O Mαρξισμός για την Επανάσταση σήμερα (του Ερνέστ Μαντέλ – 1989)

Ερνέστ Μαντέλ

O Mαρξισμός για την Επανάσταση σήμερα (1989)

Δημοσιευμένο στο Socialist Register 1989, σελ. 159–184. 

 

Ι. Τι είναι μια επανάσταση;

Οι επαναστάσεις είναι ιστορικά γεγονότα της ζωής. Σχεδόν όλα τα μεγάλα κράτη του σημερινού κόσμου γεννήθηκαν από επαναστάσεις. Είτε αρέσει σε κάποιον είτε όχι, στον αιώνα μας έχουν γίνει περίπου τρεις ντουζίνες επαναστάσεις –μερικές νικηφόρες, άλλες που ηττήθηκαν– και δεν υπάρχει κάποιο σημάδι ότι έχουμε φτάσει στο τέλος της επαναστατικής εμπειρίας.

Οι επαναστάσεις έχουν υπάρξει, και θα παραμείνουν, γεγονότα της ζωής εξαιτίας του δομικού χαρακτήρα των κυρίαρχων σχέσεων παραγωγής και σχέσεων πολιτικής εξουσίας. Ακριβώς επειδή τέτοιες σχέσεις είναι δομικές, επειδή δεν «σβήνουν» απλά –όπως επίσης και επειδή οι άρχουσες τάξεις αντιστέκονται στην σταδιακή εξαφάνιση αυτών των σχέσεων μέχρις εσχάτων–, οι επαναστάσεις αποτελούν το μέσο με το οποίο πραγματοποιείται η ανατροπή αυτών των σχέσεων.

Από τη φύση των επαναστάσεων ως μια ξαφνική, ριζική ανατροπή των κυρίαρχων κοινωνικών και (ή) των πολιτικών δομών –άλματα στην ιστορική διαδικασία– δεν πρέπει κανείς να βγάλει το συμπέρασμα ότι ένα αδιαπέραστο σινικό τείχος χωρίζει την εξέλιξη (ή τις μεταρρυθμίσεις) από την επανάσταση. Φυσικά και συμβαίνουν σταδιακές ποσοτικές κοινωνικές αλλαγές στην ιστορία, όπως και ποιοτικές επαναστατικές. Πολύ συχνά οι πρώτες προετοιμάζουν τις δεύτερες, ειδικά σε εποχές παρακμής του δοσμένου τρόπου παραγωγής παραγωγής. Οι επικρατούσες σχέσεις οικονομικής και πολιτικής εξουσίας μπορούν να διαβρωθούν, να υπονομεύονται, να αμφισβητούνται όλο και περισσότερο ή ακόμη και να αποσυντίθενται αργά, από νέες παραγωγικές σχέσεις και από την πολιτική δύναμη των επαναστατικών τάξεων (ή μεγάλων κομματιών των τάξεων) που αναδύονται από μέσα τους. Αυτό είναι που γενικά χαρακτηρίζει τις περιόδους των προεπαναστατικών κρίσεων.  Αλλά η διάβρωση και η αποσύνθεση μιας δεδομένης κοινωνικής ή/και πολιτικής τάξης παραμένει βασικά διαφορετική από την ανατροπή της. Η εξέλιξη δεν είναι ταυτόσημη με την επανάσταση. Μεταμορφώνει κανείς τη διαλεκτική σε σοφιστεία, όταν από το γεγονός ότι δεν υπάρχει άκαμπτη, απόλυτη διάκριση μεταξύ εξέλιξης και επανάστασης, βγάζει το συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει καμία βασική διαφορά μεταξύ τους.

Η ξαφνική ανατροπή των κυρίαρχων δομών είναι, παρόλαυτα, ένα μόνο κεντρικό χαρακτηριστικό αυτού του κοινωνικού φαινομένου. Το άλλο είναι η ανατροπή τους μέσω τεράστιας λαϊκής κινητοποίησης, μέσω της απότομης μαζικής, ενεργής παρέμβασης μεγάλων μαζών απλών ανθρώπων στην πολιτική ζωή και την πολιτική πάλη.  [1]

Ένα από τα μεγάλα μυστήρια της ταξικής κοινωνίας, που βασίζεται στην εκμετάλλευση και την καταπίεση της μάζας των άμεσων παραγωγών από σχετικά μικρές μειοψηφίες, είναι γιατί αυτή η μάζα σε «φυσιολογικές» περιόδους  ανέχεται σε γενικές γραμμές αυτές τις συνθήκες, ακόμη και με όλων των ειδών τις περιοδικές αλλά περιορισμένες αντιδράσεις. Ο ιστορικός υλισμός προσπαθεί, όχι ανεπιτυχώς, να εξηγήσει αυτό το μυστήριο. Η εξήγηση είναι πολυδιάστατη, βασισμένη σε έναν συνδυασμό οικονομικού καταναγκασμού, ιδεολογικής χειραγώγησης, πολιτιστικής κοινωνικοποίησης, πολιτικής-νομικής καταπίεσης (συμπεριλαμβανομένης περιστασιακά της βίας), ψυχολογικών διεργασιών (εσωτερικοποίηση, ταυτοποίηση) κ.λπ.

Γενικά, όπως έγραψε μια επαναστατική εφημερίδα στις αρχές της Γαλλικής Επανάστασης του 1789, οι καταπιεσμένοι αισθάνονται αδύναμοι μπροστά στους καταπιεστές τους παρά την αριθμητική τους υπεροχή, επειδή είναι γονατισμένοι. [2] Μια επανάσταση μπορεί να συμβεί ακριβώς όταν αυτό το αίσθημα αδυναμίας και ανημποριάς ξεπερνιέται, όταν οι μάζες ξαφνικά σκέφτονται  «Δεν το ανεχόμαστε άλλο», και δρουν αναλόγως. Στο ενδιαφέρον βιβλίο του, Οι Κοινωνικές Ρίζες της Υπακοής και της Εξέγερσης, ο Μουρ Μπάρινγκτον προσπάθησε να αποδείξει ότι τα βάσανα και η συνείδηση της αδικίας δεν αρκούν για να τραβήξουν πλατύτερες μάζες σε εξεγέρσεις μεγάλης κλίμακας (επαναστάσεις). Κατά την γνώμη του, έναν αποφασιστικό ρόλο παίζει η πεποίθηση ότι η αδικία δεν είναι ούτε αναπόφευκτη ούτε ένα «μικρότερο κακό», δηλαδή ότι μια καλύτερη κοινωνική τάξη είναι εφικτή. [3] Ένα επακόλουθο φρένο για ευθείες προκλήσεις σε μια δοσμένη κοινωνική ή/και πολιτική τάξη, ωστόσο, είναι η τοπικά ή κατά περιοχές κατακερματισμένη φύση των εξεγέρσεων. Οι εξεγέρσεις συνήθως γίνονται επαναστάσεις όταν ενώνονται σε εθνικό επίπεδο.

Τέτοιες προκλήσεις μπορούν να εξηγηθούν, μεταξύ άλλων, από αυτή τη βασική αλήθεια για τις ταξικές κοινωνίες που διατυπώθηκε από τον Αβραάμ Λίνκολν, είναι επιβεβαιωμένη εμπειρικά σε όλη την ιστορία και που είναι τουλάχιστον ένας λόγος για την ιστορική αισιοδοξία (πίστη στη δυνατότητα της ανθρώπινης προόδου), η οποία λέει: «Μπορείτε να ξεγελάσετε όλους τους ανθρώπους μερικές φορές και μερικούς ανθρώπους όλη την ώρα. Αλλά δεν μπορείτε να ξεγελάτε όλους τους ανθρώπους όλη την ώρα.»

Όταν η πλειοψηφία του λαού αρνείται πλέον να την ξεγελάνε και να την φοβερίζουν – όταν αρνείται να μένει γονατισμένη – όταν αναγνωρίζει τη θεμελιώδη αδυναμία των καταπιεστών τους, μπορεί να μετατραπεί σε μια νύχτα από φαινομενικά ήμερα, υποταγμένα και ανίσχυρα πρόβατα σε πανίσχυρα λιοντάρια. Απεργούν, συγκεντρώνονται, οργανώνονται και κυρίως διαδηλώνουν στους δρόμους σε αυξανόμενους αριθμούς, ακόμη και μπροστά στην μαζική, φρικιαστική, αιματηρή καταστολή από τους κυρίαρχους, οι οποίοι εξακολουθούν να έχουν στη διάθεσή τους ένα ισχυρό ένοπλο μηχανισμό. Συχνά φανερώνουν ανήκουστες μορφές ηρωισμού, αυτοθυσίας,  επίμονης αντοχής. [4] Αυτό μπορεί να φέρει με το μέρος τους το καλύτερο μέρος του μηχανισμού καταστολής, που αρχίζει να αποσυντίθεται. Η πρώτη νίκη κάθε επανάστασης είναι ακριβώς αυτή η αποσύνθεση. Η τελική νίκη της απαιτεί την της ένοπλης δύναμης των προηγούμενων κυρίαρχων απ’ αυτή της επαναστατικής τάξης (ή ενός μεγάλου κομματιού της). [5]  Ένας τέτοιος περιγραφικός ορισμός των επαναστάσεων πρέπει να ενσωματωθεί σε έναν αναλυτικό. Οι κοινωνικές επαναστάσεις συμβαίνουν όταν οι επικρατούσες σχέσεις παραγωγής δεν αρκούν πλέον για να χωρέσουν την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, όταν δρουν σαν αλυσίδες πάνω σ’ αυτές, όταν προκαλούν μια καρκινική καταστροφή που συνοδεύει αυτή την ανάπτυξη. Οι πολιτικές επαναστάσεις συμβαίνουν όταν οι επικρατούσες σχέσεις πολιτικής εξουσίας (μορφές κρατικής εξουσίας) έχουν επίσης αποτελέσει εμπόδιο σε μια περαιτέρω ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων μέσα στα πλαίσια των επικρατουσών παραγωγικών σχέσεων, μια ανάπτυξη που είναι ωστόσο ακόμα ιστορικά δυνατή. Αυτός είναι ο λόγος που γενικά παγιώνουν μια υπάρχουσα κοινωνική τάξη, αντί να την υπονομεύουν.

Αυτή η υλιστική εξήγηση των επαναστάσεων που προσφέρει ο μαρξισμός δείχνει αναντικατάστατη για να απαντηθεί η ερώτηση: «Γιατί, και γιατί ακριβώς αυτή την στιγμή;». Επαναστάσεις έχουν συμβεί σε όλους τους τύπους των ταξικών κοινωνιών, αλλά όχι με έναν ομοιόμορφο τρόπο. Φαίνεται σαφώς παράλογο να τις αποδώσουμε είτε σε μόνιμα λειτουργικούς ψυχολογικούς παράγοντες (δήθεν έμφυτη επιθετικότητα της ανθρωπότητας, «καταστροφικότητα», «φθόνος», «απληστία» ή «βλακεία») ή σε τυχαίες ιδιορρυθμίες της δομής της πολιτικής εξουσίας: ιδιαίτερα ανίκανοι, ανόητοι, τυφλοί κυβερνήτες, που συναντούν αντιπάλους όλο και πιο ενεργούς και με αυξανόμενη αυτοπεποίθηση. Σύμφωνα με την συγκεκριμένη σχολή της ιστορίας, μπορεί κανείς να συναντήσει  αυτή την τυφλή ανικανότητα είτε στην εκτεταμένη προσφυγή στην καταστολή, είτε στην έκταση των ξαφνικά εισαγόμενων μεταρρυθμίσεων, ή σε ένα περίεργο εκρηκτικό συνδυασμό και των δύο. [6]

Υπάρχουν φυσικά σπέρματα μερικής αλήθειας σε τέτοιες ψυχολογικές και πολιτικές αναλύσεις. Αλλά δεν μπορούν να εξηγήσουν με ικανοποιητικό τρόπο την τακτική και ασυνεχή εμφάνιση επαναστάσεων, την κυκλική τους φύση για να το πούμε έτσι. Γιατί «ανίκανοι» ηγέτες σε τακτά χρονικά διαστήματα διαδέχονται τους «ικανούς», τόσες πολλές φορές σε τόσες πολλές χώρες; Αυτό δεν μπορεί σίγουρα να προκληθεί από κάποιον μυστηριώδη κύκλο γενετικής μετάλλαξης. Το μεγάλο πλεονέκτημα της υλιστικής ερμηνείας της ιστορίας είναι ότι εξηγεί αυτά τα φαινόμενα μέσω βαθύτερων κοινωνικο-οικονομικών αιτιών. Δεν είναι η ανοησία των ηγετών που δημιουργεί την προεπαναστατική κρίση. Είναι η παράλυση που προκαλείται από μια υφέρπουσα κοινωνικο–διαρθρωτική κρίση, η οποία καθιστά τους κυρίαρχους όλο και πιο ανίκανους. Με αυτή την έννοια, ο Τρότσκι είχε απόλυτο δίκιο όταν τόνισε ότι «οι επαναστάσεις δεν είναι άλλο παρά το τελικό χτύπημα και η χαριστική βολή που δίνεται σε έναν παράλυτο».

Ο Λένιν συνόψισε αυτήν την ανάλυση με έναν κλασικό τρόπο αναφέροντας ότι οι επαναστάσεις συμβαίνουν όταν οι από κάτω δεν αποδέχονται πια να κυβερνώνται όπως πριν. Η ανικανότητα της άρχουσας τάξης ή μεγάλων κομματιών της να συνεχίσουν να κυριαρχούν έχει βασικά αντικειμενικές αιτίες. Αυτές αντανακλώνται στην αυξανόμενη παράλυση και τις εσωτερικές διαιρέσεις μεταξύ των κυρίαρχων, ειδικά γύρω από το ερώτημα του πώς θα βγουν από ένα χάλι ορατό δια γυμνού οφθαλμού. Στην κυρίαρχη τάξη αυτά συνυπάρχουν με την αυξανόμενη αμφισβήτηση του εαυτού της, μια έλλειψη πίστης στο ίδιο το μέλλον της, με μια παράλογη αναζήτηση για περίεργους ενόχους («θεωρίες συνωμοσίας») που υποκαθιστούν μια ρεαλιστική αντικειμενική ανάλυση των κοινωνικών αντιθέσεων. Είναι αυτός ακριβώς ο συνδυασμός που παράγει την πολιτική ανικανότητα και τις αντιπαραγωγικές ενέργειες και αντιδράσεις, αν όχι μια ξεκάθαρη παθητικότητα. Η βασική αιτία παραμένει η ολοένα μεγαλύτερη σήψη του συστήματος, όχι η περίεργη ψυχολογία μιας ομάδας μεταξύ των κυρίαρχων.

Κανείς πρέπει προφανώς να διακρίνει τις βασικές ιστορικές αιτίες των επαναστάσεων από τους παράγοντες (γεγονότα) που τις πυροδοτούν. Οι πρώτες είναι δομικές, οι δεύτεροι είναι συγκυριακοί. [7]  Αλλά είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι ακόμα και όσο αφορά τις δομικές αιτίες, η μαρξιστική ερμηνεία των επαναστάσεων δεν είναι με κανέναν τρόπο μονοαίτια «οικονομίστικη». Η σύγκρουση μεταξύ των παραγωγικών δυνάμεων και των κυρίαρχων σχέσεων παραγωγής και/ή της πολιτικής εξουσίας δεν είναι καθόλου καθαρά οικονομική. Είναι βασικά κοινωνικο–οικονομική. Περιλαμβάνει όλες τις κύριες σφαίρες των κοινωνικών σχέσεων. Καταλήγει, τέλος, να βρίσκει τη συμπυκνωμένη έκφρασή της στην πολιτική και όχι στην οικονομική σφαίρα. Η άρνηση των στρατιωτών να πυροβολήσουν διαδηλωτές είναι μια πολιτική–ηθική και όχι μια οικονομική πράξη. Μόνο σκάβοντας βαθιά κάτω από την επιφάνεια αυτής της άρνησης ανακαλύπτει κανείς τις υλικές ρίζες της. Αυτές οι ρίζες δεν μεταμορφώνουν αυτήν την πολιτική–ηθική απόφαση σε ένα απλό «φαίνεσθαι», σε μια εκδήλωση απλής σκιαμαχίας. Αυτή η απόφαση έχει μια ξεκάθαρη πραγματικότητα από μόνη της.  Αλλά αυτή η ουσιώδης πραγματικότητα, με τη σειρά της, δεν κάνει ανούσια την αναζήτηση των βαθύτερων υλικών ριζών, μια άσκηση «δογματισμού» ή μια «αφηρημένη» ανάλυση δευτερεύουσας μόνο σημασίας.[8]

Σε κάθε περίπτωση, η ανικανότητα των κυβερνώντων να συνεχίσουν να κυβερνούν δεν είναι μόνο κοινωνικο–πολιτικό γεγονός με την αναπόφευκτη συνακόλουθη ιδεολογική–ηθική κρίση (μια κρίση του επικρατούντος «κοινωνικού συστήματος αξιών»). Έχει επίσης ακριβώς μια τεχνική–υλική πλευρά. Το να κυβερνάς σημαίνει επίσης να ελέγχεις ένα δίκτυο επικοινωνιών και ένα συγκεντροποιημένο μηχανισμό καταστολής. Όταν αυτό το δίκτυο καταρρέει, καταρρέει επίσης η κυριαρχία με την κυριολεκτική σημασία της λέξης. [9] Ποτέ δεν πρέπει λοιπόν να υποτιμάμε την τεχνική πλευρά των επιτυχημένων επαναστάσεων. Αλλά η μαρξιστική θεωρία της επανάστασης ξεπερνά επίσης μια αλλόκοτη παραλλαγή της ιστορίας ως θεωρία συνομωσίας, η οποία τείνει να υποκαταστήσει την εξήγηση των νικηφόρων επαναστάσεων με μια αποκλειστική αναφορά στον τεχνικό μηχανισμό των επιτυχημένων εξεγέρσεων ή πραξικοπημάτων. [10] Αντίθετα, τα υλικά συμφέροντα των βασικών κοινωνικών δυνάμεων και η αυτο-αντίληψή τους είναι που παρέχουν της βασική εξήγηση των σημείων καμπής της ιστορίας.

