O ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός (σειρά άρθρων της Εργατικής Πάλης) – Γ’ Μέρος: Η στάση των επαναστατών και του προλεταριάτου στον πόλεμο
Στη σειρά άρθρων έχει προηγηθεί το Α΄ Μέρος για το ιστορικό υπόβαθρο του ελληνιτουρκικού ανταγωνισμού και το Β΄ Μέρος για τη σημερινή όξυνσή του (αναδημοσιεύονται και τα δύο στο τέλος του Γ’ Μέρους). Στη συνέχεια και ολοκλήρωση της σειράς, θα υπάρξουν άρθρα για την στάση του εργατικού κινήματος και των επαναστατών σε μια ιμπεριαλιστική επέμβαση, καθώς και για τα ζητήματα του έθνους, της εθνικής ανεξαρτησίας και της στάσης των Ελλήνων επαναστατών στους πολέμους της ελληνικής αστικής τάξης.
Γ΄ Μέρος – Η στάση των επαναστατών και του προλεταριάτου στον πόλεμο
Το ενδεχόμενο ενός ελληνοτουρκικού πολέμου και οι αναλύσεις της Αριστεράς
Η αλλαγή του συνολικού συσχετισμού δύναμης μεταξύ της ελληνικής και της τουρκικής αστικής τάξης (αλλαγή που απαιτεί μια νέα συνολική διευθέτηση, διαφορετική από τη σημερινή, που στηριζόταν σε έναν άλλο συσχετισμό), η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών (λόγω και της χειροτέρευσης της κρίσης του παγκόσμιου καπιταλισμού) μεταξύ των «νεοαναδυόμενων» (Κίνα, Ρωσία κ.ά.) και των «παραδοσιακών» ιμπεριαλιστών (ΗΠΑ, ΕΕ κ.ά.), η εσώτερη λογική του πολεμικού κυκλώνα στην περιοχή μας (που πότε μειώνεται και πότε εντείνεται, πότε αλλάζει εστία και πότε γενικεύεται) αλλά και η πρόσθεση στις παλιές αιτίες του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού για τον λεγόμενο «θησαυρό» των υδρογονανθράκων (ΑΟΖ κ.λπ.), έχουν οξύνει σε επικίνδυνο βαθμό την ελληνοτουρκική σύγκρουση, φέρνοντας ολοένα και πιο κοντά το ενδεχόμενο ενός θερμού επεισοδίου, που θα αποτελέσει τον προθάλαμο ενός γενικευμένου ελληνοτουρκικού πολέμου, γιγαντιαίων καταστροφικών διαστάσεων, αν και, κατά πάσα πιθανότητα, πολύ σύντομου σε χρονική διάρκεια. Αυτή η επικίνδυνη εξέλιξη έχει πυροδοτήσει μια, καταρχάς καλοδεχούμενη, πληθώρα αναλύσεων από την πλευρά της Αριστεράς, σχετικά με τη στάση του ελληνικού προλεταριάτου, των φτωχών λαϊκών μαζών και της νεολαίας απέναντι σε αυτόν τον τρομακτικό κίνδυνο.
Ωστόσο, αυτές οι αναλύσεις εμφανίζουν τρία βασικά μειονεκτήματα: α) Η ανάλυση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών (και ιδιαίτερα στην περιοχή μας) είτε λείπει εντελώς και αντικαθίσταται από γενικολογίες περί εθνικών ανταγωνισμών σε ευρωπαϊκό ή παγκόσμιο επίπεδο, είτε, όταν υπάρχει, χρησιμεύει ως αδιάφορη φιλολογική «εισαγωγή», κάπου στο φόντο, χωρίς καμία επίπτωση και βαρύτητα στην εξέλιξη του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού. β) Παραγνωρίζεται σε γενικές γραμμές η πλούσια εμπειρία του επαναστατικού προλεταριάτου και του κομμουνιστικού κινήματος, εδώ και δύο αιώνες περίπου, στην αντιμετώπιση των διαφόρων πολέμων. Κατά κανόνα, η όποια σύντομη και επιφανειακή αναφορά γίνεται μόνο στη γερμανική κατοχή και τη στάση του ΚΚΕ, που στην πράξη δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια άκριτη υποταγή στη ρεφορμιστική πολιτική. γ) Εξίσου παραγνωρίζεται και η αντιμετώπιση του «εθνικού ζητήματος», της «εθνικής ανεξαρτησίας» κ.ά. από τον επαναστατικό μαρξισμό, με αποτέλεσμα οι αναλύσεις να καταλήγουν είτε στην αναγόρευση της «εθνικής ανεξαρτησίας» σε θέμα ταμπού (με μια υστερική και υπεριστορική υπεράσπιση της «εθνικής ανεξαρτησίας» ή με μια συγκαλυμμένη μορφή, αυτή με το λεγόμενο «ταξικό πρόσημο»), είτε σε μια υγιή απόρριψη του εθνικισμού, που ωστόσο μένει μεσοστρατίς και δεν ολοκληρώνεται με τον διεθνισμό, με αποτέλεσμα να καταλήγει εκεί που καταλήγει και ο αφηρημένος πασιφισμός, δηλαδή, στην κρίσιμη στιγμή, στην υποταγή μπροστά στο εθνικό συμφέρον και στον πόλεμο. Είναι ανάγκη λοιπόν, προτού προχωρήσουμε στη στάση μας απέναντι στον ενδεχόμενο ελληνοτουρκικό πόλεμο, να παρουσιάσουμε, έστω εν συντομία, τις θέσεις του επαναστατικού μαρξισμού απέναντι στον πόλεμο και στο εθνικό ζήτημα.
Η θέση των επαναστατών απέναντι στον πόλεμο
Σε όλους τους αγωνιστές του εργατικού και νεολαιίστικου κινήματος το ζήτημα του πολέμου δημιουργεί μια «δυσφορία», μια, ως ένα βαθμό, δικαιολογημένη αμηχανία. Όχι τυχαία. Ο πόλεμος είναι πάντοτε μια σύγκρουση μεταξύ χωρών, κρατών, εθνών (εδώ δεν αναφερόμαστε σε, εντός ή εκτός εισαγωγικών, καθαρόαιμους εμφύλιους ή ταξικούς πολέμους). Ως σύγκρουση χωρών, κρατών και εθνών, φαίνεται να μας εισάγει σε μια άλλη σφαίρα, πέρα και εκτός της γνωστής σφαίρας της ταξικής πάλης μέσα σε κάθε χώρα — σε μια σφαίρα άγνωστη και θολή, γι’ αυτό και δημιουργείται σύγχυση. Η πραγματικότητα όμως είναι εντελώς διαφορετική, μια που δεν φεύγουμε ούτε για μια στιγμή από τη σφαίρα της ταξικής πάλης.
Όχι τυχαία οι μαρξιστές έχουν ως σύνθημά τους την περίφημη ρήση του σπουδαίου στρατηγικού αναλυτή Κλαούζεβιτς: «Ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα», δίνοντας ίσως μεγαλύτερη έμφαση στη «συνέχιση της πολιτικής». Με άλλα λόγια, κάτω από την επιφάνεια, πίσω από το πέπλο ενός πολέμου ως σύγκρουσης χωρών, κρατών, εθνών, θα πρέπει να αναζητήσει κανείς την πολιτική, δηλαδή τη σύνθεση και τον συνδυασμό των διαφόρων τάξεων (προλεταριάτο, αστική τάξη, μικροαστικά στρώματα, φεουδαρχίες ή αυταρχίες, κάστες κ.ά.) ή στρωμάτων και μερίδων των τάξεων, τα συμφέροντά τους καθώς και ποιους και σε τι αντικειμενικά εξυπηρετεί ο κάθε πόλεμος. Στο τέλος-τέλος, δεν υπάρχει κάποιο άλλο υπερταξικό ή υπεριστορικό κριτήριο για να κρίνει κανείς αν ένας πόλεμος είναι «προοδευτικός» ή «αντιδραστικός», παρά μόνο αν τον κρίνει με βάση το ποιας τάξης τα συμφέροντα εξυπηρετεί και σε ποιο ιστορικό σκαλί ανεβάζει ή κατεβάζει την εκάστοτε κοινωνία ή κοινωνίες.
Αν και δεν θα ήταν αδιάφορο, κάθε άλλο, εντούτοις θα ξέφευγε από το περιορισμένο πεδίο της ελληνοτουρκικής σύγκρουσης να αναφερθούμε στους πολέμους γενικά. Θα πρέπει αναγκαστικά να περιοριστούμε στους πολέμους στη σημερινή εποχή, δηλαδή στην εποχή του ιμπεριαλισμού, του σταδίου παρακμής του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος.
Στην εποχή του ιμπεριαλισμού, είναι κοινά αποδεκτό για την Αριστερά (ρεφορμιστική, κεντριστική ή επαναστατική) ότι έχουμε δύο μεγάλες κατηγορίες πολέμων: α) τον πόλεμο μεταξύ δύο ιμπεριαλιστικών χωρών, κρατών ή εθνών και β) τον πόλεμο μεταξύ ενός ιμπεριαλισμού και μιας μη ιμπεριαλιστικής χώρας (δηλαδή αποικιακής, μισοαποικιακής, εξαρτημένης, καθυστερημένης κ.ά.). Αυτό δεν σημαίνει ότι ένας πόλεμος, ειδικά όταν είναι γενικευμένος, όπως οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι, δεν είναι ένας συνδυασμός αυτών των δύο βασικών κατηγοριών πολέμων: σίγουρα είναι και πολλές φορές μπορεί να περιλαμβάνει, όπως ο Β’ Παγκόσμιος, και άλλου είδους πολέμους και κοινωνίες (π.χ. μετακαπιταλιστικές κοινωνίες, γραφειοκρατικοποιημένες ή μη κ.ά.). Όπως σε κάθε ταξική πάλη, δεν συμμετέχουν μόνο η αστική τάξη και το προλεταριάτο, οι δύο βασικοί αντίπαλοι, αλλά σε κάθε στρατόπεδο υπάρχει και μια σειρά άλλων τάξεων, στρωμάτων, μερίδων και κοινωνικών κατηγοριών, έτσι και ένας πόλεμος μπορεί να είναι ένας συνδυασμός ακόμη πιο πλούσιος απ’ αυτόν που αναφέραμε. Παρ’ όλα αυτά, αρκεί κανείς να εξετάσει αυτές τις δύο μεγάλες κατηγορίες πολέμων, για να μπορέσει σε γενικές γραμμές να προσανατολιστεί σωστά σε σχέση με έναν οσοδήποτε σύνθετο πόλεμο.
Η θέση των επαναστατών απέναντι σε έναν ενδοϊμπεριαλιστικό πόλεμο
Προκαταβολικά να πούμε ότι σε αυτή την κατηγορία πολέμων θα πρέπει να εντάξουμε και τους πολέμους μεταξύ δύο μη ιμπεριαλιστικών χωρών (δύο μισοαποικιακών ή ακόμη μισοβιομηχανοποιημένων χωρών, όπως η Ελλάδα και η Τουρκία κ.ά.), στον βαθμό βέβαια που η μία από τις δύο δεν υλοποιεί, δια αντιπροσώπου, μια επίθεση ιμπεριαλιστικού κράτους ενάντια σε μια μη ιμπεριαλιστική χώρα. Υπάρχουν γενικά στην ιστορία πολλά τέτοια παραδείγματα, όπως π.χ. ο πόλεμος μεταξύ Ιράκ και Ιράν τη δεκαετία του 1980, όπου το Ιράκ υλοποιούσε (πέρα από τα συμφέροντα της αστικής τάξης του και του καθεστώτος του) την αμερικάνικη επιθετικότητα απέναντι στο Ιράν και στην ιρανική επανάσταση του 1979, ακόμη και με την κατάληξή της στην άνοδο του καθεστώτος των μουλάδων.
