40ό Συνέδριο ΟΙΥΕ: Διάλυση από ρεφορμιστές και γραφειοκράτες, μακριά από τις ανάγκες των εργαζομένων

cropped-oiye_logo-300x300

Αναδημοσίευση από την Εργατική Πάλη Δεκεμβρίου 2024

Στις 23-24/11 ήταν προγραμματισμένο το Συνέδριο της Ομοσπονδίας Ιδιωτικών Υπαλλήλων Ελλάδας (ΟΙΥΕ). Πριν το Συνέδριο ορισμένα σωματεία είχαν κάνει αίτηση για εγγραφή στην ομοσπονδία, η απερχόμενη διοίκηση (πλειοψηφία ΔΑΚΕ-ΣΥΡΙΖΑ) τα απέρριψε με διάφορες δικαιολογίες (περί μη ηλεκτρονικών εκλογών και εγγραφής εργολαβικών εργαζομένων). Το κοινό χαρακτηριστικό όλων των μη αποδεκτών σωματείων αποτελεί το γεγονός ότι είναι πλήρως ελεγχόμενα από το ΠΑΜΕ/ΚΚΕ. Τα σωματεία αυτά είναι στις εταιρείες: Teleperformance, NEXI, Intrasoft, Mitel Networks, Webhelp, Skroutz, Skroutz Last Mile, Vodafone 360 connect, ΝΟΚΙΑ και τα Συνδικάτα Εργατοϋπαλλήλων Τηλεπικοινωνιών – Πληροφορικής Αττικής και Θεσσαλονίκης. Με τις εγγραφές αυτές, που είναι αμφίβολο αν πρόκειται για πραγματικά σωματεία, το ΚΚΕ/ΠΑΜΕ σκόπευε να κερδίσει την πλειοψηφία της ομοσπονδίας.

Το ΠΑΜΕ πριν το Συνέδριο είχε προαναγγείλει συγκέντρωση για το Σάββατο 23/12 έξω από το χώρο του Συνεδρίου (θέατρο ΠΕΡΟΚΕ) με σκοπό να επιβάλει την εγγραφή των σωματείων. Μόλις ξεκίνησε το Συνέδριο ο μηχανισμός του ΠΑΜΕ το διέκοψε βίαια — αφορμή στάθηκε η διαφωνία του με την απερχόμενη διοίκηση σχετικά με την σύνθεση του προεδρείου. Η ΔΑΣ (παράταξη του ΠΑΜΕ) ουσιαστικά πρότεινε, αντίθετα στην πρόταση του απερχόμενου ΔΣ, μόνο άτομα της αρεσκείας της για το προεδρείο. Ο απερχόμενος πρόεδρος της ΟΙΥΕ βλέποντας την κατάσταση μέσα στο Συνέδριο να χειροτερεύει με ύβρεις και προπηλακισμούς συνέδρων, κάλεσε τους συνέδρους να αποχωρήσουν σε ένδειξη διαμαρτυρίας και μη νομιμοποίησης του Συνεδρίου. Εκείνη τη στιγμή το ΠΑΜΕ μπλόκαρε τις πόρτες της αίθουσας επιδιώκοντας την συνέχιση του Συνεδρίου με το δικό του τρόπο, προσπαθώντας να επιβάλει τους δικούς του όρους. Αφότου η πλειοψηφία των συνέδρων αποχώρησε η ΔΑΣ συνέχισε το Συνέδριο μόνη της. Με λεκτική και ψυχολογική βία κατάφερε να αποσπάσει σφραγίδα, ταμείο, έγγραφα από την δικαστική αντιπρόσωπο για την νομιμοποίηση του Συνεδρίου. Κατά την διάρκεια δέχτηκε παμψηφεί όλα τα προαναφερόμενα σωματεία και προχώρησε σε διαγραφές άλλων σωματείων και μεμονωμένων «νόθων αντιπροσώπων» που τα χαρακτήριζε «εργοδοτικά». Κατά την ΔΑΣ το «Συνέδριο» ολοκληρώθηκε και οι «εκλογές» την ανέδειξαν σε πρώτη και μοναδική δύναμη με 21 έδρες στο ΔΣ της ομοσπονδίας, από τις 10 που είχε, και με 26 αντιπρόσωπους στην ΓΣΕΕ.

Μετά το πέρας του Συνεδρίου και οι δυο πλευρές προχώρησαν σε αλληλοκατηγορίες μέσω δημόσιων καταγγελιών καθώς και σε απειλές για προσφυγή στη Δικαιοσύνη. Από την μια μεριά η παράταξη των ΔΑΚΕ-ΣΥΡΙΖΑ κατήγγειλε την ΔΑΣ για πραξικόπημα και «ψευτο-συνέδριο». Από την άλλη μεριά η ΔΑΣ κάνει λόγο για συκοφαντικές, πλαστές ανακοινώσεις ενάντια στις «συλλογικές διαδικασίες».

