«Το Βιβλιοπωλείο της Κυρίας Γκριν» και η χαρά της ανάγνωσης (του Δημήτρη Κατσορίδα)

«Το Βιβλιοπωλείο της Κυρίας Γκριν» και η χαρά της ανάγνωσης

Η ταινία με τίτλο «Το Βιβλιοπωλείο της Κυρίας Γκριν», παραγωγής 2017, είναι διασκευή ενός μυθιστορήματος της Πενέλοπε Φιτζέραλντ, από την Ισπανίδα σκηνοθέτρια Ιζαμπέλ Κοϊξέ. Η υπόθεση διαδραματίζεται το 1959, σε μια ήσυχη παραλιακή κωμόπολη της Αγγλίας, το Χάρντμποροου. Εκεί φθάνει μια νέα, λιγομίλητη, αλλά αποφασιστική γυναίκα, η Φλόρενς Γκριν, η οποία είναι χήρα πολέμου, δηλαδή ο άντρας της σκοτώθηκε κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. «Χήρα. Τι παράξενη και σκοτεινή λέξη», μονολογεί.

Θέ­λο­ντας να προ­χω­ρή­σει στη ζωή της και να κυ­νη­γή­σει το όνει­ρό της, αγο­ρά­ζει ένα παλιό και εγκα­τα­λειμ­μέ­νο σπίτι και το με­τα­τρέ­πει σε βι­βλιο­πω­λείο. Μια κί­νη­ση που τα­ρά­ζει τα λι­μνά­ζο­ντα νερά της μι­κρής πόλης, δη­μιουρ­γώ­ντας και έχθρες. Βα­σι­κή αντί­πα­λός της, είναι μια αρι­στο­κρά­τισ­σα, η κα Βάιο­λετ Γκά­μαρτ, που θέλει να κάνει τον χώρο του βι­βλιο­πω­λεί­ου ένα υπο­τι­θέ­με­νο Κέ­ντρο Τε­χνών. Μια στριφ­νή γυ­ναί­κα, η οποία, προ­κει­μέ­νου να πε­τύ­χει τον σκοπό της, χρη­σι­μο­ποιεί κάθε θε­μι­τό και αθέ­μι­το μέσο. Οι μόνοι σύμ­μα­χοι της Φλό­ρενς είναι η μικρή βοη­θός της και ο κύ­ριος Μπρά­ντλις, ένας επί­σης εύ­πο­ρος, αλλά πολύ μο­να­χι­κός άν­θρω­πος, του οποί­ου η μο­να­δι­κή συ­ντρο­φιά είναι τα βι­βλία. «Άν­θρω­ποι σαν τη Βάιο­λετ Γκά­μαρτ με έκα­ναν όπως είμαι», λέει κά­ποια στιγ­μή στη Φλό­ρενς.

Όταν η Φλό­ρενς στις προ­θή­κες του βι­βλιο­πω­λεί­ου εκ­θέ­τει τη «Λο­λί­τα», του Να­μπό­κοφ, τότε θα βρει την ευ­και­ρία η κα Γκά­μαρτ να υπο­δαυ­λί­σει τα συ­ντη­ρη­τι­κά αντα­να­κλα­στι­κά της το­πι­κής κοι­νω­νί­ας. Ο πό­λε­μος οξύ­νε­ται, οι συ­σχε­τι­σμοί είναι αρ­νη­τι­κοί για τη Φλό­ρενς, και στο τέλος χάνει. Όμως, μπο­ρεί να της πήραν το όνει­ρο, αλλά δεν της πήραν το θάρ­ρος. Και δεν της πήραν το θάρ­ρος επει­δή δεν την κα­θό­ρι­σε το όνει­ρο. Διότι, η αρετή και το θάρ­ρος είναι τα δύο πιο αξιο­θαύ­μα­στα πράγ­μα­τα στον άν­θρω­πο για να προ­χω­ρή­σει στη ζωή. Το δε φι­νά­λε είναι εξαι­ρε­τι­κό.

Κατά τη γνώμη μου, η ται­νία, ξέ­χω­ρα από τις ανα­φο­ρές που κάνει για τις τα­ξι­κές δια­φο­ρές και για τους συμ­βι­βα­σμούς των αν­θρώ­πων απέ­να­ντι στην εξου­σία ή αντί­θε­τα τον αγώνα ενα­ντί­ον της, καθώς επί­σης σε αυ­τούς που θέ­λουν τις ανα­τρο­πές απέ­να­ντι σε όσους θέ­λουν την ακι­νη­σία, είναι ταυ­τό­χρο­να και ένας ύμνος στο βι­βλίο και τη δη­μιουρ­γι­κή ανά­γνω­ση.

«Όταν δια­βά­ζου­με μια ιστο­ρία κα­τοι­κού­με μέσα της», λέει η αφη­γή­τρια στην αρχή της ται­νί­ας. Διότι το βι­βλίο είναι κα­τα­φύ­γιο και δίνει ελ­πί­δα, αλλά συ­νά­μα είναι και επι­κίν­δυ­νο. Το καλό βι­βλίο σε βάζει σε μια δια­δι­κα­σία συμ­με­το­χής, να ανα­πο­λή­σεις, να με­τα­φερ­θείς, να ξε­χα­στείς, να μά­θεις, να σκε­φτείς, να κρί­νεις, να ευαι­σθη­το­ποι­η­θείς, να γνω­ρί­σεις και να συ­νο­μι­λή­σεις με τον εαυτό σου, να πά­ρεις θέση, να αλ­λά­ξεις. «Είναι σύ­ντρο­φοι, δά­σκα­λοι, μάγοι, τρα­πε­ζί­τες των θη­σαυ­ρών του μυα­λού. […] η αν­θρω­πό­τη­τα τυ­πω­μέ­νη», έλεγε ο Σο­πε­νά­ου­ερ. Ανα­δει­κνύ­ει το αν­θρώ­πι­νο στοι­χείο στον άν­θρω­πο. Σου προ­σφέ­ρει τη χαρά της από­λαυ­σης της ανά­γνω­σης, αλλά και της μυ­ρω­διάς των σε­λί­δων του. Το βι­βλίο δεν σε προ­δί­δει ποτέ. Σε θέτει σε αρ­γούς ρυθ­μούς, μα­κριά από τους φρε­νή­ρεις ρυθ­μούς της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας. Και το αργό διά­βα­σμα είναι η αντί­δρα­ση σε αυ­τούς τους ρυθ­μούς. Είτε στο σπίτι, είτε στο τα­ξί­δι, είτε στις δια­κο­πές, είτε στο πα­γκά­κι, είτε στην κα­φε­τέ­ρια, είτε στη στάση του λε­ω­φο­ρεί­ου, είτε στα μέσα μα­ζι­κής με­τα­φο­ράς, είτε οπου­δή­πο­τε αλλού, η ανά­γνω­ση του βι­βλί­ου είναι μια δια­φο­ρε­τι­κή στάση και τρό­πος ζωής, η οποία δυ­στυ­χώς έχει αρ­χί­σει να εκλεί­πει.

Πά­ντως, όπως και να έχει, η φράση της αφη­γή­τριας, πριν από το τέλος της ται­νί­ας, πως «Κα­νείς δε νιώ­θει μόνος ανά­με­σα στα βι­βλία», τα πε­ρι­κλεί­ει όλα.