Όπως και να ‘χει, στην επιφάνεια φαίνεται να υπάρχει μια ομοφωνία στην Αριστερά, τόσο για τον χαρακτήρα ενός ενδοϊμπεριαλιστικού πολέμου όσο και για την πολιτική του εργατικού κινήματος απέναντι σε έναν τέτοιο πόλεμο: είμαστε αντίθετοι σε έναν τέτοιο πόλεμο, ως πόλεμο μεταξύ ληστών για την αναδιανομή των σφαιρών επιρροής και των αγορών του πλανήτη, και ακολουθούμε την πολιτική του επαναστατικού ντεφαιτισμού.
Επί της ουσίας, όμως, τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι, ούτε στο ένα ζήτημα (δηλαδή στον χαρακτήρα του πολέμου), ούτε στο άλλο (δηλαδή στην πολιτική του εργατικού κινήματος απέναντι σε έναν τέτοιο πόλεμο).
Η επιχειρηματολογία του ΚΚΕ και ορισμένων μαοσταλινογενών οργανώσεων πηγαίνει κάπως έτσι: αν η ελληνοτουρκική σύγκρουση ήταν μια σύγκρουση μεταξύ δύο ιμπεριαλιστικών χωρών, τότε αναμφισβήτητα θα κρατούσαμε τη λενινιστική στάση στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο — αλλά δεν πρόκειται για μια τέτοια περίπτωση, οπότε…, οπότε θα πρέπει να υπερασπιστούμε την εθνική ανεξαρτησία της χώρας μας. Αυτή η βιαστική αποδοχή τους της λενινιστικής πολιτικής στον Α’ Π.Π. είναι και δόλια και υποκριτική. Κανένας από τους πολιτικούς τους προγόνους, που εξακολουθούν να τιμούν, δεν υιοθέτησε στον Β’ Π.Π. τη λενινιστική πολιτική («περιέργως», είναι μόνο η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ που στέκεται επικριτική, αν και με έναν σχιζοφρενικό τρόπο, απέναντι στη στάση του κόμματος αλλά και γενικά των κομμουνιστικών κομμάτων στον Β’ Π.Π.). Όλα τα σταλινοποιημένα κομμουνιστικά κόμματα των ιμπεριαλιστικών χωρών (ΗΠΑ, Αγγλία, Γαλλία κ.ά.) υιοθέτησαν την ακριβώς αντίθετη πολιτική, δηλαδή αυτή που υιοθέτησαν στον Α’ Π.Π. η 2η Διεθνής και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, που, ενώ μέχρι την παραμονή του πολέμου διακήρυτταν «Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε», μόλις ξέσπασε ο πόλεμος μετέτρεψαν το επαναστατικό σύνθημα, όπως σημείωνε εύστοχα η Ρόζα Λούξεμπουργκ, σε «Προλετάριοι όλων των χωρών αλληλοσφαχτείτε». Επικαλέστηκαν τις γνωστές φθηνές δικαιολογίες: «υπεράσπιση της πατρίδας», «αγώνας για την απελευθέρωση των καταπιεσμένων εθνών» (πάντοτε των εθνών που καταπίεζε ο αντίπαλος ιμπεριαλιστής και όχι ο «δικός μας» ιμπεριαλισμός), «υπεράσπιση της δημοκρατίας μας» απέναντι στον ολοκληρωτισμό της αντίπαλης ιμπεριαλιστικής χώρας ή απέναντι στον ρώσικο δεσποτισμό κ.ο.κ., κ.ο.κ. Με τις ίδιες ακριβώς δικαιολογίες, ακολούθησαν την ίδια πολιτική με τη σοσιαλδημοκρατία και τα διάφορα σταλινοποιημένα κομμουνιστικά κόμματα των ιμπεριαλιστικών χωρών στον Β’ Π.Π., αυτή τη φορά βέβαια με ένα επιφανειακό ρετουσάρισμα: τώρα ήταν θέμα υποστήριξης της ΕΣΣΔ, που συμμαχούσε με το ένα ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο, ή ζήτημα υπεράσπισης της «δημοκρατίας» απέναντι στον γερμανοϊταλικό «φασισμό» κ.ο.κ., κ.ο.κ. Με αυτή την έννοια, όταν, τόσο το ΚΚΕ όσο και ορισμένες μαοσταλινογενείς οργανώσεις, διακηρύττουν ότι ακολουθούν τη λενινιστική πολιτική, λένε απλώς ψέματα και προσπαθούν να εξαπατήσουν, συνειδητά ή ασυνείδητα, τους αγωνιστές του εργατικού κινήματος.
Η θέση των επαναστατών απέναντι σε έναν ενδοϊμπεριαλιστικό πόλεμο (συνέχεια)
Στην εποχή του ιμπεριαλισμού το έθνος-κράτος έχει ξεπεραστεί από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και δεν αποτελεί πλέον ένα προοδευτικό πλαίσιο. Αντιθέτως πρέπει να παραχωρήσει τη θέση του στην παγκόσμια σοσιαλιστική ομοσπονδία όπως ακριβώς και τα διάφορα φέουδα παραχώρησαν τη θέση τους στο έθνος-κράτος επειδή ήταν ένα ανώτερο πλαίσιο για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και της προόδου. Αυτό ισχύει για τα μικρά και ανεξάρτητα έθνη και πολύ περισσότερο ισχύει για τα ιμπεριαλιστικά έθνη-κράτη. Συνεπώς είναι αδιανόητο και προδοτικό το επαναστατικό κόμμα και το προλεταριάτο να υποταχθούν στην ιμπεριαλιστική μπουρζουαζία της χώρας τους και να παλέψουν για την υπεράσπιση της «πατρίδας» απέναντι στον εχθρό. Εξάλλου, σε όλες τις περιπτώσεις των ενδοϊμπεριαλιστικών συγκρούσεων, η ιμπεριαλιστική μπουρζουαζία όταν μιλούσε και μιλά για «πατρίδα» εννοεί πάντα τις αγορές της, τις πηγές πρώτων υλών της, τις σφαίρες επιρροής της, την ιμπεριαλιστική της εκμετάλλευση άλλων χωρών, τα κέρδη της.
Σε μια τέτοια ιμπεριαλιστική χώρα το προλεταριάτο και το επαναστατικό κόμμα πρέπει να στέκεται αλληλέγγυο στον αγώνα που διεξάγουν οι καταπιεσμένες μάζες των αποικιών, μισοαποικιών ή γενικότερα των εξαρτημένων χωρών που εκμεταλλεύεται αυτή η ιμπεριαλιστική μπουρζουαζία. Κι αυτό σημαίνει όχι απλώς φραστική αλλά έμπρακτη αλληλεγγύη προς τις καταπιεσμένες μάζες, δηλαδή ανειρήνευτη πάλη εναντίον της ιμπεριαλιστικής μπουρζουαζίας του. Είναι λοιπόν αδιανόητο το επαναστατικό κόμμα και το προλεταριάτο μιας ιμπεριαλιστικής χώρας (που προκαλεί ή συμμετέχει σε έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο) να κλείνουν τα μάτια μπροστά στην ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση των καταπιεσμένων μαζών της δικιάς τους μπουρζουαζίας και να παρασέρνονται από τις γλυκερές διακηρύξεις περί «ισότητας των εθνών», περί «απελευθέρωσης των εθνών», περί «εθνικής ανεξαρτησίας», που αφορούν πάντα τις εκμεταλλευόμενες χώρες των άλλων ιμπεριαλισμών κι όχι της δικής τους ιμπεριαλιστικής χώρας.
Εξίσου απατηλό είναι και το σύνθημα της «υπεράσπισης της δημοκρατίας» μέσα στην εμπόλεμη ιμπεριαλιστική χώρα απέναντι στον εχθρό της γιατί: α) Η υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και του βιοτικού επιπέδου του προλεταριάτου αυτής της ιμπεριαλιστικής χώρας διεξάγεται σε «ειρηνικές» περιόδους ενάντια στο ιμπεριαλιστικό κράτος και με τις μεθόδους αγώνα του προλεταριάτου. Είναι τουλάχιστον οξύμωρο να παραχωρεί κανείς σε περίοδο πολέμου την υπεράσπιση αυτών των δικαιωμάτων και του βιοτικού επιπέδου στο ίδιο αυτό αστικό κράτος απέναντι στις «αντιδημοκρατικές επιβουλές του εχθρού». β) Ένας ενδοϊμπεριαλιστικός πόλεμος είναι ένας πόλεμος μεταξύ ληστών για την αναδιανομή των αγορών. Έτσι, την ίδια στιγμή που το ιμπεριαλιστικό κράτος και η μπουρζουαζία μιλούν για «υπεράσπιση της δημοκρατίας» δεν διστάζουν να στηρίζονται και να ενισχύουν δικτατορίες ή φασιστικά ή μισοφασιστικά κράτη σε χώρες-συμμάχους ώστε να πραγματοποιήσουν τα ληστρικά σχέδιά τους. γ) Όπως αποδεικνύεται πάντα, όλα τα δημοκρατικά δικαιώματα και το βιοτικό επίπεδο του προλεταριάτου είναι τα πρώτα που θυσιάζονται κατά την περίοδο της προετοιμασίας του πολέμου και πολύ περισσότερο κατά την διάρκεια του πολέμου, κι ακόμη και μετά τον πόλεμο. Όταν αναπτύσσεται η μιλιταριστική προπαγάνδα και προετοιμασία του πολέμου, το πρώτο θύμα είναι πάντα τα δημοκρατικά δικαιώματα και το βιοτικό επίπεδο του προλεταριάτου.
Σε κάθε ιμπεριαλιστική χώρα το προλεταριάτο οφείλει να παλεύει για την σοσιαλιστική επανάσταση, για την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος, δηλαδή την συντριβή του αστικού κράτους και την εγκαθίδρυση της σοσιαλιστικής δημοκρατίας και της δημοκρατικά σχεδιασμένης οικονομίας, ως απαρχή οικοδόμησης του σοσιαλισμού που μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτός είναι και ο μόνος τρόπος για να γλυτώσει το προλεταριάτο από το ιμπεριαλιστικό σφαγείο, όπου αργά ή γρήγορα θα το οδηγήσει η ιμπεριαλιστική μπουρζουαζία του. Ωστόσο, αν μέχρι και πριν το ξέσπασμα του ενδοϊμπεριαλιστικού πολέμου το προλεταριάτο δεν κατορθώσει να ανατρέψει την αστική τάξη του και το καπιταλιστικό της σύστημα, τότε θα συρθεί στον πόλεμο και το επαναστατικό κόμμα οφείλει να ακολουθήσει την πολιτική του επαναστατικού ντεφαιτισμού.
