Προς κατάπαυση του πυρός στην Ουκρανία;

Αναδημοσίευση από την Εργατική Πάλη Δεκεμβρίου

Η ουκρανική αντεπίθεση

Όπως ήταν αναμενόμενο η αντεπίθεση του ουκρανικού στρατού βάλτωσε επιχειρησιακά και ήδη εξελίσσεται σε μια αργή προέλαση του ρωσικού στρατού στην περιοχή του Ντονιέτσκ. Αυτή η αντεπίθεση της Ουκρανίας άνοιξε ένα δεύτερο στάδιο στην ρωσο-ουκρανική σύγκρουση, που αναμφίβολα συνιστά μια ποιοτική κλιμάκωση του πολέμου και σίγουρα μια αλλαγή συσχετισμών (έστω κι αν αποδειχθεί προσωρινή), υπέρ της Ουκρανίας και των δυτικών ιμπεριαλιστών και σε βάρος της Ρωσίας.

Η αντεπίθεση της Ουκρανίας και των δυτικών ιμπεριαλιστών που ξεκίνησε από τις αρχές Αυγούστου, ήταν μια συνολική αντεπίθεση. Στρατιωτικά, οι Δυτικοί κατόρθωσαν να ξαναφτιάξουν ένα νέο και σύγχρονα εξοπλισμένο ουκρανικό στρατό. Δεύτερον, άνοιξαν τους κρουνούς για την οικονομική και στρατιωτική ενίσχυση της Ουκρανίας (ήδη έχουν διατεθεί σχεδόν τα δύο τρίτα ενός θηριώδους συνολικού προγράμματος ενίσχυσης περίπου 90 με 110 δισ.). Τρίτον, επιχείρησαν να μεταφέρουν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στο έδαφος της Ρωσίας με τρομοκρατικές επιχειρήσεις, βομβαρδισμούς και σαμποτάζ στην Κριμαία, την ανατίναξη της γέφυρας της Κριμαίας, την βύθιση της ναυαρχίδας του ρωσικού στόλου και εν συνεχεία το σημαντικό πλήγμα στη νέα ναυαρχίδα. Τέταρτον, όχι μόνο αύξησαν κατακόρυφα την ενίσχυση των στρατιωτικών δυνάμεων του ΝΑΤΟ στις γειτονικές χώρες (Ρουμανία, Πολωνία, Εύξεινος Πόντος, κ.ά.) αλλά προχώρησαν και στην ανατίναξη των δύο αγωγών φυσικού αερίου Nord Stream 1 και 2, «κλείνοντας» το κεφάλαιο προμήθειας της ΕΕ με ρωσικό φυσικό αέριο.

Είναι αλήθεια ότι η αντεπίθεση της κυβέρνησης Ζελένσκι και των δυτικών ιμπεριαλιστών απέφερε πενιχρά εδαφικά οφέλη, στην πράξη την ανακατάληψη του 1/4 της επαρχίας της Χερσώνας και την ομώνυμη πόλη, μετά από την αναγκαστική αποχώρηση των Ρώσων στα ανατολικά του Δνείπερου. Όμως ταυτόχρονα οδήγησε, προς το παρόν βέβαια, τον ρωσικό στρατό να κλειστεί κυριολεκτικά στο καβούκι του. Το ρωσικό ναυτικό οχυρώθηκε στον ναύσταθμο της Σεβαστούπολης και δεν απειλεί τις ακτές της Ουκρανίας (π.χ. Οδησσός) ούτε δημιουργεί αναγκαίους αντιπερισπασμούς. Η ρωσική αεροπορία συνεχίζει να έχει πενιχρή παρουσία στον πόλεμο — η Ουκρανία μπορεί να μην διαθέτει αντιαεροπορικά συστήματα (όχι τουλάχιστον επαρκή) αλλά είναι γεμάτη με φορητούς αντιαεροπορικούς πυραύλους Stinger που, αν δεν απαγορεύουν, τουλάχιστον δυσκολεύουν τις χαμηλές πτήσεις αεροσκαφών και τη χρησιμοποίησή τους σε τακτικές επιχειρήσεις. Το κύριο, σχεδόν αποκλειστικό, όπλο του ρώσικου στρατού είναι το κλασικό και σύγχρονο πυροβολικό (κανόνια, τανκς, πύραυλοι, τελευταία και ιρανικής κατασκευής drones). Τέλος, ο ρωσικός στρατός αναγκάστηκε να αναδιπλωθεί σε όλες τις γραμμές και, ειδικά στη Χερσώνα, να υποχωρήσει. Σήμερα βέβαια επιχειρεί μια αντεπίθεση στην περιοχή του Ντονμπάς και μάλλον θα εκκαθαρίσει τελειωτικά τον ουκρανικό θύλακα στο Μπαχμούτ.

