ότι θα μπορέσω να την ολοκληρώσω σε σύντομο χρονικό διάστημα. Για αυτό αρκούμε για την ώρα στην επιστολή μου αυτήν.
–
Λέον Τρότσκυ 21 Απριλίου 1923
–
«Η Καμπύλη της Καπιταλιστικής Ανάπτυξης», με τον υπότιτλο «Γράμμα στους εκδότες στη θέση του υποσχεμένου άρθρου» προς τη σύνταξη του Viestnik Sotsialisticheskoi Akademii, με ημερομηνία 21 Απριλίου 1923, δημοσιεύτηκε στο τετράδιο αρ.4, Απρίλιος-Ιούλιος. Στα αγγλικά αναδημοσιεύτηκε στο περιοδικό IV International το Μάιο του 1941 και στα γαλλικά στο Critiques de l`Economie Politique, αρ.20, Απρίλιος-Ιούνιος 1975. [Μετάφραση στα ελληνικά: Τάσος Αναστασιάδης]
–
Για τη μακροχρόνια δυναμική της καπιταλιστικής οικονομίας
–
Λέον Τρότσκι
–
Οι αστοί και οι ρεφορμιστές οικονομολόγοι, που έχουν ιδεολογικό συμφέρον να παρουσιάζουν ευνοϊκά την κατάσταση του καπιταλισμού, εξηγούν ότι η σημερινή κρίση δεν αποδεικνύει απολύτως τίποτα και ότι, αντίθετα, είναι απολύτως φυσιολογική. Αμέσως μετά τον πόλεμο υπήρξε ένα βιομηχανικό μπουμ και τώρα βρισκόμαστε μπροστά σε μια κρίση. Άρα ο καπιταλισμός βαίνει πάντα καλώς.
Είναι γεγονός ότι ο καπιταλισμός ζει περνώντας από κρίσεις και ανθίσεις όπως και ένας άνθρωπος ζει αναπνέοντας και εκπνέοντας: πρώτα υπάρχει μια έκρηξη της βιομηχανίας, μετά σταμάτημα και μετά κρίση, που ακολουθείται με σταμάτημα της ίδιας της κρίσης, μετά με βελτίωση, με ένα νέο μπουμ, με νέο σταμάτημα, κλπ.
Η κρίση και το μπουμ, μαζί με όλες τις μεταβατικές φάσεις, αποτελούν έναν κύκλο ή έναν από τους μεγάλους κύκλους της βιομηχανικής ανάπτυξης. Ο κάθε κύκλος διαρκεί 8 με 9 ή 10 χρόνια και μπορεί να διαρκέσει ως και 11. Εξαιτίας των εσωτερικών του αντιφάσεων ο καπιταλισμός δεν αναπτύσσεται σε ευθεία γραμμή, αλλά σε ζιγκ-ζαγκ, με πάνω και με κάτω. Να τί βρίσκεται στη βάση των εξηγήσεων που δίνουν οι απολογητές του καπιταλισμού: «καθώς διαπιστώνουμε μετά τον πόλεμο μια διαδοχή από μπουμ και από κρίσεις –λένε-, άρα όλα βαίνουν καλώς στον όμορφο καπιταλιστικό κόσμο».
Στην πραγματικότητα, τα πράγματα βαίνουν διαφορετικά. Το γεγονός ότι μετά τον πόλεμο ο καπιταλισμός εξακολουθεί να διακυμαίνεται κυκλικά σημαίνει απλώς ότι ακόμα δεν έχει πεθάνει, ότι δεν είναι πτώμα αυτό που έχουμε μπροστά μας. Και όσο δεν θα έχει ανατραπεί από την προλεταριακή επανάσταση, ο καπιταλισμός δεν θα σταματήσει να γνωρίζει κύκλους, ανοδικούς και καθοδικούς: οι κρίσεις και οι ανθίσεις τον χαρακτήρισαν ήδη από τη γέννησή του και θα τον συνοδεύσουν ως το θάνατό του. Αλλά για να δούμε την ηλικία του καπιταλισμού και τη γενική του κατάσταση, για να διαπιστώσουμε αν συνεχίζει ακόμα να αναπτύσσεται, εάν έχει φτάσει στην ωριμότητά του ή αν βρίσκεται στην παρακμή του, είναι αναγκαίο να διαγνώσουμε τη φύση αυτών των κύκλων, όπως ακριβώς και η κατάσταση ενός ανθρώπινου οργανισμού δεν μπορεί να διαγνωστεί παρά μόνο ελέγχοντας εάν η αναπνοή είναι κανονική ή σπασμωδική, βαθιά ή ελαφριά, κλπ.
