Χιλή: Γιατί κέρδισε η Απόρριψη;

Ορισμένες σκέψεις για την ήττα του νέου σχεδίου για το Σύνταγμα της Χιλής

του Bruno Magalhâes-Pedro Fuentes

μετάφραση από το International Viewpoint

Η νίκη της επιλογής απόρριψης για τη διατύπωση του νέου Συντάγματος της Χιλής έχει εγείρει μια σειρά ερωτημάτων για τους διεθνιστές. Πώς είναι δυνατόν ο αγώνας για το νέο Σύνταγμα, που ήταν απαίτηση της μαζικής λαϊκής εξέγερσης του 2019 και τον οποίο ακολούθησε μια ηχηρή νίκη σχεδόν 80% στο πρώτο δημοψήφισμα που άνοιξε τη συνταγματική διαδικασία, να έλαβε μόνο το 38% της λαϊκής έγκρισης λίγο αργότερα;

Αυτή η ερώτηση πρέπει να απαντηθεί με τον ακριβέστερο δυνατό τρόπο. Η εξήγηση γι’ αυτό το αρνητικό αποτέλεσμα μας δίνει ένα μάθημα, ένα παράδειγμα για το πώς να συνεχίσουμε να αντιμετωπίζουμε τις επερχόμενες προκλήσεις που θα προκύψουν στη Χιλή και σε άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής. Σίγουρα, αυτό το αποτέλεσμα δεν μπορεί να εξηγηθεί από μία μόνο αιτία, αλλά από έναν συνδυασμό αιτιών. Σε αυτό το σύντομο κείμενο, εκφράζουμε ορισμένα στοιχεία που θεωρούμε ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη.

Το πρώτο στοιχείο έγκειται στον χαρακτήρα της κυβέρνησης του Γκαμπριέλ Μπόριτς, η οποία δεν αντιπροσωπεύει τις προσδοκίες που προέκυψαν από τη λαϊκή κινητοποίηση του 2019. Πρέπει να θυμόμαστε ότι σε μια εποχή που ο λαός κινητοποιούνταν για να τερματίσει ό,τι απέμεινε από το παλιό καθεστώς [της στυγνής χούντας του Πινοσέτ – σημείωση του μεταφραστή], το οποίο εκφράστηκε στο αίτημα για παραίτηση του πρώην προέδρου Πινιέρα, ο Μπόριτς ψήφισε υπέρ μιας συνταγματικής συμφωνίας με τη δεξιά, προκειμένου να συμφωνηθεί η συνταγματική μεταρρύθμιση. Η πρόταση για ένα νέο σύνταγμα που γεννήθηκε έτσι ήταν γνωστή ως «Σύμφωνο της Κουζίνας», καθώς η συμφωνία έγινε πίσω από τις πλάτες των μαζών που κινητοποιήθηκαν στα λαϊκά συμβούλια (cabildos) που οργανώθηκαν σε όλη τη χώρα. Όμως, μόνο στο πρώτο δημοψήφισμα η πλειοψηφία του 80% των ψηφοφόρων ενέκρινε την έναρξη της συντακτικής διαδικασίας και απέρριψε την πρόταση για Μικτή Συνταγματική Συνέλευση (μεταξύ των εν ενεργεία βουλευτών και των νέων συνταγματικών βουλευτών), επιλέγοντας μια συντακτική συνέλευση με περισσότερες εξουσίες, η οποία ξεκίνησε το έργο της από τη λεγόμενη «λευκή σελίδα», χωρίς τις διατάξεις του Συντάγματος Πινοσέτ.

Κατά τη διάρκεια της συντακτικής διαδικασίας, η οποία είχε πρωτοφανή χαρακτηριστικά όπως η ισότητα των φύλων και η εκπροσώπηση των αυτοχθόνων πληθυσμών, διεξήχθησαν οι εκλογές που έφεραν τον Μπόριτς στην εξουσία και που κατά κάποιο τρόπο προμήνυαν την ήττα της περασμένης Κυριακής. Στον πρώτο γύρο, ο πρώην ηγέτης των φοιτητών ηττήθηκε από τον ακροδεξιό υποψήφιο (Χοσέ Αντόνιο Καστ) και η νίκη του στον δεύτερο γύρο σχετιζόταν άμεσα με τους περισσότερους από ένα εκατομμύριο ψηφοφόρους που δεν είχαν προσέλθει στις κάλπες στον πρώτο γύρο.

Από τον σχηματισμό της κυβέρνησής του μέχρι σήμερα, η πολιτική του ήταν μια πολιτική συνδιαλλαγής με τις άρχουσες τάξεις [υπογράμμιση δική μας], χωρίς να τις αντιμετωπίζει με συγκεκριμένα μέτρα (τα οποία θα έπρεπε να είναι ριζοσπαστικά) για την επίλυση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Χιλή. Η κυβέρνηση φθείρει τον ίδιο τον εαυτό της εν μέσω ενός ποσοστού πληθωρισμού 13% και μιας αύξησης του κόστους του βασικού καλαθιού τροφίμων που δεν λαμβάνει υπόψη την αξία των μισθών. Ως αποτέλεσμα, το τρέχον ποσοστό αποδοχής του είναι μικρότερο από 30%.

