Ευρωεκλογές 2019: παράταση ζωής για την ΕΕ, τα αδιέξοδα οξύνονται

Ευρωεκλογές 2019: παράταση ζωής για την ΕΕ, τα αδιέξοδα οξύνονται

Από την Εργατική Πάλη Ιουνίου

 –

Τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών στις διάφορες χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) έδωσαν λαβή στους κάθε είδους εκπροσώπους και λακέδες του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού να μιλήσουν για νίκη των «φιλοευρωπαϊκών» δυνάμεων, «αναχαίτιση» της ακροδεξιάς και διάψευση όσων περίμεναν ότι οι εκλογές θα σηματοδοτήσουν επιτάχυνση της αποσύνθεσης της ΕΕ. Είναι αλήθεια ότι οι ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές κέρδισαν λίγο χρόνο, κυρίως λόγω των αδυναμιών του εργατικού κινήματος και της κραυγαλέας έλλειψης σοβαρής εναλλακτικής από τα αριστερά (και πολύ περισσότερο με μια αντικαπιταλιστική προοπτική). Επίσης, η συμμετοχή στις ευρωεκλογές σημείωσε σημαντική αύξηση, ξεπερνώντας το 50%, γεγονός όμως που δεν οφείλεται σε κάποια «φιλοευρωπαϊκή» στροφή των μαζών, αλλά στη διάθεση σημαντικών κομματιών τους να βάλουν φραγμό, έστω και μέσω της ψήφου, στην άνοδο των ακροδεξιών ή/και ανοιχτά φασιστικών δυνάμεων.

Ωστόσο, κάθε άλλο παρά ξεπεράστηκαν η διαλυτική κρίση και τα αδιέξοδα της ΕΕ και του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού. Τα αστικά κόμματα που κυριαρχούσαν για δεκαετίες, είτε τα παραδοσιακά δεξιά είτε τα μεταλλαγμένα σοσιαλδημοκρατικά, αποδυναμώνονται συνεχώς, όχι μόνο σε ψήφους, αλλά κυρίως σε πολιτική επιρροή, νομιμοποίηση και απήχηση στα πλατιά λαϊκά στρώματα. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στις μεγαλύτερες και πιο κρίσιμες χώρες, όπου καταβαραθρώνονται ή σημειώνουν ιστορικά χαμηλά ποσοστά (Γερμανία, Γαλλία, Βρετανία, Ιταλία). Η τεράστια κρίση τους δεν μπορεί να κρυφτεί από την προπαγάνδα της φιλοΕΕ ελίτ ότι η άνοδος των αντιδραστικών «ευρωσκεπτικιστών» (Λεπέν, Σαλβίνι, γερμανικό AfD κ.λπ.) δεν πήρε ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις. Η ακροδεξιά, παρά τους κινδύνους που σαφέστατα συνεπάγεται η άνοδός της, δεν αποτελεί σοβαρή εναλλακτική για την αστική στρατηγική, καθώς η πολιτική και κυρίως η κοινωνική κατάσταση (πολύ μεγαλύτερο κοινωνικό βάρος της εργατικής τάξης σε σχέση με τα μικροαστικά στρώματα) είναι ριζικά διαφορετική από την περίοδο του Μεσοπολέμου. Η εκτόξευση των δυνάμεών της, ιδίως στις μεγαλύτερες χώρες, είναι ουσιαστικά ένα σύμπτωμα της βαθιάς κρίσης της αστικής τάξης και του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού.

