“ΤΣΕ ο Επαναστάτης” στο όρος των Ελαιών (του Δημήτρη Κατσορίδα)

«ΤΣΕ: Ο ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ» στο όρος των Ελαιών

Η ταινία, η οποία αποτελεί το δεύτερο μέρος της βιογραφίας του Τσε Γκεβάρα, δείχνει τον Φιντέλ Κάστρο να διαβάζει, στις 3 Οκτώβρη 1965, την Επιστολή Παραίτησης του Τσε από όλα τα κρατικά και κομματικά αξιώματα, καθώς επίσης και από την κουβανική υπηκοότητα, απαλλάσσοντας την νεοσύστατη κυβέρνηση από οποιαδήποτε ευθύνη σχετικά με την μετέπειτα δράση του.

Αρ­χι­κά, τα ίχνη του Τσε χά­νο­νται. Πη­γαί­νει, με­τα­ξύ 1965-66, στο Κον­γκό, μέχρι που στις 3 Νο­έμ­βρη 1966 εμ­φα­νί­ζε­ται στη Βο­λι­βία, με μια μικρή ομάδα από Κου­βα­νούς συ­ντρό­φους του και κά­ποιους Βο­λι­βια­νούς αντι­κα­θε­στω­τι­κούς. Εκεί προ­σπα­θούν να ορ­γα­νώ­σουν επα­να­στα­τι­κό αντάρ­τι­κο στρα­τό ενά­ντια στο δι­κτα­το­ρι­κό κα­θε­στώς. Δεί­χνει τις δυ­σκο­λί­ες που αντι­με­τω­πί­ζει, αρχής γε­νο­μέ­νης από την άρ­νη­ση του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος Βο­λι­βί­ας να τον βοη­θή­σει, σε ση­μείο που μπλό­κα­ρε την επαφή με εκεί­νους που ήθε­λαν να ενω­θούν μαζί του.

Ο Τσε παρ’ ότι προ­ε­τοι­μά­ζει τους συ­ντρό­φους του για τις δυ­σκο­λί­ες που θα αντι­με­τω­πί­σουν και προ­σπα­θεί να βοη­θή­σει τους αγρό­τες από τις κα­κου­χί­ες, εντού­τοις δεν κα­τα­φέρ­νει να βρει στη­ρίγ­μα­τα στον ντό­πιο πλη­θυ­σμό, παρά μόνο σε μια απερ­για­κή εξέ­γερ­ση των ερ­γα­τών ορυ­χεί­ων, η οποία όμως κα­τα­πνί­γε­ται στο αίμα από τις δυ­νά­μεις του κρά­τους.

Οι με­γά­λες στε­ρή­σεις και η κα­τα­πό­νη­ση των ανταρ­τών στην προ­σπά­θεια για επι­βί­ω­ση, η επι­βά­ρυν­ση της υγεί­ας του Τσε από το άσθμα που υπό­φε­ρε, σε συν­δυα­σμό με το ότι πα­ρέ­μει­ναν απο­μο­νω­μέ­νοι και σε αρ­κε­τές πε­ρι­πτώ­σεις προ­δο­μέ­νοι από τους αγρό­τες εξαι­τί­ας της τρο­μο­κρα­τί­ας που τους ασκού­σε ο στρα­τός, δη­μιουρ­γού­σε απο­γοη­τεύ­σεις και πτώση του ηθι­κού. Συ­νε­πι­κου­ρού­με­να, όλα αυτά, με το γε­γο­νός ότι είχαν να αντι­με­τω­πί­σουν ένα αντί­πα­λο, δη­λα­δή το κρά­τος και τον αμε­ρι­κά­νι­κο ιμπε­ρια­λι­σμό, καλά ορ­γα­νω­μέ­νο από όλες τις από­ψεις (αριθ­μη­τι­κά, επι­χει­ρη­σια­κά και στρα­τιω­τι­κά), είχε ως συ­νέ­πεια να κα­τα­λή­ξει σε απο­τυ­χία το όλο εγ­χεί­ρη­μα και στη δο­λο­φο­νία του Τσε, στις 9 Οκτώ­βρη 1967.

