Μεταναστευτικός νόμος στην Γαλλία: μία αντεργατική επίθεση

Αναδημοσίευση από την Εργατική Πάλη Ιανουαρίου 2024

Κωνσταντίνος Σηφάκης

Από τις αρχές της χρονιάς, η γαλλική κυβέρνηση σχεδίαζε ένα νομοσχέδιο για το μεταναστευτικό ζήτημα. Το κείμενο εγκρίθηκε σε πρώτη ανάγνωση και τροποποιήθηκε επί το χείρον από την Γερουσία στις 14 Νοέμβρη. Το οριστικό κείμενο που κατατέθηκε στην ολομέλεια της Εθνοσυνέλευσης στις 11 Δεκεμβρίου κατόπιν αφαίρεσης πολλών αντιδραστικών προβλέψεων της Γερουσίας, απορρίφθηκε με 270 ψήφους έναντι 265 υπέρ. Μετά από ημέρες διαπραγματεύσεων το κείμενο επανήλθε με σχεδόν όλες τις προσθήκες της Γερουσίας και υπερψηφίστηκε στις 19 Δεκεμβρίου από 349 βουλευτές της Εθνικής Συσπείρωσης της Λεπέν, των Ρεπουμπλικάνων του Ερίκ Σιότι και της πλειοψηφίας των κοινοβουλευτικών σχηματισμών που στηρίζουν τον Μακρόν και 186 ψήφους κατά, προερχόμενες από το αριστερό φάσμα του πολιτικού σκηνικού, δηλαδή το Σοσιαλιστικό και Κομμουνιστικό Κόμμα, από την Ανυπότακτη Γαλλία και τους Οικολόγους.

 

Το περιεχόμενο του νόμου

Ο νέος νόμος έχει πολλές και διαφορετικές διατάξεις, που αγγίζουν, κατά κύριο λόγο τους εκτός ΕΕ μετανάστες και πρόσφυγες, μέλλοντες ή ήδη εγκατεστημένους νόμιμα ή παράνομα, αποτελώντας προϊόν της συνεχούς δεξιάς μετατόπισης του πολιτικού σκηνικού. Ο πυρήνας, ωστόσο, είναι ουσιωδώς αντεργατικός: στοχεύει στην πειθάρχηση και υποτίμηση μίας μερίδας της εργατικής τάξης και στον αποπροσανατολισμό του συνόλου των εργαζομένων από τα πραγματικά προβλήματα και τους ενόχους.

Πρώτον, για τους αιτούντες άδειας διαμονής θα απαιτείται η υπογραφή ενός μίνι-πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων, δηλαδή ενός «συμβολαίου δέσμευσης στον σεβασμό των αρχών της Δημοκρατίας […] της προσωπικής ελευθερίας, της ελευθερίας έκφρασης και συνείδησης, της ισότητας γυναικών και αντρών, της αξιοπρέπειας της ανθρώπινης υπόστασης». Άρνηση υπογραφής σημαίνει απόρριψη της αίτησης, της ανανέωσης της άδειας, ακόμα και απόσυρση της τρέχουσας άδειας.

Δεύτερον, για τους μετανάστες χωρίς χαρτιά που εργάζονται ήδη σε κλάδους με έλλειψη εργατικού δυναμικού θα είναι δυνατόν να χορηγείται άδεια παραμονής, κατόπιν έγκρισης του επάρχου, που θα ελέγχει μεταξύ άλλων «τον σεβασμό της δημόσιας τάξης […] την ένταξή του στην γαλλική κοινωνία και την αποδοχή των τρόπων ζωής και των αξιών της». Οι αιτούμενοι θα οφείλουν να παρουσιάσουν αποδεικτικά φύλλα μισθοδοσίας δώδεκα μηνών από τον εν λόγω κλάδο εντός των προηγούμενων δύο ετών. Όσον αφορά στις φοιτητικές άδειες παραμονής για τους εκτός Σένγκεν φοιτητές, οι τελευταίοι θα πρέπει να καταθέτουν μία χρηματική εγγύηση στο κράτος, η οποία υποτίθεται ότι θα λειτουργήσει αποτρεπτικά σε τυχόν παράνομη διαμονή για εργασία.

Τρίτον, σε ό,τι αφορά στους αιτούντες άσυλο, εφεξής οι εφέσεις όσων το αρχικό αίτημα είχε απορριφθεί, θα εξετάζονται από ένα μόνο δικαστή, αντί τριών παλαιότερα.

Τέταρτον, ο νόμος απαιτεί πλέον πέντε χρόνια ελάχιστης νόμιμης διαμονής στην Γαλλία ή τριάντα μήνες εργασίας, έναντι έξι μηνών διαμονής που ίσχυε μέχρι πρότινος, για πρόσβαση στα οικογενειακά επιδόματα. Πρόκειται για μία ξεκάθαρη διάταξη εθνικής προτίμησης, όπως αρέσκεται να χρησιμοποιεί τον όρο η γαλλική ακροδεξιά.

Πέμπτον, σε ό,τι αφορά στην απόκτηση υπηκοότητας από τα παιδιά μεταναστών που έχουν γεννηθεί στην Γαλλία, εφεξής το παιδί θα υποχρεούται να αιτηθεί αυτόβουλα στο τέλος της εφηβικής ηλικίας την γαλλική ιθαγένεια.

Έκτον, οι όροι για την οικογενειακή επανένωση, δηλαδή την μετεγκατάσταση στην Γαλλία των οικογενειών μεταναστών, οι οποίοι ήδη κατοικούν στην Γαλλία και εργάζονται νόμιμα, γίνονται πιο αυστηροί.