Ο πυρήνας του προβλήματος μπορεί να προσεγγιστεί ως εξής. Ας πάρουμε την ανάπτυξη του καπιταλισμού –την αύξηση της παραγωγής άνθρακα, υφασμάτων, σιδηροδρόμου, χάλυβα, εξωτερικού εμπορίου, κλπ.- και ας χαράξουμε μια καμπύλη που ν περιγράφει την ανάπτυξη αυτήν. Εάν η καμπύλη αντιστοιχεί στην πραγματική πορεία της οικονομικής ανάπτυξης, τότε την βλέπουμε να ανεβαίνει όχι με απρόσκοπτο τρόπο, αλλά σε ζιγκ-ζαγκ, με πάνω και με κάτω, που περιγράφουν αντίστοιχα τα μπουμ και τις κρίσεις. Έτσι, η καμπύλη της οικονομικής ανάπτυξης αποτελείται από δύο κινήσεις: μια αρχική κίνηση που εκφράζει τη γενική άνοδο του καπιταλισμού και μια δευτερογενή κίνηση που περιέχει περιοδικές ταλαντώσεις εξαιτίας των διαφορετικών βιομηχανικών κύκλων.
Το φετινό Γενάρη, οι Times του Λονδίνου δημοσίευσαν έναν πίνακα που κάλυπτε μια περίοδο 138 ετών –από τον πόλεμο ανεξαρτησίας των 13 αμερικάνικων αποικιών ως σήμερα. Σε αυτό το διάστημα υπήρξαν 16 κύκλοι, δηλαδή 16 κρίσεις και 16 φάσεις άνθισης. Κάθε κύκλος είχε μια μέση διάρκεια 8 ετών και 8 μηνών, δηλαδή περίπου 9 ετών.
Επιτρέψτε μου να επιστήσω την προσοχή σας στα ζιγκ-ζαγκ που περιγράφουν τις κινήσεις. Σε μια συγκεκριμένη στιγμή ο πίνακας των Times δείχνει άνοδο. Η αφετηρία είναι το ισοδύναμο 2 λιρών ή 25 μάρκων ανά κεφαλή Άγγλου. Στη θεωρούμενη περίοδο, ο πληθυσμός σχεδόν τετραπλασιάστηκε, το εξωτερικό εμπόριο αυξήθηκε ακόμα περισσότερο και το κατά κεφαλήν εισόδημα έφτασε τις 30,5 λίρες το 1920, ενώ σε ονομαστικούς όρους –όχι σε πραγματική αξία- έφτασε τις 65 λίρες. Σε σχέση με την παραγωγή σιδήρου διαπιστώνουμε ανάλογη πορεία. Στο πρώτο μέρος του 1851, η ζήτηση σιδήρου ήταν 4,5 κιλά ανά κεφαλή, αλλά το 1913 είχε αυξηθεί ως τα 46 κιλά. Μετά υπήρξε μια αντίστροφη κίνηση. Νά ο συνολικός απολογισμός, το αποτέλεσμα 138 ετών ανάπτυξης.
