Γαλλία – οι απεργίες του 1995, του 2003, του 2010: μαθήματα από τρεις κινητοποιήσεις μεγάλης κλίμακας (του Γιάν Σεζάρ)

μετάφραση από το internationalviewpoint.org – 4 Ιανουαρίου 2020

Το γαλλικό συνδικαλιστικό κίνημα γνωρίζει σήμερα το μακρύτερο απεργιακό κύμα εδώ και περισσότερο από 50 χρόνια. Επί σχεδόν ένα μήνα, από τις 5 Δεκεμβρίου 2019, η απεργία έχει γίνει μαζική στον τομέα των μεταφορών (σιδηροδρομικές μεταφορές και δημόσιες συγκοινωνίες της περιοχής του Παρισιού). Ο τρίτος πιο κινητοποιημένος τομέας –οι καθηγητές– επιστρέφει στη δουλειά και απεργεί τη Δευτέρα 6 Ιανουαρίου μετά το διάλειμμα των δύο εβδομάδων στο τέλος του έτους και αναμένεται ότι η απεργία τους να συνεχιστεί.

Ένας από τους τομείς που κινεί το ενδιαφέρον –αν και μικρού μεγέθους– είναι αυτός της Όπερας του Παρισιού, όπου οι χορευτές, οι μουσικοί και άλλοι υπάλληλοι επωφελούνται από ένα ειδικό συνταξιοδοτικό πρόγραμμα που χρονολογείται από τον Λουδοβίκο ΙΔ’. [1] Οι μουσικοί και οι χορευτές έδωσαν αρκετές παραστάσεις στα σκαλιά της όπερας της Βαστίλης ή στο προαύλιο μπροστά από το Palais Garnier (Όπερα Γκαρνιέ) ως μέρος της διαμαρτυρίας τους. Πρόσφατα, απέρριψαν την προσφορά της κυβέρνησης να εισάγει το αυξημένο όριο ηλικίας συνταξιοδότησης μόνο στις μελλοντικές γενιές, δηλώνοντας: «Αλλά είμαστε ένας μόνο μικρός σύνδεσμος σε μια αλυσίδα 350 ετών. Αυτή η αλυσίδα πρέπει να επεκταθεί πολύ στο μέλλον: δεν μπορούμε να είμαστε η γενιά που έχει θυσιάσει την επόμενη.» [2] Αυτό το συναίσθημα είναι ευρέως διαδεδομένο, όπως έθεσε και ο εκπρόσωπος του NPA (Νέο Αντικαπιταλιστικό Κόμμα), Ολιβιέ Μπεζανσενό: «Ποτέ δεν θα ήθελα να γίνω εκείνος ο πατέρας που λέει στον γιο του ότι εξασφάλισα τη συνταξιοδότησή μου θυσιάζοντας τη δική του!». Υπάρχει ακόμη έντονη συμπάθεια της απεργίας από την κοινή γνώμη. [3]

Δημοσιεύουμε αυτό το άρθρο από το περιοδικό l’Anticapitaliste No 46 (Σεπτέμβριος 2013) σχετικά με μερικά προηγούμενα μεγάλα απεργιακά κινήματα στη Γαλλία και τα διδάγματα που πρέπει να αφομοιωθούν.

Μια ματιά πίσω σε τρία μεγάλα κοινωνικά κινήματα που σημάδεψαν τα τελευταία 25 χρόνια και από τα οποία μπορούμε να αντλήσουμε μια σειρά ισορροπημένων συμπερασμάτων που ρίχνουν φως στον συνεχιζόμενο αγώνα.

1995: όταν η CGT και η FO διεξήγαγαν πραγματικά πόλεμο

Όταν, το 1995, ο πρόεδρος Σιράκ ανακοίνωσε μια μεταρρύθμιση της ασφάλισης στην υγεία, μια «σύμβαση» λιτότητας στη SNCF [εθνική σιδηροδρομική εταιρεία της Γαλλίας] και μια ευθυγράμμιση του δημόσιου συνταξιοδοτικού προγράμματος (συμπεριλαμβανομένων και των «ειδικών» προγραμμάτων) με αυτό του ιδιωτικού τομέα, οι περισσότεροι συνδικαλιστές, με την αξιοσημείωτη εξαίρεση της CFDT [Confédération française démocratique du travail – Δημοκρατική Συνομοσπονδία Εργαζομένων, μία από τις δύο μεγαλύτερες γαλλικές συνδικαλιστικές συνομοσπονδίες], αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν μια πραγματική αναμέτρηση με τις αρχές. Η δεξιά επιτέθηκε ακόμα και σε μεγάλες θεσμικές θέσεις των συνδικάτων, που υπονόμευαν την από κοινού διαχείριση της κοινωνικής ασφάλισης και των συνδικαλιστικών τους οχυρών.