II. Επαναστάσεις και Aντεπαναστάσεις

Ενώ οι επαναστάσεις είναι ιστορικά γεγονότα της ζωής, οι αντεπαναστάσεις είναι παρομοίως αδιαμφισβήτητες πραγματικότητες. Πράγματι, οι αντεπαναστάσεις φαίνονται να ακολουθούν τακτικά τις επαναστάσεις όπως η νύχτα ακολουθεί την μέρα. Η ετυμολογία επιβεβαιώνει αυτό το παράδοξο. Η ίδια η έννοια της «επανάστασης» προέρχεται από τις επιστήμες της αστρονομίας. Οι κινήσεις των πλανητών εξελίσσονται με περιστροφικό τρόπο, επιστρέφοντας στο σημείο εκκίνησης. Ως εκ τούτου, το προτεινόμενο αναλογικό συμπέρασμα: ο ρόλος των επαναστάσεων ως μεγάλων επιταχυντών, ως ατμομηχανών της ιστορίας, είναι απλώς μια οπτική ψευδαίσθηση των κοντόφθαλμων και επιφανειακών παρατηρητών, για να μην πούμε των ουτοπικών ονειροπόλων. Είναι ακριβώς μια τέτοια ερμηνεία (δυσφήμηση) των επαναστάσεων, η οποία είναι συμβατή με την κυκλική αντίληψη της παγκόσμιας ιστορίας του μεγάλου Ιταλού ιστορικού Βίκο.

Κάτω από την επίδραση της νικηφόρας αντεπανάστασης στην Αγγλία το 1660, οι μεγάλοι πολιτικοί φιλόσοφοι του 17ου αιώνα, κυρίως ο Χομπς και ο Σπινόζα, ανέπτυξαν μια βασικά πεσιμιστική άποψη για την ανθρώπινη μοίρα. Οι επαναστάσεις είναι καταδικασμένες να αποτύχουν : «Όσο περισσότερο αλλάζει, τόσο περισσότερο παραμένει το ίδιο.» Δύο χιλιάδες χρόνια νωρίτερα, Έλληνες και Κινέζοι πολιτικοί φιλόσοφοι είχαν φτάσει σε παρόμοια συμπεράσματα. Υποτίθεται ότι δεν υπάρχει διέξοδος για το ανθρώπινο πεπρωμένο, παρά η αναζήτηση ατομικής ευτυχίας κάτω από αναπόφευκτα κακές κοινωνικές συνθήκες, είτε πρόκειται για ευτυχία μέσω της αυτοπειθαρχίας (Στωικοί, Κομφουκιανιστές, Σπινόζα) είτε μέσω της ηδονής (οι Επίκουριοι).[11]

Τον 18ο αιώνα, ο Διαφωτισμός αμφισβήτησε τόσο τις εμπειρικές όσο και τις θεωρητικές ρίζες της δογματικής σκεπικιστικής απαισιοδοξίας. [12] Η πίστη στην τελειότητα της ανθρωπότητας (μόνο σοφιστές ή ανέντιμοι κριτές ταυτίζουν την τελειότητα με την πραγματική επίτευξη μιας τέλειας κατάστασης, ας ειπωθεί παρεκβατικά), στην ιστορική εξέλιξη και έτσι και στις προοδευτικές στροφές των επαναστάσεων, επανεμφανίστηκε. Η επανάσταση έμοιαζε πράγματι όμορφη στα χρόνια της αντίδρασης. Αλλά ήδη πριν από το ξέσπασμα της επανάστασης του 1789, το στρατόπεδο του Διαφωτισμού είχε διασπαστεί ανάμεσα στους βασικά σκεπτικιστές και κοινωνικά επιφυλακτικούς, αν όχι ανοιχτά συντηρητικούς, αστούς όπως ο Βολταίρος («καλλιεργείτε για τον κήπο σας») [13]  και τους πιο ριζοσπάστες μικροαστούς ιδεολόγους όπως ο Ζαν Ζακ Ρουσό, ο οποίος θα ενέπνεε τους Γιακωβίνους επαναστάτες. Αυτή η διάσπαση βάθυνε στην πορεία της ίδιας της επανάστασης. Μετά τα διαδοχικά στάδια της αντεπανάστασης (Θερμιδόρ, Βοναπαρτιστικό Συμβούλιο, Αυτοκρατορία, παλινόρθωση των Βουρβώνων) η επιστροφή στον σκεπτικισμό του 17ου αιώνα ήταν γενική και συμπεριελάμβανε πρότερους θιασώτες της επανάστασης όπως ο άγγλος ποιητής Wordsworth (αλλά όχι ο Σέλεϊ). Μόνο μια μικρή μειονότητα συνέχισε να επενδύει στις ελπίδες για μελλοντικές επαναστάσεις και να εργάζεται γι’ αυτές. [14]  Η σχεδόν ομόφωνη συναίνεση ήταν: το κόστος της επανάστασης είναι πολύ μεγάλο, ειδικά δεδομένου του πόσα λίγα επιτυγχάνει.[15]

To Θερμιδόρ της Ρώσικης Επανάστασης και οι τραγικές συνέπειές του, οι φρικαλεότητες του σταλινισμού, αναπαρήγαγαν την ίδια αποστροφή προς τις επαναστάσεις, για πρώτη φορά στα τέλη της δεκαετίας του 1930 και 1940, στη συνέχεια, μετά από μια προσωρινή ανάπαυλα στη δεκαετία του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970, σε γενικευμένη κλίμακα από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και μετά. Η σοβιετική στρατιωτική επέμβαση στην Τσεχοσλοβακία και ειδικά στην Καμπότζη και στο Αφγανιστάν, αλλά και γενικότερα η παλινδρόμηση του επαναστατικού κύματος 1968–75 στην Ευρώπη, από τη Γαλλία στην Τσεχοσλοβακία, την Ιταλία και την Πορτογαλίας, ενίσχυσε αυτή την πολιτική υποχώρηση. Η σχεδόν ομόφωνη συναίνεση μπορεί ξανά να συνοψιστεί στη φόρμουλα: οι επαναστάσεις είναι και άχρηστες και επιβλαβείς από κάθε άποψη, συμπεριλαμβανομένης της προόδου προς μια πιο ανθρώπινη κοινωνία. Πράγματι, αυτό είναι ένα από τα βασικά ιδεολογήματα των σημερινών νεοσυντηρητικών, νεοφιλελεύθερων και νεορεφορμιστικών ιδεολογιών.

Αυτή η άποψη, όμως, βασίζεται σε προφανείς μισο-αλήθειες, αν όχι ξεκάθαρους παραλογισμούς. Η ιδέα ότι οι επαναστάσεις επανέρχονται στο ιστορικό σημείο της εκκίνησης τους, αν όχι και σε καταστάσεις χειρότερες απ’ ό,τι οι προεπαναστατικές, βασίζεται γενικά σε μια σύγχυση μεταξύ των κοινωνικών και πολιτικών αντεπαναστάσεων. Ενώ λίγες κοινωνικές αντεπαναστάσεις έχουν πράγματι συμβεί, αυτές είναι οι εξαιρέσεις, όχι ο κανόνας. Ούτε ο Ναπολέων ούτε ο Λουδοβίκος 18ος παλινόρθωσαν μισοφεουδαρχικές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες στη γαλλική επαρχία, ούτε την πολιτική κυριαρχία των μισοφεουδαρχών ευγενών. Ο Στάλιν δεν επανάφερε τον καπιταλισμό στην Ρωσία, ούτε το έκανε ο Ντενγκ Ξιαοπίνγκ στην Κίνα. [16]  Την παλινόρθωση στην Αγγλία γρήγορα ακολούθησε η Ένδοξη Επανάσταση. Ο συμβιβασμός του αμερικανικού συντάγματος δεν οδήγησε τελικά στη γενίκευση της δουλείας, αλλά στον περιορισμό της, μετά τον εμφύλιο πόλεμο. Η λίστα μπορεί να συνεχιστεί ad libitum (όσο χρειαστεί).

Στον αντικειμενικό αυτό ισολογισμό, τα προβλήματα της υποκειμενικής επιλογής συνδέονται στενά. Θέτουν στους σκεπτικιστές και απαισιόδοξους ένα πραγματικό δίλημμα. Οι αντεπαναστάσεις δεν είναι απλώς «φυσικές» αντιδράσεις στις επαναστάσεις, το προϊόν μιας αναπόφευκτης μηχανικής ταλάντωσης, για να το πούμε έτσι. Προέρχονται από την ίδια επιδείνωση των εσωτερικών αντιθέσεων ενός συστήματος που προκαλούν την επανάσταση, αλλά με μια συγκεκριμένη μετατόπιση των κοινωνικοπολιτικών συσχετισμών δύναμης. Οι αντεπαναστάσεις αντικατοπτρίζουν τη σχετική παρακμή της πολιτικής μαζικής δραστηριότητας και αποτελεσματικότητας. Υπάρχει όντως ένας «φυσικός νόμος» που λειτουργεί σ’ αυτό το σημείο. Καθώς οι γνήσιες λαϊκές επαναστάσεις γενικά σημαίνουν ένα ποιοτικά αυξημένο επίπεδο πολιτικής μαζικής δραστηριότητας, αυτό δεν μπορεί να διατηρηθεί επ’ αόριστο, για προφανείς υλικούς και ψυχολογικούς λόγους. Πρέπει να παράγεις για να τραφείς και όταν διαδηλώνεις και συμμετέχεις σε μαζικές συναθροίσεις, δεν παράγεις. Επίσης, οι μεγάλες μάζες ανθρώπων δεν μπορούν να ζουν μόνιμα σε υψηλό επίπεδο ενθουσιασμού και δαπάνης ψυχικής ενέργειας. [17]

Σε αυτή τη σχετική πτώση της μαζικής δραστηριότητας αντιστοιχεί μια σχετική άνοδος της δραστηριότητας και της αποτελεσματικότητας των παλαιών αρχουσών τάξεων ή στρωμάτων και των διαφόρων υποστηρικτών και κολάκων τους. Η πρωτοβουλία μετακινείται από την «αριστερά» στη «δεξιά», τουλάχιστον προς στιγμήν (και όχι απαραίτητα με απόλυτη επιτυχία: έχουν υπάρξει αντεπαναστάσεις που ηττήθηκαν, όπως και ηττημένες επαναστάσεις). [18] Υπάρχουν επίσης αποτρεπτικές αντεπαναστάσεις: η Ινδονησία το 1965 και η Χιλή το 1973 μπορούν να ληφθούν ως παραδείγματα. Αλλά ακριβώς αυτές οι αποτρεπτικές αντεπαναστάσεις ξεκάθαρα ξεσκεπάζουν το δίλλημα των σκεπτικιστών και των πεσιμιστών. Αυτές γενικά κοστίζουν πολύ τόσο σε ανθρώπινες ζωές όσο και στην ανθρώπινη ευτυχία – πολύ περισσότερο από τις επαναστάσεις. Είναι λογικό ότι απαιτείται πολύ περισσότερη καταστολή, πολύ περισσότερη αιματοχυσία, πολύ περισσότερη σκληρότητα, συμπεριλαμβανομένων των βασανιστηρίων, για να κατασταλεί μια πολύ ενεργή, ευρεία μάζα απλών ανθρώπων από το να εξουδετερωθεί μια μικρή ομάδα κυβερνώντων. Έτσι, αποφεύγοντας την ενεργό παρέμβαση ενάντια σε μια ανερχόμενη αντεπανάσταση –με το πρόσχημα ότι η ίδια η επανάσταση είναι άχρηστη και κακή– γίνεσαι πραγματικά ένας παθητικός αν όχι ενεργός συνεργάτης της αιματηρής αντεπανάστασης και στο να υποφέρουν σκληρά μεγάλες μάζες.

Αυτό είναι ηθικά εξοργιστικό, καθώς σημαίνει ότι ανέχεσαι, βοηθάς και υποκινείς την βία και την εκμετάλλευση των καταπιεστών, την ίδια στιγμή που βρίσκεις κάθε είδους εκλογίκευση στην άρνηση της βοήθειας υπέρ των καταπιεσμένων στην αυτοάμυνα και την απόπειρα χειραφέτησης τους. Και είναι πολιτικά αντιπαραγωγικό όπως και αποκρουστικό. Τελικά, συχνά αποδεικνύεται αυτοκτονικό από την άποψη της υποτιθέμενης αφοσίωσης των σκεπτικιστών στην υπεράσπιση των δημοκρατικών θεσμών και μεταρρυθμίσεων. Το πιο τραγικό παράδειγμα απ’ αυτή την άποψη ήταν αυτό της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας στο τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Μέσα από το υποτιθέμενο κίνητρο της «σωτηρίας της δημοκρατίας», ο Έμπερτ και ο Νόσκε διατήρησαν άθικτη την ιεραρχία του αυτοκρατορικού στρατού και τα σώματα των αξιωματικών των Πρώσων. Συνωμότησαν μαζί τους ενάντια στους εργάτες πρώτα στο ίδιο το Βερολίνο, μετά σε ολόκληρη την χώρα. Μετέτρεψαν τους  αρχηγούς της Ράιχσβερ (ονομασία του γερμανικού στρατού την περίοδο 1919–35) σε πολιτικούς διαιτητές της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Τους επέτρεψαν να δημιουργήσουν και να εδραιώσουν τα Φράικορπς από τα οποία στρατολογήθηκε ένα μεγάλο μέρος των μεταγενέστερων στελεχών των ναζιστικών SA και SS. Έτσι άνοιξαν τον δρόμο της ανόδου και της τελικής κατάκτησης εξουσίας από τους Ναζί, γεγονός που με τη σειρά του οδήγησε στην καταστροφή των σοσιαλδημοκρατών. Πίστευαν ότι μπορούσαν να συγκρατήσουν την οπισθοδρόμηση και την αντίδραση στα πλαίσια μιας δημοκρατικής αντεπανάστασης. [19] Η ιστορία μας δίδαξε το πικρό μάθημα ότι οι δημοκρατικές αντεπαναστάσεις στο τέλος συχνά οδηγούν σε πιο αυταρχικές και βίαιες αντεπαναστάσεις, όταν η όξυνση των κοινωνικο–οικονομικών αντιφάσεων κάνει μια ολοκληρωτική, αντί για μερική, κατάπνιξη του μαζικού κινήματος τον άμεσο στόχο της κυρίαρχης τάξης.

Αυτό και πάλι δεν είναι τυχαίο αλλά ανταποκρίνεται σε μια βαθύτερη ιστορική λογική. Η ουσία της επανάστασης συχνά ταυτίζεται με μια εκτενή έκρηξη της βίας και σε μαζικούς σκοτωμούς. Αυτό φυσικά δεν είναι αλήθεια. Η ουσία της επανάσταση δεν είναι η χρήση βίας στην πολιτική, αλλά μια ριζοσπαστική, ποιοτική αμφισβήτηση –και τελικά η ανατροπή– των επικρατουσών οικονομικών και πολιτικών δομών. Όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των ατόμων που εμπλέκονται σε μαζικές ενέργειες που στοχεύουν ενάντια σ’ αυτές τις δομές, τόσο ευνοϊκότερος είναι ο συσχετισμός δυνάμεων υπέρ της επανάστασης και εναντίον της αντίδρασης, τόσο μεγαλύτερη είναι η αυτοπεποίθηση των δυνάμεων της πρώτης και η ηθικο–ιδεολογική παράλυση της δεύτερης, και τόσο λιγότερο οι μάζες τείνουν να χρησιμοποιούν βία. Πράγματι, η εκτενής χρήση της βίας είναι αντιπαραγωγική για την επανάσταση σε αυτή την ακριβή φάση της ιστορικής διαδικασίας.

