30 χρόνια από το «βρωμικο» 1989

Το «βρώμικο» 1989

Από την Εργατική Πάλη Ιουλίου-Αυγούστου

Δεκαέξι χρόνια μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, το αστικό πολιτικό σύστημα αντιμετώπισε μια βαθιά πολιτική κρίση, που ονομάστηκε το «Βρώμικο ’89». Διέξοδο στην κρίση έδωσε ο Συνασπισμός (ΚΚΕ και ΕΑΡ-πρώην ΚΚΕ Εσωτερικού), ο οποίος συμμετείχε σε δύο διαδοχικές αστικές κυβερνήσεις, από τον Ιούλη του 1989 έως τον Απρίλη του 1990. Η πολιτική-«δεκανίκι» του Συνασπισμού-ΚΚΕ βοήθησε στη σταθεροποίηση του αστικού συστήματος με τον πολιτικό εγκλωβισμό των εργατικών μαζών, αλλά του κόστισε σημαντικές δυνάμεις, που αποχώρησαν ή διαγράφηκαν.

Η πορεία προς το ’89

Το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, χτυπημένο από την οικονομική κρίση, υιοθετεί ως ιδεολογία τον Νεοφιλελευθερισμό. Επικεφαλής, ο Ρέιγκαν στις ΗΠΑ και η Θάτσερ στη Μ. Βρετανία.

Το ανατολικό μπλοκ αντιμετωπίζει την έκρηξη των αντιφάσεων των γραφειοκρατικών καθεστώτων, που οδηγεί σε εξεγέρσεις και την κατάρρευσή του το 1989-90. Ο ιμπεριαλισμός σχεδιάζει τον επανέλεγχο αυτών των χωρών (θρυμματισμός Σοβιετικής Ένωσης, ενσωμάτωση στο δυτικό στρατόπεδο και στην καπιταλιστική αγορά).

Ο ελληνικός καπιταλισμός ακολουθεί φθίνουσα πορεία. Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ και του Ανδρέα Παπανδρέου στην εξουσία το 1981 έφερε δημοκρατικές και φιλεργατικές αλλαγές υπό την πίεση του κινήματος, όμως δεν πείραξε ούτε τα κέρδη και τις ιδιοκτησίες των καπιταλιστών ούτε τη στρατηγική ενσωμάτωσης στην ΕΟΚ (πρόδρομος της ΕΕ) και το ΝΑΤΟ. Οι οικονομικές σχέσεις με την ΕΟΚ άρχισαν να τσακίζουν την ντόπια παραγωγή. Μεγάλες παραγωγικές μονάδες, οι λεγόμενες προβληματικές, συντηρούνταν με κρατικές ενισχύσεις. Στη γεωργία, οι ΕΟΚικές επιδοτήσεις «ξερίζωναν» την ελληνική παραγωγή. Το ΠΑΣΟΚ κομματικοποίησε πλήρως τον κρατικό μηχανισμό και τον χρησιμοποίησε για ρουσφέτια και μίζες. Το δημόσιο χρέος αυξανόταν σταθερά ως απόρροια όλων των παραπάνω. Νέες μερίδες του κεφαλαίου προσπάθησαν να αναδειχτούν συμμαχώντας με το ΠΑΣΟΚ. Αυτό προκάλεσε την αντίδραση των «παλιών τζακιών» και μεγαλοεκδοτών, που σχεδίασαν τις εξελίξεις αυτής της περιόδου.

Το ΠΑΣΟΚ μετασχηματίστηκε στον δεύτερο πυλώνα του αστικού δικομματισμού. Από το 1985, εφάρμοσε το λεγόμενο «σταθεροποιητικό πρόγραμμα» λιτότητας του Σημίτη, που σφράγισε τον χαρακτήρα του ως εκφραστής των αστικών συμφερόντων.

Στη ΝΔ, ο Κων. Μητσοτάκης επικράτησε των καραμανλικών και τη μετέτρεψε σε εκφραστή του ακραίου νεοφιλελευθερισμού.

Το ΚΚΕ χαρακτηρίζεται από ακολουθητισμό στο ΠΑΣΟΚ − με το λεγόμενο «άθροισμα των δημοκρατικών δυνάμεων» και το «αλλαγή δεν γίνεται χωρίς το ΚΚΕ». Το εκλογικό του ποσοστό το 1985 είναι 9,89%. Το 1988, ΚΚΕ και ΕΑΡ (κομμάτι του ΚΚΕ Εσωτερικού με επικεφαλής τον Λ. Κύρκο) συμμαχούν, δημιουργώντας τον «Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου». Χαρακτηριστική η εγκατάλειψη της θέσης για έξοδο από την ΕΟΚ και η θέση πως ο εκσυγχρονισμός της καπιταλιστικής παραγωγής στην Ελλάδα θα έλυνε τα άμεσα προβλήματα των εργαζομένων! Αυτό υποτίθεται θα ήταν το καθήκον μιας αντιμονοπωλιακής κυβέρνησης με κορμό την αριστερά.