Εάν αναλύσουμε από πιο κοντά την καμπύλη της ανάπτυξης, παρατηρούμε ότι κόβεται σε πέντε διαφορετικά και διακριτά τμήματα. Από το 1781 ως το 1851, η εξέλιξη είναι πολύ αργή: δεν υπάρχει πρακτικά καμία αισθητή κίνηση. Το εξωτερικό εμπόριο αυξάνει, μέσα σε 70 χρόνια, απλώς από τις 2 στις 5 λίρες ανά κεφαλήν. Μετά την επανάσταση του 1848, που είχε σα συνέπεια να διευρύνει το πλαίσιο της ευρωπαϊκής αγοράς, εμφανίζεται ένα σημείο τομής. Από το 1851 ως το 1873, η καμπύλη της εξέλιξης αυξάνει γρήγορα. Σε 22 χρόνια, το εξωτερικό εμπόριο πηδάει από τις 5 στις 21 λίρες, ενώ η ποσότητα χάλυβα αυξάνει, στην ίδια περίοδο, από τα 4,5 στα 13 κιλά ανά κεφαλή. Μια υφεσιακή περίοδος εμφανίζεται το 1873. Από το 1873 ως το 1894 περίπου, καταγράφεται στασιμότητα του αγγλικού εμπορίου: υπάρχει μάλιστα πτώση από τις 21 στις 17,4 λίρες μέσα σε 22 χρόνια. Και μετά επέρχεται ένα άλλο μπουμ, που διαρκεί ως το 1913 –το εξωτερικό εμπόριο ανεβαίνει από τις 17 στις 30 λίρες. Τέλος, η Πέμπτη περίοδος αρχίζει το 1914 –είναι η περίοδος αποδιάρθρωσης της καπιταλιστικής οικονομίας.
Πώς οι κυκλικές διακυμάνσεις συγχωνεύονται άραγε μέσα στην πρωτογενή κίνηση της καμπύλης της καπιταλιστικής ανάπτυξης; Πολύ απλά. Μέσα στις περιόδους καπιταλιστικής ανάπτυξης, οι κρίσεις έχουν σύντομο και επιφανειακό χαρακτήρα, ενώ το μπουμ έχει μεγαλύτερη διάρκεια και εμβέλεια. Στις περιόδους καπιταλιστικής παρακμής, οι κρίσεις έχουν παρατεταμένο χαρακτήρα, ενώ τα μπουμ είναι σύντομα, επιφανειακά και κερδοσκοπικά. Στις περιόδους στασιμότητας, οι διακυμάνσεις αναπαράγονται στο ίδιο επίπεδο. (…).
Η αμοιβαία σχέση μεταξύ οικονομικού μπουμ και κρίσης από τη μια και ανάπτυξης της επανάστασης από την άλλη έχει για εμάς εξαιρετικό ενδιαφέρον όχι μόνο θεωρητικά αλλά και κυρίως από πρακτική σκοπιά.
Πολλοί μεταξύ σας θα θυμούνται ότι το 1851, ενώ το μπουμ είχε φτάσει στο υψηλότερο σημείο του, ο Μαρξ και ο Ένγκελς είχαν γράψει ότι ήταν εκείνη ακριβώς τη στιγμή αναγκαίο να δεχτούν πως η επανάσταση του 1848 είχε τελειώσει ή, τουλάχιστον, ότι διακοπτόταν ως την επόμενη κρίση. Ο Ένγκελς είχε γράψει πως, αν η κρίση του 1847 ήταν η μήτρα της επανάστασης, η άνθιση του 1849-51 γέννησε τη νικηφόρα αντεπανάσταση.
