Ο Άρης Αλεξάνδρου στην «αθέατη πλευρά της ιστορίας»
Αιρετικός συγγραφέας και ποιητής, δοκιμιογράφος και εξαιρετικός μεταφραστής, ανυπότακτος και ασυνθηκολόγητος, αποσυνάγωγος και απομονωμένος, αντιεξουσιαστής και αντιφασίστας, άθρησκος και άπατρις, δεσμευμένος σε μια προσωπική στάση ζωής πνευματικής ακεραιότητας και ανεξαρτησίας. Αυτά και άλλα ακόμη ήταν ο Άρης Αλεξάνδρου. Γεννήθηκε στις 24 Νοέμβρη 1922, πριν 100 χρόνια.
“[…] Ανασηκώνω τα πηγούνια των ανθρώπων
για να αντιγράψω βιαστικά
το φως που απόμεινε στις κόχες των ματιών τους
και κρύβω το σημείωμα
στην καρδιά κατάσαρκα
για να δουν στη νεκροψία
πόσο λίγο ζήσαμε” (Α. Αλεξάνδρου, “Παράνομο σημείωμα”).
Δημήτρης Κατσορίδας
Υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι μπορεί να μην έγραψαν πολλά, όμως έφτανε ένα μόνο έργο τους για να σημαδέψουν τα πολιτικά και λογοτεχνικά πράγματα. Μια τέτοια περίπτωση ήταν και ο Άρης Αλεξάνδρου, ένας από αυτούς που για πολλά χρόνια «παρέμειναν στην αθέατη πλευρά της ιστορίας», όπως παρατηρεί ο Κ. Σταυρόπουλος. Γεννήθηκε στις 24 Νοέμβρη 1922 (πριν 100 χρόνια) και πέθανε στο Παρίσι στις 2 Ιουλίου 1978.
Από νεαρός ασπάζεται τις ιδέες της ανθρώπινης χειραφέτησης. Οργανώνεται στην Φοιτητική Κομμουνιστική Οργάνωση, που ήταν υπό την επιρροή του ΚΚΕ, διατηρώντας όμως την κριτική του ματιά, γι’ αυτό «αυτοδιαγράφτηκε» σε ηλικία 20 ετών από κάθε οργανωμένη κομματική λειτουργία, παρ’ ότι συνέχισε να συμμετέχει σε αντιστασιακές δράσεις. Κατά τα Δεκεμβριανά του 1944, τον συνέλαβαν τα αγγλικά στρατεύματα και τον έστειλαν στο στρατόπεδο Ελ Ντάμπα, στην Βόρειο Αφρική, απ’ όπου επέστρεψε το 1945. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου εξορίστηκε στο Μούδρο (1948-49), τη Μακρόνησο (1949) και τον Άγιο Ευστράτιο (1950-51). Έζησε μια διπλή εξορία μέσα στην εξορία, αφενός διωκόμενος από το καθεστώς, αφετέρου από τους πρώην συντρόφους του επειδή δεν ανήκε πουθενά λόγω της ανεξάρτητης σκέψης του. Γι’ αυτό οι αριστεροί εκδότες απέφευγαν να βγάλουν τις ποιητικές του συλλογές. «Είμαι προδότης για την Σπάρτη για τους είλωτες σπαρτιάτης», θα γράψει στο ποίημά του, «Η πρώτη πέτρα». Μέχρι το 1958 πέρασε από τις φυλακές Αβέρωφ, Αίγινας και Γυάρου, λόγω καταδίκης του από το Στρατοδικείο Αθηνών για ανυποταξία.
