Μέση Ανατολή: Σχέδια και διευθετήσεις του σιωνιστικού καθεστώτος εν αναμονή της κυβέρνησης Τραμπ
Αναδημοσίευση από την Εργατική Πάλη Δεκεμβρίου 2024
Αν θέλαμε να περιγράψουμε με λίγα λόγια το σύνθετο πολεμικό μέτωπο που έχει ανοίξει το ισραηλινό σιωνιστικό καθεστώς στη Μέση Ανατολή, θα λέγαμε ότι χαρακτηρίζεται από την απόλυτη αποτυχία των επιχειρήσεών του, παρά την ασύλληπτη βαρβαρότητα και τον τεράστιο φόρο αίματος που έχουν πληρώσει και συνεχίζουν να πληρώνουν οι Παλαιστίνιοι, αλλά και οι γειτονικοί τους λαοί. Επίσης, από τη διατήρηση των δυνάμεων της αντίστασης (Χαμάς, Χεζμπολάχ), παρά τα σημαντικά πλήγματα που έχουν δεχτεί, και την εντεινόμενη απειλή ενός γενικευμένου πολέμου, ακόμα και ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος με αποκλειστική ευθύνη του σιωνιστικού καθεστώτος και των ιμπεριαλιστών (κυρίως των ΗΠΑ).
Πείνα και θάνατος παντού
Στη Λωρίδα της Γάζας οι αναγνωρισμένοι νεκροί πλησιάζουν πια τις 45.000 και οι τραυματίες ξεπερνούν τις 105.000. Μεγαλύτερα θύματα είναι τα παιδιά: ένα παιδί σκοτώνεται κάθε 30 λεπτά, χιλιάδες τραυματίζονται, ακρωτηριάζονται, υποφέρουν από μολυσματικές ασθένειες και ψυχικά τραύματα ή πεθαίνουν από έλλειψη ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Πάνω από τα 2/3 του πληθυσμού έχουν προσβληθεί από μολυσματικές ασθένειες, ποσοστό που θα ανέβει κατακόρυφα τον χειμώνα. Εκατοντάδες γιατροί, εργαζόμενοι σε υπηρεσίες του ΟΗΕ και δημοσιογράφοι έχουν σκοτωθεί. Η ανθρωπιστική βοήθεια που επιτρέπει το Ισραήλ να μπαίνει στο θύλακα έχει περιοριστεί στο 20% των αναγκών του πληθυσμού του, ενώ στη βόρεια Γάζα έχει απαγορευτεί εντελώς.
Στη Δ. Όχθη, τα θύματα από τον Οκτώβρη του 2023 πλησιάζουν τα 780, χιλιάδες είναι οι τραυματίες και οι εκτοπισμένοι, ενώ οι καταστροφές περιουσιών, η αρπαγή γης και οι προσαρτήσεις εδαφών έχουν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο (το Ισραήλ κατέχει πια το 20% των εδαφών της Δ. Όχθης).
Αποτυχία και στρατηγικό αδιέξοδο του σιωνιστικού καθεστώτος
Αν αυτή είναι η μία, η αποτρόπαιη, όψη του νομίσματος, η άλλη είναι η αδυναμία του Νετανιάχου και του σιωνιστικού καθεστώτος να επιβάλουν τα σχέδιά τους τόσο στα παλαιστινιακά εδάφη και το Λίβανο, όσο και στο Ιράν, το οποίο επίμονα προκαλούν και παρενοχλούν. Κανένας από τους στόχους δεν έχει επιτευχτεί: α) Οι όμηροι παραμένουν στα χέρια της Χαμάς συντηρώντας ένα κλίμα δυσαρέσκειας και πίεσης στο εσωτερικό του Ισραήλ. β) Η Χαμάς και η Χεζμπολάχ διατηρούν το μεγαλύτερο μέρος των μαχητών τους (και αναπληρώνουν ταχύτατα όσους χάνουν), των οπλικών συστημάτων και της στρατιωτικής ισχύος τους. γ) Ούτε στο Νότιο Λίβανο μπόρεσε το σιωνιστικό καθεστώς να προχωρήσει (κινούνταν σε μια στενή λωρίδα κοντά στα σύνορα), ούτε καν στη βόρεια Γάζα, που βρίσκεται υπό ασφυκτικό αποκλεισμό τους τελευταίους μήνες. δ) Μικρότερα των αναμενόμενων ήταν τα αποτελέσματα των επιθέσεων στο Ιράν, αφού η κυβέρνηση Μπάιντεν επέβαλε τα πλήγματα να περιοριστούν σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις και όχι σε πετρελαϊκές και πυρηνικές.