Θα ήταν ωστόσο τελείως μονομερές και λαθεμένο να ερμηνευτούν οι εκτιμήσεις αυτές με την έννοια ότι μια κρίση καθορίζει αναπόφευκτα την επαναστατική δραστηριότητα, ενώ η άνθιση θα καθόριζε μια παθητικότητα της εργατικής τάξης. Η επανάσταση του 1848 δεν προκλήθηκε από την κρίση. Η κρίση απλώς της έδωσε την τελευταία ώθηση. Θεμελιακά, η επανάσταση ήταν το προϊόν των αντιφάσεων μεταξύ των αναγκών της καπιταλιστικής ανάπτυξης και των αλυσίδων ενός ημι-φεουδαλικού κοινωνικού και πολιτικού συστήματος. Η επανάσταση του 1848, παρά τους δισταγμούς και την ανολοκλήρωσή τους, διέλυσε τα απομεινάρια του καθεστώτος των συντεχνιών και της δουλοπαροικίας, επεκτείνοντας έτσι το πλαίσιο της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Για αυτό το λόγο, και μόνο για αυτό το λόγο, που το μπουμ του 1851 σημάδεψε την αρχή μιας εποχής καπιταλιστικής άνθισης που διήρκησε ως το 1873.
Όταν παραπέμπουμε στον Ένγκελς, είναι επικίνδυνο να παραμελούμε αυτά τα θεμελιώδη στοιχεία. Ακριβώς μετά το 1830, δηλαδή μετά την περίοδο όπου ο Μαρξ και ο Ένγκελς είχαν κάνει τις παρατηρήσεις τους, αναδυόταν όχι μια κανονική κατάσταση, αλλά μια εποχή Sturm und Drang [πυρετώδους δραστηριότητας] του καπιταλισμού, η οποία άνοιξε το δρόμο για την επανάσταση του 1848. Να ένα στοιχείο κεφαλαιώδους σημασίας. Η περίοδος που καταλήγει στην επανάσταση είχε και αυτή τη δική της εποχή Sturm und Drang, κατά την οποία η άνθιση και οι ευνοϊκές συγκυρίες ήταν αρκετά σταθερές, ενώ οι κρίσεις ήταν επιφανειακές και σύντομες.
Σήμερα, πρέπει να θέσουμε το ζήτημα όχι του αν είναι δυνατή μια βελτίωση της συγκυρίας, αλλά εάν οι διακυμάνσεις της συγκυρίας εγγράφονται σε μια ανοδική ή σε μια καθοδική καμπύλη. Να η πιο σημαντική πλευρά όλου του ζητήματος.
Μπορούμε άραγε να περιμένουμε από την οικονομική ανάκαμψη του 1919-20 τις ίδιες συνέπειες που γνωρίσαμε σε άλλες εποχές συνολικής ανόδου; Σε καμία περίπτωση. Διεύρυνση του πλαισίου της καπιταλιστικής ανάπτυξης δεν διαγράφεται καν στον ορίζοντα. Μήπως αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αποκλείσουμε στο μέλλον, σε απώτερο ή εγγύτερο μέλλον, μια νέα εμπορική και βιομηχανική ανάκαμψη; Καθόλου! Ήδη είπα ότι όσο ο καπιταλισμός είναι ζωντανός, θα συνεχίζει να εισπνέει και να εκπνέει. Αλλά η εποχή στην οποία μπήκαμε –εποχή εξιλέωσης μετά την αφαίμαξη και την καταστροφή από τον πόλεμο, εποχή ισοπέδωσης με την αρνητική έννοια- οι ανακάμψεις δεν μπορούν παρά να είναι επιφανειακές και ουσιαστικά κερδοσκοπικές, ενώ οι κρίσεις γίνονται όλο και πιο μακρόχρονες και πιο βαθιές.
[1] Παλιότερα λέγονταν και κύκλοι Κοντράντιεφ. Ο Νικολάι Κοντράντιεφ από τους πιο λαμπρούς οικονομολόγους της πρώτης σοβιετική περιόδου, εξορίστηκε από τον Στάλιν στα Γκουλάγκ, όπου και πέθανε το 1936, σε ηλικία 46 ετών
[2] Κυρίως στο βιβλίο: TA ΜΑΚΡΑ ΚΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΞΕΛΙΞΗΣ, εκδ. Εργατική Πάλη (2003).
[3] Βλ. L.Trotsky, the First Five years of the Communist International, vol.1, New Park Publications (1973), σελ. 226