Έγραψε το πασίγνωστο έργο του, το Κιβώτιο, το οποίο εκδόθηκε το 1974 και είναι αφιερωμένο στη γυναίκα του, Καίτη Δρόσου. Μάλιστα, το εν λόγω έργο, έχει ανέβει και σε θεατρική παράσταση. Ένα καθόλα πολιτικό μυθιστόρημα, μέσα από το οποίο στηλιτεύει επί της ουσίας τον σταλινισμό, θέτοντας σε αμφισβήτηση την κομματική ορθοδοξία, τους εξουσιαστικούς μηχανισμούς, τις ιεραρχικές δομές, τον δογματισμό και την έλλειψη κριτικής σκέψης, που κάνει τους αγωνιστές να υποτάσσονται στις κομματικές ντιρεκτίβες. Με έντονα ψυχαναλυτικά στοιχεία (Κιβώτιο-εγκιβωτισμός), δείχνει τον παραλογισμό της κομματικής ορθοδοξίας, η οποία δεν υπόκειται σε αμφισβήτηση (ακόμη και όταν οι αποφάσεις είναι αντικρουόμενες), μετατρέποντας έτσι το κόμμα σε αυτοσκοπό και όχι ως εργαλείο κοινωνικής απελευθέρωσης. Έτσι, άνθρωποι που έταξαν τη ζωή τους στον αγώνα βρίσκονται υπόλογοι και απολογούμενοι, μονίμως ενοχικοί, εγκλωβισμένοι-εγκιβωτισμένοι, από ένα ιερατείο που τους θεωρεί φραξιονιστές, πεσιμιστές, ανεπαρκείς, προδότες, κ.ο.κ., ανάλογα κάθε φορά με το διακύβευμα. «Κοντολογίς, μπορεί το Κιβώτιο, τη μεταφορά του οποίου διέταξε το Κόμμα, να ήταν άδειο, αλλά η ‘‘επιχείρηση Κιβώτιο’’ δεν είναι το νόημα του αγώνα για την ανθρώπινη χειραφέτηση, είναι η αναίρεση αυτού του νοήματος από την ηγεσία, είναι αυτή η ηγεσία που είχε αδειάσει το Κιβώτιο από το περιεχόμενό του», όπως εύστοχα παρατηρεί ο Κ. Δεσποινιάδης. Παρ’ ότι το Κιβώτιο έχει έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία και ενέχει τη διάψευση των οραμάτων της γενιάς του, εντούτοις ο Αλεξάνδρου, μέσα από αυτό το βιβλίο, δεν θεωρεί τον αγώνα μάταιο. Απεναντίας, θεωρεί ότι χρειάζεται να δίνεται με ένα τέτοιο τρόπο, που θα απελευθερώνει τις ενεργές δυνάμεις των ανθρώπων και τις δημιουργικές τους ικανότητες, θα καλλιεργεί την αυτογνωσία, την αμφισβήτηση και την ξεκάθαρη πολιτική τοποθέτηση απέναντι στον ολοκληρωτισμό της εξουσίας και δεν θα τις υποτάσσει σε ιδεοληψίες και μηχανισμούς χειραγώγησης.
Το 1967, με το που έγινε η δικτατορία απόδρασε στο Παρίσι, προκειμένου να αποφύγει τη σύλληψη. Το 1975 ο Αλεξάνδρου, γράφει ένα ακόμη βιβλίο, όμως αυτή τη φορά για την Εξέγερση της Κροστάνδης, που έγινε το 1921 ενάντια στην κυβέρνηση των μπολσεβίκων, στο οποίο δίνει ένα χρονικό των αιματηρών γεγονότων της καταστολής της. Η θέση του είναι σαφής υπέρ των εξεγερμένων και των αναρχικών, οι οποίοι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στα γεγονότα.
Ο Αλεξάνδρου, παρότι έμεινε στα ελληνικά γράμματα με το κορυφαίο του έργο, το Κιβώτιο, εντούτοις είχε σημαντική συνεισφορά και στην ποιητική παραγωγή. Τα ποιητικά του έργα είναι συγκεντρωμένα σε ένα τόμο, με τίτλο, Ποιήματα (1941-1974), από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Όπως λέει ο ίδιος στις Σημειώσεις του, στο τέλος του προαναφερθέντος βιβλίου, η πρώτη συλλογή με τίτλο, Ακόμη τούτη η Άνοιξη, γράφτηκε το 1941-46. Εκεί φαίνεται μια ανάταση αισιοδοξίας και αγωνιστικής διάθεσης: «Είναι τώρα τ’ αστέρια που πασχίζουν/ να λάμψουνε στα μάτια σου/ δυο φώτα βραδινά/ που ξεστρατάν απ’ το γρι-γρι του γαλαξία./ […] Σε λίγο θα χαράξει ένα χαμόγελο/ στο στόμα της γαλήνης/ -έτσι που το σκαλίζαμε στις κρυφές συνεδριάσεις/ έτσι που το γράφαμε στους τοίχους/ τίτλο του καινούργιου τραγουδιού μας. […]» (από το ποίημα, «Οι αποστάτες της θάλασσας»).
Η δεύτερη συλλογή του, Άγονος Γραμμή, γράφτηκε από το 1947-52. Εκεί το πολιτικό και κοινωνικό κλίμα έχουν αλλάξει άρδην: ήττα, φυλακίσεις, εξορίες, βασανιστήρια, απογοήτευση, αμφιβολίες προς την κομματική καθοδήγηση, απομόνωση. «[…] Σύντροφε, κοιμάσαι;/ Ήθελα να μου πεις, ξέρεις καμιά σελίδα μαρξισμού/ που να βουλιάζουνε οι λέξεις στο χαρτί/ σαν τη σιωπή μου/ στις κόρες των ματιών της; […]» (από το ποίημα, «Ανεπίδοτα γράμματα»). Και αλλού: «[…] Όποιος βρεθεί με άλογο/ του μένει να τραβήξει για την ήττα/ καβαλάρης» (από το ποίημα, «Η στενογραφία της νεκρής ζώνης»).