Αλλά αυτό που συμβαίνει συχνότερα, αν όχι πάντα, σε κάποιο σημείο της επαναστατικής διαδικασίας, είναι η απελπισμένη προσφυγή στη βία από τους πιο ριζοσπαστικούς και πιο αποφασισμένους τομείς του στρατοπέδου των κυρίαρχων, που σκοπεύουν να διακινδυνεύσουν τα πάντα πριν να είναι πολύ αργά, επειδή εξακολουθούν να έχουν ανθρώπινα και υλικά μέσα να ενεργήσουν με αυτό τον τρόπο. Στο ζενίθ, η αντιπαράθεση ανάμεσα στην επανάσταση και την αντεπανάσταση γενικά προσλαμβάνει έναν βίαιο χαρακτήρα, αν και ο βαθμός βίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον συνολικό συσχετισμό των δυνάμεων. Σε απάντηση στη βία της αντίδρασης, οι μάζες θα τείνουν προς την ένοπλη αυτοάμυνα. Η αποσύνθεση, η παράλυση και ο αφοπλισμός της αντεπανάστασης στρώνει το έδαφος για την επαναστατική νίκη. Η νίκη της αντεπανάστασης εξαρτάται από τον αφοπλισμό των μαζών. [20]

Όταν τα κυκλώματα καταρρεύσουν, όταν οι σχέσεις εξουσίας απογυμνώνονται από κάθε παρέμβαση και παρουσιάζονται γυμνές, τότε η φόρμουλα του Φρίντριχ Έγκελς επιβεβαιώνεται από τα εμπειρικά στοιχεία: σε τελική ανάλυση, το κράτος είναι πράγματι μια συμμορία ενόπλων. Η τάξη ή το στρώμα που έχει το μονοπώλιο της βίας κατέχει (είτε διατηρεί είτε κατακτά) την κρατική εξουσία. Εκεί βρίσκεται και πάλι η ουσία της επανάστασης και της αντεπανάστασης. Το να κάθεσαι στο περιθώριο δεν μπορεί να αποτρέψει αυτή τη σύγκρουση. Ούτε μπορεί να συμβάλει στην εσαεί καθυστέρηση της μέρας της αναμέτρησης. Σε τελευταία ανάλυση, η αποστροφή των σκεπτικιστών και των ρεφορμιστών για την επανάσταση καλύπτει μια σιωπηρή επιλογή τους: η διατήρηση του στάτους κβο είναι στην καλύτερη περίπτωση ένα μικρότερο κακό σε σύγκριση με το κόστος και τις συνέπειες της επαναστατικής ανατροπής του. Αυτή η επιλογή αντικατοπτρίζει κοινωνικό συντηρητισμό, όχι μια ορθολογική κρίση εμπειρικά επαληθεύσιμων ισολογισμών του «κόστους» των ιστορικών, δηλαδή των πραγματικών, επαναστάσεων και αντεπαναστάσεων.

Κανένας φυσιολογικός άνθρωπος δεν προτιμά να επιτύχει κοινωνικούς στόχους μέσω της χρήσης βίας. Η μείωση της βίας στο μέγιστο βαθμό στην πολιτική ζωή θα πρέπει να αποτελεί κοινή προσπάθεια για όλα τα προοδευτικά και σοσιαλιστικά ρεύματα. Μόνο βαθιά άρρωστα άτομα –εντελώς ανίκανα να συμβάλλουν στην οικοδόμηση μιας πραγματικής αταξικής κοινωνίας– μπορούν στην πραγματικότητα να απολαμβάνουν την υποστήριξη και την άσκηση βίας σε σημαντική κλίμακα. Πράγματι, η αυξανόμενη άρνηση της βίας σε όλο και περισσότερες χώρες είναι μια καθαρή ένδειξη ότι τουλάχιστον σε μικρό βαθμό έχει επιτευχθεί μια ηθική και ιδεολογική πρόοδος τα τελευταία 70–75 χρόνια. Κάποιος πρέπει απλώς να συγκρίνει την άγρια και αχαλίνωτη δικαιολόγηση του πολέμου από όλους σχεδόν τους κορυφαίους δυτικούς διανοούμενους και πολιτικούς την περίοδο 1914–18 με την σχεδόν καθολική αποστροφή προς τον πόλεμο σήμερα στα ίδια περιβάλλοντα για να σημειωθεί αυτή η πρόοδος.

Διπλά ηθικά πρότυπα εξακολουθούν να κυριαρχούν στις σχέσεις ανάμεσα σε κράτη και τάξεις, αλλά η νομιμότητα της ευρείας χρήσης της βίας από τους κυβερνώντες αμφισβητείται, τουλάχιστον, όλο και περισσότερο με έναν συστηματικό και συνεπή τρόπο από έναν πολύ μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων σε σχέση με το 1914–18 ή το 1939–45. Το μέλλον, για την ακρίβεια η ίδια η φυσική επιβίωση της ανθρωπότητας, εξαρτάται από το αποτέλεσμα αυτού του αγώνα ανάμεσα στην αυξανόμενη συνείδηση σχετικά με την απαραίτητη άρνηση της ένοπλης σύγκρουσης, από τη μια, και στη ντε φάκτο αύξηση της καταστροφικότητας των υφιστάμενων και μελλοντικών όπλων, από την άλλη. Αν το πρώτο δεν εξαλείψει το δεύτερο μέσα από επιτυχημένη πολιτική δράση, το δεύτερο θα καταστρέψει τελικά όχι μόνο το πρώτο αλλά και όλη την ανθρώπινη ζωή στη γη.

Αλλά μια τέτοια πολιτική δράση μπορεί να είναι μόνο επαναστατική και έτσι συνεπάγεται την χρήση ένοπλης δύναμης, έστω και περιορισμένης. Το να πιστεύουμε κάτι διαφορετικό, είναι το να πιστεύουμε ότι οι κυβερνώντες θα αφεθούν να αφοπλιστούν εντελώς ειρηνικά, χωρίς την χρήση των όπλων που ακόμα ελέγχουν. Αυτό σημαίνει το να αρνείσαι την απειλή οποιαδήποτε βίαιης αντεπανάστασης, το οποίο είναι εντελώς ουτοπικό εξετάζοντας την πραγματική ιστορική εμπειρία. Είναι το να υποθέτεις ότι οι άρχουσες τάξεις και τα στρώματά τους εκπροσωπούνται αποκλειστικά και πάντα από ήπιους φιλελεύθερους με καλές προθέσεις. Πηγαίνετε να το πείτε αυτό στους φυλακισμένους του γκέτο της Βαρσοβίας και του Άουσβιτς, στα εκατομμύρια θύματα στην Τζακάρτα, στον καταπιεσμένο πληθυσμό των μη λευκών στη Νότια Αφρική, στον πληθυσμό της Ινδοκίνας, στους εργάτες και στους χωρικούς στη Χιλή και το Σαλβαδόρ, στους δολοφονημένους διαδηλωτές της Ιντιφάντα, στα πολλά εκατομμύρια θύματα της αντίδρασης και της αντεπανάστασης σε όλο τον κόσμο από τους αποικιακούς πολέμους του 19ου αιώνα και την Παρισινή Κομμούνα. Το στοιχειώδες ανθρώπινο ηθικό καθήκον ενάντια σε αυτή την τρομακτική καταγραφή είναι να αρνηθεί κανείς οποιαδήποτε υποχώρηση στην (επανα)ιδιώτευση και να βοηθήσει με οποιονδήποτε τρόπο τους καταπιεσμένους, τους εκμεταλλευόμενους, τους ταπεινωμένους, τους καταπιεσμένους, να αγωνιστούν για τη χειραφέτησή τους. Μακροπρόθεσμα, αυτό κάνει και τον καθένα που συμμετέχει ένα πιο ανθρώπινο, δηλαδή πιο ευτυχισμένο, πρόσωπο, υπό την προϋπόθεση ότι δεν κάνει ψευδο–ρεαλιστικές πολιτικές παραχωρήσεις και τηρεί απαρέγκλιτα τον κανόνα: πάλεψε παντού και πάντα εναντίον κάθε κοινωνικής και πολιτικής κατάστασης που εκμεταλλεύεται και καταπιέζει τα ανθρώπινα όντα.

III. Η δυνατότητα της Επανάστασης στη Δύση

Οι επαναστάσεις και οι αντεπαναστάσεις, όντας πραγματικές ιστορικές διαδικασίες, πάντα συμβαίνουν σε πραγματικούς κοινωνικο–οικονομικούς σχηματισμούς, οι οποίοι είναι πάντα συγκεκριμένοι. Δεν υπάρχει δεύτερη χώρα στον κόσμο ακριβώς ίδια με μια άλλη, έστω και μόνο επειδή οι βασικές κοινωνικές τάξεις και τα κύρια κομμάτια αυτών των τάξεων είναι προϊόντα της συγκεκριμένης ιστορίας καθεμιάς απ’ αυτές τις χώρες. Έτσι, ο χαρακτήρας κάθε επανάστασης αντικατοπτρίζει έναν μοναδικό συνδυασμό του γενικού και του συγκεκριμένου. Το πρώτο προκύπτει από τη λογική των επαναστάσεων όπως έχει σκιαγραφηθεί. Το δεύτερο προκύπτει από την ιδιαιτερότητα του κάθε συγκεκριμένου συνόλου των επικρατουσών σχέσεων παραγωγής και σχέσεων πολιτικής εξουσίας σε μια δεδομένη χώρα, σε μια δεδομένη στιγμή, με τις συγκεκριμένες εσωτερικές αντιφάσεις της και τη συγκεκριμένη δυναμική της παρόξυνσής τους.

Μια επαναστατική στρατηγική [21] αντιπροσωπεύει την συνειδητή προσπάθεια των επαναστατών να επηρεάσουν με τις πολιτικές τους ενέργειες το αποτέλεσμα μιας αντικειμενικής επαναστατικής διαδικασίας υπέρ μιας νίκης των εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων, στον σημερινό κόσμο ουσιαστικά των μισθωτών προλετάριων και των συμμάχων τους και της φτωχής αγροτιάς. Αυτή η πολιτική δράση πρέπει λοιπόν με τη σειρά της να είναι συγκεκριμένη για να έχει την ελάχιστη πιθανότητα επιτυχίας. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να είναι εναρμονισμένη με τη διαφοροποιημένη κοινωνική πραγματικότητα που επικρατεί στον σημερινό κόσμο. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη φόρμουλα των «τριών τομέων της παγκόσμιας επανάστασης» για να καθορίσουμε σημαντικά διαφορετικά στρατηγικά καθήκοντα, τα οποία είναι χονδρικά: η προλεταριακή επανάσταση στις ιμπεριαλιστικές χώρες· η συνδυασμένη εθνικο–δημοκρατική, αντιιμπεριαλιστική και σοσιαλιστική επανάσταση στις λεγόμενες «χώρες του τρίτου κόσμου»· η πολιτική επανάσταση στους μετακαπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς [22] Θα εξετάσουμε κάθε ένα από αυτά με τη σειρά τους.

Όσον αφορά τις βιομηχανοποιημένες μητροπόλεις του καπιταλισμού, τίθεται μια ισχυρή αντίρρηση όσον αφορά την πιθανή αποτελεσματικότητα της επαναστατικής στρατηγικής. Πολλοί σκεπτικιστές και ρεφορμιστές δεν περιορίζουν τον εαυτό τους στο να ισχυρίζονται ότι οι επαναστάσεις είναι άχρηστες και επιβλαβείς. Προσθέτουν ότι οι επαναστάσεις είναι σε αυτές τις χώρες είναι επιπλέον αδύνατες, ότι δεν θα συμβούν έτσι και αλλιώς, ότι το να ελπίζεις σε αυτές ή να τις αναμένεις είναι εντελώς ουτοπικό· ότι το να προσπαθείς να τις ετοιμάσεις ή να τις επεκτείνεις είναι ολοκληρωτικό χάσιμο χρόνου και ενέργειας.

Αυτή η γραμμή επιχειρημάτων βασίζεται σε δύο διαφορετικές υποθέσεις, που κατά βάση αντιφάσκουν. Η πρώτη (η οποία είναι ακόμα αληθής) δηλώνει ότι καμιά νικηφόρα επανάσταση δεν έχει συμβεί ποτέ σε μια καθαρά ιμπεριαλιστική χώρα μέχρι τώρα.  Η περίπτωση της Ρωσίας του 1917 θεωρείται σαν μια εξαιρετική περίπτωση, ένας μοναδικός συνδυασμός υπανάπτυξης και ιμπεριαλισμού. Αλλά είναι παράλογο, και παιδαριώδες, να αναγνωρίζεις ως επαναστάσεις μόνο αυτές που ήταν επιτυχημένες. Από τη στιγμή που κάποιος δεχθεί ότι επαναστατικές διεργασίες συνέβησαν στις ιμπεριαλιστικές χώρες του 20ου αιώνα, σίγουρα το λογικό συμπέρασμα για έναν επαναστάτη είναι να τις μελετήσει προσεκτικά, ώστε να σχεδιάσει μια πορεία που θα καταστήσει την ήττα απίθανη όταν θα συμβούν ξανά στο μέλλον.

Η δεύτερη υπόθεση είναι ότι οτιδήποτε και αν προκάλεσε τις επαναστάσεις στο παρελθόν [23] (επαναστατικές κρίσεις και διαδικασίες) δεν θα ξανασυμβεί ποτέ. Η αστική κοινωνία  –η καπιταλιστική οικονομία και η κοινοβουλευτική δημοκρατία– έχουν υποτίθεται πετύχει έναν τέτοιο βαθμό σταθερότητας και «ενσωμάτωσης» των μαζών των μισθωτών σε τόσο μεγάλη έκταση που δεν θα αμφισβητηθούν σοβαρά στο προβλεπόμενο μέλλον. [24] Αυτή η υπόθεση, η οποία είχε ήδη επικρατήσει κατά την διάρκεια της μεταπολεμικής ανάπτυξης (σε προφανή συσχέτιση με την αναμφισβήτητη άνοδο του βιοτικού επιπέδου και της κοινωνικής ασφάλισης που αποτελούσε το υποπροϊόν της για το δυτικό προλεταριάτο) αμφισβητήθηκε σοβαρά τον Μάιο του 1968 και από όσα ακολούθησαν, τουλάχιστον στη νότια Ευρώπη (και μερικώς στην Βρετανία στις αρχές του 1970). Ξανακέρδισε μια ισχυρή αξιοπιστία με την υποχώρηση του προλεταριάτου στις μητροπολιτικές χώρεςσε ουσιαστικά αμυντικούς αγώνες μετά το 1974–75.

Θα πρέπει να καταλάβουμε την ουσία του ζητήματος. Η φαινομενικά απριοριστική υπόθεση είναι στην πραγματικότητα μια πρόβλεψη η οποία είτε θα επαληθευτεί είτε θα διαψευστεί ιστορικά. Δεν είναι με κανέναν τρόπο μια τελική αλήθεια. Δεν είναι παρά μια υπόθεση εργασίας. Υποθέτει μια δεδομένη παραλλαγή των βασικών τάσεων ανάπτυξης του καπιταλισμού στο δεύτερο μέρος του 20ου αιώνα: την παραλλαγή των φθινουσών αντιφάσεων, την ικανότητα του συστήματος να αποφεύγει εκρηκτικές κρίσεις, για να μην πούμε καταστροφές. Με αυτή την έννοια, μοιάζει εντυπωσιακά με την υπόθεση εργασίας της κλασικής εκδοχής του ρεφορμισμού, δηλαδή της απόρριψης μιας επαναστατικής προοπτικής και μιας επαναστατικής στρατηγικής: αυτή του Έντουαρντ Μπέρνσταϊν. Στο βιβλίο του που ξεκίνησε την περίφημη «συζήτηση για τον ρεβιζιονισμό», ισχυρίστηκε σαφώς μια αυξανόμενη αντικειμενική πτώση της οξύτητας των εσωτερικών αντιφάσεων του συστήματος ως βάση για τα ρεφορμιστικά του συμπεράσματα: όλο και λιγότερο καπιταλιστικές κρίσεις, όλο και λιγότερη ροπή προς τον πόλεμο, όλο και λιγότερες αυταρχικές κυβερνήσεις, όλο και λιγότερο βίαιες συγκρούσεις στον κόσμο. [25] Η Ρόζα Λούξεμπουργκ του απάντησε με σαφήνεια ότι ακριβώς το αντίθετο ήταν που ίσχυε. Και όταν κάτω από την επίδραση της Ρώσικης Επανάστασης του 1905, ο Κάουτσκι πλησίασε τον επαναστατικό Μαρξισμό περισσότερο από ποτέ και ήταν ο αδιαμφισβήτητος μέντορας του Λένιν, της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Τρότσκι [26], και αυτός επίσης με σαφήνεια ταύτισε την προοπτική αναπόφευκτων καταστροφών προς τις οποίες όδευε ο καπιταλισμός ως ένα από τους βασικούς πυλώνες της επαναστατικής προοπτικής του Μαρξισμού. [27] Όταν απομακρύνθηκε από τον επαναστατικό Μαρξισμό, άρχισε να θεωρεί ότι αυτές οι καταστροφές είναι όλο και πιο απίθανες να συμβούν δηλαδή άρχισε να μοιράζεται την ευφορία της υπόθεσης εργασίας του Μπέρνσταϊν. [28]

Τι αποκαλύπτει η ιστορική καταγραφή; Δύο παγκόσμιους πολέμους, την οικονομική κρίση του 1929 και έπειτα, φασισμός, Χιροσίμα, αμέτρητοι αποικιακοί πόλεμοι, πείνα και αρρώστιες στον τρίτο κόσμο, η εξελισσόμενη οικολογική καταστροφή, το νέο μακρό κύμα κάμψης. Παραλείπουν ότι ήταν η Ρόζα Λούξεμπουργκ που αποδείχθηκε πιο σωστή από τον Μπέρνσταϊν και ότι ήταν ο Κάουτσκι του 1907 που αποδείχθηκε σωστός από την ιστορία και όχι ο Κάουτσκι του 1914 της θεωρίας του «υπερ–ιμπεριαλισμού». Σήμερα φαίνεται πιο αληθινό από ποτέ, για να παραφράσουμε μια διάσημη ρήση του Ζαν Ζορές, ότι ο ύστερος καπιταλισμός φέρει μέσα του μια διαδοχή από βαριές κρίσεις και καταστροφές όπως τα σύννεφα τις καταιγίδες. [29]

Κανείς μεταμορφώνει αυτή την προφανή αλήθεια –προφανή με την έννοια ότι επιβεβαιώνεται από στέρεα ιστορικά στοιχεία για τρία τέταρτα ενός αιώνα– σε μια ανούσια καρικατούρα κάποιος, όταν κατηγορεί ύπουλα τους επαναστάτες Μαρξιστές ότι αναμένουν ή προβλέπουν διαρκείς καταστροφές, κάθε χρόνο σε κάθε ιμπεριαλιστική χώρα, για να το θέσουμε έτσι. Αφήνοντας στην άκρη κάποιους παρανοϊκούς περιθωριακούς, οι σοβαροί Μαρξιστές δεν έχουν πάρει ποτέ αυτή τη στάση, κάτι που δεν σημαίνει ότι δεν έχουν υπάρξει ποτέ ένοχοι λάθος ανάλυσης και εσφαλμένων εκτιμήσεων όσον αφορά συγκεκριμένες χώρες. Αν κάποιος ψύχραιμα αναλύσει τα πάνω και κάτω της οικονομικής και πολιτικής κρίσης στη Δύση και την Ιαπωνία από το 1914, αυτό που προκύπτει είναι ένα μοτίβο περιοδικών εκρήξεων μαζικών αγώνων σε κάποιες μητροπολιτικές χώρες, οι οποίες κάποιες φορές έχουν βάλει επαναστατικές διαδικασίες στην ημερήσια διάταξη. Κατά την άποψή μας, οι μηχανισμοί που οδηγούν σε αυτή την κατεύθυνση παραμένουν λειτουργικοί σήμερα όπως ήταν την ιστορική περίοδο που πρωτοδιατυπώθηκε από τους Μαρξιστές η ιστορική παρακμή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.. Το βάρος της απόδειξης ότι αυτό δεν συμβαίνει πλέον πέφτει σ’ εκείνους που υποστηρίζουν ότι η σημερινή αστική κοινωνία είναι με κάποιον τρόπο ουσιωδώς διαφορετική από εκείνη του 1936, για να μην πούμε από του 1968. Δεν έχουμε δει ακόμα καμία πειστική επιχειρηματολογία αυτής της φύσης.