Η FO [Force Ouvrière, μια μικρότερη ένωση συνδικάτων] και η CGT [Confédération générale du travail – Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας, η παλαιότερη συνομοσπονδία] προσέφερε στους εργαζόμενους ένα πραγματικό σχέδιο μάχης και ζήτησε ξεκάθαρα την απόσυρση της μεταρρύθμισης. Τα συνδικάτα προετοίμασαν τη βάση των αγωνιστών τους εκ των προτέρων για έναν μεγάλο αγώνα. Οι ημέρες της δράσης παρουσιάστηκαν ως στάδια κλιμάκωσης του αγώνα και όχι ως αποσπασματικές κινήσεις.

Η 10η Οκτωβρίου είχε μεγάλη επιτυχία για πρώτη ημέρα της απεργίας, με μια διαδήλωση που καλούνταν από όλες τις ομοσπονδίες δημοσίων υπαλλήλων και δημόσιων επιχειρήσεων. Στις 12 και 25 Οκτωβρίου, πραγματοποιήθηκε απεργία στην SNCF. Στις 30 Οκτωβρίου, όλα τα συνδικάτα, συμπεριλαμβανομένου ακόμα, σε αυτό το στάδιο, και της CFDT, κάλεσαν “προς νέα κλιμάκωση” στις 14 Νοεμβρίου.

“Αν δύο εκατομμύρια άνθρωποι βγαίνουν στους δρόμους, η κυβέρνησή μου δεν θα αντισταθεί”, δήλωσε ο αλαζονικός και προκλητικός πρωθυπουργός Ζυπέ την επόμενη μέρα, για να χειροκροτηθεί στο Κοινοβούλιο. Το λεγόμενο “Juppethon” ξεκίνησε. Η πλειοψηφία των συνδικαλιστικών οργανώσεων διοργάνωσε δύο νέες ημέρες απεργίας στις 24 και 28 Νοεμβρίου. Η CGT και όλες οι άλλες ομοσπονδίες υπέβαλαν προειδοποιητική επιστολή στη SNCF από τις 24 έως τις 28 Νοεμβρίου. Συμπεριλαμβανομένων των σιδηροδρομικών εργαζομένων της CFDT: ο ομοσπονδιακός γραμματέας Νοτάτ είχε εγκαταλείψει το κίνημα, αλλά αγωνιστές, μερικοί οργανωμένοι γύρω από το σημερινό “Tous ensemble” (Όλοι Μαζί) της αντιπολίτευσης, και ομοσπονδίες κατήγγειλαν αυτή την προδοσία και πήραν τη θέση τους στο κίνημα. Στις 24 Νοεμβρίου, ο Μπλοντέλ [της Force Ouvrière] κάλεσε στο ραδιόφωνο «για γενική κινητοποίηση, ακόμη και πέρα από σήμερα και την 28η Νοεμβρίου». Οι διαδηλώσεις ήταν ιδιαίτερα μαζικές στις επαρχίες: το κίνημα «για τις συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων» αποκρυστάλλωσε μια γενικότερη δυσαρέσκεια.

Πάνω απ’ όλα, οι δημόσιες συγκοινωνίες είχαν παραλύσει, ενώ η απεργία επηρέασε και τους ηλεκτρολόγους, τους ταχυδρομικούς υπαλλήλους, τους δασκάλους και άλλους. Η απεργία με το 85% των διαδηλωτών από την SNCF, που παρατηρήθηκε στις 24 Νοεμβρίου, ανανεώθηκε μαζικά την επόμενη μέρα, έφτασε στα λεωφορεία του Παρισιού και το μετρό. Δεν υπήρχαν πλέον μετρό ή τρένα, και μόνο το 5% των λεωφορείων λειτουργούσαν. Τα 107 από τα 130 ταχυδρομικά κέντρα διαλογής βρίσκονταν σε απεργία στις 5 Δεκεμβρίου. Η επ’ αόριστον απεργία «μέχρι την απόσυρση της μεταρρύθμισης» κατέληξε στον να γείρει η κοινή γνώμη υπέρ του κινήματος. Ωστόσο, η απεργία παρέμεινε περιορισμένη μόνο στον δημόσιο τομέα (και κυρίως στους σιδηροδρομικούς εργάτες που «μπλόκαραν» τη χώρα), που ήταν έτσι «εκπρόσωπος» της δυσαρέσκειας όλων των λαϊκών τάξεων.

