Οικονομική κρίση και παγκόσμια αταξία (του Μichel Husson)

Οικονομική κρίση και παγκόσμια αταξία

Μετάφραση από το internationalviewpoint.org, 23 Δεκεμβρίου 2018

10 χρόνια μετά από την κατάρρευση της Λίμαν Μπράδερς, όλο και περισσότερες αναλύσεις παράγονται επικεντρώνοντας σε δύο ερωτήματα: Πως συνέβη; Μπορεί να συμβεί ξανά; Αλλά σχεδόν όλες επικεντρώνουν στη λειτουργία των χρηματοοικονομικών, την προηγούμενη ή τη μελλοντική. Η οπτική που υιοθετούμε εδώ είναι λίγο διαφορετική, καθώς αναζητά τις οικονομικές ρίζες της παγκόσμιας αταξίας. Η καθοδηγητική αρχή της είναι: η εξάντληση του δυναμισμού του καπιταλισμού και η κρίση που άνοιξε πριν από 10 χρόνια οδηγούν σε μια αυξανόμενα χαοτική παγκοσμιοποίηση, φέρνοντας νέες κρίσεις, οικονομικές και κοινωνικές.

Ο καπιταλισμός έχει ξεμείνει από ατμό

Ο δυναμισμός του καπιταλισμού βρίσκεται εντέλει στην ικανότητά του να αυξάνει την παραγωγικότητα, με άλλα λόγια τον όγκο των αγαθών που παράγονται σε 1 ώρα εργασίας. Μετά από τις γενικευμένες υφέσεις του 1974–75 και 1980–82, η αύξηση της παραγωγικότητας επιβραδύνεται. Περάσαμε από αυτό που ορισμένοι αποκαλούσαν «χρυσή εποχή» (για να δώσουν έμφαση στην εξαιρετική φύση αυτή της περιόδου) στον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, που σήμερα απειλείται από μια «δομική ή χρόνια στασιμότητα» (secular stagnation). Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο καπιταλισμός κατάφερε το εξής: να αποκαταστήσει την κερδοφορία παρά την επιβράδυνση της αύξησης της παραγωγικότητας, όπως φαίνεται στο Διάγραμμα 1 [1].

Διάγραμμα 1: Αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας

Πηγή: Total Economy Database Summary Tables, The Conference Board, March 2018

Αυτό έγινε εφικτό μόνο από μια σχεδόν καθολική επιβράδυνση των μισθών, που το μερίδιό τους στο εισόδημα παρουσιάζει τάση μείωσης. Και αυτό είναι αποτέλεσμα μιας σειράς από διαδικασίες που αλληλεπιδρούν η μία στην άλλη (παγκοσμιοποίηση, χρηματιστικοποίηση, τεχνολογικές καινοτομίες, αύξηση του χρέους), που θα ήταν άχρηστο να ψάξει κανείς να αναλύσει τις επιμέρους σχετικές συνεισφορές τους. Η ανισότητα είναι ένα οργανικό μέρος αυτού του συνεκτικού μοντέλου, αλλά αυτή η συνοχή δεν θα μπορούσε να διατηρηθεί [2]. Είναι οι αντιθέσεις αυτού του μοντέλου που οδήγησαν στην κρίση του 2007–08. Η παγκοσμιοποίηση είναι όντως ένα από τα ουσιώδη στοιχεία αυτού του μοντέλου, αλλά η κρίση επέδρασε στην τροποποίηση των χαρακτηριστικών της.

Ο μεγάλος μετασχηματισμός του κόσμου

Η δεκαετία πριν από τη κρίση σημαδεύτηκε από την άνοδο των λεγόμενων αναδυόμενων οικονομιών, ειδικά της Κίνας. Αυτή η «ανάδυση» οδηγείται από μια νέα οργάνωση της παραγωγής, με διαφορετικά τμήματά της διάσπαρτα σε διάφορες χώρες, από το στάδιο της σχεδίασης ως την παραγωγή και τη διανομή στον τελικό καταναλωτή. Αυτές οι «παγκόσμιες αλυσίδες αξίας» έχουν εγκαθιδρυθεί υπό την αιγίδα των πολυεθνικών εταιριών, που υφαίνουν ένα δίχτυ γύρω από την παγκόσμια οικονομία. Ένα «έξυπνο κινητό τηλέφωνο» (smartphone) τώρα σχεδιάζεται, παράγεται και προωθείται στην αγορά από εργάτες στις τέσσερις άκρες της γης.

Η νέα μορφή της παγκοσμιοποίησης εξυπηρέτησε την απόδραση από την κρίση των αρχών της δεκαετίας του 1980, ανοίγοντας ένα ρεζερβουάρ χαμηλά αμειβόμενης εργασίας, που αυξήθηκε παραπέρα μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Αλλά οδήγησε σε μια πραγματική μετατόπιση στην παγκόσμια οικονομία, όπως φαίνεται από την κατανομή της παγκόσμιας μεταποιητικής παραγωγής (εκτός της ενέργειας): αυτή αυξήθηκε κατά 62% ανάμεσα στο 2000 και το 2018, αλλά σχεδόν όλη αυτή η αύξηση έγινε από τις λεγόμενες αναδυόμενες χώρες, όπου περισσότερο από διπλασιάστηκε (+152%), ενώ αυξήθηκε μόνο ελαφρά στις ανεπτυγμένες χώρες (+16%). Οι αναδυόμενες χώρες έχουν σήμερα το 42% της παγκόσμιας μεταποιητικής παραγωγής, σε σύγκριση με 27% το 2000 (Διάγραμμα 2) [3]. Σε μερικές χώρες, όπως η Κίνα και η Νότια Κορέα, αυτή η εκβιομηχάνιση όλο και λιγότερο περιορίζεται σε βιομηχανίες μαζικής παραγωγής (υφάσματα, ηλεκτρονικά) και αντιπροσωπεύει μια ανοδική κίνηση προς προϊόντα υψηλής τεχνολογίας και ακόμα κεφαλαιουχικό/παραγωγικό εξοπλισμό

Διάγραμμα 2. Παγκόσμια Βιομηχανική Παραγωγή: Όγκοι (δισ. δολάρια, τιμές 2010)

Ωστόσο, η αντίθεση ανάμεσα στις «ανεπτυγμένες» και τις «αναδυόμενες» χώρες είναι παραπλανητική για να αναλύσουμε αυτό που συμβαίνει. Στην αρχή του αιώνα, η Ρόζα Λούξεμπουργκ μπορούσε να ορίσει τον ιμπεριαλισμό ως «την πολιτική έκφραση της διαδικασίας της καπιταλιστικής συσσώρευσης όπως εκδηλώνεται στον ανταγωνισμό ανάμεσα σε εθνικούς καπιταλισμούς» [4]. Ο Νικολάι Μπουχάριν περιέγραψε τη «διαδικασία εθνικοποίησης του κεφαλαίου, δηλαδή τη δημιουργία ομοιογενών οικονομικών σωμάτων, κλειδωμένων μέσα στα εθνικά σύνορα και απροσπέλαστων μεταξύ τους» [5]. Κάθε ιμπεριαλιστική χώρα ξεκινούσε να κατακτήσει τον κόσμο, επομένως ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος χαρακτηρίστηκε ως ενδοϊμπεριαλιστικός.

