Τζόκερ (2019)

Η ταινία «Τζόκερ» του Τοντ Φίλιπς ξεκίνησε να προβάλλεται στις κινηματογραφικές αίθουσες, παγκόσμια, αρχές Οκτώβρη και από τότε έχει κάνει ρεκόρ εισιτηρίων, προκαλώντας κύματα ενθουσιασμού και διθυραμβικές κριτικές. Την ίδια στιγμή μεγάλες εφημερίδες του διεθνούς τύπου, έσπευσαν να την θάψουν: « Μία ιστορία για το τίποτα» (New York Times), «Η ταινία με κάποιο τρόπο καταφέρνει να είναι απελπιστικά σοβαρή και πολύ ρηχή ταυτόχρονα» (The Guardian), «Η ταινία είναι γεμάτη ψεύτικη φιλοσοφία […]Ο Άρθουρ είναι ένα χάλι αλλά εμείς πρέπει να πιστέψουμε πως είναι κάπως σπουδαίος – ένας παρεξηγημένος σοφός» (TΙΜΕ), «Η θεματική ασυναρτησία του “Τζόκερ” είναι αλληλένδετη με την αισθητική κενότητα» (New Yorker) κ.ά.

Τι είναι λοιπόν αυτό που ωθεί εκατομμύρια ανθρώπους να συρρέουν μαζικά στους κινηματογράφους και να στήνονται σε ουρές για να παρακολουθήσουν την ταινία; Ή που αναγκάζει το FBI στις ΗΠΑ να στέλνει πράκτορες στις προβολές για να ελέγξουν την κατάσταση, μην τυχόν νεαροί θεατές προσπαθήσουν να μιμηθούν τα όσα βλέπουν στην οθόνη; Tι είναι αυτό που κάνει τις πιο μεγάλες διεθνείς αστικές εφημερίδες να χύνουν τόσο δηλητήριο αποκηρύσσοντας με λύσσα μία ταινία; H εδώ στην Ελλάδα που φοβίζει την άθλια νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση Μητσοτάκη και την κάνει να στέλνει ένοπλους μπάτσους μέσα σε κινηματογραφικές αίθουσες να βγάζουν ανήλικους θεατές, εφαρμόζοντας πρακτικές του μετεμφυλιακού κράτους; Είναι η επίγνωση και ο φόβος της αστικής τάξης και των επιτελείων της, για την σύγκρουση που έρχεται. Το αριστουργηματικό «Τζόκερ» μέσα από την εκπληκτική ερμηνεία του Χοακίν Φοίνιξ, το ευρηματικό σενάριο, την άμεση σκηνοθεσία και την επιβλητική μουσική, αποδίδει αυτή την αίσθηση με συγκλονιστικό τρόπο.

Σε αυτή την ταινία η ιστορία αποκαθίσταται: ο Τζόκερ μετατρέπεται από τoν γνωστό κακό στις ταινίες του Μπάτμαν, σε έναν άνθρωπο που μια ζωή πονά, υποφέρει, κακοποιείται, αδικείται, καταπατείται, ματαιώνεται και περιθωριοποιείται. Και η οικογένεια Γουέιν, δεν είναι πλέον η πλούσια φιλάνθρωπη οικογένεια που ξεκληρίζεται από έναν εξαχρειωμένο κλέφτη, αλλά η οικογένεια ενός στυγνού εκατομμυριούχου καπιταλιστή και υποψήφιου δημάρχου της Γκόθαμ, Τόμας Γουέιν (πατέρα του Μπρους Γουέιν – Μπάτμαν). Ο Τζόκερ είναι άνθρωπος και έχει όνομα: Είναι ο Άρθουρ Φλεκ, ένας φτωχός προλετάριος με σοβαρές ψυχικές διαταραχές, που κάνει μεροκάματα ως κλόουν για να βγάλει τα προς το ζην και να συντηρήσει την επίσης άρρωστη μητέρα του.

