Ενόψει των κοινοβουλευτικών εκλογών στην Γαλλία – Για ποιον λόγο η διάλυση της Εθνοσυνέλευσης;
Κωνσταντίνος Σηφάκης, εργαζόμενος στο Παρίσι
Oι περισσότεροι πολιτικοί αναλυτές και δημοσιογράφοι αρέσκονται ή αρκούνται να περιγράφουν μία Γαλλία έτοιμη να γλιστρήσει στην διακυβέρνηση της ακροδεξιάς ή ακόμα και του φασισμού, όπως λεγόταν τις πρώτες μέρες του εκλογικού σεισμού ή στην διακυβέρνηση των άκρων, όπως λέγεται μετά την συγκρότηση του Νέου Λαϊκού Μετώπου (ΝΛΜ).
Πράγματι, τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών ήταν ένας εκλογικός σεισμός, ωστόσο από καιρό αναμενόμενος και εύκολα προβλέψιμος, τόσο από τα αποτελέσματα των προηγούμενων εκλογικών αναμετρήσεων και από τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις, όσο και από την γενική πορεία των τελευταίων 15 χρόνων. Η απόσταση ανάμεσα στον εκλογικό σχηματισμό της κυβερνώσας παράταξης και στην Εθνική Συσπείρωση της Λεπέν κατέστη τόσο μεγάλη ώστε, η συνέχιση της διακυβέρνησης της χώρας ως έχει θα ισοδυναμούσε με παρόξυνση του μόνιμου πολιτικού και κοινοβουλευτικού πραξικοπήματος που συνιστά η διακυβέρνηση Μακρόν. Αυτό είναι αληθές ανεξάρτητα από την πολιτική δύναμη που αναδείχθηκε δυστυχώς νικήτρια.
Ωστόσο, δεν είναι οι δημοκρατικές ευαισθησίες που ώθησαν τον Μακρόν στην διάλυση της Εθνοσυνέλευσης. Τίποτα δεν ανάγκαζε σε μία άμεση διάλυση της. Η διακυβέρνηση της χώρας διασφαλιζόταν με προεδρικά διατάγματα και ορισμένες πλειοψηφικές ψηφοφορίες στην Εθνοσυνέλευση με στήριγμα τους Ρεπουμπλικάνους ή ακόμα και την ακροδεξιά, όπως έγινε με το αντιμεταναστευτικό νομοσχέδιο τον Δεκέμβριο του 2023. Όλα τα αντεργατικά μέτρα, όλες οι σημαντικές αποφάσεις για την διεθνή και την εσωτερική πολιτική λαμβανόντουσαν και εφαρμοζόντουσαν. Οι επόμενες κοινοβουλευτικές εκλογές θα λάμβαναν χώρα το 2027 μαζί με τις προεδρικές. Η πολιτική καριέρα του Μακρόν θα έχει τελειώσει έτσι και αλλιώς, καθώς δεν επιτρέπεται τρίτη θητεία. Κάτι τέτοιο, όμως, θα ισοδυναμούσε με σίγουρη νίκη της Λεπέν, στις δίδυμες προεδρικές και κοινοβουλευτικές, τροφοδοτούμενης από μία ακόμα πλήρη πενταετία Μακρονισμού. Θα σήμαινε μία απότομη ανάδειξη σε θέσεις ευθύνης ενός πολιτικού προσωπικού, που ανεξάρτητα από την κοινωνική του θέση, τα συμφέροντα και την γενικότερη πολιτική του, δεν είναι δοκιμασμένο και πλήρως εγκεκριμένο από την μεγάλη αστική τάξη.
