ΣΥΡΙΖΑ και “κεντροαριστερά”: Μια κούφια στρατηγική

ΣΥΡΙΖΑ ΚΑΙ «ΚΕΝΤΡΟΑΡΙΣΤΕΡΑ»: ΜΙΑ ΚΟΥΦΙΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ

Από την Εργατική Πάλη Φεβρουαρίου

Μετά την ψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών και την αποχώρηση των ΑΝΕΛ από την κυβέρνηση, ο ΣΥΡΙΖΑ θέτει πλέον πρακτικά, και με ορίζοντα τις βουλευτικές εκλογές και τις ευρωεκλογές, τη «στρατηγική» της κυριαρχίας του στην «κεντροαριστερά». Ο Τσίπρας τονίζει πλέον το μέτωπο των «προοδευτικών δυνάμεων», προσπαθώντας να αναβιώσει τον δικομματισμό: από τη μία θα βρίσκεται η ΝΔ και η ακροδεξιά και από την άλλη ο ΣΥΡΙΖΑ και οι προοδευτικές δυνάμεις. Ο Γ. Δραγασάκης, υπουργός Οικονομίας και Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης, δηλώνει ενόψει των ευρωεκλογών ότι χρειάζεται μια απάντηση στην ακροδεξιά και τον νεοφιλελευθερισμό «μέσα από μια ευρεία προοδευτική δημοκρατική συμπαράταξη». Κι αυτό, κατά τον Γ. Δραγασάκη, σημαίνει έναν διαχωρισμό μεταξύ των «παλιών καθεστωτικών δυνάμεων», από τη μια μεριά, και, από την άλλη, τη συμμαχία «του αριστερού προοδευτικού χώρου» με τον ΣΥΡΙΖΑ ως βασικό πυλώνα του. Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται πλέον και όλοι οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ.

Η «στρατηγική» αυτή προετοιμάζονταν βέβαια από καιρό, αν και η κυβερνητική συνεργασία με τους ΑΝΕΛ εμπόδιζε την άμεση υλοποίησή της. Ήδη από τα μέσα του 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ εφαρμόζει μια ακραία μνημονιακή πολιτική, κερδίζοντας επάξια μια θέση ανάμεσα στην σοσιαλδημοκρατική αλητεία της Ευρώπης. Γι’ αυτό και ανταμείβονταν με τις προσκλήσεις των ηγετικών κλιμακίων της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, ως σύμμαχος δύναμη, στις συνόδους των ηγετών της, πριν από κάθε σύνοδο της ΕΕ.

Κατά την διάρκεια της απότομης εκλογικής ανόδου του, ο ΣΥΡΙΖΑ αυτοπροβάλλονταν ως αντιμνημονιακό αριστερό κόμμα. Όταν ανήλθε στην εξουσία, σχημάτισε κυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ και μετά το δημοψήφισμα, μη κρατώντας κανένα πρόσχημα, υιοθέτησε μια ακραία μνημονιακή πολιτική. Όσο περισσότερο βυθίζονταν μέσα στα μνημόνια (3ο και 4ο Μνημόνιο, υποθήκευση της δημόσιας περιουσίας και εσόδων για την αποπληρωμή του χρέους, κ.ά.) τόσο περισσότερο προσπαθούσε να φορέσει έναν ψευτοαριστερό μανδύα: η ωμή επιβολή των μνημονίων ονομάστηκε «έντιμος συμβιβασμός», οι βαθιά ταξικές και αντεργατικές πολιτικές του πασπαλίζονταν από «αντίμετρα»-ελεημοσύνες, η τυχοδιωκτική και δουλοπρεπής υποταγή στις ΗΠΑ, στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ ονομάστηκε «ρεαλιστική εξωτερική πολιτική», η συμπόρευση με την δικτατορία του Σίσι και το Ισραήλ «συμβολή στην ειρήνευση της περιοχής», κ.ο.κ. Μετά τον Αύγουστο του 2018, τυπική λήξη των μνημονίων, άρχισε να πλασάρει το δικό του ελεεινό «success story» περί εξόδου από τα μνημόνια, «επαναφορά στην κανονικότητα», «σταδιακή αποκατάσταση των αδικιών», κ.ά.

