52 χρόνια από το πραξικόπημα της χούντας των συνταγματαρχών

Φέτος συμπληρώνονται 52 ολόκληρα χρόνια από το πραξικόπημα της 21ης Απρίλη του 1967, μιας εκ των πολλών δικτατοριών που επιβλήθηκαν στην ελληνική κοινωνία. Με αυτόν τον τρόπο θέλησε το ελληνικό κεφάλαιο, ο βασιλιάς και οι ΗΠΑ να βάλουν την Ελλάδα στον γύψο για να αντιμετωπίσουν, όπως έλεγαν και οι ίδιοι , τον κομμουνιστικό κίνδυνο. Η χούντα των συνταγματαρχών, όπως ονομάστηκε η δικτατορία του 1967-74, από τις πρώτες κιόλας ώρες της στην εξουσία εξαπέλυσε ένα βάρβαρο και βάναυσο ανθρωποκυνηγητό –χρωματισμένο με χυδαία αντικομμουνιστική υστερία και προπαγάνδα– απέναντι σε κάθε αγωνιστή, κομμουνιστή και μη. Από τις πρώτες μέρες της στην εξουσία διέπραξε δολοφονίες, έσυρε χιλιάδες αγωνιστές στις φυλακές και στις εξορίες, ενώ πολλές χιλιάδες ήταν αυτοί που έγιναν θύματα των απάνθρωπων βασανιστηρίων της ΕΑΤ–ΕΣΑ, της Ασφάλειας ή απλά εξαφανίσθηκαν κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες.

Με τη λήξη του Εμφυλίου το 1949, η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα θα βιώσουν μία από τις χειρότερες περιόδους κρατικής καταστολής, εξοριών, φυλακίσεων, εκτελέσεων (με ή χωρίς δικαστική απόφαση), τα εργατικά κόμματα και οι οργανώσεις θα κηρυχθούν παράνομα και μία μόνιμη τρομοκρατία θα επιβληθεί σε όλη την ελληνική επικράτεια, η οποία θα χαρακτηριστεί ως πέτρινα χρόνια.

Εξαιτίας της κατάστασης αυτής, το ποσοστό εκμετάλλευσης της ελληνικής εργατικής τάξης ήταν από τα υψηλότερα στον κόσμο κατά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Ο ελληνικός καπιταλισμός εκμεταλλεύθηκε τους ευνοϊκούς συσχετισμούς και τη διεθνή συγκυρία και γνώρισε ραγδαία ανάπτυξη. Η υπερεκμετάλλευση και η εντατικοποίηση της εργασίας, η κατάργηση των δημοκρατικών, πολιτικών και συνδικαλιστικών δικαιώματος σε συνδυασμό με την τεράστια τρομοκρατία, συντέλεσαν σ’ αυτήν την ανάπτυξη και στην εξασφάλιση των τεράστιων υπερκερδών από τους καπιταλιστές.

Παράλληλα, η ελληνική αστική τάξη είχε από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 προσπαθήσει να στερεώσει την κυριαρχία της, υιοθετώντας ένα πιο «εκσυγχρονιστικό» και «δημοκρατικό» προσωπείο, υπό την ηγεσία του Καραμανλή και με πολιτικό φορέα την ΕΡΕ (Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση). Ωστόσο,  για την αντιμετώπιση της ανόδου των αγώνων δεν χρησιμοποιήθηκε μόνο ο «επίσημος» κρατικός κατασταλτικός μηχανισμός, αλλά και οι ακροδεξιές παρακρατικές ομάδες, που οργάνωναν τρομοκρατικές επιθέσεις κατά των αγωνιστών και του κινήματος, με αποκορύφωμα τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη. Στο στρατό, το παρακράτος εκφραζόταν από τον ΙΔΕΑ (Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών), από όπου προήλθαν και οι πραξικοπηματίες του 1967.