Έτσι, η κίνηση του Μακρόν να προκηρύξει εκλογές θα επιτρέψει, σε περίπτωση κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας της ακροδεξιάς, μία κυβέρνηση υπό την πρωθυπουργία Μπαρντέλα, υπό την εποπτεία και έλεγχο του εκλεκτού του μεγάλου κεφαλαίου. Για αυτό, εξάλλου, ο Μακρόν αποκλείει οποιαδήποτε παραίτηση από τον προεδρικό θώκο. Κατά αυτόν τον τρόπο, η “υπευθυνοποίηση” της άκρας δεξιάς θα εξελιχθεί ομαλά και ελεγχόμενα, και έτσι ένας μεγάλος πολιτικός σχηματισμός που αναδείχτηκε με αξιώσεις την τελευταία 15ετία θα καταστεί κυβερνητικά αξιοποιήσιμος. Αφετέρου, μία διακυβέρνηση Μπαρντέλα, θα εξέθετε την άκρα δεξιά σε αναπόφευκτη κυβερνητική φθορά, και θα δημιουργούσε τις δυνατότητες διάσωσης σε αυτήν την βάση του Μακρονισμού ή μίας άλλης παραλλαγής του ακραίου κέντρου, ως εναλλακτικής και δεύτερο πόλο του αστικού πολιτικού συστήματος. Τα παραπάνω αφορούν την μεσοπρόθεσμη διακυβέρνηση του γαλλικού κράτους.
Βραχυπρόθεσμα, ο Μακρόν μάλλον υπολόγιζε στην αδυναμία των κεντρο-αριστερών κομμάτων να σχηματίσουν μία νέα συμμαχία, μετά την διάλυση του NUPES που είχε σχηματισθεί για τις προηγούμενες κοινοβουλευτικές εκλογές. Θεωρούσε ότι η δαιμονοποίηση του Μελανσόν ως παρανοϊκού δικτατορίσκου και ο μιντιακός και πολιτικός στιγματισμός της Ανυπότακτης Γαλλίας ως αντισημιτικής, λόγω της καταγγελίας του σιωνιστικού πολέμου και της γενοκτονίας στην Παλαιστίνη, θα ήταν επαρκής, ώστε να εμποδίσει οποιαδήποτε συμμαχία. Στόχος, σε αυτήν την περίπτωση, θα ήταν ο εκλογικός κανιβαλισμός του Σοσιαλιστικού κόμματος, που νεκραναστήθηκε με ποσοστό στα 14%, αποσπώντας μία μεγάλη μερίδα ψηφοφόρων του Μακρόν (κυριότερα στελέχη του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα), που έδωσαν ψήφο διαμαρτυρίας, αλλά θα συντασσόταν εκ νέου με τον Μακρόν στον πρώτο και δεύτερο γύρο. Σε αυτήν την βάση, δεν μπορεί να αποκλειστεί να μπορούσε τελικά ο Μακρόν να σχηματίσει μία κοινοβουλευτική πλειοψηφία, εκμεταλλευόμενος τις ιδιαιτερότητες του εκλογικού συστήματος, καταφέρνοντας να πολώσει ανάμεσα στους δικούς του υποψηφίους και αυτούς της Λεπέν και ξαναπαίζοντας για νιοστή φορά το ρεπουμπλικανικό μέτωπο εναντίον της ακροδεξιάς, χωρίς αυτήν την φορά η συμμαχία της κέντρο-αριστεράς να του αποσπά ψήφους και έδρες, όπως στις προηγούμενες κοινοβουλευτικές έκανε το NUPES. Η νεότευκτη εκλογική συμμαχία του ΝΛΜ εμπόδισε την βέλτιστη εκδοχή των βραχυπρόθεσμων σχεδιασμών του, χωρίς ωστόσο να συνιστά σοβαρό ή απρόβλεπτο εμπόδιο. Ακόμα και σε μία ενδεχόμενη νίκη του η κυβέρνηση που θα προκύψει θα βρίσκεται υπό τον έλεγχο της προεδρίας του Μακρόν, και θα ακολουθήσει τις βασικές επιταγές του γαλλικού κεφαλαίου, όπως έχει δείξει η ιστορία αυτών των κομμάτων.
Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και απουσία καθαρής νίκης μίας παράταξης, ο Μακρόν θα επιστρέψει στην αρχική κατάσταση μίας απουσίας κυβερνητικής πλειοψηφίας. Τα σενάρια μίας τεχνικής κυβέρνησης ή μίας κυβέρνησης ειδικών κυκλοφορούν ήδη στον τύπο.
Τι διαφαίνεται στον ορίζοντα?
Αν και είναι πολύ δύσκολη η πρόβλεψη των εκλογικών αποτελεσμάτων, οι υποψήφιοι του Μακρόν συμπιέζονται σημαντικά και από τις δυο πλευρές, από την άκρα δεξιά και το ΝΛΜ. Εμφανίζονται ως τρίτη δύναμη στις δημοσκοπήσεις: πρώτη η ακροδεξιά με 35% (εκ των οποίων ένα 4% οι Ρεπουμπλικάνοι του έκπτωτου (;) αρχηγού τους Σιότι), ακολουθεί το ΝΛΜ με 28-30% και μετά με 20-22% η προεδρική παράταξη. Κατόπιν, οι υποψήφιοι Ρεπουμπλικάνοι που δεν ακολούθησαν τον Σιότι αποσπούν 7%. Είναι βέβαιο ότι ο Μακρονισμός θα συνθλιβόταν σε αυτές τις εκλογές, παρά την στήριξη του από την αστική τάξη, εάν τα κόμματα της κεντροαριστεράς δεν είχαν προδώσει τις ελπίδες και τις υποσχέσεις των εργαζομένων και των μικροαστικών στρωμάτων κάθε φορά που αναδείχθηκαν σε θέσεις εξουσίας τα τελευταία 45 χρόνια.
Οι εκλογές αυτές έχουν αναθερμάνει το ενδιαφέρον όλων των κοινωνικών στρωμάτων και αναμένεται, πάλι σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, μία σημαντική αύξηση της συμμετοχής που θα ανέλθει περί τα 60-64%, από το 48% συμμετοχής στον πρώτο γύρο των βουλευτικών του 2022 και στο 51% συμμετοχής στις ευρωεκλογές. Αυτή η προβλεπόμενη αύξηση της συμμετοχής θα καθορίσει τους υποψηφίους του δεύτερου γύρου. Διότι, η εκλογή από τον πρώτο γύρο είναι πολύ δύσκολη, καθώς απαιτείται ταυτόχρονα το 50% των ψήφων και το 25% των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους. Στον δεύτερο γύρο, προκρίνονται οι δύο πρώτοι σε ποσοστό και ενδεχόμενα και άλλοι υποψήφιοι, με την προϋπόθεση να έχουν συγκεντρώσει 12,5% των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους. Πρακτικά σημαίνει ότι για μία συμμετοχή στο 60% απαιείται ένα ποσοστό 20-21%. Έτσι, δεν αποκλείεται να υπάρξουν πολλές περιπτώσεις με τρεις υποψηφίους, έναν από κάθε μεγάλο σχηματισμό, (Εθνική Συσπείρωση, Μακρονισμός, ΝΛΜ).