Αλλά σήμερα οι χάρτες των κρατών και των κεφαλαίων δεν συμπίπτουν πλέον. Πρέπει επομένως να εγκαταλείψουμε την παρουσίαση μιας ασύμμετρης, κατά πρόσωπο αντιπαράθεσης ανάμεσα σε ιμπεριαλιστικές χώρες και εξαρτημένες χώρες και να την αντικαταστήσουμε με την έννοια μιας παγκόσμιας οικονομίας δομημένης σύμφωνα με μια λογική άνισης και συνδυασμένης ανάπτυξης την οποία υλοποιούν οι υπερεθνικές υπερεθνικές επιχειρήσεις.

Κράτη και κεφάλαια

Από την στιγμή που οι χάρτες των κρατών και των κεφαλαίων όλο και περισσότερο απεμπλέκονται, πρέπει επομένως να σκεφτούμε διαφορετικά τις σχέσεις που έχουν μεταξύ τους. Σίγουρα, οι προνομιακοί δεσμοί ανάμεσα στην α΄ ή β΄ πολυεθνική και στο κράτος της δεν έχουν προφανώς εξαφανιστεί και το κράτος θα επιχειρεί να υπερασπιστεί τα συμφέροντα των εθνικών βιομηχανιών του. Η αποστασιοποίηση έρχεται μάλλον από το γεγονός ότι οι μεγάλες εταιρίες έχουν ως ορίζοντά τους την παγκόσμια αγορά και από το ότι μια από της πηγές της κερδοφορίας τους βρίσκεται στη δυνατότητα να οργανώνουν την παραγωγή σε μια παγκόσμια κλίμακα ώστε να ελαχιστοποιούν τα κόστη τους και να τοποθετούν τα κέρδη τους σε φορολογικούς παραδείσους. Δεν έχουν περιορισμούς που τις υποχρεώνουν να καταφεύγουν στην εγχώρια απασχόληση, και οι διέξοδοί τους είναι σε μεγάλο βαθμό αποσυνδεμένες από την εσωτερική κατάσταση των χωρών καταγωγής τους (home port). Αυτό σημαίνει ότι μπορούν να ανεχτούν την αδύναμη ανάπτυξης της εσωτερικής αγοράς μιας χώρας, όσο έχουν εναλλακτικές διεξόδους στην παγκόσμια αγορά. Η δουλειά των κρατών, και αυτό είναι ιδιαίτερα αληθές στην Ευρώπη, δεν είναι πλέον τόσο πολύ να προστατεύουν τους «εθνικούς πρωταθλητές» αλλά να κάνουν τα πάντα για να προσελκύσουν ξένες επενδύσεις στην επικράτειά τους. Αυτή η οργάνωση της παγκόσμιας παραγωγής έγινε εφικτή και οικοδομήθηκε από πολιτικές αποφάσεις που στόχευσαν στην ανατροπή όλων των εμποδίων στην ελεύθερη ροή του κεφαλαίου ανά τον κόσμο. Υλοποιήθηκαν διαμέσου διεθνών οργανισμών και συνθηκών, και συχνά επιβλήθηκαν στις εξαρτημένες χώρες με τη μορφή των προγραμμάτων διαρθρωτικής προσαρμογής.

Επομένως η παγκοσμιοποίηση οδηγεί στη συνύφανση των συσχετισμών, που οργανώνονται σύμφωνα με ότι θα μπορούσε να αποκληθεί «μια διπλά αντιφατική ρύθμιση». Από τη μια, τα κράτη προσπαθούν να υπερασπιστούν την κατάταξή τους στην ιεραρχία των εθνικών δυνάμεων, ενόσω εγγυώνται τις συνθήκες λειτουργίας του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Από την άλλη, τα ίδια κράτη πρέπει να συμβιβάσουν τα αποκλίνοντα συμφέρονται των κεφαλαίων που έχουν στραφεί προς την παγκόσμια αγορά με αυτά που είναι μέρος του ιστού των επιχειρήσεων που παράγουν για την εσωτερική αγορά, και να διαχειριστούν τις δυναμικές των εσωτερικών κοινωνικών συγκρούσεων.

Οι οικονομικοί συσχετισμοί σήμερα δομούνται πάνω σε δύο άξονες: έναν κλασικό «κάθετο» άξονα που βασίζεται στην αντιπαράθεση ανάμεσα στα εθνικά κράτη, έναν «οριζόντιο» άξονα που ανταποκρίνεται στον ανταγωνισμό ανάμεσα στα κεφάλαια. Οι διεθνείς οργανισμοί/θεσμοί στη συνέχεια λειτουργούν ως ένα είδους πληρεξούσιου των καπιταλιστικών κρατών, αλλά δεν υπάρχει σήμερα ούτε ένας «υπεριμπεριαλισμός» ούτε μια «παγκόσμια κυβέρνηση». Αντίθετα, ο σύγχρονος καπιταλισμός διαφεύγει κάθε πραγματικής ρύθμισης και λειτουργεί μ’ έναν χαοτικό τρόπο, δεχόμενος χτυπήματα ανάμεσα σε έναν οξυμένο ανταγωνισμό και στην ανάγκη να αναπαράξει ένα κοινό λειτουργικό πλαίσιο. The προνόμια του εθνικού κράτος δεν έχουν καταργηθεί, αντίθετα με ορισμένα μονόπλευρα επιχειρήματα. Σε σχέση με την παγκόσμια οικονομία, υπάρχει ένα που απομένει: ο έλεγχος των πρώτων υλών.

Έλεγχος των πρώτων υλών

Η διαρκής πάλη για πρόσβαση στις πρώτες ύλες δεν σταμάτησε ποτέ και δημιουργεί ανισορροπίες και συγκρούσεις. Προφανώς σκεφτόμαστε την ενέργεια: πετρέλαιο, ουράνιο κ.λπ. Σ’ αυτή πρέπει να προσθέσουμε τη γη, η οποία έχει λεηλατηθεί [6] για παραγωγικίστικη γεωργία, υδροηλεκτρισμό και εξόρυξη. Η πρόσβαση στο νερό επίσης παράγει έναν αριθμό περιφερειακών συγκρούσεων.

