Το ζήτημα του δημόσιου χρέους έχει αποκτήσει μια καίρια σημασία. Με σημαία την «αντιμετώπισή» του, οι αστικές κυβερνήσεις, η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχουν κηρύξει ολοκληρωτικό πόλεμο στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα. Ο σωστός προσανατολισμός του εργατικού κινήματος στο ζήτημα αυτό έχει πλέον γίνει παραπάνω από αναγκαίος.

Α. Διεθνής έκρηξη του χρέους

Στις ιμπεριαλιστικές χώρες, το δημόσιο χρέος αρχίζει να παίρνει διαστάσεις από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, στην προσπάθεια των κυβερνήσεων να συντηρήσουν τεχνητά τη μεταπολεμική ανάπτυξη. Παράλληλα μεγαλώνει και το ιδιωτικό χρέος (νοικοκυριών, επιχειρήσεων). Όταν η αποτυχία αυτής της πολιτικής ήταν πια ολοφάνερη, ξεκίνησε η κατεδάφιση των εργατικών κατακτήσεων με τον νεοφιλελευθερισμό και με κραυγές ενάντια στο «σπάταλο κράτος». Στην πραγματικότητα όμως τα ελλείμματα και χρέη τελικά αυξήθηκαν, εξαιτίας των αναρίθμητων κρατικών φοροαπαλλαγών, επιδοτήσεων κλπ. προς το κεφάλαιο.

Η σημερινή έκρηξη του δημόσιου χρέους στις μεγαλύτερες ιμπεριαλιστικές οικονομίες (ΗΠΑ, Γερμανία, Βρετανία κλπ.) οφείλεται άμεσα στα πακέτα πολλών τρις, που μ’ αυτά οι κυβερνήσεις προσπάθησαν να σώσουν τον χρηματοπιστωτικό τομέα από την κατάρρευση που απειλήθηκε όταν ξέσπασε η διεθνής κρίση (καλοκαίρι 2007).

Δεν πρόκειται λοιπόν για «τεχνικό» ζήτημα. Το πρόβλημα του δημόσιου χρέους συσσωρεύεται για δεκαετίες, ιδιαίτερα στο μακρύ κύμα κάμψης της παγκόσμιας οικονομίας από τα μέσα του 1970. Δείχνοντας έτσι ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής δεν γεννάει «απλά» κάποιες αναπόφευκτες περιοδικές κρίσεις, αλλά βρίσκεται στην εποχή της ιστορικής παρακμής του. Στη σημερινή κρίση αποδεικνύεται ακόμα πιο καθαρά ότι παρά τη βαρβαρότητα του συστήματος ενάντια στη ζωντανή εργασία, η παραγωγή και πραγματοποίηση της υπεραξίας δεν γίνονται «ομαλά», δεν αρκούν για καμία «ανάπτυξη». Γι’ αυτό η «οικονομία της αγοράς» χρειάζεται όλο και μεγαλύτερες κρατικές ενέσεις, για να σταθεί τρεκλίζοντας στα πόδια της. Έτσι, το πρόβλημα του δημόσιου χρέους αποτυπώνει σήμερα τη δομική κρίση, την παρακμή και το σάπισμα του παγκόσμιου καπιταλισμού.

Β. Η χρεoκοπία του ελληνικού καπιταλισμού

Σύμφωνα με το «Μνημόνιο», το δημόσιο χρέος της Ελλάδας θα εκτιναχτεί από το 115% του ΑΕΠ σήμερα στο 150% το 2014. Η οικονομία βυθίζεται σε πρωτόγνωρη ύφεση, ιδιαίτερα καθώς όλα δείχνουν ότι θα υπάρξει και νέα επιδείνωση της διεθνούς κρίσης. Μ’ αυτά τα δεδομένα, η επίσημη χρεοκοπία του ελληνικού καπιταλισμού είναι θέμα χρόνου, όποια μορφή κι αν πάρει ακριβώς («ελεγχόμενη πτώχευση», «αναδιάρθρωση χρέους» κλπ.). Αυτές οι εξελίξεις -αν δεν ανατραπούν από το εργατικό κίνημα- σημαίνουν οικονομική και κοινωνική καταστροφή: ακόμα πιο βάρβαρα μέτρα, πάγωμα των τραπεζικών καταθέσεων, στάση πληρωμών των μισθών ή μέρους τους, συρρίκνωση της αξίας της ατομικής και συλλογικής περιουσίας των λαϊκών στρωμάτων, απογείωση της ανεργίας, κατάρρευση των ασφαλιστικών ταμείων και δημόσιων υπηρεσιών, φτώχεια και εξαθλίωση χωρίς προηγούμενο…