Η προεδρική παράταξη διεξάγει έτσι, για την πολιτική της επιβίωση, έναν διμέτωπο αγώνα, “ενάντια στα δύο άκρα”, που αμφότερα απειλούν να καταστρέψουν την οικονομία και την δημοκρατία, σύμφωνα με την ρητορική των Μακρονιστών. Τους καταλογίζει κινδυνολογώντας ασύστολα, όπως εξάλλου και οι γαλλικοί εργοδοτικοί σύνδεσμοι, αλόγιστα, παράλογα, επικίνδυνα και ακοστολόγητα οικονομικά προγράμματα, τους κατηγορεί για κρατισμό, για φόρο-λεηλασία, επισείοντας τον κίνδυνο μίας βιομηχανικής ερήμωσης της χώρας, της αποκοπής από την ΕΕ, μίας υπερχρέωσης και χρεοκοπίας, μίας εκτίναξης της ανεργίας. Ωστόσο, είναι σαφές ότι οι επιθέσεις τόσο των Μακρονιστών, όσο και της εργοδοσίας στρέφονται πλέον κατά προτεραιότητα εναντίον της αριστεράς: “Το πρόγραμμα της Εθνικής Συσπείρωσης είναι επικίνδυνο για την γαλλική οικονομία, την ανάπτυξη, την απασχόληση. Το πρόγραμμα του ΝΛΜ είναι εξίσου επικίνδυνο, ίσως και περισσότερο” δήλωσε ο πρόεδρος του Medef (γαλλικός ΣΕΒ). Ενώπιον της ακρόασης των υποψηφίων που παραδοσιακά οργανώνεται από τις εργοδοτικές οργανώσεις, όπου οι διάφοροι σχηματισμοί παρουσίασαν το πρόγραμμα τους. Ο Εντουάρντ Φιλίπ, πρώην πρωθυπουργός και δελφίνος του Μακρόν, προτείνει την συνέχιση της ίδιας πολιτικής, “της πλέον φιλικής στην επιχειρηματικότητα που έχουμε δει εδώ και πάρα πολλά χρόνια”, ο δε υπουργός οικονομικών Μπρούνο Λε Μερ επέμεινε στην “απαραίτητη δημοσιονομική πειθαρχία”, καλώντας τους μεγαλοκαπιταλιστές “να μην ενδώσουν στις σειρήνες της Εθνικής Συσπείρωσης, μπορεί να είμαστε λιγότερο γκλάμουρ αλλά είμαστε πιο αποτελεσματικοί.”
Ο Μπαρντέλα, εμφανίστηκε στην ίδια ακρόαση μαζί με τον Σιότι, ως ανάδοχο και εγγυητή της σοβαρότητας του υποψήφιου της Εθνικής Συσπείρωσης, κατήγγειλε τα ελλείμματα και τα χρέη που δημιουργεί η κυβέρνηση και παρουσίασε σε έξι πυλώνες την οικονομική του πολιτική: φορολογική σταθερότητα “προσαρμοσμένη στην πραγματικότητα του διεθνούς ανταγωνισμού”, αποτελεσματικότητα του κράτους με μείωση της γραφειοκρατίας και των εμποδίων της ανάπτυξης, διατήρηση των επενδύσεων στην πυρηνική ενέργεια, αύξηση των μισθών με ισοδύναμη μείωση των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών, κατάργηση ενός φόρου επί των επιχειρήσεων (CVAE). Δήλωσε ότι τα άμεσα μέτρα, που θα ληφθούν, θα είναι η μείωση του ΦΠΑ στην ενέργεια και στα καύσιμα από 20 στο 5,5%, νόμοι για την μετανάστευση και την ασφάλεια και κατόπιν θα ακολουθήσουν οι υπόλοιποι νόμοι σύμφωνα με την οικονομική κατάσταση της χώρας.