Ο Άρθουρ ανεβαίνει καθημερινά τον δικό του Γολγοθά (συμβολικά τα δεκάδες σκαλιά στην ταινία), ζώντας στο μεταίχμιο της πραγματικότητας και του εφιάλτη. Γίνεται θύμα των νεοφιλελεύθερων «περικοπών», που κόβουν την χρηματοδότηση του νοσοκομείου ψυχικής υγείας που τον παρακολουθεί και τα φάρμακά του, καθώς και της μητέρας του. Βρίσκεται αντιμέτωπος με τον κανιβαλισμό στον χώρο που δουλεύει από τους συναδέλφους τους, τον εμπαιγμό των περαστικών ανθρώπων γύρω του. Με την απόλυσή του και τον τρόμο της ανεργίας. «O θάνατος μου θα έβγαζε περισσότερα κέρματα από τη ζωή μου;», παραληρεί και μας δημιουργεί ασφυξία. Πλαγιάζει και διπλώνει στον δρόμο σαν ανάξιο πλάσμα που και να πέθαινε οι πλούσιοι της Γκόθαμ… «απλά θα περνούσαν από πάνω του» όπως λέει και ο ίδιος κραυγάζοντας ταυτόχρονα για λίγη αξιοπρέπεια. Στο σκελετωμένο, αδύναμο και κακοποιημένο σώμα του, αποτυπώνονται τα δεινά της σύγχρονης καταπίεσης, που είναι βαθιά ταξική.  Ο Άρθουρ ζωγραφίζει τη μάσκα του κλόουν στο πρόσωπό του με αδρές γραμμές και έντονα χρώματα και εν τέλει με το ίδιο του το αίμα. Και γίνεται το σύμβολο της εξέγερσης. Των φτωχών εναντίων των πλουσίων.

Το «Τζόκερ»  δεν είναι μία ταινία ενάντια στην οπλοκατοχή, υπέρ των ψυχικά ασθενών  κ.ά. όπως την παρουσιάζουν καλοθελητές και προβοκάτορες, για να συσκοτίσουν και να αποκρύψουν τα πραγματικά της νοήματα. Είναι μία βαθιά πολιτική ταινία, κραυγή απελπισίας και οργής, ενάντια στην αθλιότητα, την παρακμή, τον κανιβαλισμό και την αδικία, που παράγει ο καπιταλισμός. Μια ταινία που παρουσιάζει με ωμό και βίαιο τρόπο την παρακμή και τη σήψη των σύγχρονων αστικών κοινωνιών, τις τεράστιες ταξικές ανισότητες που κυριαρχούν μεταξύ φτωχών και πλουσίων.

Την ανεργία, την φτώχεια, την ανασφάλεια, την ανυπαρξία κοινωνικής φροντίδας. Την διάλυση του όποιου κοινωνικού κράτους από τις βάρβαρες νεοφιλελεύθερες πολιτικές και την αντικατάστασή του από ένας κράτος που συντρίβει τους αδύναμους και εξυπηρετεί με τον πιο σκανδαλώδη τρόπο τα επιχειρηματικά συμφέροντα (καθόλου τυχαία ο σκηνοθέτης τοποθετεί χρονικά την ταινία του στα τέλη της δεκαετίας του ’70, αρχές δεκαετίας ’80, την εποχή της ανόδου του νεοφιλελευθερισμού στις ΗΠΑ).

Τον κοινωνικό αυτοματισμό που συνθλίβει και διασύρει τους φτωχούς, τους εργαζόμενους, τους απεργούς. Τους ευυπόληπτους τραπεζίτες της Γοούλ Στρίτ και των χρηματιστηρίων, στην πραγματικότητα γραβατωμένα κτήνη που ξεσπούν τις διαστροφές τους στους πιο αδύναμους. Τους αδίστακτους τηλεαστέρες, που βγάζουν εκατομμύρια γελοιοποιώντας τους εργαζόμενους και τους φτωχούς. Το ταξικό μίσος των φτωχών και άστεγων και των άθλιων γειτονιών, εναντίον των πλουσίων και του καλογυαλισμένου, απαστράπτοντα, πολυτελή κόσμου τους. Τον ανελέητο ταξικό πόλεμο που μαίνεται σε κάθε κοινωνία, όπου μία σπίθα αρκεί για να ξεσπάσει παντού η φωτιά της εξέγερσης.

Τελικά έχει το δικαίωμα ο καταπιεσμένος, ο άνθρωπος του μόχθου, ο φτωχός και ο περιθωριοποιημένος, αυτός που τσαλακώνεται και ταπεινώνεται σε μόνιμη βάση και έρχεται αντιμέτωπος με καθημερινά μικρά ή μεγάλα βασανιστήρια να σηκώσει κεφάλι; Να εξεγερθεί και να κοιτάξει στα μάτια, τους καταπιεστές του, που την ίδια στιγμή που τον βουλιάζουν στην δυστυχία και την μιζέρια, τον ενοχοποιούν για τη φτώχεια που οι ίδιοι τον έχουν ρίξει και ταυτόχρονα  του επιβάλλουν να είναι χαρούμενος; NAI μας απαντάει ο Τζόκερ, μέσα από τον σπαρακτικό κλαυσίγελό του. Kαι εμείς ταυτιζόμαστε μαζί του.