Γ. Αυταπάτες των Ρεφορμιστών και της Άκρας Αριστεράς

Την ελληνική χρεοκοπία έχουν χαρακτηρίσει ο πρόεδρος του ΣΥΝ Αλ. Τσίπρας ως «παραμύθι χωρίς δράκο» και θεωρητικοί του ΚΚΕ ως «φόβητρο». Έτσι λοιπόν και για τα δύο ρεφορμιστικά κόμματα η έκρηξη του δημόσιου χρέους όχι μόνο δεν είναι αναπόσπαστο τμήμα της δομικής κρίσης του καπιταλισμού, αλλά είναι κάτι σαν τρικ ή μπλόφα του συστήματος. Γι’ αυτό και οι προτάσεις τους καταλήγουν σε αδιέξοδο ή και σε ακόμα πιο καταστροφικά αποτελέσματα για τους εργαζόμενους:

– Ο ΣΥΝ, δέσμιος του «ευρωπαϊσμού» και του ρηχού «αντινεοφιλελευθερισμού», ζητάει αναδιαπραγμάτευση του χρέους χωρίς έξοδο από ΟΝΕ και ΕΕ. Έτσι όμως οι όροι που θα επιβληθούν σ’ αυτή τη «διαπραγμάτευση» από τους δανειστές και τους μηχανισμούς της ΕΕ θα είναι ακόμα πιο βάρβαροι για τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα.

– Το ΚΚΕ, παρά τις κορώνες του τύπου «ο λαός να μην αναγνωρίσει το χρέος», έχει ακόμα χειρότερη στάση. Υπεκφεύγει συστηματικά στον εκβιασμό της αστικής τάξης «που θα βρούμε τα λεφτά;», καθώς δεν μιλάει ούτε για στάση πληρωμών ούτε πολύ περισσότερο για διαγραφή του χρέους. Καταγγέλλει μάλιστα αυτό το σύνθημα, γιατί δήθεν αποκρύπτει(;) τον «ταξικό χαρακτήρα της ανάπτυξης»! Αν κάποιος κάτι μπορεί να καταλάβει απ’ αυτό (πέρα από την γνωστή τακτική της ηγεσίας του ΚΚΕ να διαστρεβλώνει και να συκοφαντεί), θα ήταν ότι σήμερα ξετυλίγεται κάποια καπιταλιστική ανάπτυξη, της οποίας πρέπει να ξεσκεπάσουμε την εκμεταλλευτική φύση, ώστε να μην αφομοιωθεί, να μην προσδεθεί σ’ αυτήν το εργατικό κίνημα! Σε μια κλιμάκωση θεωρητικής παραχάραξης και βλακείας, η ηγεσία του ΚΚΕ μαγειρεύει ό,τι στοιχεία βρει για να πείσει ότι «λεφτά υπάρχουν» και ότι «παράγεται πλούτος, αλλά διανέμεται άδικα», όταν και ο τελευταίος εργάτης καταλαβαίνει στο πετσί του ότι κρίση σημαίνει ριζική μείωση του παραγόμενου πλούτου (κλείσιμο εργοστασίων, μείωση παραγωγής, μαζική ανεργία κλπ.).

Αυτή η στάση του ΚΚΕ συνιστά μια βαθιά, επί της ουσίας σοσιαλδημοκρατική αναθεώρηση της μαρξιστικής αντίληψης για την κρίση, αλλά και για την ίδια τη λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος. Στη μαρξιστική θεωρία, η κρίση δεν ταυτίζεται με την ύπαρξη ή όχι κερδών σ’ ένα τμήμα των καπιταλιστικών επιχειρήσεων, αλλά με την πτώση του ποσοστού του κέρδους (η οποία δεν υπολογίζεται με βάση του ισολογισμούς που εμφανίζουν κάποιες επιχειρήσεις, αλλά με βάση το ποσοστό κέρδος που βγαίνει στην παραγωγή), με το φρακάρισμα ή τη μείωση των επενδύσεων (που εξελίσσεται σε ραγδαία στην περίπτωση του ελληνικού καπιταλισμού) και τελικά με τη διακοπή της ομαλής αναπαραγωγής του συστήματος. Η κρίση είναι μια συστελλόμενη αναπαραγωγή του συστήματος. Με άλλα λόγια: τα κέρδη μεμονωμένων καπιταλιστών από μόνα τους (όσο προκλητικά κι αν είναι) δεν σημαίνουν ότι το σύστημα δεν έχει κρίση, για όσο συνεχίζουν να συγκεντρώνονται στα σεντούκια των καπιταλιστών ή σπαταλώνται στην χλιδή των ίδιων και των υπηρετών τους, χωρίς να μετατρέπονται σε παραγωγικές επενδύσεις. Τέλος, είναι ξεκάθαρο ότι μέσα στην κρίση ένα όλο και μεγαλύτερο τμήμα της οικονομίας θα λειτουργεί με μειωμένα κέρδη ή και ζημιές, όπως όντως γίνεται σήμερα (πράγμα που βέβαια οι καπιταλιστές προσπαθούν να το φορτώσουν στους εργαζόμενους).