Η έννοια των περιοδικών και όχι μόνιμα δυνατών επαναστατικών εκρήξεων στις ιμπεριαλιστικές χώρες οδηγεί λογικά σε μια τυπολογία των πιθανών επαναστάσεων στη Δύση, η οποία βλέπει αυτές τις επαναστάσεις ουσιαστικά ως μια ποιοτική «μετάβαση και ανάπτυξη» των μαζικών αγώνων και μαζικών εμπειριών μη επαναστατικών χρόνων. Έχουμε συχνά σκιαγραφήσει αυτή τη διαδικασία «ανάπτυξης και ωρίμανσης», βασισμένοι όχι σε εικασίες ή ευσεβείς πόθους, αλλά στην εμπειρία των προεπαναστατικών και επαναστατικών εκρήξεων που έχουν πράγματι συμβεί στη Δύση. [30] Μπορούμε έτσι να περιοριστούμε στη σύνοψη της διαδικασίας στην ακόλουθη αλυσίδα γεγονότων: μαζικές απεργίες, πολιτικές μαζικές απεργίες, μια γενική απεργία, μια γενική απεργία με απεργιακές φρουρές, συντονισμός και συγκεντροποίηση των δημοκρατικά εκλεγμένων απεργιακών επιτροπών, μεταμόρφωση της «παθητικής» σε μια «ενεργητική» απεργία, στην οποία οι απεργιακές επιτροπές αναλαμβάνουν κάποιες αρχικές κρατικές λειτουργίες, πρωτίστως στον δημόσιο και οικονομικό τομέα (ρύθμιση των δημόσιων συγκοινωνιών, πρόσβαση στις τηλεπικοινωνίες, πρόσβαση μόνο για τους απεργούς στους αποταμιευτικούς και τραπεζικούς λογαριασμούς, δωρεάν νοσοκομειακές υπηρεσίες υπό την ίδια αρχή, «παράλληλη» διδασκαλία στα σχολεία από εκπαιδευτικούς κάτω από την εποπτεία των απεργών – αυτά αποτελούν παραδείγματα τέτοιων παρεκκλίσεων στη σφαίρα άσκησης της οιονεί κρατικής λειτουργίας που εξελίσσεται από μια «ενεργό» γενική απεργία). Αυτό οδηγεί στην εμφάνιση μιας ντε φάκτο γενικευμένης δυαδικής εξουσίας με αναδυόμενα όργανα αυτοάμυνας των μαζών.

Μια τέτοια αλυσίδα γεγονότων γενικεύσει τις τάσεις που είναι ήδη ορατές στο ανώτερο επίπεδο των μαζικών αγώνων στη Δύση: Βόρεια Ιταλία 1920, Ιούλιος 1927 Αυστρία, Ιούνιος 1936 Γαλλία, Ιούλιος 1948 Ιταλία, Μάιος 1968 Γαλλία, «θερμό φθινόπωρο» του 1969 στην Ιταλία και τα ανώτερα σημεία κατά την διάρκεια της Πορτογαλικής Επανάστασης. Άλλες εμπειρίες από γενικές απεργίες [31] που περιλαμβάνουν μια παρόμοια αλυσίδα γεγονότων ήταν εκείνες στην Γερμανία το 1920 και την Ισπανία (ειδικά στην Καταλονία) το 1936–37. (Αν και σε ένα πολύ διαφορετικό κοινωνικό πλαίσιο, η τάση του βιομηχανικού προλεταριάτου να λειτουργεί με τον ίδιο γενικά τρόπο σε επαναστατικές καταστάσεις μπορεί να ιδωθεί και στην Ουγγαρία 1956, Τσεχοσλοβακία 1968–69 και Πολωνία 1980–81). Μια τέτοια οπτική της προλεταριακής επαναστατικής συμπεριφοράς στις ιμπεριαλιστικές χώρες, καθιστά ευκολότερο να λυθεί ένα πρόβλημα που στοιχειώνει τους επαναστάτες Μαρξιστές από τις αρχές του 20ου αιώνα: την σχέση ανάμεσα στην πάλη για μεταρρυθμίσεις (οικονομικές καθώς και πολιτικές–δημοκρατικές) και την προετοιμασία για την επανάσταση. Η απάντηση που δίνει σ’ αυτό το πρόβλημα η Ρόζα Λούξεμπουργκ ήδη από τις αρχές αυτής της διαμάχης παραμένει τόσο έγκυρη σήμερα όσο ήταν και τότε. [32]  Η διαφορά ανάμεσα στους ρεφορμιστές και τους επαναστάτες δεν έγκειται καθόλου στην άρνηση των μεταρρυθμίσεων από τους δεύτερους και την πάλη για μεταρρυθμίσεις από τους πρώτους. Αντίθετα, οι σοβαροί επαναστάτες θα είναι οι πιο αποφασισμένοι και αποτελεσματικοί μαχητές για όλες τις μεταρρυθμίσεις που ανταποκρίνονται στις ανάγκες και τις αναγνωρισμένες ανησυχίες των μαζών. Η πραγματική διαφορά ανάμεσα στους ρεφορμιστές και τους επαναστάτες Μαρξιστές μπορεί επομένως να συνοψιστεί ως εξής:

  1. Χωρίς να αρνούνται ή να περιθωριοποιούν τις νομοθετικές πρωτοβουλίες, οι επαναστάτες σοσιαλιστές βάζουν ως προτεραιότητα την πάλη για μεταρρυθμίσεις μέσα από ευρείς, άμεσους εξωκοινοβουλευτικούς αγώνες των μαζών.
  2. Χωρίς να αρνούνται την ανάγκη να λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικός κοινωνικοπολιτικός συσχετισμός δυνάμεων, οι επαναστάτες σοσιαλιστές αρνούνται να περιορίσουν τον αγώνα στις μεταρρυθμίσεις εκείνες που είναι αποδεκτές στην μπουρζουαζία ή χειρότερα σ’ αυτές που δεν διαταράσσουν τις βασικές κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις εξουσίες. Γι’ αυτό τον λόγο, οι ρεφορμιστές τείνουν να παλεύουν όλο και λιγότερο για σοβαρές μεταρρυθμίσεις όποτε το σύστημα βρίσκεται σε κρίση, επειδή, όπως και οι καπιταλιστές, αντιλαμβάνονται την «αποσταθεροποιητική» τάση αυτών των αγώνων. Για τους επαναστάτες, η προτεραιότητα είναι ο αγώνας για τις ανάγκες και τα συμφέροντα των μαζών και όχι για την υπεράσπιση των αναγκών και της λογικής του συστήματος, ούτε για τη διατήρηση οποιασδήποτε συναίνεσης με τους καπιταλιστές.
  3. Οι ρεφορμιστές βλέπουν τον περιορισμό ή την εξαφάνιση των ασθενειών του καπιταλισμού σαν μια διαδικασία σταδιακής προόδου. Οι επαναστάτες, αντίθετα, εκπαιδεύουν τις μάζες για το αναπόφευκτο των κρίσεων, οι οποίες θα διακόψουν την σταδιακή συσσώρευση των μεταρρυθμίσεων και οι οποίες περιοδικά θα οδηγούν στην απειλή της κατάργησης των κατακτήσεων του παρελθόντος ή στην πραγματική κατάργηση τους.
  4. Οι ρεφορμιστές θα τείνουν να φρενάρουν, να αρνηθούν ή ακόμα και να καταστείλουν όλες τις μορφές άμεσης δράσης των μαζών οι οποίες υπερβαίνουν ή απειλούν τους αστικούς θεσμούς. Οι επαναστάτες, αντίθετα, θα υποστηρίξουν συστηματικά και θα προσπαθήσουν να αναπτύξουν την αυτοδραστηριότητα και την αυτοοργάνωση των μαζών, ακόμη και σε καθημερινούς αγώνες για άμεσες μεταρρυθμίσεις, ανεξάρτητα από τις «αποσταθεροποιητικές» συνέπειες, δημιουργώντας έτσι μια παράδοση, μια εμπειρία όλο και ευρύτερου μαζικού αγώνα, η οποία διευκολύνει την ανάδυση μιας δυαδικής εξουσίας όταν γενικευμένοι μαζικοί αγώνες –γενική απεργία– πραγματικά προκύπτουν. Έτσι, οι προλεταριακές επαναστάσεις του τύπου που σκιαγραφήθηκαν παραπάνω μπορούν να θεωρηθούν ως ένα οργανικό προϊόν –ή κορύφωση– των όλο και ευρύτερων μαζικών αγώνων για μεταρρυθμίσεις σε προεπαναστατικές ή ακόμα και μη επαναστατικές περιόδους.
  5. Οι ρεφορμιστές θα περιορίσουν γενικά τον ρόλο τους στην προπαγάνδιση των μεταρρυθμίσεων. Οι επαναστάτες Μαρξιστές θα συνδυάσουν τον αγώνα για μεταρρυθμίσεις με συνεχή και συστηματική αντικαπιταλιστική προπαγάνδα. Θα εκπαιδεύσουν τις μάζες για τις ασθένειες του συστήματος και θα υποστηρίξουν την επαναστατική ανατροπή του. Η διαμόρφωση και η πάλη για μεταβατικά αιτήματα, τα οποία, ενώ ανταποκρίνονται στις ανάγκες των μαζών, δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν μέσα στο πλαίσιο του συστήματος, παίζει εδώ έναν ρόλο–κλειδί.

Η οπτική μιας τέτοιας «πραγματικά εφικτής επανάστασης» στη Δύση δεν υποτιμά σοβαρά το εμπόδιο που αποτελεί η προφανής προσκόλληση του δυτικού προλεταριάτου στην κοινοβουλευτική δημοκρατία στον δρόμο προς την ανατροπή των αστικών θεσμών, χωρίς την οποία δεν είναι δυνατή καμία νικηφόρα επανάσταση; Δεν το νομίζουμε.

Πρώτον, πολλές πτυχές της θεμιτής προσκόλλησης των μαζών στα δημοκρατικά δικαιώματα και την ελευθερία δεν είναι καθόλου μια προσκόλληση στα αστικά θεσμικά όργανα. Εκφράζει, για να χρησιμοποιήσουμε μια διασαφηνιστική φόρμουλα του Τρότσκι, την παρουσία πυρήνων της προλεταριακής δημοκρατίας μέσα στο αστικό κράτος. [33] Όσο μεγαλύτερη είναι η αυτοδραστηριότητα, η αυτο-κινητοποίηση και η αυτοοργάνωση των μαζών, τόσο περισσότερο η πεταλούδα της δημοκρατικής εργατικής εξουσίας τείνει να εμφανιστεί μέσα από την «αστική» χρυσαλίδα της. Το θεμελιώδες ζήτημα θα είναι η αυξανόμενη αντιπαράθεση μεταξύ του «γυμνού πυρήνα» της κρατικής αστικής εξουσίας (η κεντρική κυβέρνηση, ο κατασταλτικός μηχανισμός κ.λπ.) και της προσκόλλησης των μαζών σε δημοκρατικούς θεσμούς που ελέγχουν αυτές οι ίδιες.

Δεύτερον, δεν υπάρχει λόγος να αντιπαραθέτουμε με απόλυτο και δογματικό τρόπο όργανα της ευθείας εργατικής και λαϊκής εξουσίας, με τα όργανα που προκύπτουν από το γενικό εκλογικό δικαίωμα. Τα εργατικά και λαϊκά συμβούλια και ο κεντροποιημένος συντονισμός τους (τοπικά, περιφερειακά, εθνικά, διεθνή συνέδρια των συμβουλίων) μπορούν να είναι πιο αποτελεσματικές και δημοκρατικές μορφές που να κάνουν εφικτή την άμεση άσκηση της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής εξουσίας από εκατομμύρια καταπιεσμένους. Αλλά αν είναι απαραίτητο να αρνηθούμε τον κοινοβουλευτικό κρετινισμό, είναι με τον ίδιο τρόπο απαραίτητο να αρνηθούμε τον αντικοινοβουλευτικό κρετινισμό. Όταν και όπου οι μάζες καθαρά εκφράζουν την επιθυμία τους να έχουν κοινοβουλευτικού τύπου όργανα εξουσίας που εκλέγονται μέσω του καθολικού δικαιώματος ψήφου –οι περιπτώσεις της Ουγγαρίας, της Πολωνίας και της Νικαράγουα είναι ξεκάθαρα τέτοιες–, οι επαναστάτες θα πρέπει να δέχονται αυτή την ετυμηγορία. Αυτά τα όργανα δεν χρειάζεται να υπερισχύουν της εξουσίας των σοβιέτ, εφόσον οι μάζες έχουν μάθει μέσω των δικών τους εμπειριών ότι τα συμβούλιά τους μπορούν να τους χαρίσουν πιο δημοκρατικά δικαιώματα και πιο πραγματική εξουσία και από την πιο διευρυμένη κοινοβουλευτική δημοκρατία και στο βαθμό που ο ακριβής λειτουργικός καταμερισμός εργασίας μεταξύ των οργάνων σοβιετικού και κοινοβουλευτικού τύπου είναι επεξεργασμένος σε ένα σύνταγμα υπό συνθήκες εργατικής εξουσίας.

Φυσικά οι σοβιετικοί θεσμοί μπορούν και θα πρέπει επίσης να εκλέγονται στην βάση του καθολικού εκλογικού δικαιώματος. Η θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στην κοινοβουλευτική και την σοβιετική δημοκρατία δεν είναι ο τρόπος εκλογής αλλά ο τρόπος λειτουργίας. Η κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι ουσιαστικά αντιπροσωπευτική, δηλαδή έμμεση δημοκρατία και σε μεγάλο βαθμό περιορίζεται στο νομοθετικό τομέα. Η σοβιετική δημοκρατία περιέχει πολύ μεγαλύτερες δόσεις άμεσης δημοκρατίας, συμπεριλαμβανομένου του οργάνου των «δεσμευτικών εντολών» των εκλογέων για τους εκπροσώπους τους και του δικαιώματος άμεσης ανάκλησης αυτών από τους εκλογείς τους. Επιπλέον, δίνεται δυνατότητα για άμεση ανάκληση των εκλεγμένων από τους εκλογείς σε μεγάλη κλίμακα. Ακόμη, συνεπάγεται μια ευρεία ενοποίηση των νομοθετικών και εκτελεστικών λειτουργιών, η οποία, σε συνδυασμό με την αρχή της εναλλαγής, επιτρέπει στην πλειοψηφία των πολιτών να ασκούν κρατικές λειτουργίες.

Ο πολλαπλασιασμός των ενεργών συνελεύσεων με κατανομή αρμοδιοτήτων εξυπηρετεί τον ίδιο σκοπό. Μια βασική ιδιαιτερότητα της σοβιετικής δημοκρατίας είναι επίσης ότι είναι δημοκρατία των παραγωγών, δηλαδή η σύνδεση των οικονομικών αποφάσεων με τους εργασιακούς χώρους και τις «ομόσπονδες» θέσεις εργασίας (δηλαδή σε τοπικό, περιφερειακό και κλαδικό επίπεδο κ.λπ.), δίνοντας σε αυτούς που εργάζονται το δικαίωμα να αποφασίζουν σχετικά με τον φόρτο εργασίας τους και την κατανομή των προϊόντων και των υπηρεσιών τους. Γιατί θα πρέπει οι εργαζόμενοι να κάνουν θυσίες ξοδεύοντας χρόνο και σωματική δύναμη, έχοντας το άγχος να αυξήσουν την παραγωγή, όταν θεωρούν γενικά ότι τα αποτελέσματα αυτών των πρόσθετων προσπαθειών δεν τους ωφελούν και δεν έχουν κανένα τρόπο να αποφασίσουν για την κατανομή των καρπών τους; Η δημοκρατία των παραγωγών εμφανίζεται όλο και περισσότερο ως ο μόνος τρόπος να ξεπεράσουμε την πτώση του κινήτρου (αίσθηση ευθύνης) για την παραγωγή, για να μην πούμε για την οικονομία συνολικά, η οποία χαρακτηρίζει τόσο την καπιταλιστική οικονομία της αγοράς όσο και την γραφειοκρατικά ελεγχόμενη οικονομία.