Η παγκοσμιοποίηση έχει επιδράσει στην αποσταθεροποίηση της γεωργίας που ασκούν οι αγρότες, είτε πλημμυρίζοντας μια χώρα με εισαγωγές τροφίμων είτε αρπάζοντας τη γη. Παράλληλα, οι διεθνείς επενδύσεις συχνά έχουν το κίνητρο να μετεγκαταστήσουν τα πιο ρυπογόνα προϊόντα σε χώρες με λιγότερο απαιτητική νομοθεσία. Όλοι αυτοί οι μηχανισμοί ενισχύονται περαιτέρω από την κλιματική αλλαγή, έτσι ώστε μπορούμε στο τέλος να προχωρήσουμε στην ιδέα ότι αυτές οι μεταφορές στην ευρεία έννοια (νερό, μόλυνση, υπερθέρμανση, ξηρασία, καταιγιστικές βροχές, επιδοτούμενα αγροτικά προϊόντα, πατενταρισμένοι σπόροι, λιπάσματα και χημικά) είναι «οι αιτίες της εξαναγκαστικής εξορίας» [7].

Ωστόσο, αυτό ο πίνακας ενέχει το ρίσκο ενός ντετερμινισμού που είναι λίγο υπερβολικά απλοϊκός και θα μπορούσε να οδηγήσει να ξεχαστεί η άρθρωση με άλλους κοινωνικούς και πολιτικούς παράγοντες. Να ισχυριστείς, για παράδειγμα, ότι ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία υποδαυλίστηκε με έναν υπόγειο τρόπο ώστε να διατηρηθούν τα συμφέρονται των μεγάλων πετρελαϊκών ομίλων, θα ήταν προφανώς πολύ περιοριστικό. Αλλά αυτό ο καθορισμός –στον οποίο προστίθενται οι πωλήσεις όπλων– υπάρχει, όπως δείχνει η ενοχλητική ανάλυση δύο οικονομολόγων [8]. Δείχνουν ότι περίοδοι όπου το ποσοστό κέρδους των τεσσάρων μεγαλύτερων πετρελαϊκών ομίλων (BP, Chevron, ExxonMobil, Shell) πέφτει κάτω από το μέσο όρο των μεγάλων επιχειρήσεων, ακολουθούνται από μια σύγκρουση, από την Πόλεμο των 6 Ημερών το 1967 ως τον τρίτο Πόλεμο του Κόλπου το 2014. Ακόμα κι αν οι συγγραφείς αναγνωρίζουν ότι η δική τους «ιστορία της Μέσης Ανατολής είναι σε μεγάλο βαθμό μια περιγραφή» και ότι «τα δράματα της περιοχής (…) έχουν τη δική τους συγκεκριμένη λογική», το άρθρο τους υπενθυμίζει την ανάγκη να συνδυαστεί σωστά η δίψα για έλεγχο των πόρων με άλλους καθοριστικούς παράγοντες.

Η εξάντληση της παγκοσμιοποίησης

Η πρώτη δεκαετία αυτού του αιώνα κυριαρχήθηκε από έναν άξονα Κίνας–ΗΠΑ(καλούμενου λαϊκά “Chinamerica”), ο οποίος λειτουργούσε με μια λογική συμπληρωματικότητας. Οι ΗΠΑ ζούσαν επί πιστώσει, με ένα εξωτερικό έλλειμμα που χρηματοδοτούνταν από ανακυκλούμενα πλεονάσματα, ιδιαίτερα αυτά της Κίνας. Οι επενδύσεις στην Κίνα, με τη μορφή κοινών επιχειρηματικών σχημάτων (joint ventures), συνεισέφεραν στον δυναμισμό της κινεζικής οικονομίας. Άλλες χώρες ενσωματώνονταν σ’ αυτόν τον διεθνή καταμερισμό εργασίας: οι διάσημες «αναδυόμενες χώρες» ή πάλι οι CEECs (χώρες τις κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης: 11 χώρες, σίγουρα πολύ ετερογενείς). Και ο διατλαντικός οικονομικός άξονας ανάμεσα στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ αναπτυσσόταν. Αυτή η παγκοσμιοποίηση ήταν αποτελεσματική από την πλευρά του κεφαλαίου και όλες οι προσπάθειες της κυρίαρχης ιδεολογίας αφιερώνονταν στην καυχησιά για τα πλεονεκτήματά της, πείθοντας τους λαούς για την αναγκαία προσαρμογή στον παγκόσμιο ανταγωνισμό και κραδαίνοντας την απειλή των μετεγκαταστάσεων.

Είναι σαν η τελευταία 10ετία, που εγκαινιάστηκε από την κρίση του 2008, να είχε σταδιακά αποκαλύψει τα όρια αυτής της οργάνωσης. Αν δεν μπορούμε να μιλήσουμε για το τέλος της παγκοσμιοποίησης, πρέπει να τονίσουμε τα φανερά σημάδια μιας εξάντλησης η οποία φαίνεται να είναι διαρκής. Η ανάπτυξη των παγκόσμιων αλυσίδων αξίας είχε ως κίνητρο όχι μόνο την αναζήτηση χαμηλού μισθολογικού κόστους, αλλά επίσης και τη δυναμική των αναδυόμενων οικονομιών σε όρους κερδών παραγωγικότητας. Η επιβράδυνση αυτών των κερδών στο κέντρο μπορούσε να αντισταθμιστεί από τον δυναμισμό τους στην περιφέρεια. Ένα από τα πιο χτυπητά φαινόμενα της τελευταίας δεκαετίας είναι ότι η αύξηση της παραγωγικότητας στο Νότο επιβραδύνθηκε σημαντικά. Στις αναδυόμενες χώρες, «η μέση ετήσια αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής έχει πέσει σε κάτω από το 1/3, από 3,5% (2000–2007) σε μόλις πάνω από 1% (2011– 2016)» [9]. Αυτός είναι αναμφίβολα ο παράγοντας που βοηθάει να εξηγηθεί η δραματική επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου. Μέχρι τότε, αύξανε με ρυθμό διπλάσιο από την παγκόσμια παραγωγή – σήμερα αυξάνεται με τον ίδιο ρυθμό. [Σημείωση του μεταφραστή: Η «συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής» (total factor productivity) – TFP, καλούμενη και «πολυπαραγοντική παραγωγικότητα» (multi-factor productivity), υπολογίζεται θεωρείται ως το κλάσμα της παραγωγής ως προς τη σταθμισμένη εισροή κεφαλαίου (συντελεστής 0,7) και εργασίας (συντελεστής 0,3). Θεωρείται μια μέτρηση του βαθμού οικονομικής αποδοτικότητας και ενός μέρους των διαφορών του κατά κεφαλήν εισοδήματος ανάμεσα σε διαφορετικές χώρες.]