Από την άλλη πλευρά όμως, η καπιταλιστική ανάπτυξη ήταν δίκοπο μαχαίρι για το ελληνικό κεφάλαιο και τους ιμπεριαλιστές. Η μεγάλη ανοικοδόμηση της χώρας δημιούργησε την ανάγκη για νέα εργατικά χέρια, κατάργησε στην πράξη το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων στην οικοδομή και έδωσε την δυνατότητα σε κατατρεγμένους, κυνηγημένους και στους αγωνιστές να βρουν δουλειά σε αυτόν τον κλάδο. Αυτή η ανάπτυξη θα δημιουργήσει νέα δυναμικά στρώματα στην εργατική τάξη, που σε μεγάλο βαθμό δεν βαρύνονταν με τις οδυνηρές εμπειρίες και τις ήττες του παρελθόντος. Σε αυτά τα δεδομένα, συνυπολογίζοντας και την ραγδαία άνοδο των αγώνων διεθνώς, τις αντι-αποικιοκρατικές επαναστάσεις σε Βιετνάμ, Κούβα, Αίγυπτο, Αλγερία κ.λπ., μπορούμε να κατανοήσουμε σε μεγάλο βαθμό πως προέκυψαν τα εξαιρετικά γρήγορα σημάδια ανάκαμψης του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα.

Σταδιακά, το εργατικό κίνημα άρχισε να επανακάμπτει, με την εμφάνιση μικρών και σποραδικών απεργιών και διαδηλώσεων, που αργότερα πολλαπλασιάστηκαν. Η άνοδος των αγώνων εκφράστηκε και με την εκλογική εκτίναξη της ΕΔΑ/ΚΚΕ –μοναδική νόμιμη έκφραση της αριστεράς–, που πήρε 24,5% στις εκλογές του 1958. Η ΕΔΑ, πιστή στην προδοτική ρεφορμιστική πολιτική της, είχε ως πολιτικό πρόγραμμα την λεγόμενη «εθνική δημοκρατική αλλαγή», που στην πράξη σήμαινε τη συνεργασία με την «εθνική» και «δημοκρατική» αστική τάξη. Η ολέθρια αυτή πολιτική μετέτρεψε ουσιαστικά την ΕΔΑ σε πολιτική και εκλογική ουρά της Ένωσης Κέντρου και τελικά ανέδειξε στα μάτια των μαζών ως «μεσσία» τον Γεώργιο Παπανδρέου, φανατικό αντικομμουνιστή και πολέμιο του εργατικού κινήματος.

Από το 1958 οδηγούμαστε σε μια περίοδο ανάπτυξης της ταξικής πάλης και των εργατικών αγώνων. Το Δεκέμβρη του 1960 απεργοί οικοδόμοι συγκρούστηκαν με την αστυνομία στο κέντρο της Αθήνας. Το καθεστώς των διορισμένων διοικήσεων έσπασε σε πολλά συνδικάτα και δημιουργήθηκε το 1962 η κίνηση των «115 Συνεργαζόμενων Εργατοϋπαλληλικών Οργανώσεων», που έδωσε τεράστια ώθηση στους αγώνες και το κίνημα. Παράλληλα, οι αγώνες για δωρεάν παιδεία και η ανάγκη για εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό λόγω της ανάπτυξης άνοιξαν τις πύλες των πανεπιστημίων σε πολλά παιδιά από εργατικά και λαϊκά στρώματα. Το φοιτητικό κίνημα γνώρισε κι αυτό ραγδαία άνοδο και στάθηκε στο πλευρό των εργατικών αγώνων. Παράλληλα, όλη αυτή η συσσωρευμένη οργή της εργατικής τάξης βρήκε διέξοδο με το ξέσπασμα των «Ιουλιανών». Αφορμή για τα Ιουλιανά, στάθηκε το παλατιανό πραξικόπημα, όταν ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, με τη στήριξη των Αμερικάνων, οργάνωσε την αποστασία των περισσότερων βουλευτών της Ένωσης Κέντρου και εξανάγκασε τον Γ. Παπανδρέου να δηλώσει παραίτηση, λόγω της υπόθεσης Γαρουφαλιά. Αυτό το πραξικόπημα, σε συνδυασμό με την τεράστια φτώχεια, τα μεροκάματα πείνας και το μετεμφυλιακό κράτος πυροδότησαν ένα εκρηκτικό λαϊκό κίνημα, που οδήγησε στα γεγονότα των Ιουλιανών. Σχεδόν καθημερινά δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι έβγαιναν στους δρόμους απαιτώντας την κατάργηση της μοναρχίας, και στις 27 Αυγούστου κηρύχθηκε γενική πολιτική απεργία. Ήταν πια φανερό ότι το κίνημα ξεπερνούσε κατά πολύ τις δημοκρατικές διεκδικήσεις, που μόνο αυτές προωθούσε η ΕΔΑ (μιλούσε για εκδημοκρατισμό του παλατιού και του αστυνομικού κράτους) και κλόνιζε τα θεμέλια της αστικής εξουσίας. Όμως, η ηγεσία της ΕΔΑ κατήγγειλε ως «τυχοδιωκτικά» όσα συνθήματα ξέφευγαν από τα όρια της αστικής νομιμότητας και μπορούσαν να «τρομάξουν» τους αστούς κεντρώους συμμάχους της. Έκανε ότι μπορούσε για να περιορίσει το κίνημα σε κοινοβουλευτικά πλαίσια και πέτυχε τελικά να το εκφυλίσει (απουσία και μιας ισχυρής εναλλακτικής δύναμης).