Η πολιτική του επαναστατικού ντεφαιτισμού προϋποθέτει προφανώς την εναντίωση σε λογικές «επιτιθέμενου-αμυνόμενου» (γενικά κάθε ιμπεριαλιστική μπουρζουαζία που διψά για σφαίρες επιρροής είναι «επιτιθέμενη» και κάθε ιμπεριαλιστική μπουρζουαζία που θέλει να προστατέψει τις σφαίρες επιρροής της είναι «αμυνόμενη»), στις λογικές της «υπεράσπισης της πατρίδας», της «υπεράσπισης της δημοκρατίας», των αφηρημένων διακηρύξεων περί «ισότητας των εθνών», «εθνικής ανεξαρτησίας των λαών», κ.ο.κ. Η πολιτική του επαναστατικού ντεφαιτισμού σημαίνει την καταψήφιση των πολεμικών δαπανών για την προετοιμασία ή κήρυξη του πολέμου.
Η επαναστατική πολιτική του ντεφαιτισμού δεν σημαίνει ότι το επαναστατικό κόμμα επιδιώκει γενικά την ήττα της δικιάς του μπουρζουαζίας στον πόλεμο (ντεφαιτισμός σημαίνει «ηττοπαθής στάση»). Ούτε ότι το επαναστατικό κόμμα αδιαφορεί για την εξέλιξη γενικά του πολέμου — αυτό θα ήταν θανάσιμο λάθος μια που η μπουρζουαζία πάντοτε χρησιμοποιεί την διεξαγωγή των πολεμικών επιχειρήσεων και για την ήττα του δικού της προλεταριάτου (π.χ. όπως αποδείχθηκε στην Ρωσία στο 1ο Π.Π. και πριν την Οκτωβριανή Επανάσταση). Και, τέλος, η πολιτική του επαναστατικού ντεφαιτισμού δεν σημαίνει είτε την αποφυγή της στράτευσης από τους επαναστάτες και την εγκατάλειψη της χώρας, είτε την προσφυγή στο ατομικό σαμποτάζ για την υπονόμευση της πολεμικής προσπάθειας της χώρας «μας». Οι επαναστάτες, όταν πλέον ο πόλεμος γίνεται αναπόφευκτος και αναπότρεπτος, πηγαίνουν στον στρατό γιατί εκεί πηγαίνει και η τάξη τους.
Η πολιτική του επαναστατικού ντεφαιτισμού σημαίνει απλά ότι η πολιτική υπεράσπισης των συμφερόντων του προλεταριάτου δεν σταματά ακόμη και στην διάρκεια του πολέμου και πάντοτε είναι ανώτερη τόσο των «εθνικών απαιτήσεων» όσο και των «πολεμικών αναγκών». Με άλλα λόγια, επαναστατικός ντεφαιτισμός σημαίνει ότι το επαναστατικό κόμμα παλεύει για την υπεράσπιση και διεύρυνση των συμφερόντων της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων ακόμη και καταμεσής του πολέμου, ακόμη κι αν αυτό έρχεται σε σύγκρουση με τις πολεμικές απαιτήσεις, ακόμη κι αν αυτό οδηγήσει στην ήττα της «χώρας μας» στον πόλεμο. Στο τέλος τέλος, όπως υποστήριζε ασταμάτητα ο Λένιν, η ήττα της χώρας «μας» στον πόλεμο λόγω της εξέγερσης και επανάστασης του προλεταριάτου είναι κατά πολύ μικρότερο κακό απ’ ότι μια ήττα του προλεταριάτου εν μέσω μιας στρατιωτικής νίκης της δικιάς «μας» χώρας.
Τέλος, αξίζει να παρατηρήσουμε ότι η πολιτική του επαναστατικού ντεφαιτισμού δεν είναι μια ανακάλυψη του προλεταριάτου και του επαναστατικού μαρξισμού. Το ακριβώς αντίθετο: είναι μια διαχρονική και απόλυτη αρχή όλων των κυρίαρχων τάξεων και πολύ περισσότερο της μπουρζουαζίας. Στους τελευταίους έξι περίπου αιώνες, ποτέ και πουθενά, είτε σε αστικοδημοκρατικές επαναστάσεις, είτε σε εθνικο-απελευθερωτικούς αγώνες είτε σε πολεμικές συγκρούσεις κάθε είδους, καμία αστική τάξη δεν υπέταξε τα ταξικά της συμφέροντα σε διαταξικά, ή εθνικά, ή όποια άλλα συμφέροντα. Αυτό το τρομερό μάθημα της ιστορίας θα πρέπει να γίνει κατάκτηση όλων των επαναστατών.
Η θέση των επαναστατών απέναντι σε μια ιμπεριαλιστική επέμβαση σε αποικία/μισοαποικία
Σε αυτό το ενδεχόμενο θα πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα στην στάση του επαναστατικού κόμματος και του προλεταριάτου της ιμπεριαλιστικής χώρας και στην στάση του επαναστατικού κόμματος και του προλεταριάτου και των καταπιεσμένων μαζών της αποικιακής ή μισοαποικιακής χώρας.
Στην Αριστερά, διεθνώς και στη χώρα μας, φαίνεται να υπάρχει μια ομοφωνία όσον αφορά την στάση της Αριστεράς μέσα στην ιμπεριαλιστική χώρα — ομοφωνία πάνω στην λενινιστική γραμμή (στην πραγματικότητα του Μαρξ και Έγκελς) της καταδίκης της ιμπεριαλιστικής επέμβασης και της αλληλεγγύης προς το προλεταριάτο και τις καταπιεσμένες μάζες της αποικίας ή μισοαποικίας ή γενικότερα της «εξαρτημένης και καθυστερημένης» χώρας. Ωστόσο, όπως και στην περίπτωση ενός ενδοϊμπεριαλιστικού πολέμου, η θέση των σταλινικών Κομμουνιστικών Κομμάτων κάθε άλλο παρά αυτή ήταν.
Σε γενικές γραμμές τα σταλινικά Κομμουνιστικά Κόμματα των ιμπεριαλιστικών (και όχι μόνο) χωρών ακολουθούσαν την γραμμή της σοβιετικής γραφειοκρατίας σε όλες τις περιπτώσεις των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων. Και η πολιτική της σοβιετικής γραφειοκρατίας χρησιμοποιούσε σαν πιόνια τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες στις αποικιακές χώρες στον ανταγωνισμό της με το ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο, έχοντας πάντα σαν αξεπέραστο και απαραβίαστο όριο την πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής επανάστασης στις καθυστερημένες χώρες. Με άλλα λόγια, η σοβιετική γραφειοκρατία μπορεί να στήριζε, λίγο ή πολύ, ανάλογα με τα συμφέροντά της τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες αλλά πάντοτε φρόντιζε να μην μετατραπούν σε σοσιαλιστικές επαναστάσεις. Και όπου αυτό έγινε κατορθωτό, συνέβη παρά και ενάντια στην θέλησή της.
Αντίστοιχα, τα διάφορα σταλινικά Κ.Κ. περιορίζονταν σε μια γενική αλληλεγγύη προς τις επαναστάσεις στις καθυστερημένες χώρες, αρκεί αυτές να μην συνέβαιναν στη σφαίρα επιρροής της δικιά τους ιμπεριαλιστικής χώρας. Π.χ. η στάση του ΚΚ των ΗΠΑ ή της Γαλλίας απέναντι στην βιετναμέζικη επανάσταση και στην αλγερίνικη επανάσταση αντίστοιχα, όπου είτε την καταπολέμησαν είτε κρύφτηκαν πίσω από γενικόλογες διακηρύξεις περί «ειρήνης» και «τερματισμού του πολέμου», ενώ η έμπρακτη αλληλεγγύη και η εφαρμογή της λενινιστικής γραμμής αφέθηκε στο τροτσκιστικό κίνημα και στην Άκρα Αριστερά, που εκπλήρωσαν το διεθνιστικό τους χρέος στο ακέραιο, δημιουργώντας τα δύο μεγάλα κινήματα αλληλεγγύης μέσα στην καρδιά του ιμπεριαλιστικού κτήνους (στις ΗΠΑ και στη Γαλλία).
Η στάση των επαναστατών μέσα σε μια ιμπεριαλιστική χώρα, σε περίπτωση επέμβασης αυτής της χώρας σε μια καθυστερημένη, είναι η απόλυτη εναντίωση απέναντι σε αυτήν επέμβαση και η έμπρακτη αλληλεγγύη προς την καθυστερημένη χώρα, ανεξάρτητα από την τάξη (ή το καθεστώς) που ηγείται κάθε φορά του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Αυτό σημαίνει την ανάπτυξη ενός αντιπολεμικού κινήματος, την καταψήφιση προφανώς κάθε στρατιωτικής δαπάνης, την ανάπτυξη απεργιών για την υπονόμευση της ιμπεριαλιστικής επέμβασης, την άρνηση της στρατολόγησης στον στρατό ακόμη και το κάθε είδους υλικό σαμποτάζ της ιμπεριαλιστικής επέμβασης.
– τέλος Γ΄ μέρους –
———————————————————————————————–
Β΄ Μέρος – Η σημερινή όξυνση του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού
Τις δυο τελευταίες δεκαετίες έγιναν τρεις αλλαγές που επηρέασαν και όξυναν την σύγκρουση του ελληνικού και τούρκικου καπιταλισμού.
