10 Μάρτη 1900 γεννήθηκε ο Παντελής Πουλιόπουλος

«Πόλεμος κατά του Πολέμου»

Από την Εργατική Πάλη Μάρτη 2022

Στις 10 Μάρτη 1900 γεννήθηκε στον Θηβαϊκό κάμπο η κορυφαία ηγετική φυσιογνωμία του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος στην χώρα μας και μία από τις σημαντικότερες στο παγκόσμιο κίνημα: ο Παντελής Πουλιόπουλος. Στα 18 του πέρασε στη Νομική στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, η φωτιά του πολέμου και ο αγέρας της Οκτωβριανής επανάστασης άναψαν στην καρδιά του την επαναστατική φλόγα. Εκεί ήρθε σε επαφή με τον Τζουλάτι και την ομάδα «Κομμουνισμός» και συνδέθηκε με τις μπολσεβίκικες ιδέες της αριστερής πτέρυγας του ΣΕΚΕ. Αποφάσισε συνειδητά να αφήσει προσωρινά τις σπουδές του ώστε να στρατευτεί στο μέτωπο για να οργανώσει τους εργαζόμενους, την νεολαία και τα φτωχά λαϊκά στρώματα που ιμπεριαλιστές και αστικές κυβερνήσεις έστελναν κρέας για τα κανόνια τους.
Στο μικρασιατικό μέτωπο θα δραστηριοποιηθούν μέλη του ΣΕΚΕ με επικεφαλής τον Παντελή Πουλιόπουλο, τον Γιώργο Νικολή κ.ά., που θα δημιουργήσουν αντιπολεμικούς πυρήνες. Ο Πουλιόπουλος, που εκπαιδεύτηκε ως τηλεγραφητής και έγινε λοχίας, βρέθηκε στο κέντρο της διαμετακόμισης παράνομου αντιπολεμικού υλικού, και έφτιαξε συνδέσμους – πυρήνες, οργανώνοντας φαντάρους στην Γ΄ Διεθνή. Το Κεντρικό Συμβούλιο των Κομμουνιστών Φαντάρων του Μετώπου θα κυκλοφορήσει προκηρύξεις, συνήθως γραμμένες από τον Πουλιόπουλο, που καλούσαν Έλληνες και Τούρκους φαντάρους να μετατρέψουν τον πόλεμο σε ταξικό εμφύλιο. Με την δράση τους και την κυκλοφορία της εφημερίδας «Κόκκινος Φρουρός» η ομάδα των Ελλήνων κομμουνιστών μαζί και ο Τούρκος Αλή, εξεγείρανε τους φαντάρους.
Τον χειμώνα του 1920-1921 ξεκινά η μεγάλη επίθεση καταστολής εναντίον της ανταρσίας των κομμουνιστών. Έγιναν συλλήψεις, όμως σε τέσσερις μήνες αφέθηκαν ελεύθεροι. Ο Πουλιόπουλος θα οργανώσει στη Σμύρνη ξανά τους φαντάρους, τον Ιούνιο του 1922, θα συλληφθεί και θα παραπεμφθεί σε στρατοδικείο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας επί ποινή θανάτου. Με την κατάρρευση του μετώπου θα δραπετεύσει από τις στρατιωτικές φυλακές Σμύρνης, θα γλιτώσει το απόσπασμα και θα επιστρέψει στην Ελλάδα.
Από το 1923 ως το 1925 έπαιξε ηγετικό ρόλο στο κίνημα των βετεράνων και το 1924 εκλέχτηκε πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Παλαιών Πολεμιστών και Θυμάτων Στρατών, η οποία εξέδιδε την εφημερίδα «Παλαιός Πολεμιστής» με κυκλοφορία που έφτανε τα 20.000 φύλλα. Στις 5-9 Μαΐου 1924, αφού έχει οργωθεί όλη η Ελλάδα με μαζικές κινητοποίησες, θα γίνει το συνέδριο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας. Οι αποφάσεις του συνεδρίου γράφτηκαν από τον Πουλιόπουλο και κυκλοφόρησαν στο «Πόλεμος κατά του Πολέμου». Στο έργο του αυτό προφήτευσε τους νέους πολέμους, «ο νέος πόλεμος θα ξεπεράσει σε φρικαλεότητες όλους τους πολέμους που έχει δει η ανθρωπότητα μέχρι σήμερα, κι αυτόν του Παγκοσμίου πολέμου».