Αντίθετα, η «θεωρία» της ηγεσίας του ΚΚΕ ταυτίζει την κρίση με την ακόρεστη δίψα των καπιταλιστών για κέρδη, η οποία φυσικά και υπάρχει αλλά καταλήγει να γίνεται μια ψυχολογική ερμηνεία ή μια δαιμονοποίηση των «κακών καπιταλιστών».

Οι θεωρητικές ακροβασίες της ηγεσίας του ΚΚΕ, η προσπάθεια να αρνηθεί τη φύση, την ουσία της κρίσης (ενώ χρησιμοποιεί κάποια δήθεν «ορθόδοξη» μαρξιστική ορολογία), η συνθηματολογία του τύπου «λεφτά υπάρχουν», «το χρέος είναι πρόσχημα» κλπ. είναι φυσικό επακόλουθο της ρεφορμιστικής και εκλογικίστικης πολιτικής της. Γιατί πως αλλιώς θα πείσει τους ψηφοφόρους ότι δεν χρειάζεται επανάσταση, αλλά μια (καπιταλιστική) «λαϊκή εξουσία-οικονομία» με «ισχυρό ΚΚΕ» ώστε να μοιραστεί δίκαια «ο πλούτος που παράγεται»;

Ίδια ακριβώς είναι η στάση αρκετών οργανώσεων της Άκρας Αριστεράς που χαρακτηρίζουν την κρίση και το χρέος ως «πρόσχημα» για την πολιτική «τρομοκράτηση» των εργαζομένων, ώστε να περάσουν αντιλαϊκά μέτρα. Σα να λέμε, οι καπιταλιστές έχουν βρει ένα κόλπο ώστε να ξεγελούν τους εργαζόμενους και έτσι να ξεπερνούν τις κρίσεις.

«Αριστεροί και προοδευτικοί οικονομολόγοι» από το χώρο του ΣΥΡΙΖΑ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχουν διατυπώσει την ανάγκη για «έξοδο από το ευρώ και την ΟΝΕ και επίσης την παύση πληρωμών του χρέους και την επαναδιαπραγμάτευσή του με στόχο τη μείωση ή και τη διαγραφή του». Ωστόσο, οι θέσεις τους (κείμενο με ημερομηνία 15/5) αναπαράγουν όλη τη βασική ρεφορμιστική λογική:

– Η δυσκολία δανεισμού της Ελλάδας χαρακτηρίζεται «αφορμή» για μια πρωτοφανή επίθεση στους εργαζόμενους.

– Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ λένε ότι «εξαρχής είχε και άλλους δρόμους», αλλά «επέλεξε» την προσφυγή στο μηχανισμό ΔΝΤ-ΕΕ. Μάλιστα, «μετά την απόφαση της ΕΕ στις 9 Μαΐου όταν έγινε εμφανές πως υπήρχαν κι άλλοι δρόμοι από την μετατροπή των εργαζομένων της Ελλάδας σε πειραματόζωα… εξέλιξη που διευκολύνει την Ελλάδα να ζητήσει ακύρωση των αντιλαϊκών μέτρων.»

Όλα είναι επομένως θέμα μιας «επιλογής» της κυβέρνησης – και όχι η αναπόφευκτη στάση της ελληνικής αστικής τάξης και των ιμπεριαλιστών, που προσπαθούν να κρατήσουν όρθιο το καπιταλιστικό σύστημα στην Ελλάδα, ώστε χρεοκοπώντας να μην συμπαρασύρει τις ευρωπαϊκές τράπεζες και οικονομίες. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η λέξη «κρίση» δεν εμφανίζεται καν στο κείμενό τους!