1. Ειχαμε μια ραγδαία ανάπτυξη του τουρκικού καπιταλισμού, ο οποίος από το 2000 έως το 2016 υπερτριπλασίασε το ΑΕΠ του και μπήκε στις 20 πλουσιότερες χώρες του κόσμου καταλαμβάνοντας την 18η θέση, ενώ η Ελλάδα εν μέσω κρίσης απώλεσε το 25% του ΑΕΠ της και καταλαμβάνει την 48η θέση. Το 2000, οι αντίστοιχες θέσεις ήταν 21η και 29η. Το 1980, η Τουρκία είχε ΑΕΠ περί τα 68,7 δις δολ. και η Ελλάδα περί τα 56,8 δις. Το 2018, η Τουρκία είχε περί τα 800 δις και η Ελλάδα 200 δις. Δηλαδή η αναλογία από σχεδόν 1:1 πήγε 1:4! Το 1960, η Τουρκία είχε πληθυσμό 27 εκατ. έναντι 8,3 εκατ. της Ελλάδας, ενώ το 2020 έχει 83 εκατ. έναντι μόλις 10 της Ελλάδας. Επομένως, σήμερα η διαφορά με την Ελλάδα δεν είναι μόνο η γεωστρατηγικη θέση της Τουρκίας αλλά και ο δυναμισμός του Τουρκικού καπιταλισμού, ο οποίος -παρά την κρίση που τον μαστίζει τα τελευταία χρόνια- έχει εξαπλωθεί από τα Βαλκάνια, την Κεντρική Ασία και την Αφρική μέχρι την Ινδία. Έχει βάσεις στρατιωτικές στην Κύπρο (ελέγχει τη ΝΑ Μεσόγειο), το Κατάρ (ελέγχει τον Περσικό Κόλπο), τη Σομαλία (ελέγχει την Ερυθρά θάλασσα), δηλαδή σε όλους τους εμπορικούς δρόμους των πρώτων υλών. Έχει αναπτύξει αυτόνομη στρατιωτική βιομηχανία και έχει τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό του ΝΑΤΟ, ενώ παγκόσμια βρίσκεται στην 9η θέση (η Ελλάδα κατέχει την 28η). Αν και το Δόγμα Νταβουτογλου -που μιλούσε για ειρηνικές παρεμβάσεις της Τουρκίας στα διεθνή προβλήματα, παρουσιάζοντάς την σαν ήπια παγκόσμια δημοκρατική δύναμη- απέτυχε, εξαιτίας της αλαζονείας της αλλά και εξαιτίας της επέμβασης των ιμπεριαλιστών (π.χ. πραξικόπημα στην Αίγυπτο που εξεδίωξε τους Αδελφούς Μουσουλμάνους και σταμάτησε την επιρροή της Τουρκίας στη χώρα, σύμπραξη των ΗΠΑ με τους Κούρδους σε Συρία και Ιράκ που απείλησε άμεσα την Τουρκία), ωστόσο ο Ερντογάν δεν επέλεξε τον δρόμο του συμβιβασμού (ειδικά μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα εναντίον του), αλλά, αξιοποιώντας τον τούρκικο εθνικισμό (συμμαχία με την ακροδεξιά στο εσωτερικό της χώρας) και την δυναμική της χώρας, ουσιαστικά έκανε προβολές ισχύος σε όλα τα μέτωπα, αμφισβητώντας τον προηγούμενο συσχετισμό δύναμης (συνθήκη Λοζάνης κ.λπ.) και επιδιώκοντας να αυξήσει την επιρροή του τουρκικού καπιταλισμού σε ένα είδος υποϊμπεριαλισμού στην περιοχή, χρησιμοποιώντας ακόμα και την στρατιωτική ισχύ. Έτσι, επεμβαίνει σήμερα σε τρεις περιοχές, σε Συρία, Ιράκ και πρόσφατα Λιβύη. Εννοείται, επομένως, ότι δεν θα ήταν δυνατόν να μην κάνει και αντίστοιχες προβολές ισχύος προς το καθεστώς του Αιγαίου ή ακόμα περισσότερο προς τη ΝΑ Μεσόγειο και την Κύπρο.
2. Είχαμε ραγδαίες αλλαγές στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα, με την αμφισβήτηση της ισχύος των δυτικών ιμπεριαλιστών από την Κίνα, τη Ρωσία και τις άλλες αναπτυσσόμενες/αναδυόμενες χώρες, την αμφισβήτηση σε οικονομικό επίπεδο (σε πολιτικό και στρατιωτικό απέχουμε ακόμα αρκετά), ακόμα και της πρωτοκαθεδρίας των ΗΠΑ από την Κίνα, τη δημιουργία εναλλακτικών μοντέλων ανάπτυξης όχι μέσω των δυτικών εμπορικών και στρατιωτικοπολιτικών συμμαχιών, αλλά μέσω του Δρόμου του Μεταξιού, της σύνδεσης Μέσης Ανατολής με την Ινδία (αγωγός Ομάν-Ινδίας), της σύνδεσης της Ρωσίας με την Ευρώπη μέσω εναλλακτικών αγωγών φυσικού αεριού (Nord Stream 1 και 2 που συνδέουν τη Γερμανία με τη Ρωσία προσφέροντας φθηνή ενέργεια παρακάμπτοντας το μπλόκο των Αμερικάνων και του ΝΑΤΟ από τη Bαλτική και την Ουκρανία μέχρι το Αιγαίο), την χρήση της Αρκτικής, ακόμα-ακόμα και την σχεδιαζόμενη νέα κινέζικη διώρυγα στην Νικαράγουα που σπάει το μονοπώλιο των ΗΠΑ στον Παναμά, τη δημιουργία νέων συμμαχιών όπως ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης που συνδέει πλέον Ρωσία, Κίνα, Ινδία, Πακιστάν και άλλες χώρες της κεντρικής Ασίας δημιουργώντας ένα νέο κέντρο βάρους στην παγκόσμια οικονομία και πολιτική. Να σημειωσουμε τα πρόσφατα κοινά αεροναυτικά γυμνάσια στον Περσικό Κόλπο από τη Ρωσία, την Κίνα και το Ιράν, που αναμφισβήτητα ήταν ένας από τους λόγους που θορύβησαν τις ΗΠΑ και αποφάσισαν να δολοφονήσουν τον ιρανό αξιωματούχο Σουλεϊμανί. Αυτές οι νέες δυνατότητες οδήγησαν μια σειρά από χώρες να επιλέξουν μια επαμφοτερίζουσα στάση απέναντι στη Δύση ακολουθώντας μια δική τους σχετικά «ανεξάρτητη» πολιτική (για παράδειγμα το Ιράν, που παρά τη σύγκρουσή του με τις ΗΠΑ έχει κατορθώσει να κερδίσει την έξοδο του στην Μεσόγειο, την οποία διεκδικούσε ιστορικά –και την οποία έκοβε στους Πέρσες μια ο Μ. Αλέξανδρος, μια οι Ρωμαίοι και οι Βυζαντινοί, μια οι Άραβες, μια οι Τουρκοι και τελευταια οι ιμπεριαλιστές και τα εθνικά κράτη που γεννηθηκαν από τις αποικίες τους, μέσω Ιράκ, Συρίας και Λιβάνου– απειλώντας του συμμάχους των ΗΠΑ, Σ. Αραβία, Ισραήλ, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα κ.λπ.). Παράλληλα, ο ρωσικός ιμπεριαλισμός, αξιοποιώντας τη συγκυρία, επανάκαμψε μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, διεκδικώντας σημαντική επιρροή στο παγκόσμιο συσχετισμό, με κύρια παραδείγματα τη Συρία και τη Λιβύη. Η υποβάθμιση του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού, που μένει θεατής σε μια σειρά μέτωπα όπου άλλοτε πρωτοστατούσε (Μ. Ανατολή, Ανατολική Ευρώπη) και η επιθετικότητα (δασμοί, προστατευτισμοί) των ΗΠΑ απέναντι σε Κίνα, Ευρώπη, Ρωσία, έχει οδηγήσει σε αδυναμία μια σειρά διεθνών οργανισμών ΠΟΕ, ΝΑΤΟ, ΟΗΕ και σε ακύρωση μια σειρά συμφωνιών (Συμφωνία του Ειρηνικού, Συμφωνία του Ατλαντικού, Συμφωνία για τα πυρηνικά με το Ιράν) – πράγμα που αν και υποτίθεται ότι γίνεται στο όνομα της πολιτικής Τραμπ «πρώτα η Αμερική», ώστε να ανακτήσει την παγκόσμια κυριαρχία της, στην ουσία αυξάνει της ανεξάρτητες μεταβλητές του παιχνιδιού και τις αντίρροπες τάσεις, θρυμματίζοντας την ιεραρχία του ιμπεριαλιστικού συστήματος και άρα τελικά υπονομεύοντας και αυτόν που θέλει να επιβάλει την κυριαρχία του. Αυτό είναι φανερό και από την αδυναμία των ΗΠΑ να υλοποιήσουν τα συμφέροντά τους σε μια σειρά χωρών που έχουν επέμβει και έχουν σπαταλήσει αίμα και χρήμα (Αφγανιστάν, Ιράκ) και κυρίως από την διαίρεση στο εσωτερικό της ηγέτιδας δύναμης του ιμπεριαλιστικού συστήματος για το ποια πολιτική πρέπει να ακολουθηθεί!
Η Τουρκία έχει αξιοποιήσει σε μεγάλο βαθμό αυτές τις νέες δυνατότητες συμμαχώντας με τη Ρωσία σε πολλά επίπεδα (Συρία, εξοπλισμοί S-400, πυρηνική ενέργεια, οικονομία) παρά τις διαφορές που τους χωρίζουν σε άλλα (Λιβύη, Ιντλίμπ και Κούρδοι στη Συρία), αμφισβητώντας τους συμμάχους των ΗΠΑ στη Μ. Ανατολή (Ισραήλ, Σ. Αραβία, Αίγυπτος), στηρίζοντας το παλαιστινιακό, έχοντας ιδιαίτερη σχέση με το Ιράν, απειλώντας την Ευρώπη με το προσφυγικό και οικοδομώντας το τόξο του πολιτικού Ισλάμ των αδελφών μουσουλμάνων (Κατάρ, Λιβύη, Κ. Ασία). Ωστόσο, δεν αρνείται το ΝΑΤΟ ούτε τις οικονομικές σχέσεις με τη Δύση (ιδιαίτερα τις Γερμανία και Ιταλία), αξιοποιώντας όλες τις δυνατότητες που προσφέρει μια χώρα του μεγέθους της και υποχρεώνοντας όλους τους ιμπεριαλιστές να λαμβάνουν υπόψη τις απαιτήσεις της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η επίθεση των ΗΠΑ απέναντί της με σωρεία απειλών (άρνηση να παραδοθούν τα αεροπλάνα F-35, οικονομικές κυρώσεις, υποβάθμιση ή ακόμα και κλείσιμο βάσεων των ΗΠΑ όπως στο Ιντσιρλίκ), την ίδια στιγμή όμως που ο Τραμπ πλέκει το εγκώμιο του Ερντογάν και ουσιαστικά δίνει το πράσινο φως (μαζί με τη Ρωσία) για την επέμβαση ενάντια στου Κούρδους (συμμάχους των ΗΠΑ ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος!) στην Συρία. Οι αγωγοί Turkish Stream 1, που φέρνει το ρωσικό φυσικό αέριο στην Τουρκία, και Turkish Stream 2, που θα πηγαίνει το φυσικό αέριο στην Κ. Ευρώπη μέσω Βουλγαρίας, αποτελούν επίσης δείγμα της τουρκικής πολιτικής με την έννοια ότι ισχυροποιούν τη θέση της Ρωσίας στην Ευρώπη (αφού αυξάνουν την εξάρτησή της από την ρωσική Gazprom), την ίδια στιγμή που η Τουρκία συμμετέχει και στον αγωγό ΤΑΡ που συνδέει μέσω Ελλάδας, Αλβανίας και Ιταλίας την Ευρώπη με τα αποθέματα φυσικού αερίου της Κασπίας από το Αζερμπαϊτζάν στην κατεύθυνση απεξάρτησης της Ευρώπης από την ρωσική ενέργεια!
Δεν χρειάζεται να πούμε ότι ο ελληνικός καπιταλισμός ελάχιστα έχει κάνει στην κατεύθυνση της αξιοποίησης τέτοιων εναλλακτικών. Οι κινέζικες επενδύσεις στο λιμάνι του Πειραιά αποτελούν τις σημαντικότερες ενέργειες, ενώ στο παιγνίδι των αγωγών από τη Ρωσία, η Ελλάδα έχασε την ευκαιρία να περάσει ο Turkish Stream 2 από το έδαφός της, παραχωρώντας τη δυνατότητα στην Βουλγαρία. Ο εναγκαλισμός της μάλιστα στα πλαίσια των μνημονίων με την ΕΕ και στα πλαίσια γεωστρατηγικων επιλογών (όπως θα δούμε παρακάτω) με τις ΗΠΑ την υποχρεώνουν να αρνείται και μελλοντικές ευκαιρίες ( 5G με την κινέζικη Huawei κ.λπ.) ή πάντως να πιέζεται γι’ αυτό.