Η μέθοδος της γενικής απεργίας

Η επιτυχία αυτή οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στον βολονταρισμό που επέδειξαν οι ηγετικές συνδικαλιστικές ηγεσίες, αλλά και σε εκείνον της βάσης των εργατών, στο δρόμο. Χωρίς ο μηχανισμός των συνδικάτων να το εμποδίζει, πολλοί απεργοί συναντήθηκαν στην SNCF σε μαζικές, δημοκρατικές και διυπηρεσιακές γενικές συνελεύσεις. Οι πιο αγωνιστικοί κλάδοι καθοδήγησαν τους άλλους, στους σιδηροδρομικούς σταθμούς και εκτός, επισκέπτονταν τους εργάτες των ταχυδρομείων, τις αποθήκες λεωφορείων και ούτω καθεξής. Αυτός ο ενθουσιασμός σάρωσε κάθε συντεχνιασμό. Οι απεργοί, οι δάσκαλοι και οι ταχυδρομικοί εργάτες, συγκεντρώθηκαν γύρω από τους σιδηροδρομικούς σταθμούς και ξαναέφτιαξαν τον κόσμο σε μια εξαιρετική, ριζοσπαστική και αδελφική ατμόσφαιρα.

Αυτή ήταν η ομορφιά του κινήματος του 1995: ο αληθινός ρομαντισμός της απεργίας και η εντύπωση ότι μπορούμε όχι μόνο να παραλύσουμε τη χώρα, αλλά και, γιατί όχι, να καταστήσουμε δυνατή μια άλλη κοινωνία . Δύο σημαντικές ημέρες διαδήλωσης, στις 5 και 12 Δεκεμβρίου, σηματοδότησαν το κίνημα και συγκέντρωσαν κι άλλους εργαζόμενους, ανέργους, φοιτητές, “κλιμακώσεις” που έδωσαν έναν ευρύτερο και βαθύτερο πολιτικό χαρακτήρα στο κίνημα.

Η συνθηκολόγηση του Ζιπέ, η ωμότητα του Τιμπό

Ως πρωθυπουργός μιας χώρας που παρέλυσε από την απεργία, ο δεξιός Ζιπέ έπρεπε ταπεινά να αποδεχθεί τον εξευτελισμό. Ανακάλεσε το συνταξιοδοτικό σκέλος του νομοσχεδίου και τη μεταρρύθμιση στη SNCF, διατηρώντας παράλληλα τις πτυχές της κοινωνικής ασφάλισης και της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Τότε ήταν που η CGT υπέδειξε το τέλος το κινήματος.

Ο Τιμπό, γραμματέας της ομοσπονδίας των σιδηροδρομικών εργαζομένων, κάλεσε να τερματιστεί το κίνημα στις 14 Δεκεμβρίου, χωρίς την παραμικρή προσπάθεια να προσποιηθεί τη διαβούλευση με τις γενικές συνελεύσεις των απεργών, πριν από τη διαδήλωση του Σάββατου στις 16 Δεκεμβρίου. Η τελευταία, που μπορεί να είχε επιτρέψει σε νέες κατηγορίες πληθυσμού να συμμετάσχουν στο κίνημα και (ποιος ξέρει;) να δώσει μια νέα διάσταση σε αυτό, μετατράπηκε σε μια χαρωπή παρέλαση νίκης.

Με αυτή την στάση, οι συνδικαλιστικές ηγεσίες, ιδίως της CGT, έσπασαν το πνεύμα της απεργίας όπως το είχε βιώσει ένα μεγάλο μέρος της βάσης, αλλά παρέμειναν συνεπείς σε σχέση με τους αρχικούς στόχους τους: να δείξουν στην κυβέρνηση ότι ήταν ουσιώδεις. Είχαν επιτρέψει στις τοπικές πρωτοβουλίες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων από ακροαριστερούς αγωνιστές να συνεχίσουν, αλλά διατηρούσαν τον έλεγχο του κινήματος και αυτή η ικανότητα ελέγχου επιβεβαιώθηκε από τη βιαιότητα της επιστροφής στην εργασία.