IV.Τα Διδάγματα των Επαναστάσεων του Τρίτου Κόσμου

Οι επαναστατικές διαδικασίες στον Τρίτο Κόσμο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο επιβεβαιώνουν την εγκυρότητα της στρατηγικής της διαρκούς επανάστασης. Όπου αυτές οι διαδικασίες έχουν κλιμακωθεί ως την πλήρη ρήξη με τις παλιές κυρίαρχες τάξεις και με το διεθνές κεφάλαιο, το ιστορικό καθήκον της εθνικο–δημοκρατικής επανάστασης (εθνική ενοποίηση, ανεξαρτησία από τον ιμπεριαλισμό) έχει πραγματοποιηθεί. Αυτό έγινε στη Γιουγκοσλαβία, την Ινδοκίνα, την Κίνα, την Κούβα, τη Νικαράγουα. Όπου η επαναστατική διαδικασία δεν κορυφώθηκε σε μια τέτοια πλήρη ρήξη, κεντρικά καθήκοντα της εθνικο–δημοκρατικής επανάστασης παραμένει ανεκπλήρωτα. Αυτό συνέβη στην Ινδονησία, τη Βολιβία, την Αίγυπτο, την Αλγερία, τη Χιλή, το Ιράν.

Η θεωρία (στρατηγική) της διαρκούς επανάστασης αντιστρατεύεται την παραδοσιακή στρατηγική της Κομιντέρν/των ΚΚ από τα μέσα της δεκαετίας του 1920, την «επανάσταση κατά στάδια», όπου σε μια πρώτη φάση το «μπλοκ των τεσσάρων τάξεων» (η λεγόμενη «εθνική» αστική τάξη, η αγροτιά, η μικροαστική τάξη των πόλεων και το προλεταριάτο) υποτίθεται ότι εξαλείφουν, με έναν κοινό πολιτικό αγώνα, τις μισοφεουδαρχικές και ολιγαρχικές δομές εξουσίας, συμπεριλαμβανομένων των ξένων ιμπεριαλιστικών. Μόνο σε μια δεύτερη φάση υποτίθεται ότι έρχεται στο προσκήνιο ο αγώνας του προλεταριάτου για την εξουσία. Αυτή η στρατηγική οδήγησε στην καταστροφή στην Κίνα το 1927. Από τότε έχει οδηγήσει σε σοβαρές ήττες. Αμφισβητείται όλο και περισσότερο ακόμα και μέσα στα ίδια τα ΚΚ.

Είναι μάταιο να αποφύγουμε να κάνουμε αυτή τη θεμελιώδη επιλογή με τη χρήση αφηρημένων τύπων. Οι φόρμουλες «κυβέρνηση εργατών και αγροτών» ή χειρότερα «λαϊκή εξουσία» ή «ευρείες λαϊκές συμμαχίες κάτω από την ηγεμονία της εργατικής τάξης» απλά αποφεύγουν το ζήτημα. Όλη η ουσία στις επαναστάσεις είναι η κρατική εξουσία. Η ταξική φύση της κρατικής εξουσίας –και/ή η ερώτηση ποιο βασικό κομμάτι μιας δεδομένης τάξης ασκεί την κρατική εξουσία– είναι αποφασιστικής σημασίας. Είτε οι προαναφερθέντες φόρμουλες είναι συνώνυμες με την ανατροπή του αστικού–ολιγαρχικού κράτους, του στρατού και του κατασταλτικού μηχανισμού του, καθώς και με την εγκαθίδρυση ενός εργατικού κράτους. Είτε οι φόρμουλες υποδηλώνουν ότι ο υπάρχον κρατικός μηχανισμός δεν πρόκειται να καταστραφεί «αμέσως» – οπότε η ταξική φύση του κράτους παραμένει αστική–ολιγαρχική και η επανάσταση θα ηττηθεί.

Όταν λέμε ότι χωρίς την κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη, χωρίς την ανατροπή του κράτους των προηγούμενων κυρίαρχων τάξεων, τα ιστορικά καθήκοντα της εθνικο–δημοκρατικής επανάστασης δεν θα πραγματοποιηθούν πλήρως, αυτό δεν σημαίνει ότι κανένα από αυτά τα καθήκοντα δε μπορεί να ξεκινήσει να εκπληρώνεται κάτω από αστικές ή μικροαστικές κυβερνήσεις. Μετά τον Β΄  Παγκόσμιο Πόλεμο, οι περισσότερες από τις προηγουμένως αποικίες πέτυχαν τελικά την πολιτική και εθνική ανεξαρτησία τους χωρίς να ανατρέψουν την καπιταλιστική τάξη. Σε ορισμένες περιπτώσεις τουλάχιστον, με πιο χαρακτηριστική την Ινδία, αυτό δεν ήταν απλώς τυπικό αλλά περιείχε έναν βαθμό οικονομικής αυτονομίας από τον ιμπεριαλισμό που έκανε εφικτή τουλάχιστον μια αρχική βιομηχανοποίηση κάτω από την εθνική αστική ιδιοκτησία. Ξεκινώντας με τα τέλη της δεκαετίας του 1960, μια σειρά μισοαποικιακών χωρών πέτυχαν στο να ξεκινήσουν μια διαδικασία μισοβιομηχανοποίησης που προχώρησε πολύ περισσότερο (Νότια Κορέα, Ταϊβάν, Βραζιλία, Μεξικό, Σιγκαπούρη, Χονγκ Κονγκ είναι οι πιο σημαντικές περιπτώσεις), η οποία συχνά υποστηρίχθηκε από ουσιαστικές αγροτικές μεταρρυθμίσεις ως απαραίτητη εκκίνηση για αυτή την οικονομική ανάπτυξη. Η διάσημη διαμάχη στις δεκαετίες του 1950–60 για τη λεγόμενη θεωρία της «εξάρτησης» –την αδυναμία οποιασδήποτε βιομηχανοποίησης σε σοβαρό βαθμό χωρίς μια πλήρη ρήξη με τον ιμπεριαλισμό– έχει έτσι λυθεί από την ίδια την ιστορία.

Είναι με τον ίδιο τρόπο λανθασμένη η ερμηνεία της θεωρίας της διαρκούς επανάστασης με το να υπονοούμε ότι η ανατροπή της παλιάς τάξης και η ριζοσπαστική αγροτική επανάσταση πρέπει αναγκαστικά να συμπίπτει με την πλήρη καταστροφή της καπιταλιστικής ιδιωτικής περιουσίας στη βιομηχανία. Είναι αλήθεια ότι η εργατική τάξη δύσκολα μπορεί να ανεχτεί την εκμετάλλευσή της στα εργοστάσια όταν είναι απασχολημένη, ή έχει ήδη πετύχει, να αφοπλίσει τους καπιταλιστές και να τερματίσει την πολιτική τους εξουσία. Από αυτό όμως προκύπτει μόνο ότι η νικηφόρα σοσιαλιστική επανάσταση στις υποανάπτυκτες χώρες θα αρχίσει να κάνει «δεσποτικές παρεμβάσεις» στο βασίλειο της καπιταλιστικής ιδιωτικής περιουσίας, για να αναφέρουμε μια περίφημη πρόταση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου. Ο ρυθμός και η έκταση αυτών των παρεμβάσεων θα εξαρτηθεί από τον πολιτικό και κοινωνικό συσχετισμό των δυνάμεων και από την πίεση των οικονομικών προτεραιοτήτων. Καμία γενική φόρμουλα δεν μπορεί να εφαρμοστεί εδώ για όλες τις χώρες σε οποιαδήποτε στιγμή. Το ζήτημα του ρυθμού και της έκτασης της απαλλοτρίωσης της αστικής τάξης συνδέεται με τη σειρά του με το ζήτημα της συμμαχίας των εργατών–αγροτών , ένα βασικό ζήτημα της πολιτικής στρατηγικής στις περισσότερες χώρες του Τρίτου Κόσμου. Το να αφήνεις την καπιταλιστική περιουσία άθικτη στο βαθμό που να μην ικανοποιείς την δίψα των φτωχών χωρικών για γη, είναι ξεκάθαρα αντιπαραγωγικό. Το να χτυπάς την ιδιωτική περιουσία στον βαθμό του να προκαλέσεις φόβο στους αγρότες της μεσαίας τάξης ότι θα χάσουν και αυτοί την περιουσία τους είναι αντιπαραγωγικό από οικονομική άποψη (θα μπορούσε επίσης να γίνει αντιπαραγωγικό και πολιτικά).

Σε μια ισορροπία, ωστόσο, η εμπειρία επιβεβαιώνει αυτό που προτείνει η θεωρία. Είναι αδύνατο να πετύχεις πραγματική ανεξαρτησία από τον ιμπεριαλισμό και πραγματικά να παροτρύνεις την εργατική τάξη στο καθήκον την σοσιαλιστικής ανοικοδόμησης του έθνους χωρίς την απαλλοτρίωση του μεγάλου κεφαλαίου της βιομηχανίας, των τραπεζών, του εμπορίου και των μεταφορών, είτε είναι διεθνές είτε εθνικό κεφάλαιο. Οι πραγματικές δυσκολίες προκύπτουν μόνο όταν πρέπει να καθοριστεί το όριο ανάμεσα στην απαλλοτρίωση και την ανοχή για το κεφάλαιο μικρού και μεσαίου μεγέθους (με όλες τις επιπτώσεις για την οικονομική ανάπτυξη, την κοινωνική ισότητα και τα κίνητρα των άμεσων παραγωγών).

Η ιστορική καταγραφή δείχνει ότι μια ιδιόμορφη δυαδική εξουσία, μια σύγκρουση ανάμεσα στο παλιό και το νέο κράτος έχει εμφανιστεί κατά τη διάρκεια όλων των νικηφόρων επαναστάσεων στις υπανάπτυκτες χώρες: μια δυαδική εξουσία που αντικατοπτρίζει μια εδαφική διαίρεση της χώρας σε απελευθερωμένες ζώνες, στις οποίες αναδύεται το νέο κράτος, και στην υπόλοιπη χώρα που το παλιό καθεστώς βασιλεύει ακόμα. Αυτή η ιδιομορφία της δυαδικής εξουσίας εκφράζει με την σειρά της την ιδιομορφία των ίδιων των επαναστατικών (και αντεπαναστατικών) διαδικασιών, στις οποίες ο ένοπλος αγώνας (αντάρτικο, λαϊκός πόλεμος) κατέλαβε κεντρική θέση. Στις περιπτώσεις της Κίνας, της Γιουγκοσλαβίας και του Βιετνάμ, αυτό προέκυψε από το γεγονός ότι η επανάσταση ξεκίνησε σαν κίνημα εθνικής απελευθέρωσης ενάντια σε έναν ξένο ιμπεριαλιστή επιτιθέμενο/εισβολές, ενώ παράλληλα συνυφαινόταν όλο και περισσότερο με τον εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα στους φτωχούς και τους πλούσιους, δηλαδή με την κοινωνική επανάσταση. Στις περιπτώσεις της Κούβας και της Νικαράγουας, η επανάσταση ξεκίνησε με τον ίδιο τρόπο ως ένοπλη πάλη ενάντια σε μια κατάφορα καταπιεστική και διεθνώς μισητή και απεχθή δικτατορία και εξελίχθηκε, ωριμάζοντας ξανά σε μια κοινωνική επανάσταση.

Δεν θα πρέπει φυσικά κανείς να απλουστεύσει το μοτίβο που προκύπτει από αυτές τις εμπειρίες. Τουλάχιστον στην Κούβα και στην Νικαράγουα (σε κάποιο βαθμό επίσης στις αρχές της ινδοκινέζικης επανάστασης και σε αρκετά στάδια της γιουγκοσλαβικής επανάστασης), οι εξεγέρσεις στις πόλεις έπαιξαν σημαντικό ρόλο. Μια πετυχημένη γενική απεργία και μια πετυχημένη εξέγερση στις πόλεις έκριναν το αποτέλεσμα της επανάστασης στην Κούβα και την Νικαράγουα. Οι υποστηρικτές της στρατηγικής του ένοπλου αγώνα σήμερα γενικά υιοθετούν μια πιο εκλεπτυσμένη και σύνθετη στρατηγική από ό,τι στην δεκαετία του 1960, που συνδυάζει το αντάρτικο, τη δημιουργία απελευθερωμένων ζωνών και την κινητοποίηση των μαζικών οργανώσεων στις αστικές ζώνες (συμπεριλαμβανομένων των μορφών ένοπλης αυτοάμυνας) προκειμένου να οδηγηθεί η επανάσταση στη νίκη. Αυτός ο συνδυασμός φαίνεται λογικός σε πολλές μισοαποικιακές χώρες, όπου η καταστολή του κράτους σε προεπαναστατικές συνθήκες δεν αφήνει εναλλακτική για μια επαναστατική στρατηγική. Πιστεύουμε, παρόλα αυτά, ότι αυτό το μοτίβο δεν θα πρέπει να θεωρείται αναπόφευκτο μια για πάντα σε όλες τις χώρες του Τρίτου Κόσμου, ανεξάρτητα από τις συγκεκριμένες συνθήκες και τις συγκεκριμένες κοινωνικο–πολιτικό συσχετισμό δυνάμεων σε δεδομένες στιγμές.

V. Πολιτική επανάσταση στις λεγόμενες «σοσιαλιστικές κοινωνίες»

Η έννοια της πολιτικής (αντιγραφειοκρατικής) επανάστασης στις γραφειοκρατικοποιημένες κοινωνίες σε μετάβαση ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον σοσιαλισμό (γραφειοκρατικοποιημένα εργατικά κράτη) πρωτοεισήχθη από τον Τρότσκι το 1933. Προέκυψε από τη διάγνωση των αυξανόμενων αντιφάσεων της σοβιετικής κοινεις της σοβιετικής κοινωνίας, αποτελούν μια από τις πιο θαυμάσιες συνεισφορές του στον Μαρξισμό. Από το 1953, έχουμε γίνει μάρτυρες μιας αλυσίδας επαναστατικών κρίσεων στην Ανατολική Ευρώπη: Ανατολική Γερμανία τον Ιούνη του 1953, Ουγγαρία 1956, Τσεχοσλοβακία 1968, Πολωνία 1980–81. Είναι υπό συζήτηση αν παρόμοιες κρίσεις δεν συνέβησαν επίσης στην Κίνα στις δεκαετίες του 1960 και του 1970. (Ο ίδιος ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ αποκαλεί την περεστρόικά του μια επανάσταση και τη συγκρίνει με τις πολιτικές επαναστάσεις που συνέβησαν στην Γαλλία το 1830, 1848 και 1870.) [35] Σε όλες αυτές τις συγκεκριμένες επαναστατικές διαδικασίες, δεν επικρατούσε η τάση να παλινορθωθεί ο καπιταλισμός. Αυτό δεν προκύπτει μόνο από το αντικειμενικό γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των αγωνιζόμενων ήταν εργάτες, που δεν είχαν κανένα συμφέρον να παλινορθώσουν τον καπιταλισμό. Καθοριζόταν υποκειμενικά από τα ίδια τα αιτήματα των διαδηλωτών, οι οποίοι στην Ουγγαρία δημιούργησαν εργατικά συμβούλια με το Κεντρικό Εργατικό Συμβούλιο της Βουδαπέστης να οδηγεί τον αγώνα. Παρόμοια εξέλιξη σημειώθηκε στην Τσεχοσλοβακία και στην Πολωνία. Η γραμμή της πορείας της πολιτικής επανάστασης στην ΕΣΣΔ θα είναι αρκετά όμοια μ’ αυτό.

Από την άλλη, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι έχουν υπάρξει πολλές προσπάθειες για αυτομεταρρύθμιση της γραφειοκρατίας – με την πιο εντυπωσιακή να είναι η εισαγωγή της αυτοδιαχείρισης σε εργοστασιακό επίπεδο στην Γιουγκοσλαβία το 1950. Παρόλο που ήταν συχνά χρήσιμες για να πυροδοτήσουν μια «απόψυξη» της στραγγαλισμού της κοινωνίας από την γραφειοκρατία και να επιτρέψουν την αναβίωση της μαζικής δραστηριότητας και της μαζικής πολιτικοποίησης σε διάφορους βαθμούς, οι προσπάθειες αυτές απέτυχαν πάντοτε να λύσουν τις βασικές αρρώστιες αυτών των κοινωνιών. Αυτό αποτελεί πραγματικότητα ιδιαίτερα για την ιστορικά πιο σημαντική από αυτές τις προσπάθειες, αυτή που ξεκίνησε από τον Νικήτα Χρουστσόφ στην ΕΣΣΔ. Πράγματι, σήμερα οι πιο «φιλελεύθεροι» και «αριστεροί» σοβιετικοί ιστορικοί και διανοούμενοι συμφωνούν ότι ο λόγος για την αποτυχία του Χρουστσόφ ήταν η ανεπαρκής δραστηριοποίηση από τα κάτω. Αυτή, παρεμπιπτόντως, είναι και η επίσημη εκδοχή του Γκορμπατσόφ για την εμπειρία του Χρουστσόφ.