Η εκλογική του στρατηγική συνοψίζεται σε μια πρωτοφανή διαστρέβλωση της πραγματικότητας, που θα ζήλευε και ο ίδιος ο Γκέμπελς: α) η χώρα βγαίνει από τα μνημόνια και τη χρεοκοπία, β) εισέρχεται σε μια περίοδο ανάπτυξης, γ) οι αδικημένοι σταδιακά αποκαθίστανται (βλ. «αύξηση» του βασικού μισθού, «μείωση» της ανεργίας, κ.ά.), δ) υπερασπιζόμαστε την «δημοκρατία», ε) αντιμετωπίζεται η άνοδος του ρατσισμού, του εθνικισμού και της ακροδεξιάς, και στ), για να γίνουν όλα αυτά, χρειάζεται ένα «προοδευτικό μέτωπο» με άξονα τον ΣΥΡΙΖΑ.

Με μοχλό αυτήν την απατεωνίστικη εκλογική τακτική, ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί τώρα να διαλύσει τους εξασθενημένους σχηματισμούς της κεντροαριστεράς και να την ανασυνθέσει γύρω από τον εαυτό του ώστε να επιτύχει το καλύτερο δυνατό εκλογικό αποτέλεσμα. Προς το παρόν έχει γνωρίσει μια πρώτη επιτυχία, αποσπώντας βουλευτές και διαλύοντας ουσιαστικά το ΠΟΤΑΜΙ, την Ένωση Κεντρώων και αποσυνθέτοντας το ΚΙΝΑΛ (με την αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ). Αλλά αυτό ήταν σχετικά εύκολο. Τα δύο πρώτα κομματίδια ήταν ήδη μισοφαγωμένα και μισοδιαλυμένα, και απλώς περίμεναν την τυπική καταδίκη τους. Το ΚΙΝΑΛ, από την άλλη, έχει αποστεωθεί στο πρώην ΠΑΣΟΚ (συμπεριλαμβανομένου και του ΚΙΔΗΣΟ του Παπανδρέου) αλλά παρ’ όλα αυτά αντιστέκεται ακόμη απέναντι στην αφομοίωσή του από τον ΣΥΡΙΖΑ. Όχι γιατί έχει την παραμικρή διαφωνία με τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά γιατί ένα τμήμα του προσβλέπει σε μία κυβερνητική συνεργασία με την ΝΔ (αν αυτή δεν πάρει αυτοδυναμία) και ένα άλλο τμήμα του προσδοκά εκλογικά οφέλη ώστε να μπορέσει, με καλύτερους συσχετισμούς, να διαπραγματευτεί την ένωσή του με τον ΣΥΡΙΖΑ.

Η δημιουργία του «προοδευτικού μετώπου» –ή η νέα προσπάθεια ανασύνθεσης της κεντροαριστεράς, αυτή την φορά γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ– θυμίζει τα δίπολα του «μαύρου-άσπρου», της «συντήρησης-προόδου», της «δεξιάς-αντιδεξιάς» κ.ά., κοντολογίς του δικομματισμού. Όμως είναι καταδικασμένη να αποτύχει. Ο δικομματισμός της Μεταπολίτευσης, στην Ελλάδα όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη, δεν ήταν απλώς ένα απατεωνίστικο εκλογικό παιχνίδι για τον εγκλωβισμό των μαζών. Πατούσε πάνω στις κατακτήσεις των μαζών μετά την δικτατορία (στην Ευρώπη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο), στόχευε ως ένα βαθμό στην διατήρησή τους και από ένα σημείο και μετά στην σταδιακή αφαίρεσή τους.

Η αφαίρεση αυτών των οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών κατακτήσεων οδήγησε σε κατάρρευση τόσο τα χριστιανοδημοκρατικά όσο, και κυρίως, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην Ευρώπη, και στο μεσοδιάστημα, στην εμφάνιση τερατογεννέσεων, είτε ακροδεξιών είτε του «ακραίου κέντρου» είτε του τύπου των «πέντε αστέρων». Μια παρόμοια τάση θα υπερισχύσει και στην χώρα μας, όσο το εργατικό κίνημα, η νεολαία και οι φτωχές λαϊκές μάζες δεν αναλάβουν μέσα από τους αγώνες τους να καθαρίσουν την «κόπρο του Αυγεία» που βασιλεύει στο κεντρικό πολιτικό σύστημα. Με αυτήν την έννοια, οι απατεωνιές του ΣΥΡΙΖΑ έχουν περιορισμένο ορίζοντα: αυτόν της αποφυγής της εκλογικής πανωλεθρίας του. Κάτι που δεν είναι καθόλου εύκολο.