Οι διάφοροι «Σταθμοί» της ζωής μας (του Δημήτρη Κατσορίδα)

Οι διάφοροι «Σταθμοί» της ζωής μας

Οι «Σταθμοί», όπως είναι ο τίτλος της Έκθεσης ζωγραφικής, του Χρόνη Μπότσογλου, στην γκαλερί «Σκουφά» (μέχρι 10 Νοέμβρη), είναι έργα τα οποία αποτυπώνουν αυτό που αναφέρει ο τίτλος. Δηλαδή, κάποιους βασικούς σταθμούς της ζωής του, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα τις υπαρξιακές του αναζητήσεις.

Με άξονα το αν­θρώ­πι­νο σώμα, ο Μπό­τσο­γλου ανα­με­τρά­ται με δια­χρο­νι­κά ερω­τή­μα­τα, όπως την ακμή και πα­ρακ­μή σε σχέση με τη σω­μα­τι­κή και πνευ­μα­τι­κή φθορά, καθώς επί­σης τον έρωτακαι γε­νι­κά τον κύκλο της ζωής.

Στη βάση αυτή η Έκ­θε­ση δο­μεί­ται σε τρεις ενό­τη­τες. Κα­ταρ­χήν, υπάρ­χει μία ενό­τη­τα στην οποία ο καλ­λι­τέ­χνης αφιε­ρώ­νει έργα του στους με­γά­λους δα­σκά­λους του πα­ρελ­θό­ντος, από τους οποί­ους έχει δε­χτεί επιρ­ρο­ές (Γιαν­νού­λης Χα­λε­πάς, Αλ­μπέρ­το Τζια­κο­μέ­τι, Βίν­σεντ Βαν Γκογκ, Γιώρ­γος Μπου­ζιά­νης, Πι­κά­σο, Φράν­σις Μπέι­κον), «εν είδει φόρου τιμής», όπως ανα­φέ­ρει ο ίδιος. Στην ουσία, ο καλ­λι­τέ­χνης αυ­το­προ­σω­πο­γρα­φεί­ται, προ­βάλ­λο­ντα τον εαυτό του.

Η επό­με­νη ενό­τη­τα ξε­κι­νά με  τέσ­σε­ρα έργα, στα οποία εμ­φα­νί­ζε­ται ολό­σω­μη η γυ­ναί­κα του. Στη συ­νέ­χεια κα­τα­λή­γουν με τη μη­τέ­ρα του, απο­τυ­πώ­νο­ντας την επώ­δυ­νη σω­μα­τι­κή και πνευ­μα­τι­κή απο­σύν­θε­ση του αν­θρώ­που. Οι εν λόγω πί­να­κες ου­σια­στι­κά δεί­χνουν, μέσω της μη­τέ­ρας του, τη συ­νε­χή φθορά μέχρι του ση­μεί­ου εξα­φά­νι­σης. Ταυ­τό­χρο­να, είναι και ένας προ­βλη­μα­τι­σμός σχε­τι­κά με τον χρόνο που περ­νά­ει γρή­γο­ρα. Νιότη, δη­μιουρ­γία, έρω­τας, ωρι­μό­τη­τα, απώ­λεια νε­α­νι­κών χρό­νων, αλ­λα­γή, γνώ­σεις, εμπει­ρία, πα­ρακ­μή, θά­να­τος είναι οι φά­σεις της ζωής. Ο Τρό­τσκι, έλεγε ότι «Τα γε­ρά­μα­τα είναι από τα πλέον απροσ­δό­κη­τα πράγ­μα­τα που συμ­βαί­νουν στον άν­θρω­πο». Έκ­φρα­ζε έτσι την αγω­νία του να προ­λά­βει να ολο­κλη­ρώ­σει αυτά τα οποία εκεί­νος θε­ω­ρού­σε ως ση­μα­ντι­κά. Όπως επι­ση­μαί­νει ο επι­με­λη­τής της Έκ­θε­σης, Γιώρ­γος Μυ­λω­νάς, «Πρό­κει­ται για ένα “ημε­ρο­λό­γιο” γιατί απο­τυ­πώ­νει τις από­πει­ρες συμ­φι­λί­ω­σης του καλ­λι­τέ­χνη απέ­να­ντι στην κα­τάρ­ρευ­ση και τη φθορά. Μέσα από την ιστό­ρη­ση του θα­νά­του της μάνας, ο Μπό­τσο­γλου πραγ­μα­τεύ­ε­ται τη δική του θνη­τό­τη­τα». Και σά­μπως, κάπως έτσι δεν είναι; Μόνο μέσω της απο­δο­χής και της συμ­φι­λί­ω­σης με τον εαυτό μας, δεν προ­χω­ρά­ει ο άν­θρω­πος και δη­μιουρ­γεί;