Για την εκλογική όμως επιβίωση των φιλοΕΕ δυνάμεων και την άνοδο της ακροδεξιάς, τεράστιες είναι οι ευθύνες των  αριστερών και «αριστερών» δυνάμεων, που είτε μεταλλάχτηκαν και πέρασαν οριστικά στο αστικό στρατόπεδο (ΣΥΡΙΖΑ, Podemos κ.ά.), είτε βολοδέρνουν σε πλαδαρά «πλατιά» σχήματα (Μελανσόν κ.ά.), σπέρνοντας αυταπάτες για κοινοβουλευτικές διεξόδους και «ήπια» διαχείριση της κρίσης του καπιταλισμού, εγκαταλείποντας κάθε ταξική και επαναστατική/κομμουνιστική αναφορά, αποφεύγοντας επιμελώς να μιλήσουν για την ανάγκη διάλυσης της ιμπεριαλιστικής ΕΕ, υποτασσόμενες στα αστικά «ευρωπαϊκά ιδεώδη». Από κοντά και η ηγεσία της Ενιαίας Γραμματείας της 4ης Διεθνούς, που αφού διέλυσε τις κυριότερες επαναστατικές δυνάμεις της Ευρώπης μέσα σε «πλατιά» κόμματα και παρδαλούς σχηματισμούς και ενταφίασε την ελπιδοφόρα προοπτική της Ευρωπαϊκής Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς (που είχε αρχίσει να σχηματίζεται στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας), βαφτίζει ξεδιάντροπα «διεθνισμό» την απόρριψη της πάλης για τη διάλυση της ΕΕ. Όλοι αυτοί χάρισαν στους ακροδεξιούς το μονοπώλιο της αντιΕΕ στάσης και τους επέτρεψαν να διεισδύσουν σε εργατικά και φτωχά λαϊκά στρώματα.

Παρά την προσωρινή «ανακούφιση» μετά το «ελεγχόμενο» εκλογικό αποτέλεσμα, σε πολλές χώρες, και ιδιαίτερα τις μεγαλύτερες, ίσως και στο αμέσως επόμενο διάστημα, θα εκδηλωθούν ακόμα πιο έντονοι σπασμοί και επιδείνωση της πολιτικής κρίσης, που μπορεί να φτάσει μέχρι και σε αδυναμία σχηματισμού σταθερής και αξιόπιστης κυβέρνησης. Σε κάθε περίπτωση, καταλύτης των εξελίξεων θα είναι η συνέχιση της υποβάθμισης της ΕΕ στο παγκόσμιο παιχνίδι των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, καθώς η οικονομία της και οι πολυεθνικές της θα αλέθονται ανάμεσα στις μυλόπετρες του ανελέητου εμπορικού πολέμου, στον οποίο πρωταγωνιστούν ο αμερικάνικος και ο κινέζικος ιμπεριαλισμός. Μια – πολύ πιθανή – νέα όξυνση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης θα οξύνει στο έπακρο τις αντιθέσεις μεταξύ των κρατών-μελών αλλά και στο εσωτερικό των αστικών τάξεων, βάζοντας σε σοβαρή δοκιμασία τη συνοχή, ίσως και την ίδια την επιβίωση της ΕΕ.

Η νέα σύνθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (ΕΚ) αντανακλά αυτή την κατάσταση και θέτει ακόμα και προβλήματα άμεσης διαχείρισής της. Για πρώτη φορά, το δεξιό Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ) και οι Σοσιαλδημοκράτες δεν διαθέτουν την απόλυτη πλειοψηφία, καθώς συγκεντρώνουν μαζί 332 έδρες (179 και 153 αντίστοιχα), από 401 που είχαν. Η ομάδα των Φιλελεύθερων Δημοκρατών αυξάνει τις δυνάμεις της στις 105 έδρες, κυρίως λόγω της προσχώρησης του κόμματος του προέδρου της Γαλλίας Μακρόν. Στους κερδισμένους των εκλογών οι Πράσινοι, που εκμεταλλεύτηκαν την ανάδειξη των περιβαλλοντικών ζητημάτων από τις πρόσφατες κινητοποιήσεις και κέρδισαν 69 έδρες. Τα ακροδεξιά και ευρωσκεπτικιστικά κόμματα ανήκουν σε δύο ομάδες του ΕΚ και συγκεντρώνουν αθροιστικά 112 έδρες, σημειώνοντας μεγάλη άνοδο. Τέλος, η ομάδα της ρεφορμιστικής αριστεράς GUE/NGL παραμένει σε χαμηλά επίπεδα, με 38 έδρες.