Ένας λόγος είναι ότι η Κίνα αποκολλάται από τις αλυσίδες αξίας: «οι εισαγωγές εισροών για επανεξαγωγή τώρα αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 20% των συνολικών εμπορευματικών εξαγωγών, έναντι 40% στη δεκαετία του 1990. Διάφοροι παράγοντες εξηγούν αυτή την απόσυρση: ψηλότεροι μισθοί, αναπροσανατολισμός προς δραστηριότητες υψηλότερου τεχνολογικού περιεχομένου, επιθυμία για καλύτερη διανομή των καρπών της ανάπτυξης, ανατίμηση του επιτοκίου” [10].

Αν αφήσουμε την Κίνα κατά μέρος, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε ακόμα και για το τέλος της ανάδυσης. Οι άλλες χώρες των BRICs (Βραζιλία, Ινδία, Νότια Αφρική) δεν έχουν καταφέρει να ξεπεράσουν ένα όριο επιδόσεων, όπως έκανε η Κίνα και η Νότια Κορέα, μια αρχική εξειδίκευση βασισμένη στην προσφορά πρώτων υλών. Ο Πιέρ Σαλαμά μιλάει για «επαναφορά σε μια πρώιμη κατάσταση» (reprimarisation) [11] στην περίπτωση της Βραζιλίας, και άλλοι οικονομολόγοι υπονοούν μια πρώιμη αποβιομηχάνιση [12].

Επιπρόσθετα, οι αναδυόμενες χώρες υπόκεινται σε ακανόνιστες κινήσεις κεφαλαίων που επάγουν μια χρόνια αστάθεια στα εξωτερικά ισοζύγια και στα νομίσματά τους. Οι πρόσφατες περιπτώσεις της Τουρκίας και της Αργεντινής είναι ένα χτυπητό παράδειγμα, αλλά κανείς θα μπορούσε να αναφέρει επίσης τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, που έχουν ερημωθεί από τις εισροές κεφαλαίων.

Κοινωνική εξάρθρωση

Η κρίση έχει επίσης βοηθήσει στην αποκάλυψη ενός άλλου φαινομένου – το οποίο οι πολιτικές λιτότητας έχουν επίσης συμβάλλει να υπερδιογκωθεί – δηλαδή αυτό της κοινωνικής εξάρθρωσης που γεννιέται από την παγκοσμιοποίηση, η οποία δεν είναι στην πραγματικότητα ούτε «ευτυχισμένη» ούτε «συμπεριληπτική». Πολλές μελέτες, συμπεριλαμβανομένων από διεθνείς οργανισμούς όπως το ΔΝΤ και ο ΟΟΣΑ, έχουν δείξει τις διαβρωτικές επιδράσεις της, που η πιο χτυπητή είναι η πόλωση των θέσεων εργασίας. Σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες παρατηρείται το ίδιο φαινόμενο: η απασχόληση αυξάνει «στα δύο άκρα». Υψηλά εξειδικευμένες εργασίες προοδεύουν στο ένα άκρο της κλίμακας, επισφαλείς εργασίες στο άλλο άκρο – ανάμεσα στα δύο, η «μεσαία τάξη» μένει στάσιμη και οι προοπτικές της για κοινωνική άνοδο εξαφανίζονται. Την ίδια στιγμή, οι εισοδηματικές ανισότητες διευρύνονται. Η παγκοσμιοποίηση δεν είναι ο μόνος παράγοντας γι’ αυτό, και είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να την ξεχωρίσεις από ένα συνολικό μοντέλο όπου η χρηματιστικοποίηση και η εφαρμογή νέων τεχνολογιών έχουν επίσης το μερίδιό τους, όπως και ο συσχετισμός δυνάμεων ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία.

Αυτή είναι μια ευκαιρία να θυμηθούμε ότι ολόκληρες χώρες δεν είναι ούτε «αναπτυγμένες» ούτε αναδυόμενες και ότι μια σημαντική μερίδα του παγκόσμιου πληθυσμού ζει σε  τμήματα χωρών που κρατούνται εκτός των δυναμικών της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. Οι γραμμές των ρωγμών διατρέχουν έτσι τους κοινωνικούς σχηματισμούς και συνεισφέρουν στην αποδόμηση των κοινωνιών. Δεν προκαλεί έκπληξη ότι υπάρχει ένας πρόσφατος πολλαπλασιασμός μελετών της εισοδηματικής ανισότητας. Ο Μπράνκο Μιλάνοβιτς, ένα από τους παγκόσμιους ειδικούς σ’ αυτό το πεδίο [13], συνοψίζει μια παρατήρηση που τώρα έχει γίνει κοινός τόπος: «Η εισοδηματική ανισότητα αυξάνεται στο εσωτερικό των χωρών, αλλά μειώνεται παγκόσμια με την άνοδο της Κίνας» [14]. Και αυτή η διευρυνόμενη ανισότητα στο εσωτερικό των χωρών «βαραίνει πάνω στην πολιτική σταθερότητα των εθνικών κρατών».

Αντιμέτωποι με αυτή την πρόκληση, οι διεθνείς οργανισμοί κάνουν τη δική τους αυτοκριτική πάνω σ’ αυτό το θέμα: θα ήταν καλύτερα να είχαν αναδιανεμηθεί τα οφέλη της παγκοσμιοποίησης ώστε αυτή να γίνει πιο «συμπεριληπτική». Αλλά αυτή η ευχή έρχεται σε αντίθεση με μια από τις κινητήριες δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης, που υπερδιογκώνεται από τον φορολογικό ανταγωνισμό. Το μέσο ποσοστό του φόρου εισοδήματος στις ανεπτυγμένες χώρες πήγε από 44% στις αρχές της δεκαετίας του 1990 σε 33% το 2017, και ακόμα σε 27%, παίρνοντας υπόψη τα μέτρα που πήρε ο Ντόναλντ Τραμπ [15]. Και αυτή η κίνηση είναι παγκόσμια: το μέσο ποσοστό επίσης έπεσε κατά το 1/3 σε αυτή την ίδια περίοδο. [16].