Αυτή η κατάσταση οδηγεί στην ουσιαστική διάσπαση της ΟΙΥΕ, μια από τις μεγαλύτερες ομοσπονδίες της χώρας, σε μια περίοδο που το συνδικαλιστικό κίνημα έχει ανάγκη την ανασύνθεση – ανασυγκρότησή του. Οι δυο μηχανισμοί επιδίδονται στο κυνήγι της κατάκτησης ορισμένων θέσεων προκειμένου να ικανοποιήσουν κομματικές σκοπιμότητες και αγνοούν επιδεικτικά την ανάγκη για ενότητα των δομών του συνδικαλιστικού κινήματος στην τωρινή συγκυρία. Με αυτές τους τις ενέργειες ανοίγουν διάπλατα την πόρτα στην αστική δικαιοσύνη και στην επικίνδυνη κυβέρνηση της ΝΔ να παρέμβουν στο συνδικαλιστικό κίνημα ενάντια στα συμφέροντα των εργαζόμενων. Επίσης αυτή η σύγκρουση ακυρώνει οποιαδήποτε συζήτηση για την κατάκτηση συλλογικών συμβάσεων με αυξήσεις μισθών και οξύνει την σύγχυση στους εργαζομένους. Αυτή η διαλυτική κατάσταση είναι άλλη μια πράξη της κρίσης του συνδικαλιστικού κινήματος μετά την σύγκρουση ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ, αυτή την φορά με την κύρια ευθύνη του ΠΑΜΕ.

Οι ευθύνες για την σύγχυση των εργαζομένων και την ολιστική κρίση του συνδικαλισμού πέφτουν στην γραφειοκρατία των ΠΑΣΚΕ/ΔΑΚΕ/ΣΥΡΙΖΑ αλλά και σε αυτά των ρεφορμιστών του ΠΑΜΕ. Η πρώτη επιδιώκει, ως συνήθως, να αποθαρρύνει την ενεργό συμμετοχή των εργαζομένων, τον μαχητικό συνδικαλισμό, την υπεράσπιση ανεξάρτητων συμφερόντων και δεν προβάλει τα ταξικά συμφέροντα της εργατικής τάξης. Αντίθετα, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία αμβλύνει την λογική ανάθεσης και την πολιτική της ταξικής συνεργασίας με εργοδότες/κράτος. Παρόλ’ αυτά το μεγαλύτερο βάρος για την κρίση του συνδικαλισμού το έχει το ΠΑΜΕ/ΚΚΕ καθώς έχει επιδοθεί σε συνειδητή προσπάθεια, με κάθε μέσο να ελέγξει κάθε δομή του οργανωμένου Συνδικαλιστικού Κινήματος από τα πιο «μικρά» πρωτοβάθμια σωματεία μέχρι τα κατά τόπους Εργατικά Κέντρα και την ΓΣΕΕ. Σε αυτήν την προσπάθεια χρησιμοποιεί τα πιο χυδαία μέσα για να αναρριχηθεί ως πρώτη δύναμη. Στα μέσα αυτά περιλαμβάνονται εκλογικές νοθείες όπου στα σωματεία ψηφίζουν φοιτητές-μέλη της ΚΝΕ, μέλη-φίλοι του ΚΚΕ, εργαζόμενοι από άλλους κλάδους, εργοδότες μέχρι και ανύπαρκτα πρόσωπα. Ακόμα εξαπολύουν συκοφαντίες και λασπολογίες για όποιον διαφωνεί με το ΠΑΜΕ ή δεν έχει ενταχθεί σε αυτό, τότε αυτός αυτομάτως γίνεται το μακρύ χέρι των εργοδοτών και του κράτους. Φυσικά όταν δεν μπορούν να «κερδίσουν» την πλειοψηφία με τους παραπάνω τρόπους δεν έχουν κανένα ενδοιασμό να καταφύγουν και σε φυσική βία ή και να διαλύσουν συλλογικές διαδικασίες (συνελεύσεις, εκλογές σωματείων). Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα από τους τραμπουκισμούς/φυσική βία/προπαγάνδα που εξαπέλυσαν απέναντι στο ΠΑΣΕ Vodafone όταν το 2018 δεν κατάφεραν με δόλιους τρόπους να ελέγξουν το σωματείο.

Η επαναστατική αριστερά έχει χρέος να μην σωπάσει σε αυτούς τους χειρισμούς των σταλινικών απολιθωμάτων αλλά να τους καταδικάσει. Ο ακολουθητισμός, η εθελοτυφλία, τα κούφια λόγια περί ταξικών συνδικάτων και λοιποί χαρακτηρισμοί οδηγούν σε επικίνδυνη κατεύθυνση το εργατικό κίνημα και δεν οχυρώνουν τις αντιστάσεις του, αντίθετα το μετατρέπουν σε έρμαιο στα χέρια των σταλινικών και των εργοδοτών/κράτους. Η ανάγκη σαφούς πολιτικής οριοθέτησης και διαχωρισμού από αυτές τις πολιτικές αλλά και η μάχιμη, αποφασιστική αντιμετώπισή τους είναι αναγκαίες προϋποθέσεις για την οικοδόμηση των αντιστάσεών του. Ακόμα η ανασυγκρότηση – ανασύνθεση του εργατικού κινήματος δεν μπορούν να πραγματωθούν όσο αυτές οι πρακτικές εμποτίζουν τους εργαζόμενους. Επομένως η ανάγκη να ριχτούν στο καναβάτσο αυτές οι πρακτικές είναι επιτακτική προκειμένου οι εργαζόμενοι να διεκδικήσουμε και να επιβάλλουμε καλύτερες συνθήκες εργασίας με πραγματικές αυξήσεις μισθών.