– Γι’ αυτό και τη διαγραφή του χρέους δεν τη θέτουν ως ζήτημα ζωής ή θανάτου, που συνδέεται δηλ. με την ανατροπή του καπιταλισμού (ούτε αυτή βέβαια αναφέρεται στο κείμενο), αλλά απλά ως ένα από τα πιθανά ενδεχόμενα μαζί με τη μείωση, την επαναδιαπραγμάτευση κλπ.

– Γι’ αυτό καταλήγουν ότι: «απαιτούμε από την κυβέρνηση να θέσει επιτέλους έναν φραγμό στη ασυδοσία των τραπεζών επιβάλλοντας απαγόρευση φυγής κεφαλαίων, να προχωρήσει στην κρατικοποίηση των μεγάλων τραπεζών, την επαναφορά στο δημόσιο των στρατηγικής σημασίας ιδιωτικοποιημένων επιχειρήσεων (ΟΤΕ, Ολυμπιακή κ.α.) την εφαρμογή μέσω του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων μιας μακρόπνοης βιομηχανικής πολιτική». Αυτά τα μέτρα είναι γενικά σωστά – τι νόημα όμως μπορεί να έχει το κάλεσμα (ή έστω η απαίτηση) σε μια αστική κυβέρνηση να τα υιοθετήσει και δη στη δοσίλογη κυβέρνηση του Μνημονίου και της Τρόικας(!), πέρα από την καλλιέργεια αυταπατών ότι η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα μπορούν να βγουν από την κρίση σχετικά ανώδυνα;

Όσο για την έξοδο από το ευρώ και την ΕΕ, είναι απαραίτητα αλλά μπορούν να λειτουργήσουν θετικά για τους εργαζόμενους μόνο σε μια σοσιαλιστική κατεύθυνση. Mια νέα δραχμή, ριζικά υποτιμημένη, θα σημάνει μια εξαιρετικά βίαιη προσαρμογή της οικονομίας «προς τα κάτω» (αύξηση κόστους εισαγωγών, μείωση της αξίας των ελληνικών επιχειρήσεων κλπ.). Οι οικονομικές και πολιτικές προοπτικές του ελληνικού καπιταλισμού να βρει διέξοδο στην παγκόσμια αγορά, να αυξήσει τις εξαγωγές του κλπ. με βάση ένα αυτόνομο νόμισμα είναι τουλάχιστον μακρινές και θολές, αν όχι σκέτη φαντασιοπληξία (δεν υπάρχει καμία σύγκριση με την παραγωγική βάση και το γεωπολιτικό περιβάλλον πχ. της Αργεντινής). Ακόμα κι αν υποθέταμε ότι η ελληνική μπουρζουαζία θα μπορούσε να κινηθεί μ’ έναν τέτοιο βαθμό αυτονομίας από τους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές (πράγμα σχεδόν εξωπραγματικό, μιας και χωρίς την στήριξή τους θα αντιμετωπίσει όχι μόνο ανυπέρβλητα οικονομικά προβλήματα αλλά και μια εξαιρετική πολιτική της αποδυνάμωση απέναντι στο ελληνικό προλεταριάτο), για μια «εθνική ανασυγκρότηση», οι θυσίες και τα πλήγματα που αυτό θα απαιτούσε από το ελληνικό προλεταριάτο και τα λαϊκά στρώματα θα ήταν κυριολεκτικά αιματηρές. Γιατί να τις αποδεχτούν οι εργαζόμενοι; Για να σώσουν τον σάπιο ελληνικό καπιταλισμό; Χίλιες φορές πιο ρεαλιστικό, με θυσίες πολύ λιγότερες αλλά και πολύ πιο άξιες να γίνουν, είναι να μπουν στον δρόμο της πάλης για την ανατροπή του, για την οικοδόμηση μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας στην Ελλάδα και την Ευρώπη, χωρίς βέβαια να διστάσουν σ’ αυτή την προοπτική να βγουν και από την ΟΝΕ και από την ΕΕ!

ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΟΥΜΕ!

Ο ελληνικός λαός έχει πληρώσει και με το παραπάνω ένα χρέος που όχι μόνο δεν δημιούργησε, αλλά που μ’ αυτό θησαύρισαν διεθνείς και ντόπιοι τραπεζίτες, κερδοσκόποι, μεγαλοεπιχειρηματίες – και που συνεχίζει να αυξάνεται.

– Στον κρατικό προϋπολογισμό, που ήδη έχει ανατραπεί προς το χειρότερο, οι πληρωμές τόκων (12,3 δισ.) είναι διπλάσιες από τις πληρωμές συντάξεων (6,4 δισ.), ενώ τα χρεολύσια (29,1 δισ.) ξεπερνούν τις δαπάνες προσωπικού (26,5 δισ.)!