Έτσι, ο ιστορικός ισολογισμός είναι και πάλι σαφής: οι προσπάθειες αυτομεταρρύθμισης μπορούν να ξεκινήσουν μια κίνηση αλλαγής στο γραφειοκρατικοποιημένο εργατικό κράτος. Μπορούν ακόμη να διευκολύνουν την αρχή ενός αυθεντικού μαζικού κινήματος. Αλλά δεν μπορούν να επιτύχουν μια επιτυχημένη αποκορύφωση μιας τέτοιας αλλαγής και κίνησης. Γι’ αυτό, μια αυθεντική λαϊκή επανάσταση είναι απαραίτητη. Η αυτομεταρρύθμιση της φωτισμένης πτέρυγας της γραφειοκρατίας δεν μπορεί να αποτελέσει αντικαταστάτη μιας τέτοιας επανάστασης. Η γραφειοκρατία είναι ένα σκληρημένο κοινωνικό στρώμα, που απολαμβάνει τεράστια υλικά προνόμια, τα οποία εξαρτώνται θεμελιωδώς από το μονοπώλιο της άσκησης της πολιτικής εξουσίας. Αλλά αυτή η ίδια γραφειοκρατία δεν παίζει κάποιον απαραίτητο η χρήσιμο ρόλο στην κοινωνία. Ο ρόλος της είναι βασικά παρασιτικός. Έτσι η διακυβέρνηση της τείνει να γίνει όλο και πιο σπάταλη. Τείνει να γίνει η πηγή διαδοχικών οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών, ιδεολογικών κρίσεων. Έτσι η ανάγκη απομάκρυνσής της από τη θέση της διακυβέρνησης είναι μια αντικειμενική αναγκαιότητα για να ξεμπλοκαριστεί η πορεία εμπρός προς τον σοσιαλισμό. Γι’ αυτό, χρειάζεται το ξαναζωντάνεμα της μαζικής δραστηριότητας, καταρχήν της πολιτικής δραστηριότητας της εργατικής τάξης. Ενώ μια επανάσταση θα έχει πολλές συνέπειες στον τομέα της οικονομίας, βασικά θα εδραιώσει και θα ενισχύσει το σύστημα συλλογικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και του κοινωνικοποιημένου σχεδιασμού, πολύ διαφορετικά από το ανατρέψει. Γι’ αυτό μιλάμε για μια «πολιτική επανάσταση» αντί για «κοινωνική επανάσταση». [36]

Σε μεγάλο βαθμό, η γραφειοκρατία κυβερνά όσο υπάρχει πολιτική παθητικότητα από την εργατική τάξη. Ο Τρότσκι μίλησε ακόμη και για παθητική «ανοχή» της από την εργατική τάξη. Οι ιστορικές και κοινωνικές ρίζες αυτής της παθητικότητας είναι γνωστές: οι ήττες της διεθνούς επανάστασης, η πίεση της σπανιότητας καταναλωτικών αγαθών και η έλλειψη κουλτούρας που γεννήθηκε από την σχετική καθυστέρηση της Ρωσίας, οι συνέπειες της σταλινικής τρομοκρατίας, μια απογοήτευση ιστορικών διαστάσεων που οδήγησε σε έλλειψη ιστορικών εναλλακτικών σε σχέση με την διακυβέρνηση από την γραφειοκρατία. Αλλά η ίδια η πρόοδος της σοβιετικής κοινωνίας κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του αιώνα, που επιτεύχθηκε στη βάση όσων κατακτήσεων της Οκτωβριανής Επανάστασης έχουν απομείνει και παρά την κακή διακυβέρνηση της γραφειοκρατίας, σιγά σιγά υπονομεύει τη βάση αυτής της παθητικότητας. Όσο πιο δυνατή, καταρτισμένη και καλλιεργημένη γίνεται η εργατική τάξη, τόσο περισσότερο η δυσαρέσκεια και η προσδοκίες της συγκρούονται με την επιβραδυνόμενη οικονομική ανάπτυξη και τις πολλαπλές κρίσεις που οποίες προκαλούν η κακή διακυβέρνηση και η σπατάλη της γραφειοκρατίας. Έτσι εμφανίζονται συνθήκες που τείνουν να αναζωογονούν την δραστηριότητα της εργατικής τάξης.

Ο Timothy Garton Ash αναφέρει ένα αξιοσημείωτο σημείωμα από τον νέο Πολωνό πρωθυπουργό Mieczyslaw F. Rakowski, το οποίο καταλήγει με την πρόβλεψη ότι εάν ο «σοσιαλιστικός σχηματισμός» δεν βρει τη δύναμη να μεταρρυθμίσει τον εαυτό του, «η περαιτέρω ιστορία του σχηματισμού μας θα σημαδευτεί από σοκ και επαναστατικές εκρήξεις, που θα ξεκινήσουν από έναν ολοένα και πιο φωτισμένο   λαό». Πράγματι. Αλλά όπως ο ίδιος ο Ash ξεκάθαρα σημειώνει, παρά την εύνοιά του για μεταρρυθμίσεις που κινούνται προς μια αποκατάσταση του καπιταλισμού μετριασμένη από μια «φιλελεύθερη» δημοκρατία, η δυσκολία έγκειται ακριβώς στον κοινωνικό συσχετισμό των δυνάμεων: η εργατική τάξη δεν είναι έτοιμη να πληρώσει το τίμημα για μια επιστροφή στον καπιταλισμό, δηλαδή την τεράστια ανεργία και την ανισότητα. Έτσι δεν μπορείς να έχεις γενικευμένη οικονομία της αγοράς μαζί με πολιτική δημοκρατία. Μπορείς να έχεις μόνο μερική οικονομία της αγοράς μαζί με πολιτική καταστολή. Δεν μπορείς να έχεις λοιπόν ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις. Έτσι η πιθανότητα να έχεις πολιτικές επαναστάσεις μεγαλώνει. Ο ίδιος ο Ash μάλλον κυνικά καταλήγει : «Φαίνεται εύλογο να υποτεθεί ότι η μεταρρύθμιση έχει μάλλον μια μεγαλύτερη πιθανότητα ελάχιστης επιτυχίας –δηλαδή την αποτροπή της επανάστασης–, αν όχι για τίποτε άλλο παρά λόγω της περαιτέρω διαφοροποίησης των κοινωνικών συμφερόντων που θα προωθήσει. Η απελευθέρωση του ιδιωτικού τομέα, ειδικότερα, σημαίνει ότι η Ουγγαρία θα μπορούσε να έχει μια επιχειρηματική αστική τάξη που θα πάει στα οδοφράγματα – εναντίον των εξεγερεμένων εργατών. Καπιταλιστές και Κομμουνιστές [εννοεί τα ΚΚ], χέρι χέρι ενάντια στο προλεταριάτο: το κατάλληλο αποτέλεσμα για τον σοσιαλισμό στην Κεντρική Ευρώπη. Αντίθετα, χρειάζονται μόνο τα δάχτυλα του ενός χεριού, για να εκτιμήσουμε τις πιθανότητες του ποσοστού επιτυχίας ενός ειρηνικού μετασχηματισμού. [37]

Παρόλα αυτά, ακριβώς επειδή η γραφειοκρατία δεν είναι μια άρχουσα τάξη αλλά ένας παρασιτικός καρκίνος πάνω στην εργατική τάξη και στην κοινωνία συνολικά, η απομάκρυνσή της μέσα από μια πολιτική επανάσταση των εργατών δεν χρειάζεται τον τύπο της ένοπλης σύγκρουσης ο οποίος μέχρι τώρα συνοδεύει τις επαναστάσεις στις ταξικές κοινωνίες, συμπεριλαμβανομένων των σύγχρονων καπιταλιστικών. Χρειάζεται κάτι που μοιάζει περισσότερο με χειρουργική επέμβαση. Αυτό επιβεβαιώθηκε στην περίπτωση της Ουγγαρίας το 1956, η οποία έφτασε πιο κοντά απ’ όλες σε μια νικηφόρα πολιτική επανάσταση.  Ένα σημαντικό κομμάτι του μηχανισμού του ΚΚ και πρακτικά όλος ο στρατός πέρασε με το μέρος των εργατών (του λαού). Μόνο μια χούφτα πρακτόρων της μυστικής αστυνομίας αντιτέθηκε ένοπλα στις νικηφόρες μάζες σε ανοιχτές προβοκάτσιες, προκαλώντας έτσι μια ανοιχτή σύγκρουση (και τη δική τους θλιβερή μοίρα), η οποία διαφορετικά θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί. Στην Τσεχοσλοβακία το 1968 μια παρόμοια κατάσταση τέθηκε σε κίνηση. Στην πραγματικότητα, σε όλες τις περιπτώσεις τέτοιων πολιτικών επαναστάσεων που έχουν συμβεί μέχρι τώρα, μόνο η ξένη στρατιωτική εμπλοκή μπόρεσε να τις αποτρέψει από το να είναι νικηφόρες σχεδόν χωρίς καθόλου αιματοχυσία. Δεν βλέπει κανείς τι δύναμη θα μπορούσε να αντικαταστήσει μια τέτοια ξένη παρέμβαση στην περίπτωση της ΕΣΣΔ, πιθανότατα όχι ο σοβιετικός στρατός. Και η ικανότητα της Κα Γκε Μπε να καταστείλει 265 εκατομμύρια ανθρώπους φαίνεται τουλάχιστον αμφίβολη.

Η ιστορία έχει επίσης επιβεβαιώσει τον ουτοπικό χαρακτήρα της ιδέας ότι η οικοδόμηση του σοσιαλισμού μπορεί να επιτευχθεί σε μια μόνο χώρα ή σε έναν μικρό αριθμό χωρών. Έχει επιβεβαιώσει ότι η ΕΣΣΔ (και το λεγόμενο «σοσιαλιστικό στρατόπεδο») δεν μπορεί να ξεφύγει της πίεσης της παγκόσμιας αγοράς (ή του διεθνούς καπιταλισμού), την πίεση των πολέμων και την κούρσα των στρατιωτικών εξοπλισμών, την πίεση των συνεχών τεχνολογικών καινοτομιών και την πίεση της αλλαγής των καταναλωτικών συνηθειών για τη μάζα των παραγωγών. Αλλά η γραφειοκρατική δικτατορία, απέχοντας πολύ από το να είναι ένα αναπόφευκτο αποτέλεσμα αυτής της πίεσης, υπονομεύει την αντίσταση σ’ αυτή την πίεση, που θα ενισχυόταν αισθητά από την πολιτική επανάσταση στην ΕΣΣΔ και την Ανατολική Ευρώπη. Θα γινόταν δυνατά νέα βήματα προς τον σοσιαλισμό. Αλλά δεν θα έπρεπε να πέσουμε στην ψευδαίσθηση ότι θα μπορούσε, ακόμη και έτσι, να επιτευχθεί μια αταξική κοινωνία, ανεξάρτητα από την ανάπτυξη της επανάστασης αλλού.

VI. H παγκόσμια επανάσταση σήμερα

Η έννοια των τριών τομέων της παγκόσμιας επανάστασης αναφέρεται στα διαφορετικά στρατηγικά και ιστορικά καθήκοντα με τα οποία βρίσκεται αντιμέτωπη η επαναστατική διαδικασία σήμερα. Αλλά αυτή αντιπροσωπεύει μόνο το πρώτο βήμα προς τη συγκεκριμενοποίηση της έννοιας της παγκόσμιας επανάστασης σήμερα. Το ερώτημα αυτών των τομέων της επανάστασης, της αλληλεπίδρασής τους και άρα της σύνδεσής τους πρέπει επίσης να τεθεί.

Για δεκαετίες, οι απολογητές των σταλινικών δικτατοριών συνήθιζαν να λένε ότι το να αποκαλύψουμε την σκοτεινή πλευρά της σοβιετικής πραγματικότητας (επίσης της Ανατολικής Ευρώπης, της Κίνας) αποθαρρύνει τους εργάτες της Δύσης από το να παλέψουν για την ανατροπή του καπιταλισμού. Αλλά η ιστορία έχει πλήρως αποκαλύψει ότι είναι αδύνατο να διεξάγεις μια μάχη για έναν καλό σκοπό στη βάση ψεμάτων, με μισοαλήθειες ή κρύβοντας την αλήθεια. Όπως ήταν αδύνατο, μακροπρόθεσμα, να κρύψουν τις αποκρουστικές πλευρές της σοβιετικής πραγματικότητας από τις μάζες των εργατών στη Δύση και στην Ιαπωνία (συμπεριλαμβανομένων όσων ήταν προσκολλημένοι ή ψήφιζαν τα κομμουνιστικά κόμματα), κατέληξαν να τις αφοιμοιώσουν. Αυτό που πραγματικά αποθάρρυνε και έσπασε το ηθικό των μαζών δεν ήταν η αποκάλυψη αυτών των γεγονότων, αλλά τα γεγονότα τα ίδια – συμπεριλαμβανομένων των δεκαετιών καταστολής τους από τα ΚΚ και τους συνοδοιπόρους τους. Ένα από τα μεγαλύτερα υποκειμενικά εμπόδια σε μια νέα ανάπτυξη της επαναστατικής συνείδησης ανάμεσα στους εργαζόμενους της δύσης είναι η αποκρουστική μάσκα την οποία έχει φορέσει ο σταλινισμός στον σοσιαλισμό (κομμουνισμό). Συνεισφέροντας στο να σχιστεί αυτή η μάσκα, μια νικηφόρα πολιτική επανάσταση στην Ανατολή προωθεί τον στόχο του σοσιαλισμού σε όλο τον κόσμο. Δυναμώνει την πάλη ενάντια στον καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό, αντί να την αδυνατίζει.

Η ιδέα ότι μια τέτοια επανάσταση θα εξασθενούσε τουλάχιστον την ΕΣΣΔ (ή το «σοσιαλιστικό στρατόπεδο») σε κρατικό επίπεδο και με τον τρόπο αυτό θα αλλάξει τον στρατιωτικό συσχετισμό υπέρ του ιμπεριαλισμού, είναι επίσης αβάσιμη. Είναι ένα αναντίρρητο γεγονός ότι η ύπαρξη της ΕΣΣΔ, παρά τη γραφειοκρατική δικτατορία και τη θεωρία της «ειρηνικής συνύπαρξης», συνέβαλε αντικειμενικά στη νίκη και τελικά στην εδραίωση της Κινέζικης Επανάστασης και στην πτώση των αποικιακών αυτοκρατοριών τις μετέπειτα δεκαετίες. Αλλά παράλληλα με αυτή την αντικειμενική πραγματικότητα πρέπει να δούμε το γεγονός ότι η σοβιετική γραφειοκρατία προσπάθησε να παρεμποδίσει την πρόοδο της Κινέζικης Επανάστασης μέσα από την στρατηγική που υποστήριξε, και ότι διαδραμάτισε κομβικό ρόλο στην σταθεροποίηση του καπιταλισμού στη Δυτική Ευρώπη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Επιπλέον, είναι λάθος να αποσυνδέουμε την στρατιωτική δύναμη από την οικονομική και κοινωνική βάση της και από την πολιτική φύση των κυβερνήσεων. Μια Σοβιετική Ένωση, πόσο μάλλον ένα «σοσιαλιστικό στρατόπεδο», που κυβερνιέται μέσα από μια πλουραλιστική σοσιαλιστική δημοκρατία και μια ευρεία συναίνεση  της πλειοψηφίας των εκμεταλλευόμενων, θα ήταν πολύ πιο αποτελεσματική οικονομικά, θα ασκούσε πολύ μεγαλύτερη παγκόσμια επιρροή και θα ήταν έτσι πολύ δυνατότερη στρατιωτικά από την ΕΣΣΔ σήμερα. [38]

Η έννοια της αλληλεξάρτησης μεταξύ των τριών τομέων της παγκόσμιας επανάστασης υποστηρίζεται από το γεγονός ότι ενώ οι νικηφόρες επαναστάσεις στις χώρες του Τρίτου Κόσμου μπορούν να αποδυναμώσουν τον ιμπεριαλισμό, δεν μπορούν να το ανατρέψουν. Στην εποχή των πυρηνικών όπλων είναι προφανές ότι ο ιμπεριαλισμός μπορεί μόνο να ανατραπεί μέσα στις ίδιες τις μητροπόλεις του. Αλλά το κύριο εμπόδιο σε αυτή την ανατροπή δεν είναι η αντικειμενική δύναμη του ιμπεριαλισμού ή του αστικού κράτους, ούτε η απουσία των διαδηλώσεων που εκδηλώνονται περιοδικά μέσα στις μητροπόλεις. Το κύριο εμπόδιο είναι υποκειμενικό: το επίπεδο της συνείδησης της δυτικής (και γιαπωνέζικης) εργατικής τάξης και η ποιότητα της πολιτικής ηγεσίας της. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, νέα ποιοτικά βήματα προς τον σοσιαλισμό στην ΕΣΣΔ και την Ανατολική Ευρώπη και η απομάκρυνση των γραφειοκρατικών δικτατοριών, θα βοηθούσε πολύ στη λύση αυτού του προβλήματος.