Η απώλεια της πλειοψηφίας από τις δύο μεγαλύτερες πολιτικές ομάδες και ο έντονος κατακερματισμός στο ΕΚ θα δυσκολέψουν σε μεγάλο βαθμό την επιλογή των προσώπων που θα καταλάβουν τα αξιώματα-κλειδιά της ΕΕ, δηλαδή των προέδρων της Κομισιόν, του ΕΚ και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, του επικεφαλής της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ και του διοικητή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Τα πολύμηνα παζάρια που θα απαιτηθούν για το μοίρασμα των «καρεκλών» προκαλούν εύλογη ανησυχία στα επιτελεία του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού, καθώς δεν αποκλείεται να οδηγήσουν σε παράλυση των «ευρωπαϊκών θεσμών» για αρκετά μεγάλο διάστημα.

Στη συνέχεια, θα αναφερθούμε αναλυτικότερα στα εκλογικά αποτελέσματα στις κυριότερες χώρες και στις πολιτικές εξελίξεις που σηματοδοτούν.

Γερμανία

Στην ηγεμονική χώρα της ΕΕ, η κρίση του παραδοσιακού δικομματισμού Χριστιανοδημοκρατών (CDU)-Σοσιαλδημοκρατών (SPD), που συγκυβερνούν εδώ και 10 περίπου χρόνια, παίρνει ιστορικές διαστάσεις. Και τα δύο κόμματα πέφτουν σε ιστορικό χαμηλό, με ποσοστά 28,9% και 15,8% αντίστοιχα. Ουσιαστικοί νικητές των εκλογών οι Πράσινοι, που αναδεικνύονται δεύτερο κόμμα με 20,5%, εκμεταλλευόμενοι τη φθορά του SPD. Οι ακροδεξιοί του AfD παίρνουν 11%, χωρίς την άνοδο που περίμεναν, ενώ η ρεφορμιστική Αριστερά (Die Linke) περιορίζεται στο απογοητευτικό 5,5%.

Η επιβίωση του κυβερνητικού «μεγάλου συνασπισμού» των δύο «παλιών» κομμάτων είναι πλέον εξαιρετικά αμφίβολη. Στο CDU, η πρόσφατα εκλεγμένη πρόεδρος Άνεγκρετ Κραμπ-Καρενμπάουερ ρίχνει τις ευθύνες στη Μέρκελ, ζητώντας της εμμέσως πλην σαφώς να επισπεύσει την αποχώρησή της, ώστε να τη διαδεχθεί στην καγκελαρία, την ίδια στιγμή όμως δέχεται έντονη αμφισβήτηση από τους εσωκομματικούς αντιπάλους της. Στο SPD τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα, καθώς μεταξύ άλλων ηττήθηκε και στη Βρέμη, ιστορικό προπύργιό του από το 1946. Οι μέρες της προέδρου Άντρεα Νάλες στην ηγεσία είναι μετρημένες, καθώς συγκεντρώνει τα πυρά των «βαρόνων» του κόμματος Σουλτς και Γκάμπριελ αλλά και της «αριστερής» πτέρυγας.

Χαρακτηριστικά για την κατάσταση είναι μεταξύ άλλων τα σχόλια της εφημερίδας Bild ότι «ο μεγάλος συνασπισμός μικραίνει το CDU και σχεδόν εξαφανίζει το SPD» και «Οι Σοσιαλδημοκράτες πρέπει να ξυπνήσουν πριν αποκοιμηθούν για πάντα. Ο μεγάλος συνασπισμός είναι ήδη ιστορία».

Γαλλία

Στη Γαλλία, ο «Εθνικός Συναγερμός» της Λεπέν αναδεικνύεται πρώτο κόμμα με 23,3%, χωρίς όμως να σημειώσει το αποτέλεσμα που περίμενε. Το κόμμα του Μακρόν, σε συνασπισμό με άλλα «κεντρώα» κόμματα, πήρε 22,4%, παίρνοντας μια μικρή «ανάσα», μετά τη θύελλα του κινήματος των «Κίτρινων Γιλέκων». Σαρωτική, στα όρια της εξαφάνισης, είναι όμως η πτώση της παραδοσιακής Δεξιάς (8,5%) και των Σοσιαλιστών (6,2%), ενδεικτική της απέχθειας των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων για αυτά τα κόμματα και τις πολιτικές που εφάρμοσαν επί δεκαετίες. Αρκετά καλό ήταν το αποτέλεσμα των Πράσινων (13,5%).

