Πρόταση για δύο Εκθέσεις: “Νίκος Καζαντζάκης, ο κοσμοπαρωρίτης” και “Εαυτούς και Αλλήλους”

«ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ, ο κοσμοπαρωρίτης»

Δημήτρης Κατσορίδας | 16.02.2018

Ο παραπάνω τίτλος είναι από το μεγάλο Αφιέρωμα-Έκθεση προς τιμήν του Νίκου Καζαντζάκη, στο Μουσείο Μπενάκη (διάρκεια 21-12-2017 έως 25-2-2018), με αφορμή την ανακήρυξη του 2017 ως Έτους Νίκου Καζαντζάκη, από το Υπουργείο Πολιτισμού. Περιλαμβάνει τρεις εκθέσεις που η βασική παρουσιάζεται στο Μουσείο Μπενάκη (Πειραιώς 138), ενώ οι άλλες δύο βρίσκονται στην Πινακοθήκη Γκίκα και στο Μουσείο Ισλαμικής Τέχνης.

Όπως πε­ρι­γρά­φε­ται στο ενη­με­ρω­τι­κό φυλ­λά­διο, «Στην έκ­θε­ση πα­ρου­σιά­ζο­νται γνω­στές και άγνω­στες πτυ­χές της ζωής, του έργου και των τα­ξι­διών του Νίκου Κα­ζαν­τζά­κη, με την ανά­δει­ξη ση­μα­ντι­κών σταθ­μών της πο­ρεί­ας του. Συ­γκε­κρι­μέ­να, γί­νε­ται μια ερ­γο­βιο­γρα­φι­κή προ­σέγ­γι­ση της προ­σω­πι­κό­τη­τάς του, μέσα από χει­ρό­γρα­φα, φω­το­γρα­φί­ες και ποι­κί­λο πλη­ρο­φο­ρια­κό υλικό, η οποία εμπλου­τί­ζε­ται από το πλή­θος των με­τα­φρα­σμέ­νων σε πε­ρισ­σό­τε­ρες από 50 γλώσ­σες έργων του, προ­βάλ­λο­ντας τον οι­κου­με­νι­κό του χα­ρα­κτή­ρα. Πα­ράλ­λη­λα, δί­νε­ται έμ­φα­ση στις εμ­βλη­μα­τι­κές μορ­φές (όπως ο Όμη­ρος, ο Δά­ντης, ο Σαίξ­πηρ, ο Μπερ­ξόν, ο Νίτσε και άλλοι) και στα τα­ξί­δια του (στην Ελ­λά­δα και σε ολό­κλη­ρο τον κόσμο), σε πρό­σω­πα και εμπει­ρί­ες δη­λα­δή που απο­τέ­λε­σαν ση­μα­ντι­κούς πα­ρά­γο­ντες της δια­μόρ­φω­σης και της έμπνευ­σής του». Δί­νο­νται διά­φο­ρες πλη­ρο­φο­ρί­ες για το έργο του, όπως για πα­ρά­δειγ­μα ότι την «Οδύσ­σεια», μέχρι να την ολο­κλη­ρώ­σει, την έγρα­ψε επτά φορές, επί 13 χρό­νια. Η τε­λευ­ταία γραφή έγινε το 1938, όπου κι εκ­δό­θη­κε σε 33.333 στί­χους. Μά­λι­στα, την θε­ω­ρού­σε ως έργο ζωής. Επί­σης, μια σχε­τι­κά άγνω­στη πτυχή της ζωής του είναι ότι το 1945 διε­τέ­λε­σε πρό­ε­δρος της Σο­σια­λι­στι­κής Ερ­γα­τι­κής Ένω­σης, η οποία είχε ως στόχο την ενο­ποί­η­ση όλων των σο­σια­λι­στι­κών κι­νή­σε­ων σε ένα ενιαίο πο­λι­τι­κό φορέα.