Η αντίφαση είναι φανερή: η «προσελκυσιμότητα»σημαίνει μια σταθερή πτώση των φορολογικών πηγών που δεν μπορούν να αφιερωθούν στην αναδιανομή η οποία θα μπορούσε να διορθώσει τις επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης ώστε αυτή να γίνει πιο «συμπεριληπτική». Αυτή η γενική εξαίρεση των κερδών από τη φορολογία είναι η πόρτα εισόδου για τη φοροδιαφυγή, η οποία μειώνει ακόμα περισσότερο τους κρατικούς πόρους: 40% των πολυεθνικών κερδών ήταν τοποθετημένα σε φορολογικούς παραδείσους το 2015 [17]. Το κοινωνικό κράτος έτσι υπονομεύεται από τα μέσα και δεν προκαλεί έκπληξη ότι η προσαρμογή στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία πάει χέρι χέρι με την απίσχανσή του. Οι λειτουργίες του κράτους δεν ουδετεροποιούνται από την παγκοσμιοποίηση, αλλά αναπροσανατολίζονται: το κοινωνικό κράτος γίνεται ένα αντικοινωνικό κράτος με προτεραιότητα της «προσελκυσιμότητα» και της ανταγωνιστικότητα της οικονομίας του.

Η αυξανόμενη έλλειψη εμπιστοσύνης στην Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί επίσης να ερμηνευτεί ως μια αναδραστική επίδραση της κρίσης της παγκοσμιοποίησης, όσο οι ευρωπαϊκοί θεσμοί φαίνονται αυξανόμενα ως να καθοδηγούνται από ένα σχέδιο προσαρμογής στη λογική της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας.

Η επίδραση του Τραμπ

Η ικανότητα του Ντόναλντ Τραμπ να προκαλεί αναταραχή μοιάζει απεριόριστη, αλλά τα προστατευτικά μέτρα του δεν λαμβάνουν υπόψη τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η οικονομία των ΗΠΑ ή η σημερινή συνύφανση του κεφαλαίου. Στο πρώτο, ένα από τα ουσιώδη στοιχεία της “Chinamerica” ήταν να επιτρέψει στις ΗΠΑ να μειώσουν το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών (και επομένως την αύξηση της κατανάλωσης), με το αντίτιμο ενός μεγάλου εμπορικού ελλείμματος που χρηματοδοτούνταν από κεφάλαια του υπόλοιπου κόσμου, της Κίνας συμπεριλαμβανομένης. Επιπλέον, με τις φοροαπαλλαγές, ο Ντόναλντ Τραμπ διευθύνει μια επεκτατική πολιτική που μπορεί μόνο να διευρύνει το έλλειμμα. Ένας καυστικός σχολιαστής μπόρεσε να γράψει: «Αν υπήρχε ένα μυστικό σχέδιο να ανατιναχτεί το εμπορικό έλλειμμα, αυτό θα έμοιαζε πολύ με την τρέχουσα πολιτική των ΗΠΑ» [18].

Αυτό που η διακυβέρνηση δεν καταλαβαίνει υπό την αιγίδα του Τραμπ, είναι ότι το παγκόσμιο εμπόριο αποτελείται κυρίως από ενδιάμεσα αγαθά και υπηρεσίες, των οποίων το μερίδιο είναι «σχεδόν διπλάσιο από αυτό των αγαθών και υπηρεσιών που προορίζονται για την τελική ζήτηση» [19], όπως υπενθυμίστηκε πρόσφατα από τον γενικό διευθυντή της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών. Γι’ αυτόν ήταν προφανώς ένα θέμα υπεράσπισης του ελεύθερου εμπορίου, αλλά αυτό που είπε ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Στην περίπτωση των ΗΠΑ, πολλές από τις εισαγωγές αντιστοιχούν σε επενδύσεις των ΗΠΑ σε χώρες όπως η Κίνα και το Μεξικό. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, οι ΗΠΑ είχαν, το 2015, το 44% του αποθέματος άμεσων επενδύσεων στο Μεξικό, και το μερίδιο των κινεζικών εξαγωγών στις ΗΠΑ από επιχειρήσεις με ξένη συμμετοχή ήταν 60% το 2014 [20].

Επομένως δεν προκαλεί έκπληξη ότι η επιχειρηματική κοινότητα των ΗΠΑ είναι διαιρεμένη και πολλοί τομείς ανησυχούν για την αύξηση της τιμής των ενδιάμεσων αγαθών, ή φοβούνται μέτρα ανταπόδοσης: «η ανησυχία για την επίδραση του προστατευτισμού του Τραμπ αυξάνεται σταθερά στην οικονομία των ΗΠΑ, όπου πολλές εταιρίες στηρίζονται στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας για να διατηρήσουν τις τιμές χαμηλές και τα κέρδη ψηλά, και φοβούνται ότι αυτή η εποχή μπορεί σύντομα να τελειώσει» [21]. Έτσι μια ομάδα εταιριών συμπλήρωσε μια αίτηση προς το Δικαστήριο Διεθνούς Εμπορίου στη Νέα Υόρκη ώστε να αμφισβητήσει τον επιπλέον δασμό 25% στις εισαγωγές χάλυβα [22]. Ηγετικές ψηφιακές εταιρίες έχουν επίσης κριτικάρει τα όρια που μπαίνουν στη μετανάστευση, που θα μπορούσε να μειώσει την «εκμετάλλευση εγκεφάλων» (brain drain) που λειτουργεί προς όφελός τους

Η μερκαντιλιστική πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ επομένως δεν είναι συνεκτική. Το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ είναι συνεπές με το γεγονός ότι η εθνική αποταμίευση δεν είναι αρκετή για να χρηματοδοτήσει την εγχώρια επένδυση, στο οποίο μόλις έχει προστεθεί η επίδραση του δημοσιονομικού ελλείμματος, που οδηγείται από τις φοροαπαλλαγές. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, το έλλειμμα δεν έχει λόγο να συρρικνωθεί, παρά τους δασμούς στις εισαγωγές, εκτός αν μειωθεί η κατανάλωση των νοικοκυριών και επομένως η ανάπτυξη στις ΗΠΑ [23]. Πρακτικά, για να χρηματοδοτεί ο υπόλοιπος κόσμος το εμπορικό έλλειμμα, θα πρέπει να συνεχιστούν οι εισροές κεφαλαίου. Αλλά αυτό υποθέτει ότι ο ρόλος του δολαρίου ως αποθεματικό νόμισμα δεν αμφισβητείται. Ωστόσο, αυτό το καθεστώς θα μπορούσε να απειληθεί αν οι χρηματοδότες των ΗΠΑ αποτρέπονταν από τη διακράτηση δολαρίων, επειδή το επιτόκιο μειώνεται ή λόγω επιθετικών μέτρων που παίρνονται εναντίον τους. Τα μέτρα του Τραμπ επίσης αφορούν την Ευρώπη και επομένως τον διατλαντικό άξονα, για παράδειγμα όταν εγκαταλείπει τη Διατλαντική Συμφωνία για το Εμπόριο και τις Επενδύσεις – που ένας από τους στόχους της ήταν ακριβώς να πυκνώσει τους δεσμούς ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, ώστε να βάλει στο περιθώριο την Κίνα [24].

