Για την αναθεώρηση του Συντάγματος

Η ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

Από την Εργατική Πάλη Δεκεμβρίου

Το αστικό σύνταγμα

Ένα αστικό σύνταγμα, παρ’ όλη την μυθολογία που το περιβάλλει, οργανώνει και διασφαλίζει πάντα τους γενικούς όρους της καπιταλιστικής οικονομίας και το αστικό κράτος. Πάντα αναγνωρίζει και προστατεύει την ατομική ιδιοκτησία, δηλαδή την ατομική ιδιοκτησία πάνω στα μέσα παραγωγής (επιχειρήσεις) —προστατεύει δηλαδή την εκμετάλλευση, την οικονομική και κοινωνική ανισότητα, κ.α. Πάντα οργανώνει έναν ανεξάρτητο και ανεξέλεγκτο από την κοινωνία μηχανισμό, δηλαδή το αστικό κράτος, ώστε να διασφαλίζεται το καπιταλιστικό καθεστώς. Έτσι, τα όποια οικονομικά, κοινωνικά, ατομικά, πολιτικά, συνδικαλιστικά δικαιώματα και ελευθερίες ενσωματώνονται στο σύνταγμα λόγω ενός ευνοϊκού για τους εργαζόμενους συσχετισμού δύναμης, ισχύουν μόνο στον βαθμό που δεν αμφισβητούν τις δύο παραπάνω προϋποθέσεις, είτε είναι τόσο γενικόλογα διατυπωμένα που επί της ουσίας αποτελούν ευχολόγια, είτε περιορίζονται ασφυκτικά από τον εφαρμοστικό νόμο (σχεδόν κάθε άρθρο του συντάγματος τελειώνει με την γνωστή φράση «όπως ο νόμος ορίζει»), είτε ερμηνεύονται αυθαίρετα υπέρ της αστικής τάξης από τα δικαστήρια, ενώ πάντοτε έχουν ανάγκη την έμπρακτη υπεράσπισή τους από το εργατικό κίνημα, διαφορετικά εξατμίζονται.

Αλλά υπάρχουν και ειδικοί λόγοι για την μετατροπή του συντάγματος σε κουρελόχαρτο. Το ελληνικό Σύνταγμα δεν είναι ο ανώτερος καταστατικός χάρτης, μια που είναι υποδεέστερο των διεθνών συμφωνιών (μνημόνια-δανειακές συμφωνίες, ΝΑΤΟ, κ.α.) αλλά και κυρίως του ευρωενωσιακών συμφώνων, αποφάσεων και οδηγιών. Τέλος, είναι γνωστό πως σιωπηρά έχει ήδη δημιουργηθεί ένα παρασύνταγμα από τα ανώτερα δικαστήρια αλλά και από την εκτελεστική εξουσία, προς όφελος της αστικής τάξης και για την διάσωση του χρεοκοπημένου ελληνικού καπιταλισμού.

Η τελευταία αναθεώρηση του συντάγματος

Η τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος, που ολοκληρώθηκε στις 26 Νοέμβρη, συνάντησε την απόλυτη αδιαφορία των εργατικών και φτωχών λαϊκών μαζών. Κι αυτό όχι για τυχαίους λόγους, μια που ο καθένας πλέον γνωρίζει ότι το Σύνταγμα έχει καταντήσει ένα κουρελόχαρτο.

Σε αυτήν την αναθεώρηση είναι αλήθεια ότι δεν πραγματοποιήθηκε ο διακαής πόθος των νεοφιλελεύθερων για συνταγματοποίηση του νεοφιλελευθερισμού (ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί, κ.α.). Αλλά είναι εξίσου αλήθεια ότι αφενός ισχυροποιήθηκε η εκτελεστική εξουσία, η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός (με την αλλαγή εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, κ.α.) και αφετέρου άνοιξε ο δρόμος για την αλλοίωση των εκλογών μέσω της περιβόητης ένταξης των «ομογενών»(;) στο εκλογικό σώμα.

Οι προτάσεις για αναθεώρηση των άρθρων που τελικά δεν πέρασαν αφορούσαν προτάσεις για «προστασία» του νερού, της ενέργειας, της υγείας, και για «διεύρυνση» των εργασιακών δικαιωμάτων όπως της ρητής απαγόρευσης της παραβίασης της αρχής «της ίσης αμοιβής για ίση εργασία» λόγω ηλικιακών διακρίσεων, της κατάργησης των διακρίσεων που αφορούν τον σεξουαλικό προσανατολισμό, την εθνική καταγωγή, κ.α. Ήταν προτάσεις που προπαγανδιστικά είχε κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ στην προηγούμενη Βουλή, ώστε να ενισχύσει την προπαγάνδα του για φιλεργατική πολιτική. Αφενός ήταν γνωστό ότι δεν θα περνούσαν από το τείχος της ΝΔ και του ΚΙΝΑΛ, και αφετέρου ήταν τόσο ασαφώς διατυπωμένες (όπως «καθολική πρόσβαση όλων σε αποτελεσματικές(;) υπηρεσίες υγείας») που δεν θα είχαν κανένα δεσμευτικό αποτέλεσμα ή είχαν ήδη ενσωματωθεί στο δίκαιο.

