61ος γύρος «διερευνητικών» Ελλάδας–Τουρκίας

61ος γύρος «διερευνητικών» Ελλάδας–Τουρκίας

Σύντομο διάλειμμα(;) στις στρατιωτικές προετοιμασίες

 –

Από την Εργατική Πάλη Φεβρουαρίου

Μετά από πρόσκληση του υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, την οποία η ελληνική πλευρά αποδέχτηκε, ξεκίνησε στην Ισταμπούλ στις 25/1 ο 61ος γύρος διερευνητικών επαφών μεταξύ των δύο χωρών.

Οι συζητήσεις, που είχαν παύσει εδώ και 5 χρόνια, δεν αποτελούν επίσημες διαπραγματεύσεις, αλλά προκαταρκτική διαδικασία. Αν διαπιστωθεί σύγκλιση στα βασικά ζητήματα, μετεξελίσσεται σε επίσημο διάλογο. Καλύπτονται θεωρητικά από ρήτρα εμπιστευτικότητας, παρόλο που αυτή δεν τηρείται πάντα. Εν αναμονή της συνέχειας, αυτή τη φορά στην Αθήνα, οι αναλύσεις γι’ αυτή την «προσέγγιση» περισσεύουν.

Πολλοί αστοί αναλυτές στη χώρα μας υποστηρίζουν ότι η κίνηση της Τουρκίας δείχνει επιδείνωση του συσχετισμού σε βάρος της, επομένως μια καλή συγκυρία για την ελληνική πλευρά να θέσει όρους και να πετύχει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Πρόκειται για μια ως επί το πλείστον αβάσιμη ανάλυση. Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι και η Τουρκία αντιμετωπίζει σειρά προβλημάτων. Η προσπάθεια επαναπροσέγγισής της με την ΕΕ, που προηγήθηκε της πρόσκλησης, έχει σ’ έναν βαθμό να κάνει και με αυτά. Και κυρίως με τη «δυσμενή» γι’ αυτήν εξέλιξη της εκλογής Μπάιντεν.1

Κάπου εκεί, όμως, εξαντλούνται τα προβλήματα του τουρκικού καπιταλισμού, σε σύγκριση πάντα με τη θέση της ελληνική αστικής τάξης σε αυτή τη διαπραγμάτευση. Στην πραγματικότητα, δεν πραγματοποιεί καμία υποχώρηση, τουλάχιστον όχι τέτοιου είδους που φαντάζονται ή θέλουν να πιστεύουν πολλοί στην Ελλάδα. Η τουρκική αστική τάξη ήταν αυτή που εξαρχής επιζητούσε τη διαπραγμάτευση και μάλιστα σε όλο το εύρος θεμάτων. Ακριβώς γιατί γνωρίζει ότι ο συσχετισμός δυνάμεων βαίνει όλο και περισσότερο υπέρ της. Αντίθετα, η ελληνική μπουρζουαζία είναι αυτή που αρνείται να ανοίξει η βεντάλια, γιατί συμφέρον της είναι η διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης στην Ανατολική Μεσόγειο, η οποία αποτυπώνει έναν συσχετισμό δύναμης που ίσχυε πριν από περίπου έναν αιώνα, την περίοδο της υπογραφής της Συνθήκης της Λωζάνης! Αυτή είναι και η εξήγηση για το ότι η ελληνική πλευρά επέμενε ότι δέχεται σαν μοναδικό θέμα συζήτησης την οριοθέτηση της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας, απορρίπτοντας όλα τα άλλα (αποστρατιωτικοποίηση νησιών της παραμεθορίου, Κυπριακό κ.λπ.).