Κινεζική αναδιάταξη

Αν ο Ντόναλντ Τραμπ έχει ξεκάθαρα αποφασίσει να τελειώσει τον άξονα ΗΠΑ–Κίνας, η Κίνα επίσης παίρνει έναν καινούριο δρόμο, βασισμένο σε 3 αρχές. Η πρώτη είναι να αλλάξει την εστίαση της οικονομίας της προς την εγχώρια αγορά, το οποίο κάνει πολύ σταδιακά. Δεύτερο, η κινεζική κυβέρνηση τονίζει τον στόχο να αναβαθμίσει την παραγωγή, με το φιλόδοξο πρόγραμμα “Made in China 2025”. Τέλος, η Κίνα αναπτύσσει το σχέδιο που έχει ονομαστεί «Ζώνη και Δρόμος». Αυτό είναι ένα γιγαντιαίο πρόγραμμα υποδομών ύψους σχεδόν 1 τρισ. δολαρίων, που καλύπτει πάνω από 60 χώρες. Η «Ζώνη» συνδέει –δια ξηράς– την Κίνα μέσω της Κεντρικής Ασίας και της Ρωσίας – ο «Δρόμος» είναι θαλάσσιος και θα κάνει εφικτή την προσέγγιση της Αφρικής και της Ευρώπης μέσω της Σινικής Θάλασσας και του Ινδικού Ωκεανού [25].

Ο Μπράνκο Μιλάνοβιτς βλέπει σ’ αυτό ένα σχέδιο πραγματικής ανάπτυξης που σπάει με τις επιταγές της συναίνεσης της Ουάσιγκτον ότι «είναι αρκετό να ιδιωτικοποιείς, να απορρυθμίζεις και να φιλελευθεροποιείς τις τιμές, το εξωτερικό εμπόριο κ.λπ., ώστε οι ιδιώτες επιχειρηματίες να αδράξουν την ευκαιρία, και η ανάπτυξη θα έρθει μόνη της» [26]. Δεν μπορούμε να μοιραστούμε αυτή τη θετική εκτίμηση, που υποτιμά το τρομακτικό οικονομικό ρίσκο το οποίο επιβάλλεται πάνω στις χώρες που εμπλέκονται, όπως το Πακιστάν και η Σρι Λάνκα, που απειλούνται από την υπερχρέωση. Αναμφίβολα επίσης είναι ευκαιρία για την Κίνα να κυριαρχήσει πάνω στις χώρες «συνεταίρους», σε μια λογική που οδηγεί μερικούς να μιλάνε για έναν «νέο κινεζικό ιμπεριαλισμό» [27]. Παρόλα αυτά, αυτός ο «Νέος Δρόμος του Μεταξιού» και το σχέδιο “Made in China 2025” οδηγούν σε μια ουσιώδη αναδιάταξη της κινεζικής οικονομίας και σε μια νέα δόμηση της παγκόσμιας οικονομίας. Ο ΟΟΣΑ το γνωρίζει καλά και ανησυχεί γι’ αυτό, επιμένοντας «στα όρια όσων η Κίνα μπορεί να κάνει μόνη της» και προτείνοντας ότι «θα χρειαστούν σημαντικές συνεισφορές των χωρών του ΟΟΣΑ», που σημαίνει έναν «αυξανόμενο ρόλο των αγορών» και την «ενίσχυση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και του ανταγωνισμού» [28].

«Λαϊκισμός»: η πραγματική κληρονομιά της οικονομικής κρίσης

Η τάξη πραγμάτων που υπήρχε πριν από την κρίση σήμερα αμφισβητείται από την άνοδο –και τον ερχομό στην εξουσία– ακροδεξιών δυνάμεων που είναι επικριτικές απέναντι στην παγκοσμιοποίηση, και τις οποίες ενίσχυσε η κρίση. Όπως ήταν σε θέση να γράψει ένας αρθρογράφος των Φαϊνάνσιαλ Τάιμς «ο λαϊκισμός είναι η πραγματική κληρονομιά της οικονομικής κρίσης» [29].

Σίγουρα θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί απέναντι σε κάθε είδος μηχανιστικής προσέγγισης. Για παράδειγμα, οι ευρωπαϊκές χώρες που επηρεάστηκαν περισσότερο από τη λιτότητα (Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία) παραμένουν λίγο απασχολημένες από την άνοδο της άκρας δεξιάς, ενώ αυτή είναι τώρα στην εξουσία σε Ιταλία, Αυστρία, Ουγγαρία και Πολωνία. Η ροή προσφύγων τα τελευταία χρόνια έχει εμφανώς παίξει έναν ρόλο, αλλά αυτό ο παράγοντας έχει επίσης διαφορετική επίδραση σε διαφορετικές χώρες. Η γενική αλγεβρική φόρμουλα συνδυάζει τις επιδράσεις του νεοφιλελευθερισμού και της ξενοφοβίας, αλλά σε κυμαινόμενες αναλογίες.

Μια συναρπαστική μελέτη όσων καθόρισαν την ψήφο υπέρ του Brexit [30] μπορεί να αναφερθεί σε σύνδεση με αυτό. Ο συγγραφέας ξεκινάει από τη μείωση των κοινωνικών δαπανών ανάμεσα στο 2010 και το 2015. Είναι κατά μέσο όρο 23,4%, αλλά κυμαίνεται πολύ από τη μια περιοχή στην άλλη (από 46,3% σε 6,2%), το οποίο μας επιτρέπει να σχεδιάσουμε έναν χάρτη της λιτότητας που να συγκρίνεται με αυτόν των ψήφων του UKIP (Κόμματος Ανεξαρτησίας), ο οποίος συμπίπτει με τις ψήφους υπέρ του Brexit το 2016. Η σύνδεση ανάμεσα στα δύο είναι πολύ στενή και ο συγγραφέας αποτολμά τη διαβεβαίωση ότι αν έλειπαν τα μέτρα λιτότητας, το Brexit θα ήταν μειοψηφικό. Ωστόσο, τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα, στο βαθμό που οι μειώσεις των κοινωνικών δαπανών είχαν ανακοινωθεί στις περιοχές που είχαν περισσότερο δεχτεί την επίδραση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου: αποβιομηχάνιση, ανεργία και πόλωση των εργασιών. Οι καθορισμοί είναι επομένως σύνθετοι, και ενώ ο συγγραφέας δεν αποδίδει κανένα ρόλο στη μετανάστευση, η ξενοφοβία δεν ήταν απούσα από τα επιχειρήματα της καμπάνιας υπέρ του Brexit.