Ωστόσο, η νίκη του 1995 έδειξε τη δυνατότητα να λυγίσει μια κυβέρνηση υπό το βάρος της δύναμης της απεργίας, την ικανότητά της να αλλάζει ευρέως τα πολιτικά μυαλά και τη διάθεσή της, την αποτελεσματικότητα των δημοκρατικών γενικών συνελεύσεων και τις πρωτοβουλίες για την επέκταση του κινήματος βασιζόμενοι στους πιο αγωνιστικούς τομείς . Αλλά και την ανάγκη, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, για γνήσιες δημοκρατικές δομές για την αυτοοργάνωση του αγώνα.

2003: ο ενθουσιασμός μιας μειονότητας, η προδοσία των συνομοσπονδιών

Το περιεχόμενο του 2003 έμοιαζε με αυτό του 1995 όσον αφορά τη φύση των επιθέσεων (ο νόμος Φιγιόν ευθυγράμμιζε το μέγεθος των εισφορών για τους δημόσιους υπαλλήλους με εκείνες του ιδιωτικού τομέα), αλλά όχι όσο αφορά την συνδικαλιστική αντίδραση! Οι συνομοσπονδίες, συμπεριλαμβανομένου της FO και της CGT, ήταν πολύ πιο πρόθυμες να διαδραματίσουν το παιχνίδι του «κοινωνικού διαλόγου» και να αναγνωρίσουν την «ανάγκη για μεταρρύθμιση», χωρίς να υπερασπίζονται σαφείς απαιτήσεις και ιδίως την επιστροφή των εργαζομένων, δημόσιων και ιδιωτικών, στα 37,5 έτη εισφορών. Το ίδιο κενό υπήρξε όσον αφορά την κινητοποίηση. Η κυβέρνηση θα μπορούσε να μείνει ήσυχη, εκτός κι αν υπήρχε μια έκπληξη…

Έκπληξη: η απεργία στον τομέα της Εθνικής Παιδείας

Μια εθνική μέρα δράσης έλαβε χώρα στον τομέα της Παιδείας στις 18 Μαρτίου, ενάντια στην διαδικασία αποκέντρωσης του μη διδακτικού προσωπικού. Τις επόμενες εβδομάδες, μια μειοψηφία προσωπικού μπουχτισμένη από την αναμονή, προχώρησε εκ νέου σε απεργία διαρκείας στα ιδρύματα του Σεν Σαν Ντενί, της Τουλούζης, της Μασσαλίας, της Χάβρης, της Ρουέν, της Ρεουνιόν, του Μπορντό κ.ο.κ. Καθιέρωσαν καθημερινές γενικές συνελεύσεις και επιτροπές κινητοποίησης, ξεκινώντας ταυτόχρονα την “απεργία των πεζών”. Η πρωτοβουλία αυτών των κέντρων αυτο-οργάνωσης και της ενεργητικής μειοψηφίας της απεργιακής δράσης, που στη συνέχεια αναμεταδόθηκε από μερικά τμήματα της ομοσπονδίας των συνδικάτων του FSU (εκπαιδευτικοί), προήλθε από μαχητικές τοπικές ομάδες, στις οποίες αγωνιστές της άκρας αριστεράς από διάφορα ρεύματα (LCR, PT, LO, CNT κ.λπ.) έπαιξαν καθοριστικό ρόλο.

Στην Τουλούζη και στη Νάντη, οι γενικές συνελεύσεις προσέλκυαν μέχρι 800 άτομα. Στη γενική συνέλευση του Ιλ ντε Φρανς, στις 6 Μαΐου, συμμετείχαν περισσότεροι από 500 απεργοί που εκπροσωπούσαν 220 κολέγια και σχολεία, και δεκάδες σχολεία σε σύνδεση με τις γενικές συνελεύσεις από 200 έως 600 τμημάτων και γενικές συναντήσεις σε πόλεις. Ένας εθνικός συντονισμός συναντιόταν τακτικά με εκπροσώπους από εκατοντάδες σχολεία και 44 τμήματα (αν και δεν είχαν ανατεθεί όλοι από γενικές συνελεύσεις τμημάτων). Ήταν ένας τόπος συζήτησης, για την ανάπτυξη μιας απεργιακής πολιτικής, το έμβρυο μιας εθνικής και δημοκρατικής ηγεσίας του κινήματος. Βεβαίως, ποτέ δεν θα ανταγωνιζόταν πραγματικά τις εθνικές συνδικαλιστικές ηγεσίες, λόγω της έλλειψης αναγνωρισμένης νομιμότητας σε όλη τη χώρα, αλλά άσκησαν μεγάλη πίεση σε αυτούς και προσέφεραν ένα πλαίσιο πάλης σε χιλιάδες απεργούς.