3. Η ανακάλυψη εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων φυσικού αεριού στην νοτιοανατολική Μεσόγειο στις ΑΟΖ του Ισραήλ, της Αίγυπτου, της Κύπρου και πιθανά στην Κρήτη έχουν δημιουργήσει νέα δεδομένα στην περιοχή. Για παράδειγμα, η Κύπρος δεν είναι πλέον μόνο το αβύθιστο αεροπλανοφόρο για τους ιμπεριαλιστές, αλλά και παραγωγός και πιθανά κόμβος διακίνησης φυσικού αερίου. Για την Τουρκία, οι ενεργειακοί πόροι της NA Mεσογείου αποτελούν σημαντικό επίδικο, αφού βρίσκονται μέσα στην ΑΟΖ που διεκδικεί και μαζί με πιθανά κοιτάσματα στη Μαύρη Θάλασσα θα μπορούσαν να μειώσουν την εξάρτησή της από τις εισαγωγές (Ρωσία, Ιράν), που την απομυζούν. Για την ΕΕ, αν τα κοιτάσματα ήταν αρκετά σημαντικά, θα αποτελούσαν μια εναλλακτική στην εξάρτηση από τη Ρωσία, πράγμα που επιθυμούν και οι ΗΠΑ. Για το Ισραήλ, εκτός από την εγχώρια αγορά και τις εξαγωγές σε ΕΕ, θα αξιοποιηθούν και για κάλυψη ενεργειακών αναγκών χωρών όπως η Ιορδανία, πράγμα που αυξάνει την εξάρτηση της τελευταίας από το Ισραήλ και άρα σπάει την απομόνωσή του στην Μ. Ανατολή (ήδη η Βουλή της Ιορδανίας ψήφισε ενάντια στην αγορά φυσικού αερίου από το Ισραήλ, παρά τις ήδη υπάρχουσες συμφωνίες). Για την Αίγυπτο, που διαθέτει ήδη σταθμούς υγροποιημένου αερίου (LNG) το φυσικό αέριο θα την μετατρέψει σε παραγωγό και κόμβο διακίνησης μέσω πλοίων προς Ευρώπη και Ασία! Τέλος, ο ελληνικός καπιταλισμός φαντασιώνεται ότι έχει ίσως τη μοναδική ευκαιρία να αποκτήσει και μια άλλη κατεύθυνση -αυτή του ενεργειακού κόμβου-, αφού μετά την υποβάθμιση της βιομηχανίας του, ο τουρισμός αποτελεί την σημαντικότερη αιχμή του! Το θέμα εμπλέκεται όμως στις αντιπαραθέσεις με την Τουρκία για την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ.
Η πολιτική των γεωτρήσεων, των αγωγών και των συμμαχιών
Ο ελληνικός καπιταλισμός προσπαθεί να αδράξει την ευκαιρία τόσο για την διαφοροποίηση της τροφοδοσίας της ΕΕ με φυσικό αέριο, όσο και για την απομόνωση της Τουρκίας από τη Δύση, λόγω της επαμφοτερίζουσας πολιτικής της. Η ΕΕ και οι ΗΠΑ επιθυμούν να εκμεταλλευτούν τα κοιτάσματα της ΝΑ Μεσογείου, αλλά ταυτόχρονα θέλουν να οικοδομήσουν και έναν πολτικοστρατιωτικο άξονα που θα αντικαταστήσει την Τουρκία σε περίπτωση που αυτή επιλέξει να συνταχθεί με την Ρωσία και την Κίνα. Αυτός ο άξονας αποτελείται από την Αίγυπτο, την Κύπρο, το Ισραήλ και την Ελλάδα. Συμπίπτει μάλιστα με την εξόρυξη και διακίνηση-μεταφορά του φυσικού αερίου της περιοχής, αν και δεν έχουν όλοι οι “παίκτες” τα ίδια συμφέροντά σε αυτή την κατεύθυνση. Βασικός άξονας είναι ο υπό μελέτη αγωγός East Med, ο οποίος θα συνδέει το Ισραήλ, με την Κύπρο, την Κρήτη, την Πελοπόννησο και την Ιταλία και θα μεταφέρει το φυσικό αέριο παρακάμπτοντας την Τουρκία (πρόκειται για ένα μεγάλο και πανάκριβο έργο 1.900 χιλιομέτρων, που θα χρησιμοποιήσει αγωγούς σε βάθος ακόμα και 3.000 μέτρων, πράγμα που απαιτεί ειδικές τεχνικές, οι οποίες θα πρέπει να ανιχνευθούν στην πράξη ως προς τη δυνατότητα να εφαρμοστούν!). Για την προώθηση του East Med έχει ήδη συναφθεί η τριμερής συμμαχία Ελλάδας -Ισραήλ-Κύπρου με τις ευλογίες και την στήριξη των ΗΠΑ σε ένα σχήμα 3+1. Η Aίγυπτος δεν επιθυμεί ιδιαίτερα τον East Med, αφού θέλει να αξιοποιήσει τις μονάδες υγροποιημένου αερίου που διαθέτει (η Κύπρος ήδη συμφώνησε να στείλει τα αποθέματα από την γεώτρηση “Αφροδίτη” στην Αίγυπτο για υγροποίηση). Ωστόσο προωθεί το “East Μed Forum”, από το οποίο έχει αποκλειστεί η Τουρκία λόγω της αντιπαράθεσης της δικτατορίας του Σίσι με τον Ερντογαν (ο οποίος στήριζε τους Αδελφούς Μουσουλμάνους). Η Ιταλία επίσης δεν συμμετέχει στο σχήμα 3+1, παρά το γεγονός ότι ο East Med δεν έχει νόημα αν δεν ολοκληρωθεί με τον αγωγό IGI Ποσειδών προς Ιταλία, επειδή επιθυμεί να έρθει σε συνεννόηση τόσο με την Τουρκία όσο και με τη Ρωσία και να προωθήσει τον αγωγό IGI Onshore, ο οποίος θα εξασφαλίσει ρωσικό φυσικό αέριο, αφού το αέριο της ΝΑ Μεσογείου θα είναι πιο ακριβό τόσο ως προς την εξόρυξη όσο και ως προς την μεταφορά. Ωστόσο, δεν αρνείται τις καταρχήν συμφωνίες για τον East Med. Η Ιταλια και η Ελλαδα εχουν συμφωνησει έχουν συμφωνήσει για την υφαλοκρηπίδα από το 1977, αλλά δεν έχουν συμφωνήσει για τις ΑΟΖ, με κύρια δικαιολογία ότι η Ελλάδα δεν οριστικοποιεί μια συμφωνία με την Αλβανία, ασκώντας έτσι πίεση στις ελληνικές διεκδικήσεις στο Ιόνιο πέλαγος.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η μεταφορά του φυσικού αερίου μέσω Κύπρου και Τουρκίας είναι σαφώς φθηνότερη από την λύση του East Med, αλλά είναι οι πολιτικοί λόγοι που πριμοδοτούν τον East Med. Επίσης, υπάρχουν σχέδια για μεταφορά του φυσικού αερίου μέσω Τουρκίας, που έχουν ήδη υποβληθεί στην Τουρκία από τις ΗΠΑ, αλλά απαιτούν τη συμμόρφωσή της με τις επιλογές των ΗΠΑ και του Ισραήλ. Τέλος, ακόμα δεν έχουν ανακαλυφθεί κοιτάσματα μεγέθους που να δικαιολογούν την κατασκευή του East Med σε ότι αφορά την αξιοποίηση της δυναμικότητάς του.
Στο μέτωπο των εξορύξεων τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα. Η Ελλάδα μέσω Κρήτης, Καστελόριζου και Κύπρου στην ουσία αποκλείει την Τουρκία από τα κοιτάσματα, αφού διαπραγματεύεται τις ΑΟΖ μόνο με την Αίγυπτο και τη Λιβύη (χωρίς καμιά χώρα από τις δυο να έχει καταλήξει σε συμφωνία μαζί της, παρά την σφοδρή μάλιστα συγκρουση Αιγύπτου-Τουρκίας). Στην ουσία, η Αίγυπτος δεν αναγνωρίζει και αυτή την ΑΟΖ που διεκδικεί το Καστελόριζο, γιατί αυτή μειώνει τη δική της, αλλά ταυτόχρονα και επειδή δεν θέλει να έρθει σε ρήξη με την Τουρκία. Στη Λιβύη, η Ελλάδα στηρίζει τους “κοσμικούς” στα ανατολικά, αφού η επίσημη κυβέρνηση είναι φιλοτουρκική και ελπιζει να συννενοηθει για την ΑΟΖ με μια κυβερνηση Χάφταρ, αν και η διαμαχη για την ΑΟΖ Λιβύης-Ελλάδας υπάρχει από την εποχή του Καντάφι, με τη Λιβύη να θέλει να ψαλιδίσει την ΑΟΖ της Κρήτης, όπως έχει ήδη πετύχει να κάνει μέσω του Δικαστηρίου της Χάγης απέναντι στη Μάλτα! Έχει ήδη παραχωρήσει δικαιώματα για έρευνες νότια και νοτιοδυτικά της Κρήτης σε εταιρίες όπως η αμερικανική Exxon Mobil. Η Κύπρος αρνείται να διαπραγματευτεί με τους Τουρκοκύπριους για τη μοιρασιά των εσόδων από το φυσικό αέριο αν δεν λυθεί προηγουμένως το Κυπριακό, αλλά έχει ήδη παραχωρήσει τα οικόπεδα της ΑΟΖ της σε γαλλικές (Total), ιταλικές (Eni) και αμερικάνικες εταιρίες (Exxon Mobil, μαζί με την Qatar Petroleum). Η Τουρκία αρνείται να αποδεχτεί τον αποκλεισμό της και προβάλει την οικονομικοστρατιωτικη πολιτική «Γαλάζια Πατρίδα», η οποία θεωρεί ότι αφού τα νησιά δεν έχουν υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ στην ουσία η Τουρκία πρέπει να καθορίσει τις ΑΟΖ στη NA Mεσόγειο με τη Λιβύη και την Αίγυπτο, ενώ, σε ότι αφορά την Ελλάδα, το Αιγαίο πρέπει να μοιρασθεί στη μέση. Μάλιστα, οι ΑΟΖ που προσφέρει η Τουρκία σε Αίγυπτο και Λιβύη είναι πολύ μεγαλύτερες από το αν ληφθούν υπόψιν οι ΑΟΖ των νησιών (Κύπρου, Κρήτης , Καστελόριζου). Μάλιστα έχει στείλει δυο πλωτά γεωτρύπανα στην ΑΟΖ της Κύπρου, αμφισβητεί ήδη αδειοδοτημενα οικόπεδα σε Total και Eni, κάνοντας γεωτρήσεις σε αυτά ή παρεμποδίζοντας τις γεωτρήσεις των εταιριών, προκαλώντας ακόμα και κυρώσεις από την ΕΕ, που όμως ακόμα δεν έχουν εφαρμοσθεί. Να σημειωθεί ότι η Τουρκία έχει αγοράσει τα γεωτρύπανα και κάνει τις γεωτρήσεις για τον εαυτό της, σε αντίθεση με Κύπρο και Ελλάδα που έχουν παραχωρήσει τα δικαιώματα σε εταιρείες, με συμφωνίες που πολύ δύσκολα μπορούν να θεωρηθούν ως συμφέρουσες, αφού το κέρδος των ενεργειακών κολοσσών δεν αφήνει περιθώρια (παρά τη δημαγωγία ότι θα προσφέρουν έσοδα στους κρατικούς προϋπολογισμούς) και συνοδεύονται με αμφιβόλου αποτελεσματικότητας περιβαλλοντικούς όρους, αφού μια οικολογική καταστροφή για παράδειγμα στην Κρήτη θα είχε τεράστιες επιπτώσεις και κόστος (περιβάλλον, αλιεία, τουρισμός) και μάλιστα χωρίς τα ανταλλάγματα από μια πιθανή ανακάλυψη κοιτάσματος να είναι σίγουρα. Αυτοί είναι επίσης λόγοι που οι ιμπεριαλιστές «προτιμούν» την Ελλάδα από την Τουρκία.