Παράλληλα, μετά το ξέσπασμα των Ιουλιανών, τα αστικά κόμματα ήταν ανίκανα να σχηματίσουν κυβέρνηση που να μπορεί να ελέγξει τις μάζες. Μέχρι το 1967, η μια κυβέρνηση διαδεχόταν την άλλη. Εξαιτίας, λοιπόν αυτής της τεράστιας πολιτική κρίσης και της ανόδου των αγώνων, που κατά κάποιο τρόπο δεν επέτρεπε στο μεγάλο κεφάλαιο και τα επιτελεία του να επιβάλουν τα μέτρα που ήθελαν μέσω της κοινοβουλευτικής οδού, ερχόταν ως αναγκαστική λύση η επιβολή του πραξικοπήματος.

Το φθινόπωρο του 1966, σχεδόν όλες οι πολιτικές δυνάμεις συμφώνησαν για τη διεξαγωγή εκλογών τον Μάιο του 1967. Παρά τον ορατό κίνδυνο της δικτατορίας, η ηγεσία της ΕΔΑ καθησύχαζε το λαό και ασχολούνταν με την προεκλογική της εκστρατεία. Έτσι, το πραξικόπημα έγινε ανεμπόδιστα στις 21 Απρίλη, που είχε ως συνέπεια την ανακοπή της ανόδου του εργατικού κινήματος, το άγριο χτύπημα των εργατικών οργανώσεων και συνδικάτων. Απαγορεύτηκαν οι απεργίες και λεηλατήθηκαν τα ασφαλιστικά ταμεία. Η Χούντα αμέσως έδειξε την ξεκάθαρη ταξική της φύση, καθώς πρόσφερε μεγάλες υπηρεσίες στο ελληνικό κεφάλαιο και τους ιμπεριαλιστές. Τα μεγάλα μονοπώλια αλώνιζαν με συμφωνίες αποικιοκρατικού χαρακτήρα. Το διάστημα 1968-72 τα βιομηχανικά κέρδη αυξήθηκαν 311% (ΣΕΒ). Το 8ωρο καταργήθηκε σε πολλές επιχειρήσεις, η μετανάστευση άρχισε ξανά, οι εργοδοτικές εισφορές μειώνονταν διαρκώς, τα θανατηφόρα ατυχήματα εκτοξεύθηκαν στους χώρους δουλειάς και η εντατικοποίηση ήταν εξουθενωτική. Τελικά, αντίθετα από ότι λέγεται από τους υπερασπιστές της, η χούντα παρέδωσε το 1974 μια οικονομία πνιγμένη στον πληθωρισμό και με αυξημένο το δημόσιο χρέος.

Οι δικτάτορες έθεσαν σε εφαρμογή τα σχέδια της ελληνικής αστικής τάξης και των Αμερικανών. ΗΠΑ και CIA είχαν ανάγκη ένα απόλυτα πειθήνιο καθεστώς στην Ελλάδα, στήριγμα για την εκστρατεία τους ενάντια στα εθνικιστικά αντιιμπεριαλιστικά καθεστώτα, που έθεταν σε κίνδυνο τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Επιπλέον, η επικράτηση της δικτατορίας θα επέτρεπε στους Αμερικάνους να επιβάλουν μια «λύση» στο Κυπριακό, σύμφωνα με τις επιδιώξεις τους.