Ωστόσο, αν τα εδαφικά κέρδη της ουκρανικής αντεπίθεσης είναι πενιχρά, και πιθανόν προσωρινά, τα πολιτικά οφέλη είναι πολλαπλάσια. Η κυβέρνηση Ζελένσκι όχι μόνο πήρε μια πολιτική ανάσα επιδεικνύοντας μια νίκη, αλλά μπόρεσε να αρχίσει να καυχιέται ότι ξεκίνησε η απελευθέρωση της Ουκρανίας και η εκδίωξη των Ρώσων, πράγμα σημαντικό για να μπορέσει να παραπλανήσει τις εργατικές και λαϊκές μάζες, κερδίζοντας μια παράταση τουλάχιστον της ανοχής τους, και ταυτόχρονα να συσπειρώσει τις δυνάμεις του. Αλλά το κύριο όφελος τόσο για τον Ζελένσκι όσο και για τους δυτικούς ιμπεριαλιστές είναι ότι για πρώτη φορά τέθηκε ένα ερωτηματικό για την ικανότητα του ρωσικού ιμπεριαλισμού να νικήσει. Κι αυτό όχι με τη γενική έννοια. Γενικά ο ρωσικός ιμπεριαλισμός έχει την στρατιωτική δυνατότητα να εξαφανίσει την Ουκρανία από τον χάρτη. Αλλά με την ειδική έννοια, δηλαδή όπως ηττήθηκε ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός από την βιετναμέζικη επανάσταση, παρ’ όλο που το μισοφασιστικό καθεστώς του Ζελένσκι δεν έχει καμία σχέση με τους βιετναμέζους επαναστάτες.

Η ρωσική απάντηση στην αντεπίθεση των Ουκρανών

Όπως ήταν επόμενο (δηλαδή όπως συμβαίνει σε κάθε πόλεμο) η πολιτική «ήττα» του ρώσικου ιμπεριαλισμού μετέφερε στο εσωτερικό της ρώσικης κοινωνίας την γκρίνια και την αμφισβήτηση. Από τη μια άρχισαν την ανοικτή κριτική οι σκληροπυρηνικοί, από την άλλη άρχισαν να πιέζουν οι ρώσοι αστοί για συμβιβασμό, μια που είναι πιο ελαστικοί με τους δυτικούς ιμπεριαλιστές. Κυρίως όμως φαίνεται πως για πρώτη φορά ράγισε ο ακολουθητισμός των μαζών προς το καθεστώς Πούτιν, αφού κάθε ήττα, έστω και προσωρινή, διευκολύνει την διαφοροποίηση των συμφερόντων των ρωσικών μαζών από τα συμφέροντα της ρωσικής μπουρζουαζίας. Πράγμα που φάνηκε και μέσα στο ρώσικο στρατό με τον πολλαπλασιασμό των διαμαρτυριών των φαντάρων.

Η ανταπάντηση του Πούτιν ήταν επίσης αναμενόμενη. Προκήρυξε δημοψηφίσματα στις τέσσερεις επαρχίες και, εν συνεχεία, με βάση τα αποτελέσματα, τις ενσωμάτωσε στη Ρωσία, άλλαξε τη διοίκηση του ρωσικού στρατού στην Ουκρανία (τοποθετώντας τον «νικηφόρο» στρατηγό στη Συρία, τον Σουροβίκιν) και κυρίως εγκατέλειψε την «ειδική στρατιωτική επιχείρηση». Η εγκατάλειψη/αλλαγή σημαίνει δύο πράγματα: επιστράτευση 300.000 εφέδρων (ήδη το 1/3 έχει μεταφερθεί στο μέτωπο), και σφοδρός βομβαρδισμός των ουκρανικών υποδομών (κυρίως ενέργειας και ύδρευσης) που δεν ρίχνει μόνο τις ουκρανικές μάζες στο σκοτάδι, στην πείνα και στην παγωνιά, αλλά παραλύει σε μεγάλο βαθμό την βιομηχανία, τις μεταφορές, την τροφοδοσία και την κίνηση των πυρομαχικών/εξοπλισμού του ουκρανικού στρατού.