Τον Τσε, κατά πως φαί­νε­ται, τον κα­θό­ρι­σε το όνει­ρό του. Αντί να πάρει, κάτω από αυτές τις εντε­λώς αρ­νη­τι­κές πε­ρι­στά­σεις, τη μόνη ευ­λο­γο­φα­νή από­φα­ση, η οποία ήταν να ακυ­ρω­θεί το αρ­χι­κό σχέ­διο και να επα­να­κα­θο­ρι­σθεί η τα­κτι­κή, επέ­λε­ξε τη θυσία. Όπως λέει ο Ρεζί Ντε­μπρέ, στα Απο­μνη­μο­νεύ­μα­τά του, «δεν σκο­τώ­θη­κε, απλά αφέ­θη­κε να πε­θά­νει». Και οι άντρες του, τον ακο­λού­θη­σαν. Ήταν χρέος τιμής γι’ αυ­τούς να είναι με ένα άντρα που απο­ποι­ή­θη­κε τα προ­νό­μια της εξου­σί­ας για να είναι μαζί τους και ο οποί­ος, παρά τα προ­βλή­μα­τα υγεί­ας που είχε, εξα­κο­λου­θού­σε να είναι μά­χι­μος. Επέ­λε­ξαν και αυτοί μια «εσω­τε­ρι­κή εξο­ρία», η οποία τους εμπό­δι­ζε να αλ­λά­ξουν σχέ­διο και προ­σα­να­το­λι­σμό.

Όμως, όταν μια επα­να­στα­τι­κή εστία δεν κα­τα­φέρ­νει να εμ­βα­θύ­νει διαρ­κώς και να απο­κτή­σει μα­ζι­κή επιρ­ροή, «είναι επα­νά­στα­ση που οπι­σθο­δρο­μεί», όπως επι­ση­μαί­νει και ο ίδιος ο Τσε, στο εγ­χει­ρί­διό του, για τον ανταρ­το­πό­λε­μο. Κάτι που ο ίδιος πα­ρα­μέ­λη­σε.

Υπό αυτή την έν­νοια, η στρα­τη­γι­κή του προ­σέγ­γι­ση απο­δεί­χτη­κε αυ­το­κτο­νι­κή, αφού η Βο­λι­βία δεν βρι­σκό­ταν σε κοι­νω­νι­κή ανα­τα­ρα­χή, όπως συ­νέ­βη με την Κούβα, όπου το αντάρ­τι­κο κα­τά­φε­ρε να έχει στη­ρίγ­μα­τα τόσο στην ύπαι­θρο όσο και στις πό­λεις, ενώ η πο­ρεία προς την Αβάνα συ­νέ­πε­σε με γε­νι­κή απερ­γία και δια­δη­λώ­σεις. Κατά συ­νέ­πεια, η τα­κτι­κή της επα­να­στα­τι­κής εστί­ας, δη­λα­δή του φόκο, δεν είναι για κάθε πε­ρί­στα­ση.

Βέ­βαια, σε καμία πε­ρί­πτω­ση δεν αναι­ρεί­ται η ηθική αξία της προ­σω­πι­κό­τη­τας του Τσε, ως ενός σπου­δαί­ου επα­να­στά­τη, με­ρο­λη­πτι­κά ταγ­μέ­νου με τους «από κάτω». Γι’ αυτό θα είναι πάντα το ση­μείο ανα­φο­ράς κάθε νε­α­νι­κού εν­θου­σια­σμού και επα­να­στα­τι­κό­τη­τας, κάθε δια­μαρ­τυ­ρό­με­νου και εξε­γερ­μέ­νου, ενώ το πορ­τρέ­το του θα αναρ­τά­ται στα δω­μά­τια των νέων και στα πλα­κάτ των συ­γκε­ντρώ­σε­ων, ση­μα­το­δο­τώ­ντας την άρ­νη­ση σε κάθε μορφή εξου­σί­ας, αλλά και το κά­λε­σμα στην πε­ρι­πέ­τεια να αλ­λά­ξου­με τον κόσμο, θέ­το­ντας συ­νε­χώς με τον τρόπο ζωής του, τα προ­κλη­τι­κά ερω­τή­μα­τα: Επα­νά­λη­ψη ή πε­ρι­πλά­νη­ση; Στα­σι­μό­τη­τα ή από­δρα­ση; Νοι­κο­κύ­ρης ή αντάρ­της;