Παράλληλα, μιλάμε για άντληση υδρογονανθράκων, η καύση των οποίων εντείνει την υπερθέρμανση του πλανήτη και απειλεί με τεράστιες κλιματικές αλλαγές και καταστροφές. Η ίδια η ΕΕ έχει θέσει χρονοδιάγραμμα τέλους στην χρήση υδρογονανθράκων, πράγμα που σημαίνει ότι μιλάμε για εξορύξεις με τεράστιο κόστος και πιθανά ημερομηνία λήξης, που σημαίνει ότι οι εταιρίες θα θελήσουν να κερδοσκοπήσουν γρήγορα, αφήνοντας ψίχουλα στον ελληνικό κρατικό προϋπολογισμό!
Όπως και να ‘χει, όμως, τα ερευνητικά σκάφη της Τουρκίας έχουν απειλήσει ακόμα και την λεγόμενη ελληνική ΑΟΖ. Τελευταία κίνηση της Τουρκίας είναι τα δυο μνημόνια συναντίληψης με τη διεθνως αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Λιβύης. Ένα για τον καθορισμό θαλασσίων ζωνών και ένα για στρατιωτική υποστήριξη. Το πρώτο αφορά την προσπάθεια χάραξης ΑΟΖ με τη Λιβύη αγνοώντας Κρήτη, Ρόδο και Κάρπαθο, πράγμα που σήμανε συναγερμό για την ελληνική άρχουσα τάξη και όλα τα κομματικά επιτελεία, προκαλώντας ακόμα και στρατιωτικές απειλές, αφού η Τουρκία διατείνεται ότι ήδη στη βάση της συμφωνίας ετοιμάζεται να στείλει ερευνητικό σκάφος στην Κρήτη. Το δεύτερο αφορά την προσπάθεια διάσωσης της ισλαμιστικής κυβέρνησης που πρόσκειται στους Αδελφούς Μουσουλμάνους στην Τρίπολη (αλλά έχει και την στήριξη Γερμανίας και Ιταλίας) απέναντι στους “κοσμικούς” που ελέγχουν την ανατολική Λιβύη και στηρίζονται από τους Ρώσους, τη Σ. Αραβία και τα ΗΑΕ αλλά και τους Γάλλους (με τους Αμερικάνους να κοιτούν από μακριά!).
Οι ενέργειες του ελληνικού καπιταλισμού ήταν να καταφύγει στους ιμπεριαλιστές, να παρακαλέσει για βοήθεια για να απομονώσουν την Τουρκία, ενώ επίσπευσε και την υπογραφή μιας συμφωνίας για τον East Med. Ωστόσο, παρά τις γενικές «αμφισβητήσεις» των τουρκολιβυκών μνημονίων από τους ιμπεριαλιστές στη διάσκεψη για την Λιβύη που κάλεσε η Γερμανία, η Ελλάδα ούτε καν είχε καλεστεί, ενώ ο αγωγός βρίσκεται στα στάδια των προκαταρκτικών μελετών και η συμφωνία δεν θα έχει κανένα έμπρακτο αποτέλεσμα πριν περάσουν αρκετά χρόνια. Αντίθετα, το μνημόνιο με τη Λιβύη μπορεί να φέρει τούρκικο ερευνητικό σκάφος στην Κρήτη άμεσα! Η Τουρκία κάνει ξεκάθαρο ότι δεν πρόκειται να γίνει τίποτα στην ΝΑ Μεσόγειο χωρίς την έγκριση και τη συμμετοχή της – και ο ελληνικός καπιταλισμός το μόνο που ψελλίζει είναι η προσφυγή στη Χάγη, τα αποτελέσματα της οποίας καθόλου σίγουρα δεν είναι για τα συμφέροντα της ελληνικής μπουρζουαζίας. Μάλιστα, η Τουρκία δεν έχει αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου της Χάγης, και επομένως για να πάει το θέμα εκεί πρέπει να υπάρξει συνυποσχετικό για τα θέματα που θα συζητηθούν. Η Ελλάδα θέλει να συζητήσει μόνο την υφαλοκρηπίδα, ενώ η Τουρκία εμπλέκει το σύνολο των ελληνοτουρκικών διαφορών (αποστρατιωτικοποίηση νησιών, γκρίζες ζώνες, εναέριος χώρος κ.λπ.), καθιστώντας δύσκολο ακόμα και να φτάσει το θέμα στη Χάγη.
Ωστόσο, η ελληνική αστική τάξη δεν παύει να είναι επικίνδυνη στην περιοχή, αφού μπορεί να αξιοποιήσει τόσο τις συμμαχίες της όσο και την οικονομική πολιτική και στρατιωτική της ισχύ για να απειλήσει την Τουρκία (και άλλες άρχουσες τάξεις στα Βαλκάνια, στα οποία διατηρεί την σχετική υπεροχή). Η συμφωνια με την Β. Μακεδονία είχε και αυτό τον στόχο, όπως και οι προσπάθειες καθορισμού ΑΟΖ με την Αλβανία, αν και δεν έχουν καταλήξει μέχρι στιγμής. Έτσι, αξιοποιεί τις συμμαχίες με τη Γαλλία, διαπραγματευόμενη την αγορά φρεγατών και συμμετέχοντας μαζί με τα γαλλικά πλοία σε επίδειξη δύναμης στη ΝΑ Μεσόγειο (η Γαλλία, επιχειρώντας να “προστατεύσει” τα δικαιώματα της Total στην περιοχή, έχει προχωρήσει ακόμα και σε συμφωνίας για αεροναυτικές βάσεις στην Κύπρο). Έχει προχωρήσει σε νέα “αμυντική”/στρατηγική συμφωνία με τις ΗΠΑ, που στην ουσία αναβαθμίζει τις παλιές και σπέρνει καινούργιες βάσεις (ελικόπτερα, μη επανδρωμένα σκάφη, λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, προβλήτα Μαραθίου στην Κρήτη κ.λπ.) σε όλη την Ελλάδα. Έχει συμφωνήσει για δημιουργία μονάδας υγροποιημένου αερίου στην Αλεξανδρούπολη, η οποία μαζί με αυτή της Ρεβυθούσας θα μπορεί να προωθεί το αμερικανικό πανάκριβο σχιστολιθικό φυσικό αέριο προς την Ευρώπη μέσω του αγωγού IGB, που θα ενώνει την Αλεξανδρούπολη με τη Βουλγαρία. Προωθεί σιδηροδρομικές και οδικές συνδέσεις μέσω Αλεξανδρούπολης προς την Ανατολική Ευρώπη και τις χώρες της Μαύρης Θάλασσας, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα να παρακαμφθεί ο Βόσπορος σε περίπτωση ανάγκης (σε αντιπαράθεση με τη νέα διώρυγα του Ερντογάν, που θα καταργήσει και τη Συνθήκη του Μοντρε (1936) περί ελεύθερης ναυσιπλοΐας από τα Στενά, πράγμα που έχει θορυβήσει και τη Ρωσία!). Στέλνει πυραύλους Patriot στη Σαουδική Αραβία, συμμετέχοντας στον πόλεμο των ΗΠΑ ενάντια στο Ιράν. Η Κύπρος επίσης έχει συνταχτεί με τις ΗΠΑ (ξεχνώντας τις ευθύνες τους για την τουρκική εισβολή το 1974), με κύριο χαρακτηριστικό την άρση του εμπάργκο όπλων. Ελλαδα και Κυπρος πανηγυριζουν για την ψήφιση του νόμου East Med Act από τις ΗΠΑ, που προωθει τον αντιτουρκικό άξονα 3+1, καταφέρεται ενάντια στην Τουρκία για τις παραβιάσεις στο Αιγαίο και την κυπριακη ΑΟΖ, ζητάει κυρώσεις για την αγορά των S-400, επιδιώκει με αποικιοκρατικό τρόπο την απομάκρυνση της Ρωσίας από την Κύπρο και χρηματοδοτεί την στρατιωτική εκπαίδευση Ελλάδας και Κύπρου σε συνεργασία με το Ισραήλ. Τέλος, η Ελλάδα αγοράζει νέα όπλα από τις ΗΠΑ (πιθανά και τα πανάκριβα F-35), αυξάνοντας την κούρσα των εξοπλισμών, την οποία αδυνατεί να κερδίσει απέναντι στην Τουρκία, αφού παρά το γεγονός ότι δαπανά το 2,36% του ΑΕΠ (πολύ πάνω από το μέσο όρο του ΝΑΤΟ) αυτό μεταφράζεται σε 4,7 δις δολ., ενώ η Τουρκία ξοδεύει 12,1 δις που αντιστοιχούν όμως μόλις στο 1,5% του ΑΕΠ της! Γενικά, η ελληνική άρχουσα τάξη στοιχίζεται απόλυτα πίσω από τους δυτικούς ιμπεριαλιστές και ιδιαίτερα τις ΗΠΑ φλερτάροντας με το ρόλο του “συνόρου του Δυτικού Κόσμου” προκειμένου να διατηρήσει τα προνόμιά της στην περιοχή. Ωστόσο, αυτή η επιλογή αναμφισβήτητα μπορεί να οδηγήσει σε “θερμά επεισόδια” ή και σε πόλεμο με την Τουρκία, από τα οποία οι λαοί θα πληρώσουν την αντιπαράθεση των αστικών τους τάξεων με αίμα και πόνο.