Παρ’ όλο που το τραύμα της πολιτικής «ήττας» φαίνεται να επουλώνεται με την ανταπάντηση του Πούτιν, εντούτοις εξακολουθεί να υφίσταται το ερώτημα γιατί αιφνιδιάστηκαν οι Ρώσοι από την αντεπίθεση των Δυτικών και του καθεστώτος Ζελένσκι. Το ερώτημα δεν είναι θεωρητικό, πολύ περισσότερο που σήμερα φαίνεται οι Αμερικανοί να επιδιώκουν έναν προσωρινό τερματισμό του πολέμου. Και η απάντηση δεν είναι στρατιωτικές αδυναμίες ή οτιδήποτε άλλο, αλλά κάτι βαθύτερο, δηλαδή η θολή στρατηγική του Πούτιν. Πράγματι, παρ’ όλο που ο Πούτιν είχε ξεκαθαρίσει ήδη από το 2008 ότι η επέκταση του ΝΑΤΟ και των «έγχρωμων επαναστάσεων» αποτελεί «αιτία πολέμου», δεν κινήθηκε παρά μόνο 14 χρόνια μετά όταν δεν μπορούσε να πλέον να υποχωρήσει. Ακόμη κι όταν εισέβαλε στην Ουκρανία, ακόμη κι όταν εγκαινίασε την εποχή της έμπρακτης και στρατιωτικής αμφισβήτησης των δυτικών ιμπεριαλιστών, αυτό το έκανε, και εξακολουθεί να το κάνει, με έναν μεσοβέζικο τρόπο. Προχωρά μπροστά, ωστόσο το κάνει με πλάγια βήματα σαν τον κάβουρα. Διεξάγει στρατιωτική επιχείρηση στην Ουκρανία αλλά ταυτόχρονα έχει καρφωμένο το βλέμμα του στις διαπραγματεύσεις. Δεν εμπιστεύεται τους Δυτικούς, βλέπει τις γιγαντιαίες κυρώσεις και την αντεπίθεση, αλλά ταυτόχρονα ευελπιστεί και σε μια «έντιμη» συμφωνία που θα αναγνωρίζει τις «ρωσικές ανησυχίες». Ξεκίνησε μια «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» όταν έπρεπε να πραγματοποιήσει μια αστραπιαία κατάληψη της Ουκρανίας, κι όταν απέτυχε αυτή η επιχείρηση προχώρησε σε κάτι «ακατανόητο»: την κατάληψη των ρωσόφωνων περιοχών που δεν έχουν καμία σημασία. Γνωρίζει το διακύβευμα του πολέμου αλλά συμπεριφέρεται λες και οι Δυτικοί, με τις πρώτες στρατιωτικές επιτυχίες του στην Ουκρανία θα του παραδώσουν την μακραίωνη κυριαρχία τους στον πλανήτη. Αυτή η αμφιταλάντευση είναι η πραγματική αιτία που έδωσε περιθώρια για την ανασύνταξη των Ουκρανών και Δυτικών, για την αντεπίθεσή τους και για την πολιτική «ήττα» της Ρωσίας.

Βαδίζουμε προς ένα πάγωμα του πολέμου;

Η θολή στρατηγική της Ρωσίας έχει τεράστια σημασία για να προβλέψει κανείς αν οι τελευταίες κινήσεις των Αμερικανών για τερματισμό του πολέμου θα βρουν ανταπόκριση στον Πούτιν.