Είναι επομένως λάθος η παρουσίαση της εξωτερικής πολιτικής του τουρκικού καπιταλισμού ως «διπλής». Η εξωτερική πολιτική του είναι ενιαία και αδιαίρετη. Διέπεται από τον στρατηγικό στόχο καθιέρωσής του σε αδιαμφισβήτητη περιφερειακή δύναμη στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Η στρατηγική αυτή δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντη, με μέσα μόνο στρατιωτικά ή μόνο διπλωματικά. Επί ένα εξάμηνο περίπου, δοκίμασε τις αντοχές της Ελλάδας στο στρατιωτικό επίπεδο. Δοκιμασία όπου πέτυχε απόλυτα, πραγματοποιώντας έρευνες μέχρι και στα 6,5 μίλια από τις ελληνικές ακτές, δηλαδή στα όρια των ελληνικών χωρικών υδάτων. «Γλίτωσε» με απλές επιπλήξεις από ΝΑΤΟ και ΕΕ, και τώρα, αποσύροντας τα ερευνητικά –κανείς δεν εγγυάται ότι αυτό δεν είναι προσωρινό–, με ένα «νεύμα» φέρνει την Ελλάδα στο τραπέζι των συνομιλιών (έστω διερευνητικών) και παράλληλα κερδίζει έδαφος στις σχέσεις του με τους υποτιθέμενους στρατηγικούς συμμάχους της Ελλάδας, τους Ευρωπαίους ιμπεριαλιστές.2

Είναι δύσκολο να εκτιμήσει κανείς την εξέλιξη των διερευνητικών. Δύο πράγματα όμως μπορούν να ειπωθούν με ασφάλεια – και δεν είναι καθόλου καλά νέα για τους εργαζόμενους και τη νεολαία στις δύο πλευρές του Αιγαίου.

Πρώτον, ότι πρέπει να περιμένουμε μια πολύ μεγαλύτερη εμπλοκή στην περιοχή των Ευρωπαίων και των Αμερικάνων ιμπεριαλιστών. Και γιατί οι ίδιοι το επιδιώκουν, αφού η ΝΑ Μεσόγειος αποκτά και πάλι μια ολοένα και μεγαλύτερη γεωστρατηγική σημασία. Και γιατί ο ελληνικός καπιταλισμός (που χάνει με ραγδαίους ρυθμούς το στρατηγικό του βάθος) τους βλέπει και πάλι σαν το ύστατο καταφύγιο. Αλλά και γιατί ο τουρκικός καπιταλισμός δεν έχει κανένα πρόβλημα με μια διευθέτηση, που ξέρει εκ των προτέρων πως όποτε και να γίνει θα τον βρει ευνοημένο.

Δεύτερον, ότι αργά ή γρήγορα, ανεξάρτητα από την πορεία των διερευνητικών, η «διπλωματία» θα δώσει και πάλι τη θέση της στις στρατιωτικές προετοιμασίες ή ακόμα χειρότερα τις συγκρούσεις. Σε αυτό το πνεύμα, πρέπει να δούμε τις αγορές των Ραφάλ από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, για τις οποίες οι εργαζόμενοι θα πληρώσουμε 2,5 δισ. ευρώ, αλλά και την αύξηση της στρατιωτικής θητείας. Για τους καπιταλιστές, η ειρήνη είναι το μεσοδιάστημα ανάμεσα σε δύο πολέμους. Για το ελληνικό και τούρκικο εργατικό κίνημα, όμως, η αποτροπή κάθε πολεμικής σύγκρουσης είναι το υπ’ αριθμόν ένα καθήκον – και όπως φαίνεται θα είναι διαρκές.

 

1 Όχι φυσικά για όσα παιδαριώδη λέγονται ότι ο Μπάιντεν είναι «φιλέλληνας» ή βαθύτατα δημοκρατικός και απεχθάνεται το καθεστώς Ερντογάν! Αλλά γιατί η εξωτερική πολιτική του Τραμπ ήταν πιο ελαστική απέναντι στη διφορούμενη στάση της Τουρκίας, στην ισορροπία που κρατούσε ανάμεσα σε ΝΑΤΟ και Ρωσία, (βλ. S–400). Οι Δημοκρατικοί έχουν πολύ πιο επιθετική στρατηγική απέναντι στη Ρωσία.

2 Είναι δεδομένη η στήριξη της Γερμανίας –κατ’ επέκταση της πλειοψηφίας της ΕΕ– στον τουρκικό καπιταλισμό. Ο ελληνικός καπιταλισμός φαίνεται έχει απομείνει μόνο με την στήριξη της Γαλλίας, που σε καμία περίπτωση δεν αντισταθμίζει τη δυσμενή θέση του.