Ωστόσο, όχι μόνο οι οικονομικές όψεις του προγράμματος, που αφορούν την αγοραστική δύναμη, στρογγυλεύονται διαρκώς και συναρτώνται συστηματικά από την οικονομική κατάσταση της χώρας και των δημόσιων οικονομικών, αποδεικνύοντας ότι είναι δημαγωγίες, αλλά ακόμη και οι θεσμικές τους θέσεις. Το περίφημο δημοψήφισμα για την εγγραφή στο Σύνταγμα της αρχής της “εθνικής προτεραιότητας/προτίμησης” μεταφέρεται για μετά το 2027, καθώς θεωρείται ότι χωρίς κατάκτηση της προεδρίας από την Λεπέν δεν είναι δυνατόν να οργανωθεί, ή ακόμα η απαγόρευση της μαντίλας στον δημόσιο χώρο μετατίθεται για μετά το 2027, δηλαδή μετά την ενδεχόμενη ανάληψη της προεδρίας. Προφανώς, ο ρατσισμός του είναι επικίνδυνος, γιατί διαιρεί και αποπροσανατολίζει τους εργαζόμενους, ωστόσο δεν συγκροτεί ούτε τάγματα εφόδου, ούτε πολιτοφυλακές. Δεν πρόκειται έτσι για φασιστικό κίνημα ή κόμμα, παρότι περιθωριακά φασιστικές ομαδούλες αναθαρρεύουν, στρατολογούν και κινητοποιούνται. Μάλιστα, η επιλογή της συμμαχίας με τους Ρεπουμπλικάνους, παρά την εν τέλει διάσπασή τους, και όχι με τον φασίζοντα Ερίκ Ζεμμούρ είναι ενδεικτική της προσπάθειας να αποτελέσουν μέρος του επίσημου πολιτικού σκηνικού. Το αντεργατικό του μίσος θα εφαρμοστεί από το κρατικό μηχανισμό με επέκταση των δικαιοδοσιών του και της καταστολής. Μία τυχόν πρωθυπουργία Μπαρντέλα, πέρα από την επίθεση στους όρους ζωής των μεταναστών εργαζομένων, θα σημάνει σκληρό κατασταλτικό χτύπημα στα συνδικάτα και στις οργανώσεις της αριστεράς, ανοίγοντας τον δρόμο ακόμα και για να τεθούν εκτός νόμου επαναστατικές οργανώσεις ή άλλες οργανώσεις του εργατικού κινήματος. Θα σημάνει όμως λογικά και την αποστοίχιση των εργατών και γενικότερα των εργαζομένων από την εκλογική στήριξη της άκρας δεξιάς, που είναι εδώ και πολλά χρόνια πολύ υψηλή, με πρόσφατο ρεκόρ στις ευρωεκλογές το 53% των εργατών που ψήφισαν, και το 39% των υπαλλήλων (με ποσοστά αποχή σε αυτές τις κατηγορίες περί το 55%.)
Ο δε αντιπρόσωπος του νέου Λαϊκού Μετώπου, από το Σοσιαλιστικό κόμμα Μπορίς Βαλό δήλωσε ενώπιον των εργοδοτικών οργανώσεων: “Μπορείτε να σηκώσετε το χέρι σας οι δισεκατομμυριούχοι και θα σας ζητήσω συγνώμη για την προσπάθεια που θα ζητήσω αλληλεγγύης και οικονομικό πατριωτισμό.». Το περίφημο πρόγραμμα του νέου Λαϊκού Μετώπου περιλαμβάνει την Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή των μισθών επί του πληθωρισμού, την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 1600 ευρώ καθαρά από τα περίπου 1400 καθαρά που είναι τώρα, αύξηση 10% των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων και των επιδομάτων στέγης, την πλήρη κάλυψη όλων των σχολικών εξόδων, την κατάργηση της πρόσφατης αντιασφαλιστικής μεταρρύθμισης, την κατάργηση των πρόσφατων μεταρρυθμίσεων των επιδομάτων ανεργίας, την ακύρωση του τελευταίου αντιμεταναστευτικού νόμου. Τα παραπάνω θα χρηματοδοτηθούν από την επαναφορά ενός φόρου επί της μεγάλης περιουσίας που καταργήθηκε το 2017 (ISF), την φορολόγηση των υπερκερδών, την φορολόγηση των υψηλών εισοδημάτων και φυσικά από την περίφημη ανάπτυξη και τα συνεπαγόμενα έσοδα που θα ενισχυθούν από αυτό το πρόγραμμα κευνσιανής έμπνευσης.