– τέλος Β΄ μέρους –
———————————————————————————————–
Α΄ Μέρος: Το ιστορικό υπόβαθρο
Η διαμόρφωση του Ελληνικού και Τουρκικού κράτους σχεδόν στη σημερινή τους μορφή βασίζεται στη Συνθήκη της Λοζάνης (1923), που αποτέλεσε την καταγραφή του συσχετισμού δύναμης ανάμεσα στα δυο κράτη την περίοδο αμέσως μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την ήττα του ελληνικού καπιταλισμού στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Το ελληνικό κράτος, για μια περίοδο σχεδόν 100 χρονών μετά την ίδρυσή του, ακολούθησε μια επεκτατική πολιτική (η λεγόμενη Μεγάλη Ιδέα, παρόμοια βέβαια με ανάλογες πολιτικές άλλων βαλκανικών χωρών την ίδια εποχή) σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία σε μεγάλη παρακμή πλέον πάλευε να διασωθεί από την προσπάθεια διάλυσής της τόσο από τους ιμπεριαλιστές όσο και από τα εθνικά κινήματα που αναπτύσσονταν στα εδάφη της. Η ιδεολογική αιχμή της Ελληνικής άρχουσας τάξης ήταν η απελευθέρωση των ελληνικών πληθυσμών (που τις περισσότερες φορές ήταν μειοψηφία στα εδάφη αυτά!), αλλά στην πράξη ήθελε να ενοποιήσει τα δυναμικά τμήματα του ελληνικού κεφαλαίου που βρίσκονταν διάσπαρτα στην επικράτεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η σύγκρουση κορυφώθηκε στη δεκαετία 1912–22 (Βαλκανικοί πόλεμοι, Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Μικρασιατική Εκστρατεία), οπότε η Ελλάδα επεκτάθηκε σε ένα μεγάλο κομμάτι της παραπαίουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκμεταλλευόμενη την συμμαχία της με τους δυτικούς ιμπεριαλισμούς που διαμοίραζαν τα ιμάτια της αυτοκρατορίας. Μάλιστα επιχείρησε να επιβάλει συντριπτική ήττα στην προσπάθεια των Τούρκων (Κεμάλ Ατατούρκ) να ιδρύσουν το τουρκικό εθνικό κράτος πάνω στα ερείπια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αξιοποιώντας τη Συνθήκη των Σεβρών (1920), που της έδινε την περιοχή της Σμύρνης και της Ανατολικής Θράκης, με μια τυχοδιωκτική πολεμική προσπάθεια να φτάσει μέχρι την Άγκυρα, έχοντας την πρόσκαιρη στήριξη των Άγγλων ιμπεριαλιστών, που ήθελαν να διατηρήσουν τον έλεγχο των στενών του Βοσπόρου και να εξασφαλίσουν τα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής. Η ήττα του ελληνικού καπιταλισμού είχε σαν συνέπεια να υπογραφτεί η Συνθήκη της Λοζάνης, η οποία στην ουσία επικύρωσε την ίδρυση του Τουρκικού κράτους (και μάλιστα με όρους αστικοδημοκρατικούς και κοσμικούς), διαμόρφωσε περίπου τα σημερινά σύνορα με την Τουρκία και έδωσε στους ιμπεριαλιστές (Άγγλους και Γάλλους ) τις πλούσιες περιοχές της Συρίας, του Λιβάνου και του Ιράκ. Τα σύνορα με την ΕΣΣΔ είχαν ήδη καθορισθεί με χωριστές συμφωνίες με τους Μπολσεβίκους που στήριξαν τον Κεμάλ στη διαμάχη του με τους ιμπεριαλιστές. Για τους λαούς, η Συνθήκη της Λοζάνης ήταν καταστροφική, αφού 1,3 εκατομμύρια χριστιανοί και μισό εκατομμύριο μουσουλμάνοι πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς, οι Κούρδοι έχασαν τη δυνατότητα να έχουν ανεξάρτητο κράτος, η Κύπρος το ίδιο, η Μέση Ανατολή πέρασε στα ληστρικά χέρια και την καταπίεση των ιμπεριαλιστών αποικιοκρατών.
Στη συνέχεια ακολούθησε μια περίοδος συγκρότησης των δυο καπιταλισμών με επέκταση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και την ανάπτυξη της βιομηχανίας στο εσωτερικό τους. Στο Μεσοπόλεμο, δεν υπάρχει αντικείμενο σύγκρουσης, κάτι το οποίο επικυρώνεται με το ελληνοτουρκικό σύμφωνο φιλίας ανάμεσα στο Βενιζέλο και τον Ινονού το 1930. Ωστόσο η Συνθήκη της Λοζάνης θα υποστεί στην πορεία αρκετές αλλαγές και θα προκαλέσει συγκρούσεις, παρά το γεγονός ότι και οι δυο άρχουσες τάξεις θα μιλούν στο όνομα της διατήρησής της, ερμηνεύοντάς την όμως σύμφωνα με τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους. Το 1936, με την συνθήκη του Μοντρέ, η Τουρκία αποκτάει δικαίωμα κυριαρχίας επί των Στενών και στρατιωτικοποίησής τους, ενώ παράλληλα τα χωρικά ύδατα επεκτείνονται από τα 3 ναυτικά μίλια στα 6, διαμορφώνοντας το σημερινό στάτους στη ναυσιπλοΐα ανάμεσα στον Εύξεινο Πόντο, το Αιγαίο και τη Μεσόγειο. Αυτό το στάτους περιλαμβάνει και τον έλεγχο της δυνατότητας της ΕΣΣΔ να έχει έξοδο στη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, πράγμα που καθιστά τους δυο καπιταλισμούς σημαντικούς για τον ιμπεριαλισμό. Θα υπάρξουν όμως συγκρούσεις σε ότι αφορά:
α) Την στρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου και των απέναντι παραλίων, τα οποία δεν προβλέπονταν από τη Συνθήκη της Λοζάνης.
β) Την ένταξη των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τόσο σε ότι αφορά την στρατιωτικοποίησή τους, όσο και σε ότι αφορά το καθεστώς βραχονησίδων (όπως τα Ίμια).
γ) Τον εθνικό εναέριο χώρο, που επεκτάθηκε μονομερώς από την Ελλάδα το 1931 από τα 3 ν.μ. στα 10, αποτελώντας έτσι τη μοναδική χώρα στον κόσμο που έχει εθνικό εναέριο χώρο μεγαλύτερο από τα χωρικά της ύδατα (σε αυτή τη διένεξη οφείλονται οι λεγόμενες παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου από τα τουρκικά αεροπλάνα, δεδομένου ότι τα 10 ν.μ. δεν αναγνωρίζονται από την Τουρκία).
δ) Την καταπάτηση των δικαιωμάτων των μειονοτήτων που ορίζει η συνθήκη της Λοζάνης και οι οποίοι εξαιρέθηκαν από την εθνοκάθαρση του 1923 (Δυτική Θράκη, Τσάμηδες στην Ήπειρο, Χριστιανοί στην Ισταμπούλ).
ε) Τα χωρικά ύδατα, τα οποία με τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας το 1982 μπορούν να επεκταθούν από τα 6 ν.μ. στα 12, πράγμα όμως που δεν αποδέχεται η Τουρκία και θεωρεί την οποιαδήποτε ενέργεια σε αυτήντην κατεύθυνση «αιτία πολέμου». Στην ουσία πρόκειται για σημαντική διαφορά, που δεν αφορά μόνο τα ελληνοτουρκικά, αλλά το σύνολο της ναυσιπλοΐας στην περιοχή. Με τα χωρικά ύδατα στα 6 ν.μ. τα διεθνή ύδατα αποτελούν το 56% του Αιγαίου, τα ελληνικά το 35% και τα τουρκικά το 8,8%. Αν γίνει η επέκταση, τα διεθνή ύδατα θα περιοριστούν 26,1%, τα ελληνικά θα πάνε στο 63,9% και τα τουρκικά στο 10%. Το Αιγαίο γίνεται ελληνική περίκλειστη θάλασσα, πράγμα που αποκλείεται να δεχτούν όχι μόνο ο τουρκικός καπιταλισμός αλλά και όλοι οι ιμπεριαλιστές!
στ) Την υφαλοκρηπίδα, η οποία ορίζεται στα 200 ν.μ. από την ακτογραμμή και υπάρχει αυτοδίκαια –δεν χρειάζεται δηλαδή κάποια κήρυξη– και αφορά την εκμετάλλευση του πυθμένα και του υπεδάφους, χωρίς όμως τα ύδατα αυτά να αποτελούν εθνική κυριαρχία.
ζ) Την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ), η οποία ταυτίζεται με την υφαλοκρηπίδα σε έκταση αλλά αφορά την υπερκείμενη υδάτινη στήλη και την επιφάνειά της και απαιτεί απόφαση κήρυξης ανάμεσα στα κράτη που εμπλέκονται. Με βάση αυτούς τους ορισμούς, η Ελλάδα έχει δικαιώματα εκμετάλλευσης σε όλο το Αιγαίο και την Νοτιοανατολική Μεσόγειο μέχρι την Κύπρο (εξαιτίας της ύπαρξης του Καστελόριζου) και η Τουρκία περιορίζεται σε μια στενή ζώνη στα παράλιά της! Έτσι, όμως, η υφαλοκρηπίδα ενός μικρού νησιού μερικών εκατοντάδων κατοίκων παρέχει στην Ελλάδα ΑΟΖ σε μια θαλάσσια περιοχή, η οποία βρίσκεται απέναντι από ακτές με εκατομμύρια κατοίκους. Από την άλλη μεριά, η Τουρκία δεν αναγνωρίζει στα νησιά το δικαίωμα της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, πράγμα που σημαίνει ότι στο Αιγαίο η υφαλοκρηπίδα θα καθοριστεί από τις ηπειρωτικές ακτογραμμές, άρα θα μοιραστεί στα δυο (εγκλωβίζοντας στην τουρκική ΑΟΖ πολλά ελληνικά νησιά), ενώ στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο η Τουρκία θα πρέπει να καθορίσει την ΑΟΖ της με τη Λιβύη και την Αίγυπτο, οπότε η Ελλάδα και η Κύπρος δεν θα έχουν καθόλου ή ελάχιστα δικαιώματα.
Στην φάση του Ψυχρού Πολέμου, οι δυο χώρες θα ενταχτούν στο ΝΑΤΟ το 1952 και θα αποτελέσουν κομβικό στρατηγικό εξάρτημα του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού συστήματος (και ιδιαίτερα των ΗΠΑ) ενάντια στην ΕΣΣΔ. Ο ελληνικός καπιταλισμός θα διατηρήσει την πρωτοκαθεδρία στο Αιγαίο λόγω της καλύτερης οικονομικής κατάστασης (ραγδαία ανάπτυξη 1960–73). Η σύγκρουση θα αφορά την Κύπρο και την αρχική προσπάθεια του ελληνικού καπιταλισμού για Ένωση, η οποία γρήγορα θα εγκαταλειφθεί στο όνομα της ανακήρυξης της ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας (συνθήκες Ζυρίχης και Λονδίνου 1960). Ωστόσο, η προσπάθεια της ελληνοκυπριακής άρχουσας τάξης κάτω από την καθοδήγηση του ελληνικού «εθνικού κέντρου» να επιβληθεί πάνω στην τουρκοκυπριακή μειονότητα, σε συνδυασμό με τις τουρκικές διεκδικήσεις στο νησί , τις επιδιώξεις των Άγγλων ιμπεριαλιστών (αρχικά, να διατηρήσουν την αποικία τους – στη συνέχεια να διατηρήσουν τις βάσεις τους) και τον ανταγωνισμό ΕΣΣΔ και ΗΠΑ για τον έλεγχο του «αβύθιστου αεροπλανοφόρου» που έλεγχε τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο , θα οδηγήσουν στο πογκρόμ του 1955 ενάντια στους Έλληνες της Ισταμπούλ, σε δεκάδες σφαγές Τουρκοκυπρίων και συγκρούσεις πάνω στο νησί και βέβαια στην εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο το 1974 (σε απάντηση του πραξικοπήματος της ελληνικής χούντας ενάντια στην κυπριακή δημοκρατία, με στόχο την απόλυτη ταύτιση της με το «εθνικό κέντρο» και τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό). Η εισβολή θα διχοτομήσει το νησί –καθεστώς που παραμένει άλυτο μέχρι σήμερα–, παρόλα αυτά το Κυπριακό θα πάψει να αποτελεί το κύριο πρόβλημα της ελληνοτουρκικής σύγκρουσης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν εξακολουθεί να την επηρεάζει έμμεσα.