Αυτός ο πόλεμος ήταν ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος (1939-1945) και ήταν στον οποίο δολοφονήθηκε το 1943. Την ίδια περίοδο το 1924 εκλέγεται Γ.Γ. του ΚΚΕ. Υιοθέτησε από τους πρώτους μέσα στο ΚΚΕ τις απόψεις του επαναστατικού μαρξισμού-τροτσκισμού και για αυτό τον λόγο διαγράφηκε από το ΚΚΕ το 1927 ύστερα από θυελλώδη μάχη. Το Νοέμβριο του 1927 έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στη συγκρότηση της Αριστερής Αντιπολίτευσης με την ονομασία Σπάρτακος, σχεδόν ταυτόχρονα με τη Διεθνή Αριστερή Αντιπολίτευση, που δημιούργησε ο Τρότσκι. Το 1934 ιδρύει την ΟΚΔΕ. Εκείνη την περίοδο, επικράτησης του σταλινισμού στο κομμουνιστικό κίνημα, ο Πουλιόπουλος αντιπάλευε την άποψη που διαμορφωνόταν στο ΚΚΕ και παγιώθηκε στην 6η Ολομέλεια της Κ.Ε. το 1934, που θεωρούσε πως η επανάσταση στην Ελλάδα «δεν θα ήταν σοσιαλιστική αλλά αστικοδημοκρατική». Ο Πουλιόπουλος με το μνημειώδες έργο, «Δημοκρατική ή Σοσιαλιστική Επανάσταση στην Ελλάδα;», υποστήριξε το σοσιαλιστικό χαρακτήρα της επανάστασης και προέβλεψε ότι το ΚΚΕ εγκατέλειψε την επανάσταση. Τον Αύγουστο του 1938 ύστερα από δύο χρόνια παρανομίας, συνελήφθη από την δικτατορία Μεταξά και φυλακίστηκε στην Ακροναυπλία, όπου συνέχισε την πολιτική του δράση και το συγγραφικό του έργο. Όταν κατέρρευσε το μέτωπο, σε γενική συνέλευση 600 κρατουμένων ο Πουλιόπουλος εκ μέρους των τροτσκιστών πρότεινε να δραπετεύσουν ομαδικά. Η σταλινική ηγεσία τον χαρακτήρισε προβοκάτορα και υποστήριξε ότι απέσπασε τον λόγο του διοικητή του στρατοπέδου για άμεση απελευθέρωση. Τοποθέτησε δικούς της φρουρούς για να μην πραγματοποιηθεί απόδραση και απελευθερώθηκαν τελικά μόνο οι ίδιοι (Ιωαννίδης, Θέος, Μπαρτζώκας), αφήνοντας στο έλεος τον φασιστών και τα ίδια τους τα μέλη.
Το 1942, κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής, μεταφέρθηκε άρρωστος στο Δημοτικό Νοσοκομείο της Αθήνας, στη συνέχεια στις φυλακές Αβέρωφ και τέλος στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Λάρισας. Η δικτατορία Μεταξά δεν απελευθέρωσε τους πολιτικούς κρατούμενους με την κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς, αλλά τους παρέδωσε στους κατακτητές. Στις 6 Ιουνίου του 1943 ο Πουλιόπουλος, μαζί με άλλους 105 φυλακισμένους εκτελέστηκε από τις ιταλικές κατοχικές δυνάμεις στο χωριό Νεζερό (σημερινός Άγιος Στέφανος), σε αντίποινα για την ανατίναξη σήραγγας από τον ΕΛΑΣ. Απευθύνθηκε στα ιταλικά στους στρατιώτες του εκτελεστικού αποσπάσματος καλώντας τους να μην τους εκτελέσουν στο όνομα της διεθνιστικής αλληλεγγύης. Πράγματι, οι στρατιώτες αρνήθηκαν να τους εκτελέσουν και την εκτέλεση έκαναν οι αξιωματικοί.
Ο Παντελής Πουλιόπουλος δολοφονήθηκε από τους μακελάρηδες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και από τους σταλινικούς προδότες. Ζει στην καρδιά και στο πνεύμα όλων μας, που 122 χρόνια μετά από την γέννησή του και υπό την απειλή ενός νέου γενικευμένου πολέμου, παλεύουμε για να κερδίσουν οι ιδέες για τις οποίες αγωνίστηκε, ακόμα και αν χρειαστεί να θυσιάσουμε και την ζωή μας.