Οι εξελίξεις στο ΚΚΕ ήταν συνάρτηση και των εξελίξεων στη Σοβιετική Ένωση (Γκορμπατσόφ και «Περεστρόικα»).

Τα γεγονότα της περιόδου

Το 1988 ξεσπά το σκάνδαλο Κοσκωτά (τυχοδιώκτης τραπεζίτης). Σύσσωμος ο τύπος κατηγορεί τον Α. Παπανδρέου για χρηματισμό από τον Κοσκωτά. Υπό το βάρος του σκανδάλου γίνονται εκλογές στις 18 Ιούνη 1989 (ΝΔ 44,25% και 145 έδρες, ΠΑΣΟΚ 39,15% και 125 έδρες, Συνασπισμός 13,12% και 28 έδρες, ΔΗΑΝΑ του Κ. Στεφανόπουλου 1 έδρα). Ο αναλογικός εκλογικός νόμος που «μαγείρεψε» το ΠΑΣΟΚ δεν δίνει αυτοδυναμία. Ο Συνασπισμός είναι απαραίτητος εταίρος για να γίνει κυβέρνηση. Ο Χ. Φλωράκης συζητά και με το ΠΑΣΟΚ και με τη ΝΔ. Την 1η Ιουλίου 1989 ανακοινώνεται ο σχηματισμός συγκυβέρνησης ΝΔ-Συνασπισμού, υπό τον Τ. Τζανετάκη, βουλευτή της ΝΔ. Σκοπός υποτίθεται πως ήταν η κάθαρση του πολιτικού συστήματος και νέες εκλογές σε τέσσερις μήνες. Υπουργοποιούνται 4 στελέχη του Συνασπισμού, οι Φ. Κουβέλης, Ν. Κωνσταντόπουλος, Γ. Μυλωνάς, Χ. Παπαμάργαρης. Ο κόσμος είναι έκπληκτος, όπως και τα μέλη του ΚΚΕ. Το τυχάρπαστο σχέδιο του Φλωράκη ήταν να διαλύσει το ΠΑΣΟΚ μέσω των δικαστηρίων και να αναρριχηθεί σε αντιπολίτευση της ΝΔ, ο δε Μητσοτάκης επεδίωκε την αυτοδυναμία με κάθε μέσο.

Από το ΚΚΕ φεύγουν μόνο 3 στελέχη, οι Κ. Κάππος, Κ. Μπατίκας, Ν. Κοτζιάς. Στην ΚΝΕ όμως, η άρνηση της γραμμής της συγκυβέρνησης οδηγεί σε καθαίρεση του Κεντρικού Συμβουλίου της και μαζική αποχώρηση ή διαγραφή της πλειοψηφίας των μελών της.

Το ΚΚΕ, προσπαθώντας να δικαιολογήσει τη στάση του, χρησιμοποίησε ως παράδειγμα τη συμφωνία Σοφούλη-Σκλάβαινα του 1936 (την προδοσία δηλαδή της εξέγερσης του Μάη του ’36), για το ότι ένα «επαναστατικό» κόμμα δεν αρνείται γενικά τις συμφωνίες με αστικά κόμματα! Ένα από τα ελάχιστα νομοσχέδια της συγκυβέρνησης ήταν η ίδρυση της ιδιωτικής τηλεόρασης, που οδήγησε στη μιντιακή εξουσία των καναλαρχών-καπιταλιστών. Το ΚΚΕ θα ανταμειφθεί με μια ραδιοτηλεοπτική συχνότητα.

Τον Σεπτέμβρη του 1989 παραπέμπεται ο Α. Παπανδρέου σε Ειδικό Δικαστήριο, μαζί με 4 υπουργούς (Α. Κουτσόγιωργα, Γ. Πέτσο, Π. Ρουμελιώτη, Δ. Τσοβόλα). Η παραπομπή γίνεται μια μέρα μετά την εκτέλεση του Παύλου Μπακογιάννη της ΝΔ από τη 17 Νοέμβρη, ενώ ο τύπος μιλά για σχέσεις του ΠΑΣΟΚ με την τρομοκρατία και χτυπήματα κατά παραγγελία.