Οι μεγάλοι ωφελημένοι αυτού του πολέμου είναι προς το παρόν οι δυτικοί ιμπεριαλιστές. Για την ακρίβεια: αποκλειστικά οι Αμερικάνοι. Αυτοί έχουν κερδίσει την ποιοτική ενδυνάμωση και συσπείρωση του ΝΑΤΟ (στρατιωτική ενίσχυση, ένταξη Σουηδίας-Φιλανδίας, κ.ά.), την αδιαμφισβήτητη κυριαρχία τους σε αυτό, και κυρίως την εκμηδένιση της ΕΕ. Η ΕΕ κυριολεκτικά εκμηδενίστηκε και αυτό είναι οριστικό. Ο γαλλο-γερμανικός άξονας διαλύθηκε και κάθε ευρωπαϊκός ιμπεριαλισμός αναζητά από μόνος, και σε βάρος των υπόλοιπων Ευρωπαίων, μια ευνοϊκή συμφωνία με τις ΗΠΑ, προφανώς από δευτερεύουσα ή τριτεύουσα θέση. Η Γερμανία δεν μπορεί να διαφοροποιηθεί από τα σχέδια των ΗΠΑ σε σχέση με την Κίνα (παρ’ όλο που η εφαρμογή τους θα ήταν καταστροφική γι’ αυτήν) γιατί θα την φάνε ζωντανή οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι. Η Γαλλία προσπέφτει στα πόδια των ΗΠΑ ελπίζοντας σε μια συμπληρωματική θέση στα σχέδια των ΗΠΑ, όπως φάνηκε και από το ταξίδι του Μακρόν. Η ΕΕ δεν μπορεί να αντιδράσει ενιαία ούτε απέναντι στην εκτόξευση των τιμών ενέργειας (η Γερμανία δεν υποχωρεί από το δικό της πρόγραμμα ενισχύσεων ύψους 200 δισ.) ούτε απέναντι στην ενίσχυση της αμερικάνικης βιομηχανίας με 369 δισ. (με βάση τον «Νόμο για την Αντιμετώπιση του Πληθωρισμού», που πρόσφατα ψηφίστηκε στις ΗΠΑ) και που απειλεί με σαρωτική υποβάθμιση την ευρωπαϊκή βιομηχανία, και τέλος είναι αμφίβολο αν θα μείνει και μια ενιαία αγορά, κάτι που δεν ενοχλεί τους Αμερικανούς.

Ταυτόχρονα, ο Μπάιντεν έχει καταφέρει να συσπειρώσει κάπως την αμερικάνικη μπουρζουαζία και να αδρανοποιήσει, προσωρινά, τον Τραμπ, και τέλος έχει φέρει σε άσχημη θέση τον Πούτιν. Πέτυχε το στόχο του να περικυκλώσει ασφυκτικά την Ρωσία, από την Ανταρκτική μέχρι την Μεσόγειο, υψώνοντας ένα ασφυκτικό και αδιαπέραστο τείχος. Από την άλλη, το πάγωμα του πολέμου στην Ουκρανία θα σήμαινε ότι η Ρωσία θα κρατήσει μεν τις περιοχές που κατέκτησε (όχι μόνο ασήμαντο κέρδος αλλά κυριολεκτικά αδιάφορο) αλλά δεν θα τις αναγνωριστούν ποτέ, το μέτωπο στην Ουκρανία θα είναι μια διαρκής πληγή που ανά πάσα στιγμή θα μπορεί να αναζωπυρωθεί, ενώ η Ρωσία θα απειλείται, εκβιάζεται και θα φθείρεται γοργά από τις δρακόντειες κυρώσεις και την κατάσχεση των 300 δισ. των συναλλαγματικών της αποθεμάτων. Ειδικά αν οι ΗΠΑ καταφέρουν να εντάξουν στο στρατόπεδό τους την Τουρκία (αυτό φαίνεται με την εγκατάλειψη των Κούρδων της Συρίας), τα πράγματα θα γίνουν επικίνδυνα για τον Πούτιν, μια που θα σημάνει μια επέκταση των ανοικτών μετώπων του. Επιπλέον, ένα σταμάτημα τώρα του πολέμου, επανέναρξη μιας περιορισμένης ροής ρωσικού πετρελαίου και αερίου στην Ευρώπη, θα γλυτώσει τους Αμερικανούς από την αποσυσπείρωση του στρατοπέδου τους γιατί θα περιορίσει τις αυξημένες τιμές ενέργειας και την σφοδρή επερχόμενη οικονομική κρίση και κυρίως το κύμα των εργατικών αγώνων που αρχίζουν να ξεδιπλώνονται απειλητικά στην Ευρώπη και όχι μόνο.

Μένει να δούμε πώς θα αντιδράσει το καθεστώς του Πούτιν. Προς το παρόν ο Πούτιν φαίνεται να συνεχίζει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις και να συγκεντρώνει στρατηγικά βομβαρδιστικά, πιθανόν για ένα τελειωτικό χτύπημα στον ουκρανικό στρατό, προσβλέποντας στην αποσάρθρωση των Δυτικών λόγω χειμώνα, κρίσης και εργατικών κινητοποιήσεων (παρ’ όλο που οι τελευταίες μεσοπρόθεσμα είναι εξίσου επικίνδυνες και για τον ίδιο). Όπως και να ‘χει, αν δεχθεί το πάγωμα με αυτούς τους όρους θα έχει υποστεί μια σημαντική ήττα.