Οι ρουκέτες, οι πύραυλοι και τα drones που προσγειώνονται στο έδαφος του Ισραήλ είτε από τη Γάζα είτε, πολύ περισσότερο, από τον Λίβανο και το Ιράν, κουρελιάζοντας το σιδερένιο θόλο και το μύθο της ισραηλινής παντοδυναμίας, αποτελούν αδιάψευστο μάρτυρα αυτής της αποτυχίας. Το ίδιο και οι βαριές απώλειες από τις χερσαίες επιχειρήσεις και οι νεκροί ισραηλινοί στρατιώτες, που πλησιάζουν τους 500. Στο ίδιο συνηγορούν οι παράπλευρες απώλειες πολιτών –όσο προσεκτικά κι αν είναι τα πλήγματα από πλευράς Χαμάς, Χεζμπολάχ και Ιράν – καθώς και οι 60.000 ισραηλινοί εκτοπισμένοι από τις περιοχές που συνορεύουν με τον Λίβανο και οι χιλιάδες άλλοι που μπαινοβγαίνουν έντρομοι στα καταφύγια.
Εκεχειρία στο Λίβανο – ομολογία ήττας
Απότοκο αυτού του αδιεξόδου αποτελεί η αμερικανόπνευστη δίμηνη εκεχειρία που υπογράφτηκε στις 27/11 με την κυβέρνηση του Λιβάνου. Σύμφωνα με αυτήν, τόσο ο ισραηλινός στρατός, όσο και η Χεζμπολάχ θα αποσυρθούν από το νότιο Λίβανο και τον έλεγχο της μεθορίου θα αναλάβει ο λιβανέζικος στρατός (αδύναμος, υποχρηματοδοτούμενος και χωρίς καμιά διάθεση να αντιπαρατεθεί στη Χεζμπολάχ) υπό την εποπτεία του ΟΗΕ, των ΗΠΑ και της Γαλλίας. Η συμφωνία προετοιμάστηκε κατάλληλα βομβαρδίζοντας την κοινή γνώμη του Ισραήλ με τις ανύπαρκτες επιτυχίες του στρατού και τον υποτιθέμενο αποδεκατισμό της Χεζμπολάχ. Χαρακτηρίστηκε, από τον Νετανιάχου, ως νίκη εφόσον περιλαμβάνει το δικαίωμα επέμβασης του ισραηλινού στρατού σε περίπτωση παραβίασης της εκεχειρίας από τη Χεζμπολάχ και δικαιολογήθηκε από την ανάγκη ολοκλήρωσης των επιχειρήσεων στη Γάζα και ενίσχυσης του μετώπου ενάντια στο Ιράν. Όπως, όμως, και να παρουσιαστεί δεν μπορεί να κρύψει ότι το Ισραήλ δεν κατάφερε να επιβάλει τη νεκρή ζώνη που ήθελε στο νότιο Λίβανο και πως πρόκειται περισσότερο για υποχώρηση της Χεζμπολάχ προκειμένου να ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις της (όπως έγινε και το 2006 με το ψήφισμα 1701 του ΟΗΕ), να μειωθεί το κόστος σε ανθρώπινες ζωές και να δοθεί μια ανάπαυλα στο χρεοκοπημένο κράτος του Λιβάνου που δεν μπορεί να ανταπεξέλθει σε ένα μακροχρόνιο καταστροφικό πόλεμο. Γι’ αυτό και χαιρετίστηκε τόσο από Ιράν και Χαμάς και δεν αντιμετωπίστηκε σαν εγκατάλειψη του κοινού άξονα αντίστασης. Ούτως ή άλλως, πέρα από τον εύθραυστο χαρακτήρα της δίμηνης κατάπαυσης πυρός, η συμφωνία προβλέπει μια αόριστη έναρξη διαπραγματεύσεων για τη διευθέτηση των συνοριακών διαφορών που δείχνει εκ των προτέρων καταδικασμένη σε αποτυχία.
Πιέσεις εντός και εκτός
Όλα τα παραπάνω έχουν οδηγήσει σε μια σειρά αρνητικές συνέπειες εντός και εκτός Ισραήλ. Το κόστος για την οικονομία είναι τεράστιο, παρά την αφειδή αμερικανική ενίσχυση, με τα ελλείμματα να αυξάνουν αλματωδώς. Επίσης, αν και η σύμπνοια όλων των κοινοβουλευτικών πολιτικών δυνάμεων (εργατικών, δεξιών και ακροδεξιών) όσον αφορά στο παλαιστινιακό ζήτημα είναι αδιαμφισβήτητη, δεν ισχύει το ίδιο για τους χειρισμούς του Νετανιάχου που υφίστανται δριμεία κριτική και μάλιστα από μέλη της κυβέρνησης συνεργασίας αλλά και του κόμματός του. Είναι χαρακτηριστική η πρόσφατη αποπομπή από την κυβέρνηση του μέχρι πρότινος υπουργού Άμυνας Γιόαβ Γκαλάντ που υποστήριζε τη σύναψη συμφωνίας εκεχειρίας με τη Χαμάς και τη στράτευση των υπερορθόδοξων σιωνιστών. Ακόμα, παρά την υπερψήφισή της στη βουλή, η συμφωνία με το Λίβανο έχει ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων από ένα πλήθος υπουργών και βουλευτών, καθώς και από τους 100.000 εκτοπισμένους εποίκους της μεθορίου που μιλάνε για προδοσία, τη θεωρούν επισφαλή και αρνούνται να επιστρέψουν στα σπίτια τους.