Τα άρθρα που αναθεωρήθηκαν

Τα 9 άρθρα που αναθεωρήθηκαν είναι: άρθρο 21 με «τη θέσπιση ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος», άρθρο 32 για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, άρθρο 54 για την ψήφο των εκτός επικρατείας εκλογέων, τα άρθρα 62 και 86 για τον περιορισμό της βουλευτικής ασυλίας και την κατάργηση του χρόνου παραγραφής των αδικημάτων τους, άρθρο 68 για τη σύσταση εξεταστικών επιτροπών από την κοινοβουλευτική μειοψηφία, άρθρο 73 με τη θέσπιση δημοψηφισμάτων με λαϊκή πρωτοβουλία και άρθρο 101 για την επιλογή ανεξαρτήτων αρχών.

Η «θέσπιση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος» δεν έχει καμία απολύτως σημασία και είναι μια σκέτη κοροϊδία, μια που το κράτος υποχρεώνεται απλώς να «μεριμνά για τη διασφάλιση συνθηκών αξιοπρεπούς διαβίωσης», που στην πράξη σημαίνει ότι το κράτος θα… ανησυχεί(!) αλλά δεν θα είναι υποχρεωμένο να εφαρμόζει και να διασφαλίζει κανένα ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα.

Τα άρθρα για την ασυλία του βουλευτών και υπουργών αναθεωρήθηκαν μερικώς αλλά εξακολουθούν να καλύπτουν τα σκάνδαλα και την διαφθορά υπουργών και βουλευτών.

Η αναθεώρηση του άρθρου 73 με την θέσπιση δημοψηφισμάτων με λαϊκή πρωτοβουλία, είναι ένα θετικό μέτρο αλλά ακυρώνεται από τις ήδη συνταγματικές προϋποθέσεις, οι οποίες είναι σίγουρο ότι θα αυξηθούν με την ψήφιση του αντίστοιχου νόμου: α) απαιτούνται 500.000 υπογραφές πολιτών που να έχουν δικαίωμα ψήφου — ένα νούμερο υπερβολικά μεγάλο, που αντιστοιχεί σχεδόν στο 10% του εκλογικού σώματος, και που είναι σχεδόν αδύνατο να επιτευχθεί, β) τα δημοψηφίσματα απαγορεύεται να αφορούν δημοσιονομικά θέματα (δηλαδή μισθούς, εργασιακές σχέσεις, δαπάνες για υγεία, παιδεία, κ.α.), εθνικά ζητήματα και θέματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας (συμμετοχή ή όχι στην ΕΕ, συμφωνίες με το ΝΑΤΟ ή σύμφωνα της ΕΕ όπως το Σύμφωνο Σταθερότητας, κ.ο.κ.), γ) αρμόδια για να κρίνει αν ένα θέμα είναι κοινωνικό ή εθνικό θα είναι η πλειοψηφία της Βουλής, κι αυτή θα είναι αρμόδια και για τους όρους διεξαγωγής του δημοψηφίσματος (διατύπωση του ερωτήματος, χρόνος πραγματοποίησής του, κ.α.).

Το πιο επικίνδυνο σημείο στην πρόσφατη αναθεώρηση είναι αυτό για την ψήφο των αποδήμων. Μένει να φανεί το πώς ακριβώς θα συγκεκριμενοποιηθεί με το επερχόμενο νομοσχέδιο, αλλά είναι σίγουρο ότι η ΝΔ στοχεύει να διευρύνει το ελληνικό εκλογικό σώμα με αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες ψήφους «ομογενών» που την υποστηρίζουν, ακόμη κι αν δεν έχουν καμία σχέση με τη Ελλάδα εδώ και αρκετές δεκαετίες.

Τέλος, η αναθεώρηση του άρθρου 32 για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, δίνει πλέον την δυνατότητα στην εκάστοτε κυβέρνηση να εκλέγει Πρόεδρο της Δημοκρατίας ακόμη και με σχετική πλειοψηφία (μικρότερη ακόμη και από 150 βουλευτές), απαλλάσσοντάς την από την ανάγκη προσφυγής σε εκλογές παρά την πιθανή κατακραυγή της κοινωνίας. Σε αυτό το θέμα ήταν εντελώς λάθος και «περίεργη» η θέση του ΚΚΕ που υποστήριξε ότι ο Πρόεδρος δεν θα πρέπει να εκλέγεται, με το επιχείρημα ότι «έτσι θα ισχυροποιηθεί». Ο ρόλος του Προέδρου μπορεί να έχει εξασθενίσει μετά την συνταγματική αναθεώρηση του 1986, αλλά εξακολουθεί να είναι σημαντικός (είναι αυτός που κυρώνει διεθνείς συμφωνίες, κηρύσσει πόλεμο, ρυθμίζει την ομαλή λειτουργία του αστικού πολιτεύματος, κ.α.). Αρκεί να θυμηθούμε τις «ενέργειες» του Παυλόπουλου για την υπονόμευση του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος του 2015. Με αυτήν την έννοια δεν είναι ουδέτερος και διακοσμητικός, και συνεπώς από θέση αρχής θα πρέπει να εκλέγεται από τον λαό.