Κατά συνέπεια, η πολιτική του απέναντι στο νέο Σύνταγμα ήταν αντιφατική, διστακτική και η υποστήριξή του δειλή. Συνεπής με τη συμφιλιωτική πολιτική του, εξέφρασε τις επιφυλάξεις του και, μαζί με τους ηγέτες της πρώην Concertación (*), έθεσε την ανάγκη να γίνουν αλλαγές στις διατάξεις του. Σε αυτό το πλαίσιο, η ψήφος απόρριψης είναι επίσης μια ψήφος τιμωρίας κατά της κυβέρνησης για την ανικανότητά της, δηλαδή δεν είναι μια συνειδητή ψήφος υποστήριξης της δεξιάς. Πρέπει να σημειωθεί ότι ένα σημαντικό μέρος της παλιάς Concertación, συμπεριλαμβανομένου του Σοσιαλιστικού Κόμματος, υποστήριξε την Απόρριψη.

Επιπλέον, οι συνταγματικοί βουλευτές που εξελέγησαν δεν πραγματοποίησαν μια συντακτική διαδικασία που να είναι ελκυστική για τον πληθυσμό. Η εκλογή των βουλευτών ήταν αποτέλεσμα της διαδικασίας κινητοποίησης της Χιλής. Υπήρχε πλειοψηφία ψηφοφόρων υπέρ των ανεξάρτητων και των αριστερών και η δεξιά δεν κέρδισε ούτε το ένα τρίτο των εδρών, ποσοστό που θα έδινε δικαίωμα βέτο σε αυτό το στρατόπεδο σύμφωνα με το Σύμφωνο του 2019.

Στη χώρα όπου τα λαϊκά συμβούλια πολλαπλασιάστηκαν το 2019, η συντακτική διαδικασία αντιπροσώπευε μια αποσύνδεση με αυτές τις εκφράσεις λαϊκής οργάνωσης∙ εκείνοι που εκλέχθησαν από το λαό κατά κάποιο τρόπο αποσυνδέθηκαν από τους ανθρώπους που τους εξέλεξαν [υπογράμμιση του μεταφραστή]. Δεν άνοιξαν μια λαϊκή συντακτική διαδικασία, δηλαδή μια λαϊκή διαδικασία διαβούλευσης με τα συμβούλια του 2019, με τις οργανώσεις βάσης των χιλιανών εργατών. Η συνταγματική διαδικασία της Χιλής αναζήτησε μια πορεία που θα οργάνωνε τη λαϊκή εξουσία, μια πραγματική εναλλακτική δύναμη ενάντια στα παλιά κόμματα της δεξιάς και του Concertación. Αλλά αυτό δεν έγινε∙ οι συζητήσεις περιορίστηκαν στους συνταγματικούς βουλευτές και σε μικρά τμήματα της πρωτοπορίας, ακριβώς όταν βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια άνευ προηγουμένου υποχρεωτική ψηφοφορία που έφερε πάνω από το 85% των ψηφοφόρων στις κάλπες, προκαλώντας αρνητικό αποτέλεσμα. Αυτό δεν σήμαινε απόρριψη όλων των προοδευτικών τμημάτων του νέου συνταγματικού κειμένου, αλλά μάλλον ότι θα ήταν καλύτερα να είχε δοθεί προτεραιότητα σε εκείνες τις πτυχές που βρίσκονται πιο κοντά στην εργατική τάξη, οι οποίες θα έκλειναν τις πόρτες στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο και θα τις άνοιγαν για ένα νέο εθνικό οικονομικό μοντέλο της χώρας, ένα συγκεκριμένο μοντέλο. Ούτε μπορεί να υποτιμηθεί ο αντίκτυπος της εκστρατείας παραπληροφόρησης των μέσων ενημέρωσης κατά του νέου Συντάγματος· χρησιμοποίησαν τις ψευδείς ειδήσεις και τις ενέργειες μικρών μη αντιπροσωπευτικών ομάδων για να δώσουν τον τόνο της εκστρατείας υπέρ της Απόρριψης.

Παρά την ήττα, είναι επίσης γεγονός ότι οι μέρες της παλιάς συμμορίας των «Πινοσετιστών» είναι μετρημένες και ότι σύντομα θα ξεκινήσει μια νέα συντακτική διαδικασία, στην οποία ο Μπόριτς για άλλη μια φορά έσφαλε και σημάδεψε τη θέση του στο Κοινοβούλιο και στα κόμματα του καθεστώτος. Για να ανταποκριθούμε σε αυτή την κατάσταση, θα χρειαστεί η κινηματική πρωτοπορία και οι οργανώσεις της εργατικής τάξης να αναζωπυρώσουν τη φλόγα των κινητοποιήσεων και των λαϊκών συμβουλίων του 2019.

(*) Concertación de Partidos por la Democracia (Συμφωνία των Κομμάτων για τη Δημοκρατία). Πρόκειται για έναν συνασπισμό κομμάτων της αντιπολίτευσης (αριστερά, κεντροαριστερά, κέντρο) που δημιουργήθηκε ως Συμφωνία των Κομμάτων για το ΟΧΙ στο δημοψήφισμα του 1988 (για τη μετάβαση στο καθεστώς μετά τη δικτατορία Πινοσέτ) και κυβέρνησε τη Χιλή από τον Μάρτιο του 1990 έως τον Μάρτιο του 2010 και ήταν η κύρια αντιπολίτευση στην κυβέρνηση Πινιέρα εως το 2013. Τα κόμματα που συμμετείχαν στην Concertación ενώθηκαν έπειτα με κεντροαριστερές και αριστερές δυνάμεις για να σχηματίσουν τη Nueva Mayoría (Νέα Πλειοψηφία, όπου συμμετείχε και το Σοσιαλιστικό Κόμμα), η οποία ήταν ο κυβερνητικός συνασπισμός στη δεύτερη κυβέρνηση της Μπατσελέτ (προερχόμενης από το σοσιαλιστικό κόμμα) από τον Μάρτιο του 2014 έως το 2018.