Μπο­ρεί να του στε­ρή­θη­κε το Νό­μπελ λο­γο­τε­χνί­ας, εξαι­τί­ας της αντί­δρα­σης του εγ­χώ­ριου κα­τε­στη­μέ­νου, όμως ανα­δεί­χτη­κε ως ο πλέον πο­λυ­με­τα­φρα­σμέ­νος νε­ο­έλ­λη­νας συγ­γρα­φέ­ας πα­γκο­σμί­ως και ένας από τους ση­μα­ντι­κό­τε­ρους λο­γο­τέ­χνες. Υπάρ­χουν, πε­ρί­που, 600 εκ­δό­σεις ξένων με­τα­φρα­σμέ­νων έργων του. Πο­λυ­γρα­φό­τα­τος, με ποι­κι­λία εν­δια­φε­ρό­ντων, ανα­δει­κνύ­ε­ται ως ένας ξε­χω­ρι­στός άν­θρω­πος του πο­λι­τι­σμού και ένας ιδιαί­τε­ρος ερ­γά­της του λόγου. Υπήρ­ξε μια πο­λυ­σχι­δής και μπο­ρού­με να πούμε αντι­φα­τι­κή προ­σω­πι­κό­τη­τα και γι’ αυτό ένα ανή­συ­χο πνεύ­μα.

Ο Κα­ζαν­τζά­κης εμ­φα­νί­στη­κε στα ελ­λη­νι­κά γράμ­μα­τα το 1906 και ασχο­λή­θη­κε με όλα τα λο­γο­τε­χνι­κά είδη: μυ­θι­στό­ρη­μα, δο­κί­μιο, ποί­η­ση, θέ­α­τρο, παι­δι­κά βι­βλία, με­τα­φρά­σεις, κι­νη­μα­το­γρα­φι­κά σε­νά­ρια, θε­α­τρι­κά έργα κλπ. Παρ’ όλα αυτά, στα σύγ­χρο­να σχο­λι­κά βι­βλία υπάρ­χουν ελά­χι­στα απο­σπά­σμα­τα από τα έργα του. Επί­σης, ση­μα­ντι­κό ρόλο στη ζωή και το έργο του, έπαι­ξαν και οι γυ­ναί­κες, καθώς «απο­τε­λούν, κατά κά­ποιον τρόπο, μυ­στι­κά ερ­μη­νευ­τι­κά κλει­διά», όπως επι­ση­μαί­νε­ται στην Έκ­θε­ση.

Ο λόγος του Κα­ζαν­τζά­κη είναι φι­λο­σο­φι­κός με έντο­νο θε­ο­λο­γι­κό και υπαρ­ξια­κό υπό­βα­θρο: «Η λα­χτά­ρα του σκου­λη­κιού να γίνει πε­τα­λού­δα στά­θη­κε για μένα πάντα το πιο επι­τα­κτι­κό και συ­νά­μα το νό­μι­μο χρέος του σκου­λη­κιού και του αν­θρώ­που. Να σε κάμει ο Θεός σκου­λή­κι, κι εσύ με τον αγώνα σου να γί­νεις πε­τα­λού­δα».

Οι δυο βα­σι­κές ιδέες του Κα­ζαν­τζά­κη, που δια­περ­νούν το έργο του, είναι ο Άν­θρω­πος και η Ελευ­θε­ρία, οι οποί­ες όμως πρέ­πει να με­του­σιώ­νο­νται σε πράξη. Γι’ αυτόν, ελευ­θε­ρία, ση­μαί­νει, πάνω απ’ όλα, απου­σία του φόβου και της ελ­πί­δας. Σχε­τί­ζε­ται με την έν­νοια της διαρ­κούς ανά­βα­σης και της συ­νε­χούς πνευ­μα­τι­κής ανύ­ψω­σης. «…Φτάσε όπου δεν μπο­ρείς», έλεγε.