Οι αριστερές δυνάμεις απέτυχαν παταγωδώς να εκφράσουν το πολιτικό και κοινωνικό κλίμα που έχει δημιουργηθεί από τα «Κίτρινα Γιλέκα». Η «Ανυπότακτη Γαλλία» του Μελανσόν περιορίστηκε στο απογοητευτικό 6,3%, το ΚΚ Γαλλίας έμεινε στο 2,5%, ενώ δύο μικροί σχηματισμοί που δημιουργήθηκαν από μέλη του κινήματος των «Γιλέκων» δεν ξεπέρασαν το 0,5-0,6%.

Η τροτσκιστική Lutte Ouvriere (Εργατική Πάλη), η μεγαλύτερη επαναστατική οργάνωση της Ευρώπης, είχε και αυτή ένα μέτριο ως κακό αποτέλεσμα, με 0,78%. Παρά τη συνεπή πολιτική στάση τους και τη διαρκή παρουσία τους στους αγώνες της γαλλικής εργατικής τάξης, οι σύντροφοι πληρώνουν το γεγονός ότι υποβαθμίζουν την αναγκαιότητα της αντι-ΕΕ πάλης, θέση που δεν τους επιτρέπει να διεισδύσουν στις εργατικές και λαϊκές μάζες.

Βρετανία

Στην άλλοτε κοσμοκράτειρα δύναμη, η τραγελαφική κατάσταση κορυφώνεται, με τους πολίτες να καλούνται στις κάλπες των ευρωεκλογών, ενώ η Βρετανία βρίσκεται σε διαδικασία εξόδου από την ΕΕ. Η επικράτηση του «Κόμματος του Brexit» του εθνικιστή Νάιτζελ Φάριτζ με 31% σαφώς ψαλιδίζει τις ελπίδες όσων θεωρούν ότι οι εργαζόμενοι και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, κάτω από το βάρος των εκβιασμών της ΕΕ, θα «μετανοήσουν» για την ψήφο τους υπέρ της εξόδου στο δημοψήφισμα του 2016. Δεύτερο κόμμα αναδεικνύονται οι Φιλελεύθεροι με 20%, εκφράζοντας τους υποστηρικτές της παραμονής στην ΕΕ, ενώ οι Πράσινοι πήραν 11,8%. Παταγώδης είναι όμως η κατάρρευση των δύο παραδοσιακών κομμάτων, των Συντηρητικών (8,9%) και των Εργατικών (13,7%). Οι Τόρις πληρώνουν την πλήρη αποτυχία τους να διαχειριστούν το Brexit και η διαλυτική τους κρίση κορυφώνεται με την πρόσφατη παραίτηση της πρωθυπουργού Μέι και το πολύ πιθανό ενδεχόμενο διάσπασης μετά την κούρσα της διαδοχής. Αλλά οι μεγάλοι χαμένοι των εκλογών είναι οι Εργατικοί, λόγω των συνεχών μπρος-πίσω του ηγέτη τους Τζέρεμι Κόρμπιν στο θέμα του Brexit, σε πλήρη αναντιστοιχία με τις διαθέσεις της εργατικής βάσης του κόμματος. Η πολιτική κατρακύλα του Κόρμπιν, που μέχρι πρότινος ενσάρκωνε τις ελπίδες σημαντικών κομματιών της βρετανικής εργατικής τάξης αλλά και του συνόλου σχεδόν της ευρωπαϊκής ρεφορμιστικής αριστεράς, συνεχίζεται με τη διαφαινόμενη υποταγή του στην απαίτηση της νεοφιλελεύθερης πτέρυγας του κόμματος να ζητήσουν οι Εργατικοί νέο δημοψήφισμα για το Brexit.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι η πολύπλευρη κρίση σε αυτή την τόσο σημαντική χώρα, ειδικά καθώς θα φτάνουμε στην τελική ευθεία του Brexit, οδηγείται σε παροξυσμό. Οι μικρές αλλά υπολογίσιμες δυνάμεις της επαναστατικής αριστεράς μπορούν και πρέπει να παίξουν ρόλο στους αγώνες που θα ξεσπάσουν, αρκεί να εγκαταλείψουν μια για πάντα τις αυταπάτες τους σχετικά με τον Κόρμπιν και τους Εργατικούς.