Η χούντα από το 1973 αρχίζει να διαλαλεί τις δυνατότητες εξόρυξης πετρελαίου από το Αιγαίο, σε μια προσπάθεια να ξεπεράσει και τις δυσκολίες που θέτει στο ελληνικό καπιταλισμό η αρχή του παγκόσμιου μακρού κύματος κάμψης στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Η Τουρκία, τόσο λόγω των πετρελαίων (είναι απόλυτα εξαρτημένη σε θέματα ενέργειας από εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αεριού και οι ανάγκες της αυξάνονται συνεχώς μέχρι σήμερα) όσο και λόγω της ανόδου της στο διεθνή καπιταλιστικό καταμερισμό της εργασίας, ασφυκτιά από την περικύκλωση της Ελλάδας στο Αιγαίο και τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο επιζητά την επαναδιαπραγμάτευση του στάτους στο Αιγαίο. Έτσι, δίνει εντολές για έρευνες για υδρογονάνθρακες στο Αιγαίο μέσα στη θεωρούμενη ελληνική υφαλοκρηπίδα, την οποία δεν αποδέχεται όμως η Τουρκία. Αυτή θα είναι η κύρια αιτία σύγκρουσης στο εξής. Το 1976, το ερευνητικό σκάφος ΧΟΡΑ θα βγει στο Αιγαίο και θα μπει στην «ελληνική» υφαλοκρηπίδα, προκαλώντας την γνωστή φράση του Παπανδρέου «Βυθίσατε το ΧΟΡΑ». Η κυβέρνηση Καραμανλή θα προτιμήσει να απαντήσει με διπλωματικούς όρους, προσφεύγοντας τόσο στον ΟΗΕ όσο και στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, χωρίς καμία ιδιαίτερη επιτυχία και με μόνο αποτέλεσμα το Πρακτικό της Βέρνης, το οποίο καθορίζει ότι οι δυο χώρες θα απέχουν από πρωτοβουλίες σε σχέση με την υφαλοκρηπίδα που θα υπονόμευαν το κλίμα των διαπραγματεύσεων. Ουσιαστικά και οι δυο χώρες θα απείχαν από έρευνες για πετρέλαιο στο Αιγαίο, πράγμα που αλλοιώνει την ελληνική κυριαρχία σε αυτό. Το 1981, η κυβέρνηση Παπανδρέου θα ακολουθήσει πιο «επιθετική» πολιτική σταματώντας τις διαπραγματεύσεις και εντείνοντας τους εξοπλισμούς –που παρά την κρίση μόνιμα κατατρώγουν τον ελληνικό προϋπολογισμό σε ποσοστά μεγαλύτερα από τον μέσο όρο των χωρών του ΝΑΤΟ και σε βάρος της υγείας, παιδείας κ.λπ.–, με αποκορύφωμα την κρίση του 1987, όταν το ίδιο ερευνητικό σκάφος (μετονομασμένο σε ΣΙΣΜΙΚ) βγαίνει και πάλι στο Αιγαίο για να ακολουθήσει η κινητοποίηση του ελληνικού στρατού, η απειλή στους Αμερικάνους ότι θα κλείσει τη βάση στη Νέα Μάκρη και η συνεννόηση με την Βουλγαρία (μέλος τότε του Συμφώνου της Βαρσοβίας). Αυτά προκαλούν μεν την υποχώρηση της Τουρκίας, αλλά και την έναρξη διαλόγου, που θα καταλήξει στη Συμφωνία του Νταβός, η οποία προέβλεπε διαπραγματεύσεις εφ’ όλης της ύλης από εκεί που το ΠΑΣΟΚ δεν διαπραγματευόταν τίποτα! Ο Παπανδρέου αργότερα θα χαρακτηρίσει την συμφωνία mea culpa (λάθος μου)!
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη που ακολούθησε θα προτιμήσει μια στρατηγική διαλόγου με την Τουρκία επικεντρώνοντας την προσοχή της στα βόρεια σύνορα (Μακεδονικό), στα πλαίσια των αλλαγών στα Βαλκάνια από την κατάρρευση του ανατολικού συνασπισμού και της ΕΣΣΔ.
Η επιστροφή του Ανδρέα Παπανδρέου στην εξουσία το 1993 θα συνδυαστεί με μια πιο επιθετική αντιμετώπιση, με κύριο χαρακτηριστικό το Ενιαίο Αμυντικό Δόγμα Ελλάδας Κύπρου, που προέβλεπε ότι οποιαδήποτε αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κύπρου θα αντιμετωπιζόταν σαν συνολική απειλή για την Ελλάδα. Ωστόσο, οι αλλαγές στον παγκόσμιο συσχετισμό δύναμης από την οικονομική κρίση και την κατάρρευση της ΕΣΣΔ υποβαθμίζουν την οικονομική σημασία του ελληνικού καπιταλισμού η πρώτη, την γεωστρατηγική του σημασία η δεύτερη, αφού παύει πλέον να αποτελεί το σύνορο μεταξύ των δυο «στρατοπέδων». Η Τουρκία ανέρχεται οικονομικά, ενώ η θέση της, ο όγκος της, οι πολιτισμικές της διεισδύσεις και η στρατιωτική της ισχύ της προσδίδουν μεγάλη σημασία για τους δυτικούς ιμπεριαλιστές, στην προσπάθεια τους να ενσωματώσουν τους λαούς των Βαλκανίων, της Ανατολικής Ευρώπης και της Κεντρικής Ασίας (παντουρκικό τόξο). Αυτά γίνονται ιδιαίτερα φανερά στην κρίση των Ιμίων το 1996, όταν ο Σημίτης θα ευχαριστήσει τους Αμερικάνους ιμπεριαλιστές, οι οποίοι θα αποτρέψουν την ελληνική άρχουσα τάξη και τα πολιτικά και στρατιωτικά της επιτελεία από μια δυναμική αναμέτρηση στο Αιγαίο για την κυριότητα δυο βραχονησίδων (εντάσσοντας πλέον στις ελληνοτουρκικές διαφορές και τις λεγόμενες «γκρίζες ζώνες»), αποκαλύπτοντας τόσο τις νέες δυνατότητες της Τουρκίας όσο και την στήριξή της από τους ιμπεριαλιστές. Παράλληλα, το νέο καθεστώς στην Τουρκία με το ισλαμικό κόμμα του Ερντογάν στην εξουσία, το οποίο μάχεται το Κεμαλικό βαθύ κράτος, και την πολιτική του δόγματος Νταβούτογλου (διεκδίκηση από την Τουρκία ενός παγκόσμιου στρατηγικού ρόλου σαν μια «ήπια δύναμη», που καθιστά τη χώρα «νησίδα δημοκρατίας, οικονομικής ευημερίας και πολιτικής σταθερότητας», η οποία επιδιώκει να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στην επίλυση περιφερειακών κρίσεων και να πρωταγωνιστήσει στο διάλογο μεταξύ Δύσης και ισλαμικού κόσμου), επιζητά άμεσα πολιτικούς και οικονομικούς συμμάχους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σαν αποτέλεσμα αυτών των νέων δεδομένων, η κυβέρνηση Σημίτη θα ακολουθήσει μια πολιτική συνεννόησης με την Τουρκία, που θα φθάσει μέχρι και τα όρια της αποδοχής μιας συγκυριαρχίας με τον τουρκικό καπιταλισμό στην περιοχή των Βαλκανίων και του Αιγαίου. Θα αξιοποιήσει την θέση της στην ΕΕ (αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Ελσίνκι, Δεκέμβριος του 1999) σαν όχημα για να ενταχθούν τόσο η Τουρκία (θεωρώντας όπως προέβλεπαν οι αποφάσεις ότι οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις θα εξαρτηθούν και από την επίλυση των ελληνοτούρκικων διαφορών, αλλιώς αυτές θα παραπεμφθούν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης), όσο και την Κύπρο (χωρίς προηγούμενη λύση του Κυπριακού). Ήδη από το 1998 το Ενιαίο Αμυντικό Δόγμα με την Κύπρο ξεχάστηκε και οι S–300 που είχαν αγοραστεί από τη Ρωσία εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη και «παροπλίστηκαν», φέρνοντας μάλιστα σε ρήξη την ελληνοκυπριακή ηγεσία με την ελληνική. Παράλληλα προωθήθηκε το σχέδιο Ανάν, που μετέτρεπε την Κύπρο σε προτεκτοράτο των ιμπεριαλιστών χωρίς καμμιά ουσιαστική πρόοδο στα ζητήματα της διχοτόμησης, ενώ τον Φεβρουάριο του 1999 η Ελλάδα παρέδωσε τον κούρδο ηγέτη Οτσαλάν στο τουρκικό κράτος, σε μια πράξη που αγγίζει τα όρια της προδοσίας του Κουρδικού λαού!
Ωστόσο, το 2004 ο ελληνοκυπριακός λαός θα καταψηφίσει το σχέδιο Ανάν με μια στάση που περιλάμβανε τόσο αντιιμπεριαλιστικά κριτήρια, όσο όμως και κριτήρια εθνικής υπερβολής και άρνησης συνεργασίας με τους Τουρκοκυπρίους. Ενώ η νέα κυβέρνηση του Καραμανλή θα διστάσει να συνεχίσει τον διάλογο και να καταφύγει στη Χάγη στα πλαίσια των αποφάσεων του Ελσίνκι, δεδομένου, όπως ήδη είπαμε, ότι τίποτα δεν εξασφάλιζε ότι οι αποφάσεις του θα ικανοποιούσαν τις ελληνικές θέσεις. Αντίθετα, η ιστορία στις αποφάσεις της Χάγης δείχνει ότι ναι μεν αποδέχεται ότι τα νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα, αλλά πρέπει ταυτόχρονα να ληφθεί υπόψη η θέση, το μέγεθος των νησιών και το μήκος των ακτών απέναντί τους! Έτσι για παράδειγμα στην περίπτωση της διένεξης Ρουμανίας– Ουκρανίας (2009), η απόφαση του δικαστηρίου όρισε τη ζώνη υφαλοκρηπίδας αγνοώντας τελείως το Νησί του Φιδιού! Παράλληλα, η Τουρκία όλο και περισσότερο ακολουθούσε ένα δικό της δρόμο ανάπτυξης, χωρίς να εξαρτάται άμεσα από την ΕΕ, ενώ και η ΕΕ λόγω της εσωτερικής της κρίσης δυσκολευόταν να εντάξει έναν καπιταλισμό στο μέγεθος της Τουρκίας, με αποτέλεσμα η «ευρωπαϊκή προοπτική» της Τουρκίας και οι ελληνικές ελπίδες να πάνε περίπατο.
– τέλος Α΄ Μέρους –