Από την άλλη, οποιοδήποτε βήμα προς μια νικηφόρα προλεταριακή επανάσταση στη Δύση και στις πιο ανεπτυγμένες μισοβιομηχανοποιημένες χώρες του Τρίτου Κόσμου (όπως η Βραζιλία), το οποίο θα συμβεί κάτω από ασύγκριτα πιο ευνοϊκές αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες από ότι η Ρώσικη Οκτωβριανή επανάσταση, θα εισάγει υλικά πλεονεκτήματα τα οποία θα λειτουργήσουν ως ένα δυνατό κίνητρο για τους εκμεταλλευόμενους σε όλες τις χώρες, ξεκινώντας με τους σοβιετικούς εργαζόμενους, αν δεν έχουν ακόμη ανατρέψει το ζυγό της γραφειοκρατίας εκείνη την στιγμή. Για να αναφέρω μόνο μια σημαντική πλευρά μιας ήδη νικηφόρας προλεταριακής επανάστασης σε μια ανεπτυγμένη οικονομικά χώρα : το σύνθημα για μείωση του ωραρίου εργασίας στο μισό θα έπαιζε τον ίδιο ρόλο όπως έπαιξε το σύνθημα «γη, ψωμί, ειρήνη» στη Ρώσικη Επανάσταση. Και αν αυτό πραγματοποιούνταν, κανένα τμήμα της εργατικής τάξης σε όλο τον κόσμο δεν θα έμενε απρόσβλητο σε μια τέτοια πραγματικότητα.

Η δυνητική σχέση –λέμε δυνητική, διότι προφανώς δεν είναι ακόμα ένα γεγονός σήμερα– μεταξύ των τριών τομέων της παγκόσμιας επανάστασης βασίζεται στην ιστορική / κοινωνική ενότητα της παγκόσμιας εργατικής τάξης και στην ισχύ των δυνάμεων που λειτουργούν για την ανάπτυξη συνειδητής επίγνωσης αυτής της ενότητας. Γνωρίζουμε πολύ καλά πόσο ισχυρά είναι τα εμπόδια στο δρόμο προς αυτή την πολιτική συνείδηση. Έχουν απαριθμηθεί και αναλυθεί χίλιες φορές. Αυτό που θέλουμε να τονίσουμε είναι ότι μπορούν να ξεπεραστούν με τη λειτουργία ακόμα ισχυρότερων αντικειμενικών τάσεων. Η ενότητα της διαδικασίας της παγκόσμιας επανάστασης σχετίζεται με την αυξανόμενη διεθνοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων και του κεφαλαίου –όπως φαίνεται από την εμφάνιση των διεθνικών εταιριών, που είναι οι τυπικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις που κυριαρχούν στην παγκόσμια αγορά–, γεγονός που οδηγεί αναπόφευκτα σε μια αυξανόμενη διεθνοποίηση της ταξικής πάλης. Η σκληρή υλική πραγματικότητα θα διδάξει στη διεθνή εργατική τάξη ότι η υποχώρηση προς καθαρά εθνικές αμυντικές στρατηγικές (για παράδειγμα ο προστατευτισμός) αφήνει όλα τα πλεονεκτήματα στο κεφάλαιο και παραλύει όλο και περισσότερο ακόμα και την υπεράσπιση ενός δεδομένου βιοτικού επιπέδου και πολιτικών δικαιωμάτων. Η μόνη αποτελεσματική απάντηση στη διεθνοποίηση της δύναμης και των ελιγμών του κεφαλαίου είναι ο διεθνής συντονισμός, η αλληλεγγύη και η οργάνωση της εργατικής τάξης. Τις τελευταίες δεκαετίες, η αντικειμενική ανάγκη για την παγκόσμια επανάσταση ως μια ενότητα των τριών παγκόσμιων τομέων της επανάστασης έχει λάβει μια νέα και τρομακτική διάσταση, μέσω της αύξησης του καταστροφικού δυναμικού των σύγχρονων τεχνολογικών και οικονομικών τάσεων, που προκύπτει από την επιβίωση του καπιταλισμού πέρα από την περίοδο της ιστορικής του νομιμότητας. Η συσσώρευση τεράστιων οπλοστασίων πυρηνικών και χημικών όπλων, η επέκταση της πυρηνικής ενέργειας, η καταστροφή των τροπικών δασών, η ρύπανση του αέρα και του νερού σε όλο τον κόσμο, η καταστροφή του στρώματος του όζοντος, η απερήμωση μεγάλων περιοχών της Αφρικής, ο αυξανόμενος λιμός στον Τρίτο Κόσμο: όλες αυτές οι τάσεις απειλούν με καταστροφές που θέτουν ερωτηματικό στη φυσική επιβίωση του ανθρώπινου είδους. Καμία από αυτές τις καταστροφές δεν μπορεί να σταματήσει ή να αποφευχθεί σε εθνικό ή ακόμη και ηπειρωτικό επίπεδο. Όλες ζητούν λύσεις σε μια παγκόσμια κλίμακα. Η συνείδηση σχετικά με την παγκόσμια φύση της κρίσης της ανθρωπότητας και της ανάγκη για παγκόσμιες λύσεις, που ξεπερνούν πλατιά τα εθνικά κράτη, αυξάνεται ραγδαία.

Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ και οι κύριοι σύμβουλοι και οι ιδεολογικοί υποστηρικτές του τείνουν να αντλούν από μια σωστή αντίληψη της παγκοσμιοποίησης των προβλημάτων και της απόλυτης ανάγκης να αποφευχθεί ένας πυρηνικός πόλεμος, το συμπέρασμα ότι σταδιακά αυτά τα παγκόσμια προβλήματα θα επιλυθούν μέσω μιας αυξανόμενης συνεργασίας ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά και τα «σοσιαλιστικά» κράτη. Βασίζονται σε δύο υποθέσεις γι’ αυτή την παρατήρηση. Πρώτον, πιστεύουν ότι μια πορεία προς την παγκόσμια επανάσταση επιδεινώνει τις διακρατικές σχέσεις στο σημείο όπου το ξέσπασμα ενός παγκόσμιου πολέμου θα γίνει πιθανότερο, αν όχι αναπόφευκτο. Δεύτερον, σε επίπεδο τακτικής, υποθέτουν ότι οι εσωτερικές αντιφάσεις του καπιταλισμού θα τείνουν να μειώνονται, ότι η πραγματική ταξική πάλη θα γίνει λιγότερο εκρηκτική, ότι οι τάσεις προς την αυξημένη ταξική συνεργασία θα κυριαρχήσουν στον 21ο αιώνα. Και οι δύο αυτές υποθέσεις είναι εντελώς μη ρεαλιστικές. Είναι του ίδιου τύπου με την ελπίδα ότι θα επιτύχουν να οικοδομήσουν μια πραγματική σοσιαλιστική κοινωνία σε μία μόνο χώρα – και της οποίας ελπίδας αντιπροσωπεύουν με μια έννοια τη λογική συνέχεια. Το γεγονός είναι ότι παρόλο που οι νικηφόρες ή και εν εξελίξει επαναστάσεις έχουν αδιαμφησβήτητα οδηγήσει σε αντεπαναστάσεις από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, έχουν αποτρέψει σε πολλές περιπτώσεις μεγαλύτερους πολέμους από το να συμβούν. Χωρίς τη Γερμανική Επανάσταση του 1918–19 και την επαναστατική γενική απεργία στην ίδια χώρα το 1920, όπως και τις προετοιμασίες για μια γενική απεργία στην Βρετανία την ίδια χρονιά, θα είχε διεξαχθεί ένας μεγαλύτερος πόλεμος ενάντια στη Σοβιετική Ρωσία. Χωρίς τη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης, ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος θα είχε πιθανόν παραταθεί τουλάχιστον κατά έναν χρόνο, αν όχι και περισσότερο. Η επαναστατική έκρηξη στην Ισπανία, τη Γαλλία και την Τσεχοσλοβακία το 1936 επιβράδυνε σημαντικά την πορεία προς τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αν το επαναστατικό ξέσπασμα ήταν νικηφόρο ακόμα και μόνο στην Ισπανία, για να μην πούμε στη Γαλλία όπως και στην Τσεχοσλοβακία, ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί. Έτσι, το να ταυτίζεις τις επαναστάσεις με τους αναπόφευκτους πολέμους είναι απλά μια λάθος ανάγνωση της ιστορίας. Πράγματι, μια νικηφόρα επανάσταση στη Γαλλία και την Βρετανία σήμερα, για να μην πούμε στις ΗΠΑ, θα ήταν ο πιο σίγουρος δρόμος για να γίνει αδύνατος ένας παγκόσμιος πόλεμος.

Η πραγματική συλλογιστική της νεορεφορμιστικής εκδοχής του Γκορμπατσόφ για την «παγκοσμιοποίηση» βασίζεται στην κλασική ρεφορμιστική ψευδαίσθηση της μείωσης της εκρηκτικότητας και της έντασης των εσωτερικών αντιφάσεων του καπιταλισμού και της αστικής κοινωνίας. Έχουμε ήδη ασχοληθεί με τον μη ρεαλιστικό χαρακτήρα αυτής της υπόθεσης. Σφάλλει ιδιαίτερα επειδή δεν λαμβάνει υπόψη τη διαρθρωτική σχέση μεταξύ των καταστροφικών χρήσεων της τεχνολογίας και των οικονομικών πόρων αφενός και των ανταγωνιστικών συμπεριφορών, των ανταγωνιστικών συγκρούσεων, της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και της οικονομίας της αγοράς, αφετέρου. Η αστική κοινωνία δεν μπορεί ποτέ να οδηγήσει και δεν θα οδηγήσει σ’ έναν κόσμο χωρίς όπλα και χωρίς τεχνολογικές καινοτομίες που εφαρμόζονται αδιαφορώντας για το τίμημα στη φυσική και ανθρώπινη οικολογία. Χρειάζεστε τον σοσιαλισμό για να πετύχετε αυτούς τους στόχους. Και πρέπει να πετύχετε αυτούς τους στόχους, αν η ανθρωπότητα πρόκειται να επιβιώσει. Η πιο ισχυρή δικαιολόγηση της παγκόσμιας επανάστασης σήμερα είναι ότι η ανθρωπότητα είναι κυριολεκτικά αντιμέτωπη με το μακροπρόθεσμο δίλημμα: Σοσιαλιστική Ομοσπονδία ή Θάνατος.

 

Υποσημειώσεις

[1] Ακριβώς επειδή η Μαρξιστική θεώρηση της επανάστασης ενσωματώνει την απαραίτητη διάσταση της μαζικής δράσης, η έννοια της «επανάστασης από τα πάνω» δεν είναι αυστηρά ακριβής, παρόλο που χρησιμοποιήθηκε από τον Ένγκελς και έχει φυσικά μια καλή περιγραφική σημασία. Οι μεταρρυθμίσεις του Ιωσήφ ΙΙ στην Αυστρία, η κατάργηση της δουλείας από τον Τσάρο Αλέξανδρο τον δεύτερο, η ενοποίηση της Γερμανίας από τον Μπίσμαρκ, η «επανάσταση» των Μέιτζι στην Ιαπωνία ήταν ιστορικές προσπάθειες να προληφθούν οι επαναστάσεις από τα κάτω με ριζικές μεταρρυθμίσεις από τα πάνω. Σε τι βαθμό ήταν πετυχημένες ή αποτυχημένες σε αυτό τον ιστορικό σκοπό, πρέπει να αναλυθεί σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Το ίδιο ισχύει mutatis mutandis (τηρουμένων των αναλογιών) για την πορεία μεταρρύθμισης του Γκορμπατσόφ στη Σοβιετική Ένωση σήμερα.

[2] Αυτό ήταν το επίγραμμα της εβδομαδιαίας Révolutions de Paris, που άρχισε να εμφανίζεται από το τέλος του Αυγούστου του 1789 στο Παρίσι.

[3] Barrington Moore Jr., The Social Bases of Obedience and Revolt, M.E. Sharpe, White Plains, N.Y. 1978.

[4] Αυτό συνέβαινε κατά την διάρκεια των ημερών που προηγήθηκαν της πτώσης του Σάχη στους δρόμους της Τεχεράνης, ένα θέαμα που ξεχάστηκε σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας των μεταγενέστερων εξελίξεων στη χώρα αυτή

[5] Αυτό δεν απορρέει αυτόματα από την αποσύνθεση και τον αφοπλισμό του προηγούμενου στρατού. Η άρχουσα τάξη μπορεί να κάνει μια προσπάθεια να αντικαταστήσει τον παλιό αστικό στρατό με ένα νέο, όπως έκανε στην Κούβα μετά την πτώση του Μπατίστα και στη Νικαράγουα μετά την πτώση της Σομόζα, αλλά χωρίς επιτυχία.

[6] Αυτή είναι η επικρατούσα εξήγηση των λόγων για την πτώση του Σάχη: ο συνδυασμός της “λευκής επανάστασης” που αποσταθεροποιεί την παραδοσιακή ιρανική κοινωνία και η αγριότητα της SAVAK (η μυστική αστυνομία και υπηρεσίες ασφαλείας του καθεστώτος).

[7] Στη Ρωσία, η αιτία της επανάστασης του Φεβρουαρίου–Μαρτίου 1917 ήταν η παρακμή του τσαρισμού και το τεράστιο παρασιτικό βάρος της εκμετάλλευσης των αγροτών στη γενική οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Οι παράγοντες που πυροδότησαν αυτή την επανάσταση ήταν οι διαδηλώσεις κατά της πείνας των εργατριών γυναικών της Πετρούπολης, τις οποίες οι Κοζάκοι αρνήθηκαν να καταπνίξουν. Αυτό εξέφρασε την ανάδυση μιας ντε φάκτο συμμαχίας ανάμεσα στην εργατική τάξη και τους αγρότες, αντίθετα με ό,τι είχε συμβεί στην κατάπνιξη της επανάστασης του 1905. Υπάρχει ωστόσο, επίσης, μια βαθύτερη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στη δομή και την συγκυρία. Το συγκεκριμένο κοινωνικό και πολιτικό καθεστώς στην τσαρική Ρωσία καθόρισε τόσο τη συμμετοχή στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όσο και την αυξανόμενη ανικανότητά του να τα βγάλει πέρα με τις υλικές και πολιτικές απαιτήσεις ενός επιτυχούς πολέμου. Η ανικανότητα αυτή με τη σειρά της βάθυνε την κοινωνική κρίση με έναν δραματικό τρόπο – οδηγώντας σε χρόνιες ελλείψεις τροφής, σε διαδηλώσεις κατά την πείνας και τελικά στις αποφασιστικές ημέρες του ξεσπάσματος της επανάστασης του Φλεβάρη-Μάρτη του 1917. Μια ανάλογη πολυεπίπεδη ανάλυση χρειάζεται για να καταλάβουμε τις σύγχρονες επαναστατικές στιγμές – συμπεριλαμβανομένων των ανεπιτυχών, όπως του Μάη του 1968 στη Γαλλία. Αυτό που συνέβη στη Γαλλία κατά τη διάρκεια της κλιμάκωσης του μαζικού ξεσηκωμού και της γενικής απεργίας αξίζει να δηλωθεί ως επανάσταση, παρόλο που ηττήθηκε. Και ο παράγοντας που προκαλεί την εξέγερση των σπουδαστών στο Παρίσι πρέπει να εξεταστεί από μόνος του στο πλαίσιο μιας βαθύτερης διαρθρωτικής κρίσης κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων. Χρήσιμη εδώ είναι η αξιοσημείωτη έρευνα του Σοβιετικού κοινωνιολόγου Alex D. Khlopin, New Social Movements in the West: Their causes and prospects of developments, η οποία συμπληρώνει τις αναλύσεις των δυτικών Μαρξιστών.

[8] Στη Ρωσία, τα υλικά συμφέροντα των Κοζάκων ως γιων αγροτών, οι συνδέσεις αυτών των συμφερόντων με την πολιτική συνειδητοποίηση, αφενός, και με την εκρηκτική κρίση των σχέσεων παραγωγής στην ύπαιθρο, αφετέρου, όλες συγκλίνουν στο να εξηγήσουν την περίεργη μετατόπιση της συμπεριφοράς των Κοζάκων, στη δεδομένη στιγμή, στο δεδομένο μέρος.

[9] Είναι φυσικά πιθανό, αυτή η κατάρρευση να είναι μόνο προσωρινή και να διαρκέσει μόνο μερικές εβδομάδες ή μήνες. Αλλά αυτό δεν κάνει την κατάρρευση λιγότερη πραγματική. Στη Γερμανία –στο Βερολίνο ειδικά, αλλά όχι μόνο– αυτό είναι που συνέβη τον Νοέμβρη–Δεκέμβρη του 1918. Στη Γαλλία, αυτό είναι που συνέβη στην κλιμάκωση του Μάη του 1968. Πράγματι, πρόσφατα επιβεβαιώθηκε ότι εκείνη την στιγμή ο στρατηγός Ντε Γκολ δεν μπορούσε να τηλεφωνήσει στον στρατηγό Μασού, τον διοικητή του γαλλικού στρατού στην Γερμανία: είχε χάσει τον έλεγχο ολόκληρου του τηλεπικοινωνιακού συστήματος στο Παρίσι ως αποτέλεσμα μιας επιτυχημένης γενικής απεργίας. Μια ανώνυμη γυναίκα τηλεφωνήτρια, με την οποία κατάφερε τελικά να μιλήσει προσωπικά, αρνήθηκε να υπακούσει στην εντολή του. Η απόφαση της απεργιακής επιτροπής επικράτησε. Αυτές είναι οι άγνωστες ηρωίδες και ήρωες της επανάστασης. Αυτό είναι το υλικό με το οποίο γίνονται οι προλεταριακές επαναστάσεις.

[10] Δες Edward Luttwack, Technique of the Coup d’État (1968), συνέντευξη στην Stampa–Sera, 8 Αυγούστου 1988.