Η 6η Μαΐου ήταν μια μεγάλη μέρα για την απεργία στην Εθνική Παιδεία. Παρόλα αυτά, το κίνημα, αμόλυντο από τον συντεχνιασμό (ένα από τα πιο δημοφιλή συνθήματα ήταν: «Φτάνει πια με αυτές τις μαριονέτες που κλείνουν εργοστάσια και διαλύουν τα σχολεία»), γνώριζε ότι δεν θα ήταν δυνατόν να κερδίσουνε μόνοι. Επιδίωξε να διευρύνει το κίνημα σε όλους τους εργαζομένους ενάντια στη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση. Αυτά κλήθηκαν να απεργήσουν από τις συνομοσπονδίες στις 13 Μαΐου.

Ως εκ τούτου, οι απεργοί στην εκπαίδευση χρησιμοποίησαν τη νέα απεργία για να διατηρήσουν τον ενθουσιασμό στο δικό τους περιβάλλον, αλλά και να απευθυνθούν σε άλλους τομείς, διανέμοντας προκηρύξεις στις επιχειρήσεις και διοργανώνοντας διεπαγγελματικές γενικές συνελεύσεις, συγκεντρώνοντας δεκάδες ή εκατοντάδες δασκάλους, σιδηροδρομικούς υπαλλήλους, τους ιδιωτικούς υπαλλήλους, τους άνεργους και ούτω καθεξής. Η ελπίδα, σε αυτό το στάδιο, ήταν η υπόλοιπη χώρα να κινηθεί σε απεργία όπως το 1995, ή τουλάχιστον μια γενική απεργία στις μεταφορές. Κάτι το οποίο δεν έγινε ποτέ.

Προς τη γενική απεργία;

Στις 15 Μαΐου, η CFDT υπό την ηγεσία του Τσερόκ υπέγραψε συμφωνία με τον Φιγιόν και ανακοίνωσε την απόσυρσή του από το κίνημα. Αλλά η νίκη του 1995 δεν στηρίχθηκε στην ενότητα των συνδικάτων. Τίποτα δεν χάθηκε. Η CGT, η οποία εμφανίστηκε πολύ ριζοσπαστική σε σχέση με την ανοικτή προδοσία της CFDT, πρότεινε, ωστόσο, ένα πρόγραμμα αποκλιμάκωσης: μια εθνική διαδήλωση την Κυριακή 25 Μαΐου, απεργία και διαδηλώσεις στις 3 Ιουνίου. Και καμία προειδοποίηση για συνέχιση των απεργιών!

Το επιχείρημα ήταν, το λιγότερο, διεστραμμένο. Μια κοινή διακήρυξη των συνομοσπονδιών της CGT, της FO, της UNSA και της FSU, δήλωσε: «Μόνο μια γενίκευση του κινήματος, σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, σε μακροπρόθεσμη βάση, μπορεί να κάνει την κυβέρνηση να αναστρέψει τις βλαβερές επιλογές της». Πόσο αληθινό! Μόνο που η CGT όχι μόνο αρνήθηκε να κάνει γενική απεργία (όπως και η FO), αλλά δήλωσε στους σιδηροδρομικούς εργαζόμενους ότι δεν πρέπει να προχωρήσουν σε απεργία διαρκείας, αν οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα δεν το έπρατταν. Στις 13 Μαΐου, υπήρχαν όλοι οι απεργοί της SNCF, της RATP και της La Poste το 1995. Την επόμενη μέρα, η απεργία ανανεώθηκε σε μεγάλο βαθμό στις γενικές συναντήσεις ορισμένων σταθμών, στη Μασσαλία, στην Τουλούζη, στο Gare du North στο Παρίσι, στη Ρουέν και ούτω καθεξής. Αλλά η CGT απείλησε άμεσα την την ανανέωση της απεργίας. Σχεδόν παντού, ομάδες επαγγελματικών συνδικαλιστικών στελεχών έφταναν για να μιλήσουν στις τοπικές οργανώσεις της CGT, συνδικαλιστές αξιωματούχοι κάλεσαν τους σιδηροδρομικούς εργάτες να επιστρέψουν στην εργασία τους και να προετοιμαστούν για την εθνική διαδήλωση την Κυριακή 25 Μαΐου (χωρίς απεργία)! Αυτό το πρόγραμμα αποκλιμάκωσε το κίνημα, απομονώνοντας την πανεκπαιδευτική απεργία. Οι απεργοί αποδέχτηκαν την ήττα τους επιστρέφοντας στην εργασία.