Η τρίτη συλλογή, Ευθύτης Οδών, γράφτηκε μεταξύ 1954-58, στην οποία υπάρχουν σαφείς επιρροές από τον Μαγιακόφσκι και τον Καβάφη. Εκεί έχει διαχωρίσει πλήρως τη θέση του από το κόμμα, κάνει κριτική στον ολοκληρωτισμό του σταλινισμού, είναι ανυπότακτος από το αστικό κράτος και απομονωμένος από τους παλιούς του συντρόφους. «Κι όμως δεν αυτοκτόνησα./ Είδατε ποτέ κανέναν έλατο να κατεβαίνει μοναχός του στο/ πριονιστήριο;/ Η θέση είναι μέσα δω σ’ αυτό το δάσος/ με τα κλαδιά κομμένα μισοκαμένους κορμούς/ με τις ρίζες σφηνωμένες μες στις πέτρες» (από το ποίημα, «Μέσα στις πέτρες»). Δεν θεωρεί όμως ότι είμαστε άμοιροι ευθυνών για την ανοχή που επιδεικνύουμε: «[…] ζυμώνουμε τη λάσπη και συνεχώς διαλύεται/ απ’ τις προλήψεις τις βροχές τις προδοσίες./ Είμαστε υπεύθυνοι για τα υλικά/ για τις λιποψυχίες μας/ είμαστε υπεύθυνοι για την επιμονή μας/ να ζυμώνουμε ακόμα με τα γυμνά μας πόδια/ τη στάχτη και το αίμα» (από το ποίημα, «Είμαστε υπεύθυνοι»). Όσον αφορά την άποψή του για τον Στάλιν είναι ξεκάθαρα αρνητική: «[…] Πάντως το σύστημα μας λένε δεν ευθύνεται καθόλου./ Δεν υπήρχε σκάλα για ν’ ανέβει ο Στάλιν./ Είτανε ανέκαθεν πάνω κει ψηλά/ κ’ εκ των υστέρων άρχισε να στοιβάζει πτώματα/ σε σχήμα κλίμακος ναού. […]». Όμως, η κριτική του στον σταλινισμό συνεχίζεται και μέσα από την αναφορά του στον Μαγιακόφσκι: «[…] Παρ’ όλ’ αυτά Βλαδίμηρε βιάστηκες να φύγεις./ […] Γιατί αργά ή γρήγορα θα σ’ έστελναν και σένα./ Σ’ όλα σου τα εκατό τα κομμουνιστικά/ τα κομματικά βιβλία/ τ’ όνομα του Στάλιν αναφέρεται σπανίως./ Θα σε καλούσανε και σένα για μια μικρή ανάκριση:/ ‘‘Μαγιακόβσκη, το ξέρετε πως είστε αρχιτέκτων της ανθρώπινης/ ψυχής;/ Όπως ένας οικοδόμος κάνει σαμποτάζ/ ρίχνοντας χαλίκι στη θέση του τσιμέντου/ έτσι και σεις νοθέψατε το εποικοδόμημα/ στερώντας το απ’ το πρέπον ποσοστό της σταλινίνης’’. […]»(από το ποίημα, «Συνομιλώ άρα υπάρχω»).
Αν με πολύ συνοπτικό τρόπο θα θέλαμε να χαρακτηρίσουμε τον Άρη Αλεξάνδρου δεν θα είχαμε παρά να τον αφήσουμε να αυτοσυστηθεί: «Ανήκω στο ανύπαρκτο κόμμα των ποιητών. Σαν ανύπαρκτο που είναι, δεν χορηγεί ούτε κομματικές ούτε λογοτεχνικές ταυτότητες. […] Δεν ανήκω σε κανένα κόμμα και σε καμιά πολιτική οργάνωση. Δεν είμαι μέλος καμιάς εκκλησίας. Δεν είμαι οπαδός καμιάς θρησκείας. Όπως το ’χω ξαναπεί, Δεσμώτης τήδε ίσταμαι τοις ένδον ρήμασι πειθόμενος. Έχοντας περάσει από τα ξερονήσια και τις φυλακές, νιώθω πως είμαι συγκρατούμενος όχι μόνο με όσους υποφέρουν στα φασιστικά στρατόπεδα μα και σε όσους βασανίζονται στο Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ. Νιώθω αλληλέγγυος και συνυπεύθυνος με όσους αγωνίστηκαν, αγωνίζονται και θα αγωνιστούν εναντίον όλων των τυράννων, εστεμμένων και τραγιασκοφόρων, εναντίον όλων των δεσποτών, γαλονάδων και ρασοφόρων». Αυτά και άλλα ακόμη ήταν ο Άρης Αλεξάνδρου, ο οποίος στάθηκε σταθερά αντίθετος σε κάθε μορφής εξουσία.