Αμέ­σως μετά ξε­κι­νά μια άλλη, τρίτη, ενό­τη­τα. Αυτή τη φορά είναι κάτι σαν ένα Ερω­τι­κό Ημε­ρο­λό­γιο, το οποίο συ­μπλη­ρώ­νει δια­λε­κτι­κά την προη­γού­με­νη ενό­τη­τα του Ημε­ρο­λο­γί­ου φθο­ράς. Εδώ, μέσω των ερω­τι­κών πρά­ξε­ων, βλέ­που­με το ακρι­βώς αντί­θε­το: μια έκρη­ξη ζωής. Πρό­κει­ται για ερω­τι­κές σκη­νές, απο­κα­λυ­πτι­κές και σκαν­δα­λι­στι­κές, που εξά­πτουν τη φα­ντα­σία, ενώ ο Μπό­τσο­γλου θε­ω­ρεί πως η συ­γκε­κρι­μέ­νη ενό­τη­τα είναι η πιο πα­ρα­κιν­δυ­νευ­μέ­νη, αλλά και από τις πιο σο­βα­ρές δου­λειές του, καθώς όσο προ­χω­ρεί στο γήρας, τόσο κυ­ριαρ­χεί το ερω­τι­κό στοι­χείο ένα­ντι του πει­σι­θά­να­του. Και, συ­νε­χί­ζο­ντας, λέει πως επει­δή η ερω­τι­κή πράξη απο­τε­λεί το βα­σι­κό έν­στι­κτο της ζωής, γι’ αυτό και «η στάση που κρα­τά­με απέ­να­ντι στον έρωτα μας κα­θο­ρί­ζει». Η ερ­μη­νεία που δίνω εγώ είναι ότι ο έρω­τας δεν είναι μια πράξη κενού πε­ριε­χο­μέ­νου. Αλ­λιώς, το σώμα αντι­με­τω­πί­ζε­ται σαν αντι­κεί­με­νο, το οποίο τεί­νει πάντα να ψευ­τί­σει. Αντί­θε­τα, ο έρω­τας και συ­νε­πώς η ερω­τι­κή πράξη είναι το μοί­ρα­σμα των σκέ­ψε­ων, των ελ­πί­δων, των φόβων, των πόθων και των ανα­γκών μας. Όμως, το μοί­ρα­σμα, μας κάνει ευά­λω­τους. Και αυτό το φο­βό­μα­στε. Είναι, λοι­πόν, πιο εύ­κο­λο να γυ­μνω­θού­με σω­μα­τι­κά από το να ξε­γυ­μνω­θού­με ψυ­χο­λο­γι­κά ή πνευ­μα­τι­κά, όπως λέει ο Rollo May. Είναι πιο εύ­κο­λο να μοι­ρα­στού­με το σώμα, πέ­φτο­ντας στο κρε­βά­τι, παρά να κά­νου­με το πιο «επι­κίν­δυ­νο», που είναι το χτί­σι­μο μιας ου­σια­στι­κής σχέ­σης. Και συ­νε­χί­ζει, λέ­γο­ντας πως παρ’ ότι ο χρό­νος και ο θά­να­τος στο τέλος θα μας διεκ­δι­κή­σουν, και υπό αυτή την έν­νοια η μάχη είναι χα­μέ­νη, εντού­τοις η ουσία της αν­θρώ­πι­νης ύπαρ­ξης είναι να αγα­πή­σου­με κά­ποια πρό­σω­πα και κά­ποια πράγ­μα­τα, και αυτό μπο­ρεί να γίνει μόνο μέσα από τη συ­νά­ντη­ση και την εμπει­ρία, που είναι η βάση για κάθε δη­μιουρ­γι­κό­τη­τα.

Αυτό ακρι­βώς κάνει ο Μπό­τσο­γλου. Μέσω της συ­γκε­κρι­μέ­νης έκ­θε­σης, δη­λα­δή μέσω της δη­μιουρ­γι­κής καλ­λι­τε­χνι­κής πρά­ξης, πάει πέρα από το θά­να­το, επει­δή η δη­μιουρ­γι­κό­τη­τα είναι η ανα­ζή­τη­ση της αθα­να­σί­ας. Και έτσι συμ­φι­λιώ­νε­ται μαζί του. Ταυ­τό­χρο­να, μας καλεί στη δική του μέ­θε­ξη του κύ­κλου ζωής, βιώ­νο­ντας τη δική μας αι­σθα­ντι­κό­τη­τα, επει­δή η από­λαυ­ση είναι και αυτή μια δη­μιουρ­γι­κή πράξη.