Η εθνική διαδήλωση στις 25 Μαΐου ήταν μια τεράστια επιτυχία, με εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους να διαδηλώνουν στους δρόμους του Παρισιού, με τη χαρά ότι η κινητοποίηση είναι μαζική, αλλά και με την ανησυχία μήπως η απεργία δεν παγιωθεί. Το βράδυ, ο συντονισμός μεταξύ των συνδικάτων δεν κάλεσε σε γενική απεργία και ανακοίνωσε μια μετριοπαθής εκτίμηση (δεδομένης της κλίμακας της επίδειξης δύναμης της ημέρας!) 500.000 διαδηλωτών, μακριά από τα συνήθη «φουσκώματα» που δίνουν επίτηδες οι συνδικαλιστικές οργανώσεις.

Η αποτυχία του κινήματος

Στις 3 Ιουνίου, υπήρξε μια νέα επιτυχία, συμπεριλαμβάνοντας τους εργαζόμενους στο σιδηρόδρομο. Αλλά και πάλι, η CGT/ SNCF αποδυνάμωσε την απεργία. Συμφώνησε ήσυχα για μια νέα απεργία διαρκείας, αλλά διακόπηκε την Πεντηκοστή και επανήλθε στις 10. Επέβαλλε γενικές συνελεύσεις ανά τομέα για να διαιρέσει και να αποτρέψει τις κυμαινόμενες επιπτώσεις, προειδοποιώντας για την άφιξη εξωτερικών στοιχείων (κυρίως δασκάλων) στις συναντήσεις. Ήταν συνειδητά αντίθετη με τις μεθόδους του 1995 και έπνιξε την απεργία. Στις 11 Ιουνίου, η CGT ζήτησε επιστροφή στην εργασία. Με την απεργία στη SNCF να έχει τελειώσει, η απεργία στην Παιδεία έληξε μετά από τρεις μήνες, λίγο πριν από την εξεταστική περίοδο.

Στις 12 Ιουνίου πραγματοποιήθηκε συνάντηση της CGT–FO στη Μασσαλία. Ο Μπλοντέλ ζήτησε γενική απεργία, η οποία δεν του κόστισε πολύ. Ο Τιμπό αρνήθηκε και γιουχαρίστηκε από πολλούς αγωνιστές. Αλλά το πρόβλημα δεν ήταν μόνο το γεγονός ότι η CGT ή η FO δεν ζήτησαν με σαφήνεια γενική απεργία, αλλά ότι σκόπιμα αρνήθηκαν να οδηγήσουν σε μια πολιτική γενίκευσης των απεργιών, της οικοδόμησης μιας πραγματικής δοκιμασίας των δυνάμεων.

2010: ένα ισχυρό αλλά ατελές κίνημα

Ο Σαρκοζί ανακοίνωσε την αναβολή του νόμιμου ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης. Η μεταρρύθμιση, σε αντίθεση με το 1995 και το 2003, επηρέασε σαφώς όλες τις κατηγορίες εργαζομένων ταυτόχρονα. Στηρίχθηκε στην παραίτηση και σε ένα κυνικό χρονοδιάγραμμα: πρώτη σύνοψη της μεταρρύθμισης στις 16 Ιουνίου, καλοκαιρινό διάλειμμα και, στη συνέχεια, ταχεία ψηφοφορία για το νόμο το φθινόπωρο. Αλλά αυτή τη φορά, όλες οι συνδικαλιστικές οργανώσεις συναντώνται για να απορρίψουν τη μεταρρύθμιση. Χωρίς όμως να είναι σαφείς σχετικά με τους στόχους και την αποφασιστικότητα!

Στις 24 Ιουνίου, η μέρα δράσης ήταν ήδη καλά οργανωμένη. Στη συνέχεια, μετά το καλοκαίρι, ήρθε η έκπληξη της 7ης Σεπτεμβρίου: πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι στο δρόμο. Όλες οι κατηγορίες εργαζομένων εκπροσωπούνταν στο δρόμο, συμπεριλαμβανομένων των ιδιωτικών υπαλλήλων, μερικές φορές σε ομάδες από τον χώρο εργασίας. Το κίνημα ήταν πολλά υποσχόμενο τόσο σε γενικό όσο και πολιτικό επίπεδο. Αντιπροσώπευε την έκφραση του θυμού ενάντια στην κρίση και την πολιτική της δεξιάς. Για δύο μήνες, οι απεργίες και οι διαδηλώσεις ακολουθούν η μια την άλλη: 23 Σεπτεμβρίου, 12 Οκτωβρίου, 19 Οκτωβρίου, 28 Οκτωβρίου και ούτω καθεξής. Τον Οκτώβριο, περισσότερα από τρία εκατομμύρια άνθρωποι διαδήλωσαν τρεις φορές σε λιγότερο από δέκα ημέρες. Περισσότερο από όλες τις μεγάλες προηγούμενες κινητοποιήσεις! Η μάχη για την κοινή γνώμη είχε κερδηθεί.