Τέλος, από ένα ανέκ­δο­το μυ­θι­στό­ρη­μά του, με τίτλο «Ο Ανή­φο­ρος», θα μπο­ρού­σα­με να αξιο­ποι­ή­σου­με ως μότο ένα από­σπα­σμα, το οποίο, κατά τη γνώμη μου, με τρεις λέ­ξεις πε­ρι­γρά­φει πως θα έπρε­πε να είναι η ζωή μας: «Κρασί, έρω­τας, στο­χα­σμός…»

«Εαυτούς και Αλλήλους»

Δεν είναι τυχαίος ο τίτλος της Έκθεσης, «Εαυτούς και Αλλήλους», του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης-ΜΙΕΤ (γίνεται από 12-12-2017 έως 3-3-2018, στο Μέγαρο Εϋνάρδου, Αγ. Κωνσταντίνου 20).

Όπως ανα­φέ­ρε­ται στο ενη­με­ρω­τι­κό ση­μεί­ω­μα, πα­ρου­σιά­ζο­νται πε­ρί­που 400 έργα (λάδια, σχέ­δια, γλυ­πτά, χει­ρό­γρα­φα και φω­το­γρα­φί­ες), κατά κύριο λόγο προ­σω­πο­γρα­φί­ες, από τη συλ­λο­γή του Διο­νύ­ση Φω­τό­που­λου. Με­τα­ξύ άλλων, εκτί­θε­νται έργα των Θ. Απάρ­τη, Δ. Δια­μα­ντό­που­λου, Φ. Κό­ντο­γλου, Γ. Μπου­ζιά­νη, Γ. Παππά, Γ. Μό­ρα­λη, Γ. Τσα­ρού­χη, L. de Nobili, Ν. Χα­τζη­κυ­ριά­κου-Γκί­κα, Γ. Λάππα, Τ. Μαν­τζα­βί­νου, Γ. Μαυ­ρο­εί­δη, Μ. Μπι­τσά­κη, Χ. Μπό­τσο­γλου, Δ. Μυ­τα­ρά, Θ. Πα­πα­γιάν­νη, Ε. Σα­κα­γιάν, Ν. Στε­φά­νου, Β. Φω­τό­που­λου, Γ. Ψυ­χο­παί­δη.

Στα έργα των προ­α­να­φερ­θέ­ντων ζω­γρά­φων υπάρ­χουν τόσο αυ­το­προ­σω­πο­γρα­φί­ες όσο και ανα­πα­ρα­στά­σεις προ­σω­πο­γρα­φιών των Σο­λω­μού, Κάλ­βου, Τέλ­λου Άγρα, Ου­ρά­νη, Καρ­κα­βί­τσα, Μυ­ρι­βή­λη, Βάρ­να­λη, Καβ­βα­δία, Σε­φέ­ρη, Πα­πα­δια­μά­ντη, Κα­ρυω­τά­κη, Μάνου Χα­τζη­δά­κη, Γκά­τσου, Ελύτη κ.ά. Επί­σης, υπάρ­χουν χει­ρό­γρα­φες επι­στο­λές διά­ση­μων, καθώς επί­σης σκί­τσα, εκ­μα­γεία, σχέ­δια για βι­βλία των Ν. Γα­βρι­ήλ Πε­τζί­κη, Μα­ρί­ας Κάλ­λας, Ντί­νου Χρι­στια­νό­που­λου, Κικής Δη­μου­λά, Κα­ρό­λου Κουν κ.ά.