Πλήθος αντιχουντικές–αντιστασιακές οργανώσεις δημιουργήθηκαν, πολλές από τις οποίες ανήκαν στην άκρα και επαναστατική αριστερά, οι οποίες παρά την μικρή τους δύναμη και τις αρκετές τους αδυναμίες, θα πρωτοστατήσουν στην εξέγερση του Πολυτεχνείο το 1973. Από την πρώτη κατάληψη της Νομικής τον Φλεβάρη του 1973 και μέχρι το Πολυτεχνείο θα αρχίσει ένας γενικός κοινωνικός αναβρασμός, ξεσπούν απεργίες και διαδηλώσεις. Τα αιτήματα που αρχικά είχαν οικονομικό χαρακτήρα, γίνονται πιο πολιτικά, αντιιμπεριαλιστικά και αντικαθεστωτικά. Μετά τη Νομική τα κινήματα φοιτητών και εργατών ενώνονται. Το ΚΚΕ έχασε την επιρροή που είχε άλλοτε πάνω στην εργατική τάξη (έχει ήδη εκδηλωθεί η διεθνής κρίση του σταλινισμού και έχει γίνει η διάσπαση σε ΚΚΕ και ΚΚΕ εσ. 1968), η παρέμβαση της άκρας και επαναστατικής αριστεράς ενισχύθηκε .

Όταν η Χούντα προχώρησε στο σχέδιο φιλελευθεροποίησης, μετά το δημοψήφισμα για τον Βασιλιά, και υποσχέθηκε εκλογές με βάση το χουντοσύνταγμα του 1968/73, η στάση των δύο ΚΚΕ (εσωτερικού και εξωτερικού), ήταν προδοτική. Από τις πρώτες κινητοποιήσεις σε Νομική και Πολυτεχνείο έσπευσαν να συκοφαντήσουν και να υπονομεύσουν τον χαρακτήρα της εξέγερσης, να περιορίσουν τους πολιτικούς στόχους, στη διεκδίκηση παραχωρήσεων. Οι καταληψίες («350 προβοκάτορες της ΚΥΠ», σύμφωνα με το ΚΚΕ) καλούσαν σε συμπαράσταση και αγώνα όλη την κοινωνία, με αποτέλεσμα η εξέγερση να εξαπλωθεί σε πολλούς χώρους δουλειάς. Η εξέγερση έγινε από τις μάζες που υιοθέτησαν την πολιτική και πρακτική της άκρας αριστεράς (καθοριστικό ρόλο είχαν τροτσκιστές, μαοϊκοί, αγωνιστές από διάφορα κεντριστικά ρεύματα). Το Πολυτεχνείο, παρά τη βάναυση καταστολή που δέχθηκε, ήταν ένα θανάσιμο πλήγμα για την χούντα, η οποία 9 μήνες μετά έπεσε. Χωρίς αυτό θα είχαμε και στην Ελλάδα τη συνέχισή της με κοινοβουλευτικό μανδύα, με την σύμφωνη γνώμη όλων των αστικών κομμάτων, αλλά και λίγο–πολύ των δυο ΚΚΕ.

Ο ρόλος του Πολυτεχνείου στην μεταπολιτευτική Ελλάδα είναι καθοριστικός. Συνολικά η κοινωνία ριζοσπαστικοποιείται και μετατοπίζεται προς τα αριστερά. Καταργούνται όλοι σχεδόν οι αντεργατικοί νόμοι, οι εργατικές οργανώσεις βγαίνουν από το καθεστώς παρανομίας. Η άκρα και επαναστατική αριστερά ενισχύεται, επεκτείνεται και ριζοσπαστικοποιείται ο συνδικαλισμός με το εργοστασιακό κίνημα. Πλήθος είναι οι οικονομικές και θεσμικές κατακτήσεις, από τις σημαντικότερες στην ιστορία του κινήματος: μείωση ωρών εργασίας, 5νθήμερο συνεχές ωράριο, αναγνώριση του κατώτατου μισθού, γενίκευση των σσε, πλήρη ισότητα της γυναίκας και την καθολική της συμμετοχή στα κοινά, κλπ.

Μέσα σε 10 ολόκληρα χρόνια μνημονίων και σκληρής επίθεσης σε όλα τα  οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά και δημοκρατικά δικαιώματα των εργαζομένων, ο κορμός των κατακτήσεων του Πολυτεχνείου και της Μεταπολίτευσης έχει χτυπηθεί ή και διαλυθεί, από μια άλλη χούντα, αυτή των Μνημονίων, της ΕΕ, των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που έχουν οδηγήσει τον ελληνικό λαό στη σημερινή αθλιότητα. Απέναντι σ’ αυτή τη βαρβαρότητα, τα αδιέξοδα και τις καταστροφές της, μόνος δρόμος να βαδίσουμε είναι αυτών των «Ιουλιανών» και του Πολυτεχνείου, τις νέες εξεγέρσεις που θα επιβάλλουν το δίκιο και την αξιοπρέπεια των εργαζομένων, μια εναλλακτική, επαναστατική, σοσιαλιστική λύση.

Γρηγόρης Καρβούνης