Γενική απεργία ή απεργία «δι’ αντιπροσώπων»;

Όλοι όμως θεώρησαν ότι μια σειρά από διαδηλώσεις, ακόμη και μαζικές, δεν ήταν αρκετή. Το ζήτημα της απεργίας προέκυψε. Την ημέρα μετά την διαδήλωση της 12ης, ξεκίνησε μια απεργία διαρκείας, που καλέστηκε από ορισμένες ομοσπονδίες, σε ορισμένους τομείς: στη SNCF, στο προσωπικό της τοπικής αυτοδιοίκησης, στα λιμάνια, στα διυλιστήρια. Μια άλλη έκπληξη αυτού του πολύπλευρου κινήματος ήταν ότι ένα τμήμα νεολαίας, λυκειόπαιδα κατά βάση, κινητοποιήθηκε και βγήκε κι αυτή στους δρόμους.

Ωστόσο, η απεργία έλαβε χώρα μόνο σε λίγους τομείς. Η ελπίδα εξαπλώνεται: τι θα συμβεί αν οι εργάτες των σιδηροδρόμων μπλοκάρουν τη χώρα όπως το 1995; Οι εργαζόμενοι στον τομέα των σιδηροδρόμων απήργησαν αποτελεσματικά για ένα διάστημα έως και 18 ημερών. Ο αριθμός των απεργών (60% στην “κυλιόμενη” απεργία, ίσως 30% στις επιχειρήσεις) πλησίαζε το 1995. Ωστόσο, η διοίκηση της SNCF, αυτή τη φορά, κατόρθωσε να κρατήσει τα μισά τρένα επιβατών σε κυκλοφορία και η απεργία ήταν αδύναμη στο RATP. Και στην τελική, οι εργάτες των σιδηροδρόμων δεν μπορούν μόνοι τους να κάνουν πανεθνική απεργία, άλλοι πρέπει να το κάνουν.

Οι ελπίδες για ένα μπλοκάρισμα μεταφέρθηκαν στη συνέχεια στα διυλιστήρια, τα οποία έγιναν τα προπύργια της απεργίας και υποστηρίχθηκαν από εκατοντάδες απεργούς σε άλλους τομείς. Οι ελλείψεις πετρελαίου φαίνονταν παντού, και η κυβέρνηση έστειλε τα CRS (ΜΑΤ) για να ξεμπλοκάρουν τις αποθήκες καυσίμων. Ο αγώνας των εργαζομένων σε αυτούς τους τομείς είναι καθοριστικός για την προώθηση του κινήματος, καθιστώντας τη γενίκευση της απεργίας δυνατή. Αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει “με αντιπροσώπους” και δεν μπορεί να διαρκέσει αν παραμείνει περιορισμένο σε λίγους τομείς.

Το (μικρό) συνδικαλιστικό παιχνίδι

Όταν το κίνημα έφτασε στο αποκορύφωμά του και το κρίσιμο σημείο του, οι συνδικαλιστικές συνομοσπονδίες συμφώνησαν… να το αφήσουν χωρίς πραγματικές προοπτικές. Το βράδυ της 19ης Οκτωβρίου, ο συντονισμός μεταξύ των συνδικαλιστικών οργανώσεων δεν προσέφερε τίποτα, και στη συνέχεια επέτρεψε στις 21 Οκτωβρίου να προτείνουν δύο, ξεκομμένες, ημέρες απεργίας (28 Οκτωβρίου και 6 Νοεμβρίου).

Με κάποιο τρόπο πέτυχαν ορισμένους από τους στόχους τους. Η μεταρρύθμιση δεν αποσύρθηκε, αλλά είχαν υπενθυμίσει στη δεξιά και στους εργοδότες τη δύναμή τους και οι Tιμπό και Τσερόκ μπορούσαν να υπερηφανεύονται για το γεγονός ότι ήταν πιο συντονισμένοι με τη συνδικαλιστική βάση τους (η CFDT είχε προδώσει το κίνημα του 2003, η CGT το 2007 στο SNCF). Μετά την 28η, οι εργασίες άρχισαν σταδιακά στη SNCF, σε λιμάνια, διυλιστήρια, παρόλο που οι συλλέκτες απορριμμάτων του Παρισιού δεν ανέβαλαν τον αποκλεισμό του αποτεφρωτήρα της Ivry μέχρι τις 8 Νοεμβρίου. Στην τελευταία διαδήλωση, ακόμα, το Σάββατο 6 Νοεμβρίου, εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες διαδήλωσαν, υπερήφανοι που αντέδρασαν στον Σαρκοζί.