Το ΝΛΜ δεν έχει ακόμα διαλέξει υποψήφιο πρωθυπουργό, καθώς ο Μελανσόν έχει υποστεί μία δολοφονία χαρακτήρα, στην οποία συμμετέχουν και οι Σοσιαλιστές, παρότι δύο χρόνια πριν, στις βουλευτικές του 2022 το NUPES με σύνθημα “Μελανσόν πρωθυπουργός” απέσπασε 26%. Στο ΝΛΜ βρίσκει κανείς υποψηφίους από τους Μακρονικούς, όπως είναι ο πρώην πρωθυπουργός Υγείας Ορελιαν Ρoυσώ και διευθυντή του πρωθυπουργικού γραφείου επί κυβέρνησης της Ελίζαμπεθ Μπορν, ο οποίος παραιτήθηκε τον προηγούμενο Δεκέμβριο κριτικάροντας τον αντιμεταναστευτικό νομοσχέδιο. Υποψήφιος είναι, επίσης, ο πρώην πρόεδρος Ολλάντ και πολλά άλλα διαμάντια της αστικής πολιτικής σκηνής. Ο συνασπισμός είναι εξαιρετικά εύθραυστος και θα τιναχτεί στον αέρα όχι μόνο σε περίπτωση απόλυτης πλειοψηφίας και διακυβέρνησης, αλλά ακόμη και ενώπιον των ενδεχόμενων διλημμάτων του δεύτερου γύρου και προφανώς ενώπιον κάθε μικρού ή μεγάλου ζητήματος που θα τίθεται στην Εθνοσυνέλευση. Σε περίπτωση διακυβέρνησης θα δυσκολευτούν να εφαρμόσουν έστω και πολύ μικρό μέρος του προγράμματός τους, λόγω των πιέσεων της εργοδοσίας και λόγω της αστικής φύσης όλων των σχηματισμών του. Αυτό είναι γνωστό και κατανοητό από τις λαϊκές μάζες και τους εργαζόμενους λόγω των εμπειριών των 40-45 τελευταίων χρόνων. Γι’ αυτό και η εκλογική συμμαχία, όπως επίσης και το ίδιο το πρόγραμμα, που περιλαμβάνει μία σειρά σωστά μέτρα, δεν προκαλούν κανέναν απολύτως ενθουσιασμό. Ολοκληρώνοντας την πορεία προς τον νεορεφορμισμό και την αστική πολιτική στο ΝΛΜ έχει ταχθεί και το δεξιό ΝΠΑ, με υποψήφιο τον Πουτού, στο όνομα της καταπολέμησης του φασισμού.
Δυστυχώς, η СGT έχει ταχθεί ανοιχτά με το ΝΛΜ, κάνοντας προεκλογική καμπάνια, αποπροσανατολίζοντας με αναλύσεις για φασισμό και κατάσταση εξαίρεσης. Οι κινητοποιήσεις που εξήγγειλε μαζί με τις άλλες συνομοσπονδίες προφανώς είναι ορθές (Οι διαδηλώσεις του Σαββάτου 15 Ιουνίου δεν ήταν αμελητέες, καθώς συγκέντρωσαν 250 χιλιάδες σε όλην την χώρα και περίπου 70 χιλιάδες στο Παρίσι, με μεγάλη συμμετοχή νεολαίας), ωστόσο τις μετατρέπει σε προεκλογικές συγκεντρώσεις του ΝΛΜ, αποκηρύσσοντας κάθε ανεξαρτησία. Δυστυχώς, αυτή τους η στάση θα στοιχίσει μεσοπρόθεσμα, ιδιαίτερα σε περίπτωση εκλογής του ΝΛΜ.
Όλα τριγύρω αλλάζουν και όλα τα ίδια μένουν?
Ο Μακρόν ανακάτεψε την τράπουλα, κάνοντας διάφορους βραχυπρόθεσμους και μεσοπρόθεσμους υπολογισμούς, ωστόσο θα ήταν γελοίο να παρουσιάζεται ως κυρίαρχος της κατάστασης, ή των εξελίξεων στο αστικό πολιτικό σύστημα ή οι κινήσεις του ως απλές μεταμορφώσεις και αναδιατάξεις, απόλυτα ελεγχόμενες.