Μια πρόσφατη μελέτη [31] κινητοποιεί οικονομικά και εκλογικά δεδομένα, τα οποία διασταυρώνει με τα αποτελέσματα της Ευρωπαϊκής Κοινωνικής Έρευνας, μια δημοσκόπηση των απόψεων των πολιτών. Καταλήγει ότι «περιοχές που βιώνουν μεγαλύτερη αύξηση της ανεργίας είναι περισσότερο πιθανό να απορρίπτουν τους μετανάστες σε μια οικονομική βάση». Η κρίση «έχει αλλάξει την γνώμη των Ευρωπαίων για το ρόλο των μεταναστών στην οικονομία, μια ιδιαίτερα ισχυρή επίδραση γι’ αυτούς που επηρεάστηκαν περισσότερο από τις αρνητικές συνέπειες της παγκοσμιοποίησης και των τεχνολογικών βελτιώσεων». Οι συγγραφείς έτσι εισάγουν μια διαφορά ανάμεσα στις οικονομικές και τις πολιτισμικές κινητήριες δυνάμεις του «λαϊκισμού»: τα αποτελέσματά τους δείχνουν ότι η απόρριψη των μεταναστών έχει μάλλον μια οικονομική παρά πολιτισμική θεμελίωση. Δεν υπάρχει συσχέτιση ανάμεσα στην ανεργία και την αντίληψη για το ρόλο των μεταναστών στην πολιτιστική ζωή της χώρας. Όλα συμβαίνουν σαν τα ακροδεξιά κόμματα να μετασχηματίζουν την «οικονομική βάση» της απόρριψης των μεταναστών σε μια «πολιτισμική» απόρριψη. Με άλλα λόγια, μια επιβεβαίωση της ξενοφοβίας.

Ο Βόλφγκανγκ Στρέεκ θυμίζει/υπονοεί μια νέα αντιπαράθεση ανάμεσα σε ερμηνείες της μετανάστευσης «από τα αριστερά» και «από τα δεξιά», οι οποίες λέει ότι είναι «ορθογώνιες στην κλασική αριστερή–δεξιά σύγκρουση ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο [32]. Τέλος, ο Πατρίκ Αρτί «καταλαβαίνει την κοινωνική δυσφορία» των εργατών στις χώρες του ΟΟΣΑ και την ερμηνεύει μέσω 3 παραγόντων που αυτοί αντιμετωπίζουν: «αποβιομηχάνιση και διπολισμός στην αγορά εργασίας – μειωμένη ικανότητα των κρατών να χρηματοδοτήσουν την επέκταση της κοινωνικής προστασίας – μείωση του μεριδίου των μισθών, με μισθολογικό ανταγωνισμό και υψηλή απαίτηση για την κερδοφορία του κεφαλαίου» [33].

Κακοί καιροί

Η εικόνα της παγκόσμιας οικονομίας μετά από 10 χρόνια κρίσης είναι ζοφερή: η Ευρωπαϊκή Ένωση ξεσκίζεται ανάμεσα στο Brexit και την άνοδο της άκρας δεξιάς – η ευρωζώνη διασπάται – πολλές από τις επονομαζόμενες αναδυόμενες χώρες υπόκεινται σε ακανόνιστες κινήσεις κεφαλαίων – τα χρέη, και ειδικά τα ιδιωτικά χρέη, δεν έχουν σταματήσει να συσσωρεύονται – το μερίδιο του πλούτου που πηγαίνει σε αυτούς που τον παράγουν μειώνεται σχεδόν παντού, και οι ανισότητες διευρύνονται – το κράτος πρόνοιας υπονομεύεται από τον φορολογικό ανταγωνισμό κ.λπ. Αντί να καταλαγιάζουν, οι επιδράσεις της κρίσης έχουν χειροτερεύσει. Ο βασικός λόγος είναι ότι δεν υπάρχει εναλλακτικό μοντέλο από αυτό που οδηγήθηκε στην κρίση πριν από 10 χρόνια και είναι αποδεκτό από την παγκόσμια ολιγαρχία. Όλες οι αρχές οργάνωσης της παγκόσμιας οικονομίας σταδιακά αποσυντίθενται, ειδικά κάτω από τα χτυπήματα του Ντόναλντ Τραμπ. Μόνο η Κίνα έχει ένα συνεκτικό πρόγραμμα να αναδομήσει μέρος της παγκόσμιας οικονομίας για δικό της όφελος.

Σε αυτές τις συνθήκες, πολλοί σχολιαστές σήμερα προβλέπουν μια νέα κρίση (ίσως για να προφυλαχτούν από την τύφλωσή τους πριν 10 χρόνια), χωρίς κανείς να μπορεί να πει ποιος θα είναι ο πυροδότης. Αλλά η κυρίαρχη ανησυχία είναι ότι δεν υπάρχει πλέον διαθέσιμα όπλα αντίστασης. Όπως εξέφρασε καλά αυτόν το φόβο ο Γκόρντον Μπράουν, ο βρετανός πρωθυπουργός τον καιρό της κρίσης: «Όταν συμβεί η επόμενη κρίση, θα ανακαλύψουμε ότι δεν έχουμε ούτε δημοσιονομικά ούτε νομισματικά περιθώρια, ούτε τη θέληση να τα χρησιμοποιήσουμε». Και επισημαίνει αυτό που είναι ίσως το πιο ενοχλητικό, δηλαδή ότι «ο διεθνής οικονομικός ανταγωνισμός θα μας απογοητεύσει» [34].

Τα όργανα για έναν συντονισμό έχουν χάσει τη σημασία τους ή έχουν εγκαταλειφθεί από την δύναμη που είναι ακόμα κυρίαρχη. Δεν υπάρχει πλέον πιλότος της παγκοσμιοποίησης. Η κλιματική αλλαγή, ωστόσο, από την ίδια τη φύση της, θα περιλάμβανε τη διεθνή συνεργασία, για να μην αναφέρουμε τη διακλάδωση προς ένα άλλο μοντέλο ανάπτυξης. Αλλά η αταξία στην παγκόσμια οικονομία, οι πολιτικές που είναι εχθρικές στις δημόσιες επενδύσεις, και πιθανότατα μια λογική εγγενής στον καπιταλισμό, κάνουν αυτή την προοπτική να δείχνει τραγικά μακρινή σήμερα.

Υποσημειώσεις

[1] Michel Husson, « Le ralentissement de la productivité mondiale », note hussonet n°126, 17 septembre 2018 (https://hussonet.free.fr/confboard.pdf ).

[2] Michel Husson, « Dix ans de crise… et puis Macron », À l’encontre, 25 août 2017, (https://alencontre.org/europe/france… ).

[3] Source: CPB World Trade Monitor (https://www.cpb.nl/en/data ), cf. Michel Husson, « Les nouvelles coordonnées de la mondialisation », note hussonet n°125, 16 septembre 2018 (https://hussonet.free.fr/cpb18.pdf ).