Υποσχόμενες προσπάθειες

Εάν αυτές οι ηγετικές συνδικαλιστικές οργανώσεις το 2019 δεν φαίνονταν να είναι αντίθετες στο ίδιο το κίνημα, πάλι σίγουρα δεν θα μπορούσαμε να υπολογίζουμε σε αυτές για να καταστήσουμε δυνατή τη νίκη. Αντίθετα, οι μαχητικές μειονότητες, οι συνδικαλιστικές ομάδες (μερικές φορές συνδέονται με ρεύματα αντιπολίτευσης στη συνδικαλιστική ηγεσία των ομοσπονδιών), συμπεριλαμβανομένων των αγωνιστών από την άκρα αριστερά, έχουν εντείνει τις πρωτοβουλίες. Ακόμη και αν δεν υπήρχε τόσο σημαντικός συντονισμός αυτή τη φορά όπως το 2003 μεταξύ των καθηγητών ή των πραγματικών επιτροπών απεργίας της SNCF, σποραδικά είχαμε εμπειρίες διεπαγγελματικού συντονισμού.

Στο Οτ-ντε-Σεν, μια διεπαγγελματική γενική συνέλευση, με πρωτοβουλία των εκπαιδευτικών και των ταχυδρομικών υπαλλήλων, διοργάνωσε αποκλεισμούς και κοινές διαδηλώσεις. Στην Τουλούζη, έως 600 άτομα από όλους τους πιθανούς τομείς μπλόκαραν μαζί τα κέντρα οικονομικών υπηρεσιών ή το αεροδρόμιο. Στη Ρουέν, μια γενική συνέλευση μεταξύ των συνδικάτων συντόνιζε κάθε είδους ενέργειες (παρεμποδίζοντας την πρόσβαση στη Ρουέν, υποστηρίζοντας τους συντρόφους στο διυλιστήριο και ούτω καθεξής) και δημοσίευσε ένα δελτίο κινητοποίησης. Το ίδιο και στη Μασσαλία και αλλού.

Ο σκοπός ήταν η οικοδόμηση μιας απεργίας διαρκείας στο δικό τους τομέα, η δημιουργία εμβρυακών δημοκρατικών οργανώσεων, η δημιουργία ενεργών μαχητικών δεσμών μεταξύ των ανθρώπων όλων των τομέων. Αυτά τα έμβρυα περιορίζονταν από αυτά της επέκτασης του ίδιου του κινήματος, και χωρίς αμφιβολία τα όρια των δυνάμεων και της εμφύτευσης μαχητών από την άκρα αριστερά. Αλλά είναι τέτοιες πρωτοβουλίες που θα καταστήσουν δυνατό ένα γενικό κίνημα στο μέλλον.

Υποσημειώσεις

[1] Η νόμιμη ηλικία συνταξιοδότησής τους διαφέρει σημαντικά ανάλογα με το επάγγελμα: 42 για τους χορευτές, 50 για τους χορογράφους (σταδιακά αυξήθηκαν σε 57 το 2029), 55 για τους επαγγελματίες τεχνικούς σε περίπτωση εξαιρετικής κόπωσης (αυξήθηκαν σε 57 το 2024, το 2029), 60 για τους καλλιτέχνες στην ορχήστρα, τους διευθυντές ορχήστρας, τους πιανίστες και 62 για το υπόλοιπο προσωπικό. Η νόμιμη ηλικία συνταξιοδότησης των υπαλλήλων στο γενικό σύστημα είναι 62.

[2] 20 Λεπτά, 29 Δεκεμβρίου 2019, https://www.20minutes.fr/arts-stars/culture/2684007-20191229-reforme-retraites-danseurs-opera-paris-envoient-valser-proposition-gouvernement

[3] Σύμφωνα με τη Le Figaro στις 3 Ιανουαρίου 2020, το 61% των Γάλλων θεωρεί ότι η κινητοποίηση ενάντια στη μεταρρύθμιση είναι δικαιολογημένη. – Βλ. https://www.lefigaro.fr/politique/retraites-malgre-un-recul-le-soutien-des-francais-a-la-greve-reste-majoritaire-20200103