Η προσπάθεια προσέγγισης του ισραηλινού καθεστώτος με τα αραβικά, που ξεκίνησε επί της προηγούμενης θητείας του Τραμπ (επιδίωξη ενός αραβικού ΝΑΤΟ) και μπλοκαρίστηκε με την επίθεση της 7ης Οκτώβρη, πνέει τα λοίσθια. Τελευταία επεισόδια αποτελούν η πρόσφατη σύσφιξη των σχέσεων της Σαουδικής Αραβίας με τις BRICS και ιδίως με το Ιράν (με τη μεσολάβηση της Κίνας) και η κοινή απόφαση του Αραβικού Συνδέσμου και του Οργανισμού Ισλαμικής Συνεργασίας (11/11) που καλεί το Ισραήλ να αποχωρήσει από τα κατεχόμενα και να επιστρέψει στα σύνορα του 1967 και απαιτούν εγκαθίδρυση παλαιστινιακού κράτους με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ. Καλούν επίσης τη διεθνή κοινότητα να απαγορεύσει την εξαγωγή και την παράδοση όπλων στο Ισραήλ. Προφανώς, πίσω από αυτές τις ανακοινώσεις βρίσκονται συμφέροντα και συσχετισμοί, κι όχι οποιεσδήποτε ανθρωπιστικές ευαισθησίες.
Στο διεθνές επίπεδο, χαρακτηριστική του κλίματος που επικρατεί είναι η πρόσφατη απόφαση του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου να εκδώσει ένταλμα σύλληψης κατά των Νετανιάχου και Γκαλάντ για εγκλήματα πολέμου και κατά της ανθρωπότητας (για πρώτη φορά ενάντια σε χώρα που υποστηρίζεται από τους δυτικούς ιμπεριαλιστές). Πρόκειται, βέβαια, για συμβολική κίνηση που δεν πρόκειται να εφαρμοστεί ούτε από τις χώρες που δήλωσαν ότι θα σεβαστούν την απόφαση, είναι όμως ενδεικτική της πολιτικής πίεσης που ασκείται. Εξίσου χαρακτηριστικές είναι οι αντιδράσεις συγκεκριμένων χωρών όπως η Γερμανία που, μουδιασμένη, δήλωσε ότι δεν αλλάζει κάτι στην πώληση όπλων προς το Ισραήλ και η Γαλλία που από την αποδοχή πέρασε στην απόρριψη προκειμένου να γίνει δεκτή από το Ισραήλ ως εγγυήτρια της συμφωνίας με το Λίβανο. Στη χώρα μας η κυβέρνηση, απόλυτα και επικίνδυνα προσκολλημένη στις αμερικάνικες επιταγές, χαρακτήρισε λανθασμένη (!) την απόφαση του ΔΠΔ.
Περιμένοντας τον Τραμπ
Με έκδηλο ενθουσιασμό υποδέχτηκε το σιωνιστικό καθεστώς την εκλογή των ρεπουμπλικάνων στις ΗΠΑ. Παρόλο που η κυβέρνηση Μπάιντεν αποδείχτηκε εξαιρετικά γενναιόδωρη και υποστηρικτική, η αλήθεια είναι πως ο Τραμπ, στην προηγούμενη θητεία του, προχώρησε σε πρωτοφανείς ενέργειες: αναγνώρισε την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ, υποστήριξε την παράνομη προσάρτηση των υψωμάτων του Γκολάν της Συρίας και ενέκρινε σχέδιο προσάρτησης τμημάτων της Δ. Όχθης στο Ισραήλ. Τα πρώτα δείγματα γραφής για το τι μέλει γενέσθαι τα έχει ήδη δώσει με την ανακοίνωση ως μελλοντικού πρεσβευτή στο Ισραήλ του Μάικ Χάκαρι, ένθερμου υποστηρικτή των εποικισμών που αρνείται την ύπαρξη κατεχόμενων. Δεν είναι τυχαίες οι ανακοινώσεις του υπουργού Οικονομικών Σμότριτς για προσάρτηση όλων των ισραηλινών εποικισμών της Δ. Όχθης μέσα στο 2025, που αποκαλύπτουν το ένα μέρος του σχεδίου του σιωνιστικού καθεστώτος για την Παλαιστίνη. Το άλλο μέρος φαίνεται να αφορά στη δημιουργία μιας νεκρής ζώνης στη βόρεια Γάζα, εξού και ο ασφυκτικός αποκλεισμός της, μέχρι την τελική διευθέτηση, που στα μυαλά των σιωνιστών παραμένει η εθνοκάθαρση.