[11] Παρόλα αυτά, ο Σπινόζα, ο οποίος ήταν ο ίδιος σκεπτικός για τα αποτελέσματα των επαναστάσεων, διακήρυξε ρητά το δικαίωμα του λαού στην επανάσταση, περισσότερο από έναν αιώνα πριν αυτό το δικαίωμα ενσωματωθεί πρώτα στο Προοίμιο της Αμερικανικής Διακήρυξης Ανεξαρτησίας, στη Γαλλική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη μετά. Σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε, το Γιουγκοσλαβικό Σύνταγμα είναι σήμερα όχι απλά το μόνο που περιέχει ρητά αυτό το δικαίωμα, αλλά ακόμη προσθέτει το καθήκον για επανάσταση κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις.

[12] Το δόγμα της θεμελιώδους «κακίας» της ανθρωπότητας βασίζεται στη Δύση στη δεισιδαιμονία του Προπατορικού Αμαρτήματος. Τελικά, έλαβε ένα ψευδοεπιστημονικό μανδύα με τη σχολή του Κόνραντ Λόρεντς για την υποτιθέμενη καθολική επιθετικότητα των ανθρώπων, την οποία κάποιοι ψυχολόγοι τείνουν να γενικεύουν σε μια ανθρώπινη τάση προς αυτοκαταστροφή. Καλύτεροι ψυχολόγοι, πρώτα και κύρια ο Σίγκμουντ Φρόιντ, επεσήμαναν ότι η ανθρώπινη ψυχή έχει τάση τόσο προς τη συνεργασία όσο και προς την αυτοκαταστροφή, Έρως και Θάνατος, το να αγαπάς και να μισείς. Αν είχε επικρατήσει μόνο το δεύτερο, η ανθρωπότητα θα είχε εξαφανιστεί πολύ καιρό πριν, αντί να δείχνει μια εντυπωσιακή δημογραφική–βιολογική εξάπλωση.

[13] Πριν από δύο χιλιάδες χρόνια, ο εβραίος φιλόσοφος Χίλελ εξέφρασε τις αντιφάσεις του ατομικού σκεπτικισμού με ένα σύντομο τρόπο: «Αν δεν είμαι για τον εαυτό μου, ποιος είναι για μένα; Και αν είμαι μόνο για τον εαυτό μου, τί είμαι τότε; Και αν όχι τώρα, τότε πότε;». Ο Καντ προσπάθησε να ξεφύγει από αυτό το δίλημμα με την κατηγορική προσταγή του, αλλά απέτυχε να την εφαρμόσει με πειστικό τρόπο στις κοινωνικές συγκρούσεις (δες την στάση του απέναντι στη Γαλλική Επανάσταση). Ο Μαρξ βρήκε τη λύση στην κατηγορική προσταγή του να αγωνίζεσαι ενάντια σε όλες τις κοινωνικές συνθήκες στις οποίες οι άνθρωποι είναι υποτιμημένοι, καταπιεσμένοι και αλλοτριωμένοι.

[14] Η επαναστατική συνέχεια διατηρήθηκε από μια χούφτα οπαδούς του Μπαμπέφ, οι οποίοι, μέσω του Μπουοναρότι, βοήθησαν τον Αύγουστο Μπλανκί να εμπνευστεί την Εταιρία των Εποχών, η οποία δημιούργησε μια νέα επαναστατική οργάνωση τη δεκαετία του 1830. Αλλά για σχεδόν σαράντα χρόνια, υπήρχαν πολύ λίγοι οργανωμένοι επαναστάτες στη χώρα που είδε πέντε επαναστάσεις κατά τη διάρκεια ενός αιώνα.

[15] Η διαμάχη συνεχίζεται φυσικά. Ο Ρενέ Σεντιγιό (Le coût de la révolution française, Paris, Perrin, 1987) είναι ο πιο γενναίος «φονέας δράκων» της σημερινής εποχής, ο οποίος συνεχίζει τον αγώνα ενάντια στη Γαλλική Επανάσταση δύο αιώνες μετά. Τα σοφίσματα στα οποία βασίζει τα επιχειρήματά του αποκαλύπτονται από το γεγονός ότι προσθέτει τα θύματα της αντεπανάστασης, και πρώτα εκείνα των πολέμων του Ναπολέοντα, στο κόστος της επανάστασης. Αλλά δεν συγκρίνει αυτό το «κόστος» σε εκείνα των δυναστικών πολέμων του Ancien gime (παλαιό καθεστώς): η καταστροφή του ενός τέταρτου της Γερμανίας, η μεγάλη πείνα στην Γαλλία στις αρχές του 18ου αιώνα κ.λπ.

[16] Η συμπερίληψη του Ντενγκ Ξιαοπίνγκ σ’ αυτή την λίστα είναι φυσικά ανοικτή προς αμφισβήτηση. Ο Μάο δεν ήταν Λένιν. Ήταν περισσότερο ένας ιδιαίτερος συνδυασμός χαρακτηριστικών τόσο του Λένιν όσο και του Στάλιν. Επομένως, ο Ντενγκ, παρά τις πολλές δεξιές τάσεις στην πολιτική του, δεν μπορεί να θεωρηθεί το Θερμιδοριανό ισοδύναμο του Στάλιν για την Κινέζικη επανάσταση.

[17] Συμπτωματικά, αυτή είναι μια από τις αντικειμενικές βάσεις για τον δεύτερο νόμο της «διαρκούς επανάστασης» που διατυπώθηκε από τον Τρότσκι. Για να συνεχιστεί η επαναστατική διαδικασία αφού αρχίσει να υποχωρεί σε μια δεδομένη χώρα, το κέντρο βάρους της πρέπει να μετατοπιστεί σε μια άλλη.

[18] Κλασικά παραδείγματα ηττημένων αντεπαναστατικών πραξικοπημάτων είναι του Κορνίλοφ στην Ρωσία τον Αύγουστο του 1917, των Καπ και φον Λιούτβιτς στη Γερμανία το 1920, και η ισπανική στρατιωτική–φασιστική εξέγερση τον Ιούλιο του 1936 στην Καταλονία, τη Μαδρίτη, τη Βαλένθια, τη Μάλαγα, την περιοχή των Βάσκων κ.λπ.

[19] Μια δημοκρατική αντεπανάσταση είναι μια αντεπανάσταση η οποία ψάχνει να διατηρήσει τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της αστικής δημοκρατίας, συμπεριλαμβανομένου του νόμιμου μαζικού εργατικού κινήματος, του καθολικού δικαιώματος ψήφου και ενός ευρύ ελεύθερου τύπου, αφού έχει συντρίψει τις προσπάθειες των εργατών να κατακτήσουν της εξουσία και να οπλιστούν. Φυσικά, όσο ασχολούνταν με την καταστολή της γερμανικής επανάστασης, οι Έμπερτ, Νόσκε και οι συνεργάτες τους περιόρισαν συστηματικά τις δημοκρατικές ελευθερίες, απαγόρευσαν πολιτικά κόμματα, ανέστειλαν την λειτουργία εφημερίδων, επίταξαν απεργούς και ακόμη κήρυξαν απεργίες παράνομες, για να διατηρήσουν το αστικό κράτος. Επιπλέον, ο Έμπερτ κυνικά έλεγε ψέματα στο πανγερμανικό συνέδριο των συμβουλίων των εργατών και στρατιωτών (Δεκέμβριος 1918) όταν αρνήθηκε ότι έφερε στρατιώτες από το Βερολίνο με σκοπό την καταστολή. Στην πραγματικότητα, το είχε κάνει σε άμεση σύνδεση με τη διοίκηση του αυτοκρατορικού στρατού πίσω από την πλάτη των συντρόφων του «κομισάριων του λαού» (υπουργοί) του Ανεξάρτητου Σοσιαλιστικού Κόμματος. Η καταστολή άρχισε λίγες μέρες αργότερα.

[20] Αυτό συνέβη σε ολόκληρη την Γερμανία ξεκινώντας τον Ιανουάριο του 1919 στο Βερολίνο. Συνέβη στη Βαρκελώνη μετά τις μέρες του Μάη το 1937, στην Ελλάδα ξεκινώντας τον Δεκέμβριο του 1944, στην Ινδονησία το 1965, απλά για να αναφέρουμε μερικά παραδείγματα. Θαρραλέοι αριστεροί σοσιαλιστές όπως οι προπολεμικοί αυστριακοί σοσιαλδημοκράτες και ο Σαλβαδόρ Αλιέντε στη Χιλή δεν αρνήθηκαν να πολεμήσουν την αντεπανάσταση με τα όπλα στο χέρι, αλλά αρνήθηκαν να οργανώσουν και να προετοιμάσουν τις μάζες συστηματικά γι’ αυτή την αναπόφευκτη αναμέτρηση και σκόπιμα άφησαν την πρωτοβουλία στον εχθρό, το οποίο σημαίνει ότι φλερτάρεις με την καταστροφή.

[21] Οι επαναστάτες δεν μπορούν να «δημιουργήσουν επαναστάσεις» ούτε μπορούν να τις «προκαλέσουν» τεχνητά (αυτή είναι η βασική διαφορά μιας επανάστασης και ενός πραξικοπήματος). Ο Ένγκελς προχώρησε ακόμα παραπάνω και δήλωσε: «Οι άνθρωποι που καυχιούνται ότι έχουν κάνει επανάσταση, πάντα βλέπουν μόλις την επόμενη μέρα ότι δεν ήξεραν τι έκαναν, ότι η επανάσταση που έχουν ‘κάνει’ δεν μοιάζει καθόλου με αυτή που ήθελαν να κάνουν.» (γράμμα στη Βέρα Ζάσουλιτς, Απρίλιος 1885, MEW, Band 36, p. 307).

[22] Η ιδέα της «συνδυασμένης επανάστασης» εφαρμόζεται επίσης σε κάποιες ιμπεριαλιστικές χώρες, αλλά με μια διαφορετική βαρύτητα των συνδυαζόμενων στοιχείων από αυτών των χωρών του Τρίτου Κόσμου. Π.χ. ο συνδυασμός της προλεταριακής επανάστασης και της αυτοδιάθεσης των καταπιεσμένων εθνικών μειονοτήτων στην Ισπανία, ο συνδυασμός της προλεταριακής επανάστασης και της απελευθέρωσης των μαύρων και των ισπανόφωνων στις ΗΠΑ.

[23] Π.χ. στη Φινλανδία 1917–18, στην Αυστρία 1918–19, 1927, 1934, στη Γερμανία 1918–23, στην Ιταλία 1919–20, 1944–45, 1969, στην Ισπανία 1931–37, στη Γαλλία 1936, 1968, στην Πορτογαλία 1974–75.

[24] Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η αδυναμία διαφυγής από τον «τεχνολογικό καταναγκασμό» αποτελεί σήμερα ένα αξεπέραστο εμπόδιο στο δρόμο της προλεταριακής επανάστασης και του «μαρξικού σοσιαλισμού». Πρόκειται για μια μη αποδεδειγμένη υπόθεση, βασισμένη σε μια petitio principii [λογικός φαύλος κύκλος, όπου αυτό που πρέπει να αποδειχθεί περιλαμβάνεται ήδη άμεσα ή έμμεσα στις προτάσεις/υποθέσεις του συλλογισμού], που λέει ότι η τεχνολογία αναπτύσσεται με κάποιο τρόπο και εφαρμόζεται ανεξάρτητα από τα κοινωνικά συμφέροντα εκείνων που έχουν τα μέσα (κάτω από τη γενικευμένη εμπορευματική παραγωγή: το κεφάλαιο) για να την εφαρμόσουν.

[25] Βλ. Έντουαρντ Μπέρνσταϊν, Οι προϋποθέσεις του σοσιαλισμού και τα καθήκοντα της σοσιαλδημοκρατίας (1899).

[26] Σχετικά με την απομάκρυνση του Κάουτσκι από τον επαναστατικό μαρξισμό το 1909–10, το σημείο καμπής του (η συνθηκολόγησή του μέσα Parteivorstand –στο κεντρικό όργανο της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας– σχετικά με την λογοκρισία που αυτό το σώμα εφάρμοσε στην μπροσούρα του Ο δρόμος προς την εξουσία) και το πολιτικό αποτέλεσμά της στην αντίθεσή του στην εκστρατεία της Ρόζα Λούξεμπουργκ υπέρ των πολιτικών μαζικών απεργίών, βλ. Massimo Salvadori, Karl Kautsky and the Socialist Revolution, NLB, London 1979, pp.123 ff.

[27] Καρλ Κάουτσκι, Οι τρεις πηγές του μαρξισμού (1907), έκδοση στα γαλλικά, Spartacus, Paris 1969, pp. 12–13.

[28] Τα άρθρα του Κάουτσκι σχετικά με τον υπερ–ιμπεριαλισμό, στα οποία θεωρούσε όλο και πιο απίθανους τους ενδοϊμπεριαλιστικούς πολέμους, άρχισαν να εμφανίζονται από το 1912. Το τελευταίο είχε την ατυχία να εμφανιστεί στη Die Neue Zeit αμέσως μετά την έκρηξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου.

[29] Έχουμε αναπτύξει περεταίρω αυτήν την ιδέα στο άρθρο μας Οι λόγοι για την ίδρυση της Τέταρτους Διεθνούς και γιατί παραμένουν βάσιμοι σήμερα (εκδόσεις Εργατική Πάλη).

[30] Ερνέστ Μαντέλ, Ο Επαναστατικός Μαρξισμός Σήμερα, New Left Books, London 1979.

[31] Η περίπτωση της απάντησης των Γερμανών εργατών στο πραξικόπημα Καπ–Λιούτβιτς το 1920 και η απάντηση των Ισπανών εργατών στην φασιστική–στρατιωτική εξέγερση του Ιουλίου του 1936 –σε πιο περιορισμένο βαθμό επίσης η εξέγερση των Ιταλών εργατών το 1948– βοηθάει να ενσωματώσουμε σε αυτήν την τυπολογία την ερώτηση για την προλεταριακή ικανότητα να απαντήσει μαζικά στις αντεπαναστατικές πρωτοβουλίες της μπουρζουαζίας. Αυτό θα παραμείνει στην ατζέντα στη Δύση στο μέλλον, όπως ήταν και στο παρελθόν. Αλλά αυτό δεν δικαιολογεί καμιά άρνηση της αναγνώρισης ότι η διαδικασία των προλεταριακών επαναστάσεων που είναι πιθανή να συμβεί στη Δύση και στην Ιαπωνία πιθανότατα θα είναι αρκετά διαφορετική από αυτά τα συγκεκριμένα παραδείγματα, όπως και από τις επαναστατικές διαδικασίες που γνωρίσαμε στη Γιουγκοσλαβία, την Κίνα, την Ινδοκίνα, την Κούβα, τη Νικαράγουα κατά τη διάρκεια και μετά από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

[32] Βλέπε πάνω σ’ αυτό Norma Geras, Η Κληρονομιά της Ρόζα Λούξεμπουργκ (New Left Books, London, 1976) και στο ότι η Ρόζα είναι μια από τους ιδρυτές, μαζί με τον Τρότσκι, της θεωρίας της δυαδικής εξουσίας που αναδύεται από τις μαζικές απεργίες των εργατών.

[33] Τρότσκι, Και τώρα;, Ιανουάριος 1932 (στη συλλογή Διαλεχτά Έργα, εκδόσεις Εργατική Πάλη).

[34] Ο Λέον Τρότσκι διατύπωσε πρώτη φορά αυτό το συμπέρασμα το 1933 στο άρθρο του Η ταξική φύση της Σοβιετικής Ένωσης (1 Οκτώβρη, 1933 – Writings of Leon Trotsky 1933–1934, p. 101f).

[35] Για το ερώτημα κατά πόσο αυτός ο χαρακτηρισμός είναι έγκυρος, βλέπε Έρνεστ Μαντέλ, Μετά την Περεστρόικα, Verso, London 1988.

[36] Σχετικά με τις θεωρητικές βάσεις του ορισμού της «πολιτικής επανάστασης» και την ανάλυση που οδηγεί σε αυτήν, βλέπε Ερνέστ Μαντέλ, Γραφειοκρατία και εμπορευματική παραγωγή, στο Quatrième Internationale, Νo.24, Απρίλιος 1987. Βλ. και στη συλλογή κειμένων Για τη Γραφειοκρατία, εκδόσεις Εργατική Πάλη.

[37] The New York Review of Books, 27 Οκτωβρίου 1988.

[38] Ο μεξικάνος κοινωνιολόγος Pablo Gonzales Casanova προσπάθησε να αντικρούσει τη νομιμότητα της πολιτικής επανάστασης στα γραφειοκρατικά εργατικά κράτη με βάση μια ιεραρχία επαναστατικών καθηκόντων σε παγκόσμια κλίμακα. Όσο ο ιμπεριαλισμός επιβιώνει, οι επαναστάτες (σοσιαλιστές, αντι–ιμπεριαλιστές) παντού στον κόσμο θα πρέπει να δίνουν προτεραιότητα στον αγώνα ενάντια σ’ αυτό το τέρας περισσότερο από κάθε άλλο αγώνα (βλέπε το κείμενό του Η διείσδυση της μεταφυσικής στον ευρωπαϊκό μαρξισμό του 1983). Κάτω από αυτή την λογική υπάρχει η υπόθεση ότι μια εν εξελίξει, για να μην πούμε μια νικηφόρα, πολιτική επανάσταση σε ένα γραφειοκρατικοποιημένο εργατικό κράτος με κάποιον τρόπο αδυνατίζει τον αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Αλλά αυτή η υπόθεση είναι τελείως αβάσιμη, για τους λόγους που προαναφέραμε.