Πρώτον, το αστικό πολιτικό σύστημα είναι σμπαραλιασμένο και όλες οι πολιτικές δυνάμεις επιβιώνουν, φυτοζωούν ή αναπτύσσονται στην βάση της απέχθειας και της αποστροφής που προκαλούν οι αντίπαλες πολιτικές τους δυνάμεις, που έχουν ήδη ασκήσει την εξουσία. Η δυσπιστία ή και οργή προς τα έργα και ημέρες των Σοσιαλιστών και της κλασικής δεξιάς (Ρεπουμπλικάνων) τροφοδότησαν το ακραίο κέντρο και την άκρα δεξιά. Η απέχθεια ή και μίσος προς το ακραίο κέντρο του Μακρόν τροφοδοτεί την άκρα δεξιά και ενίοτε την αριστερά, η δε αποστροφή προς τις ρατσιστικές και σκοταδιστικές ιδέες της άκρας δεξιάς τροφοδοτεί ολοένα και πιο αναιμικά τα διάφορα δημοκρατικά και λαϊκά Μέτωπα. Η αιτία της δυναμικής της άκρας δεξιάς στηρίζεται κατά πολύ στο περίφημο “δεν τους έχουμε δοκιμάσει”, δηλαδή από το γεγονός ότι δεν έχουν κυβερνήσει ακόμα. Προφανώς, αυτή η κατάσταση είναι ίδιον του αστικού κοινοβουλίου, των αστικών πολιτικών ανταγωνισμών, ωστόσο παροξύνεται από την υποταγή όλων των πολιτικών δυνάμεων στην ίδια ακριβώς πολιτική, στις αντεργατικές επιθέσεις, στον νεοφιλελευθερισμό, στην ΕΕ, στις επιταγές του μεγάλου κεφαλαίου.
Δεύτερον και σημαντικότερο είναι ότι η γαλλική οικονομία ασθμαίνει, η παραγωγικότητα είναι στάσιμη, τα χρέη συσσωρεύονται, περιθωριοποιείται σε περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο. Θα χρειαστούν γιγάντιες μεταρρυθμίσεις που θα βυθίσουν όλα τα στρώματα των εργαζομένων και τα μικροαστικά στρώματα στην φτώχεια και στην άγρια εκμετάλλευση για να διατηρήσει ο γαλλικός καπιταλισμός το κεφάλι έξω από το νερό. Μόνο και μόνο η μείωση τους ελλείμματος του κρατικού προϋπολογισμού προϋποθέτει για τις αστικές κυβερνήσεις περικοπές μεγάλης κλίμακας στον κοινωνικό κράτος, στην υγεία, στην κοινωνική ασφάλιση, στην παιδεία, στα οικογενειακά και άλλα επιδόματα. Η συνεχιζόμενη στήριξη της Ουκρανίας, αλλά και γενικότερα ο στρατιωτικός επανεξοπλισμός απαιτούν αμύθητα ποσά. Τα παραπάνω, στο πλαίσιο των υψηλών επιτοκίων δανεισμού λόγω της πολιτικής των Κεντρικών Τραπεζών, σημαίνουν ένα ξεζούμισμα του κράτους από τις διεθνείς αγορές, που θα φορτωθεί στην πλάτη του γαλλικού προλεταριάτου. Έτσι, όλα τα κοινωνικά στηρίγματα του αστικού πολιτικού συστήματος είναι σαθρά, είτε αυτό αφορά την εργατική τάξη, την εργατική αριστοκρατία ή ακόμη και τα μικροαστικά στρώματα. Σε αυτήν την βάση νέες πολιτικές δυνάμεις μπορούν να αναδειχτούν είτε στα αριστερά είτε στα δεξιά του πολιτικού φάσματος.