[4] Rosa Luxembourg, The Accumulation of Capital, Verso. London, 2015.

[5] Nikolai Bukharin, Imperialism and World Economy (https://digamo.free.fr/bukh16.pdf ).

[6] Michel Husson, « L’accaparement des terres, entre Monopoly et colonisation », L’Humanité-Dimanche, 9 août 2018 (https://hussonet.free.fr/land818hd.pdf ).

[7] Nicolas Sersiron, « Les transferts négatifs sont les causes des exils forcés », CADTM, 22 août 2018 (https://www.cadtm.org/Les-transferts… ).

[8] Shimshon Bichler and Jonathan Nitzan, “Energy Conflicts and Differential Profits: an Update”, October 2014 (https://pinguet.free.fr/bichler1014.pdf ).

[9] Amandine Aubry et al., « Le ralentissement de la productivité dans les pays émergents est-il un phénomène durable ? », Trésor-Eco n° 225, juillet 2018 (https://pinguet.free.fr/teco225.pdf).

[10] Christine Rifflart et Alice Schwenninger, « La Chine se normalise et son commerce devient ordinaire », OFCE, 12 juillet 2018 (https://www.ofce.sciences-po.fr/blo… ).

[11] Pierre Salama, Les économies émergentes latino-américaines, Armand Colin, 2012.

[12] Fiona Tregenna, “Deindustrialization and premature deindustrialization”, in E. Reinert et al. (eds.) Elgar Handbook of Alternative Theories of Economic Development, 2016 (https://pinguet.free.fr/tregenna2016.pdf ).

[13] Branko Milanovic, Global Inequality. A New Approach for the Age of Globalization, The Belknap Press of Harvard University Press 2016 (https://pinguet.free.fr/branko16.pdf ).

[14] Branko Milanovic, “Changes in the global income distribution and their political consequences”, Oslo, August 2018 (https://pinguet.free.fr/brankoslo.pdf ).

[15] Patrick Artus, “Why tax competition is done by taxation of corporate profits and not by other taxes” August 28, 2018 (https://pinguet.free.fr/flas18924.pdf ).

[16] « Les taux d’impôt sur les sociétés dans le monde », La Lettre Vernimmen, n° 159 mai 2018 (https://pinguet.free.fr/verni159.pdf ).

[17] Thomas Torslov, Ludvig Wier, Gabriel Zucman, “The Missing Profits of Nations”, vox.eu, 23 July 2018 (https://voxeu.org/article/missing-p… ).

[18] Phil Levy, “President Trump’s ‘Secret Plan’ To Grow The Trade Deficit”, Forbes, August 13, 2018 (https://www.forbes.com/sites/phille… ).

[19] Agustín Carstens “Global market structures and the high price of protectionism”, Bank for International Settlements, 25 August 2018 (https://pinguet.free.fr/bis818.pdf ).

[20] Mary E. Lovely, Yang Liang, “Trump Tariffs Primarily Hit Multinational Supply Chains, Harm US Technology Competitiveness”, Peterson Institute for International Economics, May 2018 (https://piie.com/system/files/docum… ).

[21] James Politi, “US tariffs see small businesses plead for mercy as trade war bites”, Financial Times, August 24, 2018 (https://pinguet.free.fr/politi818.pdf ).

[22] Elsa Conesa, « Acier : des industriels américains attaquent les surtaxes de Trump », Les Échos, 27 juin 2018 (https://www.lesechos.fr/27/06/2018/…. )

[23] Michel Husson, « Les limites (comptables) de Donald Trump », note hussonet n°123, 28 août 2018 (https://hussonet.free.fr/trumplimit.pdf ).

[24] Michel Husson, « Pourquoi il faut bloquer le Transatlantic Free Trade Area (TAFTA) », A l’encontre, 26 novembre 2014 [https://alencontre.org/ameriques/ame… ].

[25] Faseeh Mangi, “China’s Vast Intercontinental Building Plan Is Gaining Momentum”, Bloomberg, April 9, 2018 (https://pinguet.free.fr/chinabelt418.pdf ).

[26] Branko Milanovic, “The west is mired in ‘soft’ development. China is trying the ‘hard’ stuff”, The Guardian, May 17, 2017 (https://www.theguardian.com/global-… ). In a tweet, Milanovic adds this caustic comment: “I think that China is offering something concrete (roads, railways, bridges), while the European Union is offering interminable conferences devoted to the latest fashionable theme, where the EU’s consultants pocket the EU’s money”.

[27] Alice Jetin-Duceux, « Les stratégies de la Chine à l’étranger », CADTM, Juin 2018 (https://www.cadtm.org/Les-strategies… ). Robin Lee et al., “China’s Overseas Expansion: An Introduction to its One Belt, One Road and BRICS Strategies”, February 2018 (https://pinguet.free.fr/chinaobor218.pdf ).

[28] OCDE, Business and Finance Outlook, 2018 (https://mega.nz/#!so5XGSDa!uqH_4D7n… ).

[29] Philip Stephens, “Populism is the true legacy of the global financial crisis”, Financial Times, 30 August 2018.)

[30] Thiemo Fetzer, “Did Austerity Cause Brexit ?”, University of Warwick, June 2018 (https://pinguet.free.fr/fetzer2018.pdf ). Many studies seek to establish a link between austerity and the progress of the far right. One of them is devoted to the rise of Nazism in Germany (Gregori Galofré-Vilà et al., 2017 : https://pinguet.free.fr/nber24106.pdf ). Others deal with contemporary Germany (Christian Dippel et al., 2015: https://pinguet.free.fr/nber21812.pdf ), the United States (David Autor et al., 2017 : https://pinguet.free.fr/nber22637.pdf ) and Sweden (Carl Melin et Ann-Therése Enarsson, 2018: https://pinguet.free.fr/enarsson418.pdf ).

[31] Yann Algan, Sergei Guriev, Elias Papaioannou, Evgenia Passari, “The European Trust Crisis and the Rise of Populism”, BPEA Conference Drafts, September 7–8, 2017 (https://pinguet.free.fr/algan917.pdf ).

[32] Wolfgang Streeck, “Between Charity and Justice: Remarks on the Social Construction of Immigration Policy in Rich Democracies”, Culture, Practice & Europeanization, 2018, Vol. 3, No. 2 (https://pinguet.free.fr/streeck2018.pdf ).

[33] Patrick Artus, « Les évolutions inexorables des économies créent le malaise social », Flash CDC, 24 août 2018 (https://pinguet.free.fr/flas18915.pdf ).

[34] Gordon Brown, “We are sleepwalking into another financial crisis” BBC, 13 September 2018 (https://www.bbc.com/news/business-4… ).