Τα συλ­λε­κτι­κά κομ­μά­τια από την έκ­θε­ση είναι, ου­σια­στι­κά, μια μορφή αυ­το­βιο­γρα­φί­ας, του Διο­νύ­ση Φω­τό­που­λου, αφού «αυ­το­βιο­γρα­φεί­ται μέσα από τους άλ­λους», εξ ου και ο τί­τλος, «Ο Εαυ­τός και οι Άλλοι»Όπως, με­τα­ξύ άλλων, λέει ο Διο­νύ­σης Κα­ψά­λης, σε ομό­τι­τλο Λεύ­κω­μα, που πε­ρι­λαμ­βά­νει έργα από τη συλ­λο­γή του Διο­νύ­ση Φω­τό­που­λου, oι μορ­φές που έχει συ­γκε­ντρώ­σει γύρω του είναι, «…όσες συ­νά­ντη­σε τυ­χαία, όσες θή­ρευ­σε και όσες αγά­πη­σε μέσα από την τέχνη του. Υπήρ­ξαν όλοι αρ­χάγ­γε­λοι του δικού μας κό­σμου, κα­θέ­νας με τα πάθη του και τους καη­μούς, τις χαρές και τις λύπες του, τις εφή­με­ρες και τις ανυ­πο­χώ­ρη­τες· όλοι όμως αφο­σιω­μέ­νοι με πάθος στην υπό­θε­ση της ομορ­φιάς και της ζωής, όπως και ο ίδιος ο Διο­νύ­σης Φω­τό­που­λος. Η δική του δόξα, που είχε τέ­τοιους φί­λους, είναι τώρα πια και δική μας: “μια απέ­ρα­ντη αλ­λη­λεγ­γύη πε­θα­μέ­νων και ζω­ντα­νών”, όπως έλεγε ο Σε­φέ­ρης».

Ωστό­σο, τον πυ­ρή­να της έκ­θε­σης τον προσ­διο­ρί­ζει, με εξαι­ρε­τι­κό τρόπο, ο ίδιος ο Διο­νύ­σης Φω­τό­που­λος στο ει­σα­γω­γι­κό ση­μεί­ω­μα, το οποίο θα μπο­ρού­σα­με να πούμε ότι απο­τε­λεί και μια προ­τρο­πή προς όλους μας: «Είναι οι φίλοι, είναι εκεί­νες οι φυ­σιο­γνω­μί­ες των αν­θρώ­πων που συ­νά­ντη­σες ή ονειρευό­σουν να συ­να­ντή­σεις, τα βλέμ­μα­τά τους που έλε­γαν πολλά, είναι οι ιδέες που ανα­στα­τώ­νουν το μυαλό και που σπρώ­χνουν στην ανα­ζή­τη­ση και­νού­ριας οπτι­κής στη ζωή και στην τέχνη, είναι η δια­φώ­τι­ση, οι αγώ­νες για έναν κα­λύ­τε­ρο κόσμο, για μια κα­λύ­τε­ρη πα­τρί­δα, για ελευ­θε­ρία, για πιο τρελά όνει­ρα. Είναι οι δά­σκα­λοι μέσα κι έξω απ’ τη Σχολή, οι τυ­χαί­ες συ­να­ντή­σεις με ελεύ­θε­ρα μυαλά, είναι οι δια­φω­νί­ες με τους συμ­μα­θη­τές, είναι η χαρά του ανοίγ­μα­τος της σκέ­ψης, το όνει­ρο του έρωτα, η συ­μπό­ρευ­ση της φι­λί­ας, η ποί­η­ση και η μου­σι­κή. Ήμου­να τυ­χε­ρός γιατί τα είχα όλα αυτά, έκανα ό,τι μπο­ρού­σα, ο κα­θέ­νας άξιος της μοί­ρας του».

Το προ­α­να­φερ­θέν από­σπα­σμα είναι ου­σια­στι­κά ο απο­λο­γι­σμός μιας ζωής, αυτόν που κά­ποια στιγ­μή πι­θα­νόν να κά­νου­με όλοι/-ες (ή που κά­νου­με ανά δια­στή­μα­τα). Τότε, ανα­γκα­ζό­μα­στε να δούμε πως πή­ρα­με τη ζωή μας. Και θα μα­κα­ρί­ζου­με τον εαυτό μας, όπως ο Διο­νύ­σης Φω­τό­που­λος, εάν μπο­ρού­με να πούμε ότι πράγ­μα­τι, κάτι κα­τα­φέ­ρα­με…