Τρίτον, τα 7 χρόνια της διακυβέρνησης Μακρόν έχουν συνοδευτεί από συνεχείς κινητοποιήσεις. Όλος ο κυβερνητικός βίος του Μακρόν συνοδεύεται από κινητοποιήσεις, από σημαντικές και μεγάλες απεργίες, διαδηλώσεις και κοινωνικές εκρήξεις. Κυριότερα, οι κινητοποιήσεις ενάντια στον νόμο Ελ Κομρί το 2016, κινητοποιήσεις ενάντια στα προεδρικά διατάγματα για το εργατικό δίκαιο το 2017, απεργίες των σιδηροδρομικών 2018, κίτρινα γιλέκα 2018-19, γενικές απεργίες και απεργίες διαρκείας για το συνταξιοδοτικό 2019-20, κύμα επιχειρησιακών απεργιών για τους μισθούς και τον πληθωρισμό στο 2022-23, γενικές απεργίες και διαδηλώσεις για το συνταξιοδοτικό το 2023. Τα παραπάνω συνοδεύονται από πολυάριθμες μικρότερες σημασίας ή εμβέλειας, κλαδικές ή επιμέρους κινητοποιήσεις, διαδηλώσεις και εκρήξεις για μία σειρά ζητημάτων: ζητήματα εκπαίδευσης, αστυνομική βία, περιβάλλον, φεμινισμός, αγροτικός τομέας, διαδηλώσεις υπέρ της Παλαιστίνης κα. Δεν πρόκειται για μία συνεχή άνθιση του κινήματος, για μία ανασύνθεση ή αναδιοργάνωσή του, ωστόσο η συνεχής κινητικότητα και δραστηριοποίηση δίνει συνεχώς σημαντικές δυνατότητες προς μία τέτοια κατεύθυνση.
Τα παραπάνω είναι κατανοητά από την αστική τάξη, όπως και από τον Μακρόν προσωπικά και έτσι η διάλυση της Εθνοσυνέλευσης ενέχει αυτόν τον όντως συνειδητά ριψοκίνδυνο χαρακτήρα εισόδου σε μία πιο ταραγμένη εποχή, σε μία επιτάχυνση και όξυνση των κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσεων, σε μία απασφάλιση των διαφόρων ορίων. Η “αποσαφήνιση” που ο Μακρόν επιθυμεί σύμφωνα με τις δηλώσεις του, δεν είναι απλώς κοινοβουλευτική, αλλά συνολική, δεν πρόκειται να διαρκέσει μία προεκλογική περίοδο, αλλά μερικά χρόνια.
Ενώπιον αυτής της κατάστασης τρεις-τέσσερις οργανώσεις της άκρας και επαναστατικής αριστεράς θα συμμετάσχουν στις εκλογές. Σημαντικότερη είναι η υποψηφιότητα της Lutte Ouvrière, πρώτον λόγω της της πανεθνικής της εμβέλειας, καθώς θα έχει υποψηφίους σε 550 από τα 577 εκλογικά διαμερίσματα, κάτι που συνιστά ένα όχι αμελητέο κατόρθωμα, δεδομένου ότι μόνο μία εβδομάδα ήταν διαθέσιμη για την κατάθεση των υποψηφιοτήτων, ενώ οικονομικά το βάρος είναι δυσβάστακτο. Δεύτερον, λόγω της ιστορικής της αναγνωρισιμότητας, αλλά και λόγω των πολιτικών συνθημάτων της και της ανεξαρτησίας της από την επίσημη αριστερά. Κατόπιν ακολουθούν σε μικρότερη κλίμακα το αριστερό NPA, δηλαδή το NPA-Révolutionnaires, που θα παρουσιάσει υποψηφίους σε 29 εκλογικά διαμερίσματα, το λαμπερτίστικης καταγωγής Parti des Travailleurs σε 20 εκλογικά διαμερίσματα, και η μορενικής καταγωγής Révolution Permanente σε ένα εκλογικό διαμέρισμα.