– Συνολικά τη δεκαετία 2000-2009, το Δημόσιο πλήρωσε 450 δισ. ευρώ για χρεολύσια και τόκους. Το δημόσιο χρέος όμως όχι μόνο δεν μειώθηκε, αλλά αυξήθηκε κατά 155 δισ. ευρώ!

Αν δεν ξεσκεπάσει το καπιταλιστικό αδιέξοδο, όπως αυτό εκδηλώνεται μέσα από το ζήτημα του χρέους, το εργατικό κίνημα δεν θα μπορέσει να πολιτικοποιήσει και να ριζοσπαστικοποιήσει την πάλη του – και θα παραμένει εγκλωβισμένο στην αναποτελεσματικότητα των επιμέρους αγώνων και διεκδικήσεων ή ακόμα χειρότερα των κοινοβουλευτικών «λύσεων». Γι’ αυτό, όποιος αρνείται την ανάγκη το εργατικό κίνημα να απαντήσει σ’ αυτή τη συγκεκριμένη πραγματικότητα, χαρακτηρίζοντας την κρίση «πρόσχημα» και το χρέος «ψευτοδίλημμα», είτε είναι εκτός τόπου και χρόνου είτε σπέρνει συνειδητά τις χειρότερες αυταπάτες στην εργατική τάξη.

Κάθε ευρώ χρέους, τόκων, ασφαλίστρων κλπ. που συνεχίζουμε να αποπληρώνουμε, λείπει από τα σχολεία, νοσοκομεία, κοινωνικές υπηρεσίες, ασφαλιστικά ταμεία, ταμεία ανεργίας, από τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Αν η αποπληρωμή του χρέους συνεχιστεί «κανονικά», ό,τι παράγεται θα αποστραγγίζεται για να διασφαλίσει τα προγραμματισμένα κέρδη των δανειστών.

ΑΜΕΣΗ ΚΑΙ ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΧΡΕΟΥΣ: αυτός είναι ο μόνος δρόμος. Δεν είναι «πατριωτική υπόθεση» ένα χρέος που κατά 30% βρίσκεται στα χαρτοφυλάκια ελληνικών τραπεζών και που το χρησιμοποιούν ως εγγύηση για να διασώζονται με ευρωπαϊκή χρηματοδότηση! Φτάνει πια. Να μην ξεπληρώσουμε ούτε ευρώ από τα δις που ακόμα υπολογίζουν να ξεζουμίσουν από εμάς. Μόνο έτσι θα σταματήσουμε την οικονομική αιμορραγία και την καταστροφή του παραγωγικού ιστού, για να μπει σε ρεαλιστική βάση η ικανοποίηση των επειγουσών κοινωνικών αναγκών.

Το αίτημα της Διαγραφής του Χρέους δεν απευθύνεται στο ΔΝΤ, την ΕΕ και τις αστικές κυβερνήσεις, ούτε είναι παράκληση προς τους καπιταλιστές-δανειστές να λυπηθούν το ελληνικό προλεταριάτο και τα λαϊκά στρώματα. Μπορεί μόνο να το επιβάλλει το εργατικό κίνημα, δένοντας γύρω του σε συμμαχία τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Για να μην αναπαράγει χειρότερα αδιέξοδα (πράγμα αναπόφευκτο σε καπιταλιστικά πλαίσια), η Διαγραφή του Χρέους πρέπει να συνοδεύεται από ένα Πρόγραμμα Σωτηρίας, από γενναία μέτρα σοσιαλιστικής κατεύθυνσης στη διαχείριση της οικονομίας: κρατικοποίηση των βασικών τομέων κάτω από εργατικό έλεγχο (πρώτα-πρώτα των τραπεζών), δήμευση των μεγάλων περιουσιών, απαγόρευση των απολύσεων. Μ’ αυτό τον τρόπο χρησιμοποιήθηκε πολλές φορές στην ιστορία και στην ίδια τη Ρώσικη Επανάσταση. Η Διαγραφή του Χρέους είναι ένας βασικός κρίκος στην πάλη για να σωθούμε από την καπιταλιστική κρίση – που δεν σημαίνει τίποτε άλλο από το να φτάσουμε τους αγώνες μέχρι την ανατροπή του καπιταλισμού και την εγκαθίδρυση της εξουσίας των εργαζομένων.

Ιούλιος-Αύγουστος 2010