Στις 5 Νοεμβρίου 1989 γίνονται νέες εκλογές (ΝΔ 46,2% και 148 έδρες, ΠΑΣΟΚ 40,7% και 128 έδρες, Συνασπισμός 10,96% και 21 έδρες). Μπροστά στο νέο αδιέξοδο, ο Συνασπισμός δίνει νέα χείρα βοηθείας και σχηματίζει Οικουμενική Κυβέρνηση με ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, υπό τον Ξ. Ζολώτα, συμμαχώντας με αυτούς που καταγγέλλει ως «κλέφτες»! Παραιτούνται 11 μέλη της Κεντρικής Επιτροπής και ο ένας από τους τρεις ευρωβουλευτές. Τον Ιανουάριο του 1990 πολλοί αποχωρήσαντες από το ΚΚΕ και την ΚΝΕ ιδρύουν την ΚΝΕ ΝΑΡ, το σημερινό ΝΑΡ. Η Οικουμενική δεν συμφώνησε για εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας και έγιναν νέες εκλογές στις 8 Απριλίου 1990. Η ΝΔ πήρε 46,88% και 150 έδρες. Εξαγόρασε τον μοναδικό βουλευτή της ΔΗΑΝΑ, τον Κατσίκη, και με 151 ο Μητσοτάκης έγινε πρωθυπουργός.

Τον Μάρτη του 1991 ξεκινάει το Ειδικό Δικαστήριο. Ο Κουτσόγιωργας πεθαίνει από εγκεφαλικό μέσα στο δικαστήριο. Ο Α. Παπανδρέου αθωώνεται, Τσοβόλας και Πέτσος καταδικάζονται σε ελαφρές ποινές.

Η κυβέρνηση της ΝΔ επιχειρεί κατά μέτωπο επίθεση σε νεολαία και εργαζόμενους. Η νεολαία απαντά με το μεγάλο μαθητικό-φοιτητικό κίνημα των καταλήψεων του 1990-91, που τσάκισε το κυβερνητικό νομοσχέδιο και τον υπουργό Παιδείας Κοντογιαννόπουλο, ενώ ο αγωνιστής καθηγητής Ν. Τεμπονέρας δολοφονείται από τάγμα εφόδου ΟΝΝΕΔιτών. Το φθινόπωρο του 1992, είχαμε τον μεγάλο νικηφόρο αγώνα των εργαζομένων στην ΕΑΣ (λεωφορεία Αθήνας), που ο Μητσοτάκης ήθελε να ιδιωτικοποιήσει. Η φθαρμένη κυβέρνησή του θα πέσει μετά την αποχώρηση του Αντώνη Σαμαρά για το «Μακεδονικό». Στις εκλογές του Οκτωβρίου του 1993 θα επικρατήσει ξανά το ΠΑΣΟΚ.

Το 1991, το ΚΚΕ διασπάται, μετά την αποχώρηση της δεξιάς «ανανεωτικής» πτέρυγας, αποχωρεί από τον Συνασπισμό και η Α. Παπαρήγα εκλέγεται γενική γραμματέας. Καθηλώνεται μόνιμα σε ποσοστά γύρω στο 5%.

Ο Συνασπισμός, με ποσοστά 3-4%, θα έχει ρόλο ουράς του ΠΑΣΟΚ. Από αυτόν προέκυψε ο ΣΥΡΙΖΑ, που εκτοξεύτηκε μέσα στην κρίση και λόγω της κατάρρευσης του ΠΑΣΟΚ και το 2015 σχημάτισε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-Δεξιάς (ΑΝΕΛ), με «κορμό την αριστερά». Όχι μόνο τα κόμματα, οι πολιτικές, οι μεταλλάξεις, αλλά ακόμα και τα πρόσωπα του 2019 μας θυμίζουν την ιστορία του 1989. Τα τότε στηρίγματα του συστήματος είναι το σημερινό πολιτικό προσωπικό του 3ου Μνημονίου. Οι τότε αρχάγγελοι της κάθαρσης, σημερινοί πιστοί υπηρέτες των ΕΕ-ΗΠΑ-αστικής τάξης. Τότε και τώρα, επίσημο δεκανίκι του συστήματος το ΚΚΕ. Ως κατήγορος και διασπαστής των αγώνων τότε, στη συνέχεια συκοφάντης του Κινήματος των Πλατειών, αρνητής της άμεσης εξόδου από Ευρώ-ΕΕ στο δημοψήφισμα του 2015.

Η ρεφορμιστική αριστερά είναι και πάλι στον ρόλο του εγγυητή της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και πηγή τεράστιας απογοήτευσης και διάλυσης για το εργατικό κίνημα. Τα διδάγματα του 1989 δεν τα θυμήθηκαν ούτε οι ακροαριστεροί που ενίσχυσαν τον ΣΥΡΙΖΑ, ούτε όσοι βλέπουν το ΚΚΕ σαν όχημα για μια επαναστατική πολιτική.

Μόνο η ανεξαρτησία της επαναστατικής πολιτικής και της πολιτικής και δράσης της εργατικής τάξης μπορεί να οδηγήσει σε μια Κυβέρνηση των Εργαζομένων, που θα εφαρμόσει ένα εργατικό/σοσιαλιστικό πρόγραμμα.