Ιταλία

Ιδιαίτερα αρνητικά και ανησυχητικά είναι τα αποτελέσματα στην Ιταλία, καθώς η ακροδεξιά Λέγκα του Σαλβίνι αναδεικνύεται μακράν πρώτη πολιτική δύναμη με 34,3%, ενώ και οι επίσης ακροδεξιοί Αδελφοί της Ιταλίας πήραν 6,5%. Το κεντρώο νεοφιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα σημείωσε σχετική ανάκαμψη, φτάνοντας το 22,7%. Το Κίνημα 5 Αστέρων (Κ5Α) του Ντι Μάιο καταβαραθρώθηκε στο 17% (στις εθνικές εκλογές είχε πάρει πάνω από 30%), πληρώνοντας τη φθορά από τη συγκυβέρνηση με τον Σαλβίνι, τα έργα και οι ημέρες της οποίας απογοήτευσαν την κατά πλειοψηφία αριστερή εκλογική βάση του Κ5Α. Η Φόρτσα Ιτάλια του Μπερλουσκόνι παρέμεινε σε χαμηλά ποσοστά (8,8%).

Από την επομένη των εκλογών ο Σαλβίνι συμπεριφέρεται σαν να ήταν ήδη πρωθυπουργός και ψάχνει αφορμή για διάλυση του κυβερνητικού συνασπισμού και πρόωρες εκλογές, εκβιάζοντας τον Ντι Μάιο να αποδεχθεί την αποπομπή τριών υφυπουργών του Κ5Α. Η κατάρρευση του Κ5Α είναι μια αμείλικτη υπενθύμιση ότι η «αριστερή» και «αντισυστημική» ρητορεία μένει κενό γράμμα χωρίς ταξική πολιτική και ενεργό παρουσία στους αγώνες των εργαζομένων. Ακόμα τραγικότερη η κατάληξη της άλλοτε κραταιάς ιταλικής ρεφορμιστικής αριστεράς, η οποία, 13 χρόνια μετά τη συμμετοχή της στη νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση Πρόντι (υποτίθεται για να φύγει ο Μπερλουσκόνι), δεν μπορεί να ξεκολλήσει από το 1,5-2%.

Ισπανικό Κράτος

 

Στο Ισπανικό Κράτος, οι ευρωεκλογές πραγματοποιήθηκαν ένα μήνα μετά τις εθνικές εκλογές (βλ. ΕΠ Μαΐου) και, όπως ήταν φυσικό, επιβεβαίωσαν την πολιτική κυριαρχία των Σοσιαλιστών του πρωθυπουργού Σάντσεθ, που ανέβηκαν στο 32,8%. Μετά τη συντριπτική ήττα του στις εθνικές εκλογές, το δεξιό Λαϊκό Κόμμα πήρε 20,1%, «επαναπατρίζοντας» ένα μέρος των ψηφοφόρων του που είχε στραφεί στο ακροδεξιό VOX (περιορίστηκε στο 6,2%). Οι νεοφιλελεύθεροι Ciudadanos (Πολίτες) έλαβαν 12,2%, χαμηλότερα από τις εθνικές εκλογές. Η κατρακύλα του Podemos συνεχίζεται (10%). Η Ρεπουμπλικανική Αριστερά Καταλονίας (ERC) κατέβηκε μαζί με αριστερά αυτονομιστικά κόμματα από τη Χώρα των Βάσκων και την περιοχή της Γαλικίας και συγκέντρωσαν 5,6%. Το κόμμα του εξόριστου πρώην προέδρου της Καταλονίας Πουτζντεμόν ανέβηκε στο 4,6%.