Τέλος, οι απελάσεις ακόμα και μακρώς και νομίμως διαμενόντων μεταναστών καθίστανται πιο εύκολες, σε περιπτώσεις εγκλημάτων και καταδίκης για ποινές άνω των τριών χρόνων. Επαναφέρεται και το αδίκημα της παράνομης διαμονής, με επιβολή προστίμου 3.750 ευρώ και 3 χρόνια απαγόρευση διαμονής στην επικράτεια.

 

Η κυβερνητική και πολιτική κρίση

Η υπερψήφιση του νομοσχεδίου προκάλεσε μία μικρή κυβερνητική κρίση και έφερε στην επιφάνεια την χρόνια πολιτική κρίση της προεδρικής παράταξης. Η κρίση οφείλεται αφενός στο ότι ο Μακρόν και η παράταξή του εξελέγησαν ως υποτιθέμενο προοδευτικό αντίβαρο στην ακροδεξιά της Λεπέν αλλά καταφεύγουν ολοένα και πιο συχνά στην ίδια ρητορική και πολιτική, στην προσπάθειά τους να αποκρύψουν την ταξική τους πολιτική. Αφετέρου, στο διαζύγιό τους με τις πλατιές μάζες, ιδιαίτερα μετά τις πολύμηνες κινητοποιήσεις ενάντια στην συνταξιοδοτική αντί-μεταρρύθμιση.

Έτσι, ο υπουργός Υγείας παραιτήθηκε, η υπουργός Εκπαίδευσης υπέβαλλε την παραίτησή της, χωρίς ωστόσο να γίνει δεκτή. Στα μέσα Γενάρη, ο Μακρόν προέβη σε ανασχηματισμό. Από τον κύριο κοινοβουλευτικό σχηματισμό του (168 βουλευτές), υπήρξαν 20 καταψηφίσαντες και 17 απέχοντες. Από τους δύο ελάσσονες κοινοβουλευτικούς σχηματισμούς που στηρίζουν το προεδρικό μπλοκ, δηλαδή τους «Ορίζοντες», του πρώην πρωθυπουργού Εν. Φιλίπ, και το «Μοντέμ» του Φρανσουα Μπαϊρού, υπήρξαν συνολικά 22 αποχές ή καταψηφίσεις από ένα σύνολο 80 βουλευτών. Παράλληλα, 32 νομάρχες ανακοίνωσαν ότι δεν θα εφαρμόσουν τις διατάξεις που εξαρτώνται από την τοπική αυτοδιοίκηση. Η Λεπέν αναφώνησε δικαίως ότι επρόκειτο για μία «ιδεολογική νίκη» της παράταξής της, σύσσωμος ο Τύπος συμφωνεί, ενώ εμφανίζεται ενισχυμένη στις δημοσκοπήσεις.

Ο νόμος προκάλεσε αίσθηση και συζητήθηκε, ιδιαίτερα σε εργασιακούς χώρους με μεγάλη παρουσία μεταναστών εργαζόμενων. Όλες οι μεγάλες συνδικαλιστικές συνομοσπονδίες, ακόμα και η СFDT, τάχθηκαν ολοκληρωτικά κατά του νόμου, η δε CGT κάλεσε σε πολιτική ανυπακοή και κινητοποιήσεις.

 

Μετανάστευση: οικονομικό και πολιτικό πολυεργαλείο

Η εργοδοσία δεν παρενέβη καθόλου στον δημόσιο διάλογο σχετικά με το νομοσχέδιο. Στις 19 Δεκεμβρίου, ωστόσο, ο πρόεδρος του γαλλικού ΣΕΒ (Medef) έσπασε την σιωπή του δηλώνοντας ότι «μέχρι το 2050, θα έχουμε ανάγκη 3,9 εκατομμύρια ξένους εργαζόμενους». Οι μέχρι πρόσφατα κυρίαρχες αστικές πολιτικές δυνάμεις, θεσμοθετούν, μαζί με το επιτελείο της ΕΕ, έναν κεκαλυμμένο τεχνοκρατικό ρατσισμό των ελεγχόμενων και οικονομικά υπολογισμένων μεταναστευτικών ροών, και της ένταξης των μεταναστών στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, πολλάκις στο όνομα της διαφορετικότητας. Ωστόσο, στην παρακμάζουσα και συνεχώς υποβαθμιζόμενη ευρωπαϊκή οικονομία, μία τέτοια προσέγγιση καθίσταται ολοένα και πιο αδύναμη και συχνά αδύνατη, κατά συνέπεια μετατρέπεται σε μία ανοιχτή ρατσιστική επίθεση.

Ένα ολοένα και μεγαλύτερο μέρος των αστικών επιτελείων στην Ευρώπη προσφέρουν ως πολιτικό πρόγραμμα μόνο απενοχοποιημένο ρατσισμό, που παρουσιάζεται ως ευρωπαϊκή πολιτισμική ή/και φυλετική ανωτερότητα και παραδοσιακό εθνικισμό. Προκύπτει, λοιπόν, μία αντίφαση ανάμεσα στις οικονομικές επιταγές της εργοδοσίας και στην πολιτική ρητορεία των ακροδεξιών και δεξιών αστικών κομμάτων. Ωστόσο, πρόκειται για μία μόνο φαινομενική αντίφαση, καθώς τέτοιου είδους «λογικές ασυνέπειες» δεν απασχολούν την αστική τάξη, για την οποία το μόνο που μετράει είναι η καθυπόταξη των εργαζομένων.