Τα καλά εκλογικά αποτελέσματα ελάχιστα διευκολύνουν την προσπάθεια του Σάντσεθ να σχηματίσει σταθερή κυβέρνηση, καθώς (με δεδομένη τη στήριξη του Podemos) θα πρέπει να συνεργαστεί είτε με τους Ciudadanos (κάτι που απορρίπτεται από τη βάση του κόμματος) είτε με κάποιο από τα καταλανικά αυτονομιστικά κόμματα. Η κατάσταση στο καταλανικό ζήτημα περιπλέκεται, καθώς τόσο ο Πουτζντεμόν όσο και ο φυλακισμένος ηγέτης της ERC Ζουνκέρας εξελέγησαν ευρωβουλευτές και βέβαια απαιτούν να ασκήσουν κανονικά τα καθήκοντά τους και να σταματήσουν οι διώξεις του Ισπανικού Κράτους για «ανταρσία», λόγω της διεξαγωγής του δημοψηφίσματος για την ανεξαρτησία της Καταλονίας τον Οκτώβριο του 2017.

Άλλες χώρες

 

Στην Πορτογαλία, το Σοσιαλιστικό Κόμμα πήρε 33,4%, επικρατώντας της δεξιάς με διαφορά πάνω από 11 μονάδες, και ενισχύεται λόγω του σχετικού περιορισμού της πολιτικής λιτότητας από την κυβέρνησή του. Το Μπλοκ της Αριστεράς, που στηρίζει την κυβέρνηση, πήρε 9,8%.

Στην Ολλανδία, ο υποψήφιος των Σοσιαλδημοκρατών για την προεδρία της Κομισιόν Τίμερμανς «ανέστησε» το Εργατικό Κόμμα (βρισκόταν στα πρόθυρα της διάλυσης μετά την περίοδο του γνωστού μας Ντάισελμπλουμ), το οποίο αναδείχθηκε ανέλπιστα πρώτο με 18,9%. Σημειώνεται τεράστιος κατακερματισμός του πολιτικού σκηνικού αλλά και πτώση της ακροδεξιάς.

Σε όλες σχεδόν τις υπόλοιπες χώρες (με εξαίρεση την παραδοσιακά σοσιαλδημοκρατική Σουηδία), επικρατούν δεξιά ή εθνικιστικά/ακροδεξιά κόμματα (Όρμπαν στην Ουγγαρία, εθνικιστές στην Πολωνία, Κουρτς στην Αυστρία κ.λπ.). Αξιοσημείωτο το περίπου 11,7% του Σιν Φέιν στην Ιρλανδία.

Στο Βέλγιο διεξήχθησαν ταυτόχρονα και εθνικές εκλογές. Το εθνικιστικό NVA των Φλαμανδών παραμένει πρώτο κόμμα (όμως με ποσοστό κάτω από 14%!). Το ανοιχτά φασιστικό Vlaams Belang ανεβαίνει στο 11,5% και έρχεται δεύτερο. Οι Σοσιαλδημοκράτες τιμωρούνται για τη σύμπραξή τους σε όλες τις νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις, οι Πράσινοι ενισχύονται και εδώ και ανεβαίνει στο 8,7% ένα αριστερό κόμμα (πρώην μαοϊκό, νυν ρεφορμιστικό), το PTB-PVDA.

Αντί επιλόγου

 

Η αποσύνθεση της ΕΕ μπορεί να επιβραδύνεται αλλά δεν αντιμετωπίζεται. Σεισμικά πολιτικά γεγονότα αλλά και σκληροί αγώνες βρίσκονται μπροστά μας. Η χρεοκοπία των «εύκολων λύσεων», των κοινοβουλευτικών αυταπατών και του «αριστερού ευρωπαϊσμού» είναι εμφανής σε όλη την Ευρώπη, επέφερε βαρύ κόστος στο εργατικό κίνημα και συνέβαλε στην άνοδο της ακροδεξιάς. Μόνη διέξοδος για τους εργαζόμενους, τη νεολαία και τα φτωχά λαϊκά στρώματα της Ευρώπης η οικοδόμηση νέων επαναστατικών δυνάμεων, ικανών να συγκρουστούν σε όλα τα επίπεδα με το τέρας της ΕΕ και να φέρουν πιο κοντά τον επιθανάτιο ρόγχο του.