Έξω από το Ευρώ ή “ευρωπαϊκή” στρατηγική; – Κριτική στις θέσεις της Αριστεράς

(αφιέρωμα για την στρατηγική του εργατικού κινήματος απέναντι στην ΕΕ – γ’ μέρος)

Μπροστά στην κρίση, η βασική επιλογή των κυρίαρχων μερίδων του μεγάλου κεφαλαίου στην Ευρώπη διαγράφεται ως εξής: προσπάθεια διατήρησης της Ευρωζώνης, ως βασικό εργαλείο στο διεθνή ανταγωνισμό – «διασωλήνωση» των υπερχρεωμένων χωρών (μηχανισμοί στήριξης κλπ.), στραγγίζοντας απ’ αυτές ό,τι είναι δυνατό και αναβάλλοντας τις αλυσιδωτές αντιδράσεις και καταρρεύσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα – στήριξη στις αστικές τάξεις αλλά και ασφυκτική εποπτεία του πολιτικού σκηνικού αυτών των χωρών – φόρτωμα της κρίσης στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα με μεσαιωνικά «μνημόνια» και μέτρα.

Στην Αριστερά, η κρίση έχει φέρει στο επίκεντρο της συζήτησης τη στρατηγική απέναντι στην ΕΕ και ειδικότερα για την Ελλάδα το αν πρέπει να βγούμε από το ευρώ και την ΕΕ.

Η «αριστερή ευρωπαϊκή στρατηγική»…

Οι αριστεροί «ευρωπαϊστές», κόμματα και προσωπικότητες από το ρεφορμιστικό Ευρωπαϊκό Αριστερό Κόμμα (Μπλοκ της Αριστεράς στην Πορτογαλία, Αριστερά στη Γερμανία, ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ κ.α.) ή την περιφέρειά του, διατυπώνουν την εξής πολιτική πρόταση:

– Αντίσταση στα αντεργατικά-αντιλαϊκά μέτρα.
– Αναδιανομή του πλούτου: δημοσιονομική μεταρρύθμιση, φορολόγηση των επιχειρήσεων, μεγάλων εισοδημάτων, κερδοσκοπικών κεφαλαίων κλπ. Ενίσχυση του «κοινωνικού κράτους». Όχι στις ιδιωτικοποιήσεις, δημιουργία «δημόσιων πυλώνων» πχ. στις τράπεζες.
– Έλεγχος, επαναδιαπραγμάτευση ή διαγραφή του χρέους.
– Απευθείας δάνεια/χρηματοδότηση από την ΕΚΤ (ευρωομόλογο).

Σύμφωνα με την άποψη αυτή, για την εφαρμογή τέτοιων μέτρων χρειάζεται μια «προοδευτική» ή «αριστερή» κυβέρνηση (ένα βήμα «σε σοσιαλιστική κατεύθυνση», συμπληρώνουν κάποιοι). Αν όμως μια τέτοια κυβέρνηση αποφάσιζε την έξοδο πχ. της Ελλάδας από το ευρώ, θα διέπραττε ένα τεράστιο στρατηγικό λάθος, καθώς αμέσως θα αντιμετώπιζε ασφυκτικές διεθνείς και εσωτερικές πιέσεις. Μια νέα δραχμή αυτόματα θα υποτιμούνταν, ανοίγοντας το παράθυρο για κερδοσκοπικές επιθέσεις εναντίον της, ώστε να τιμωρηθεί και να γονατίσει αυτή η κυβέρνηση και ο λαός που την εξέλεξε. Η υποτίμηση του νομίσματος θα αύξανε το χρέος (αφού αυτό υπολογίζεται σε ευρώ ή δολάρια) και οι διεθνείς στρόφιγγες χρηματοδότησης/δανεισμού θα έκλειναν. Τα περιουσιακά στοιχεία των καπιταλιστών στην Ελλάδα επίσης θα υποτιμούνταν, οπότε αυτοί θα ανέβαζαν τις τιμές (πληθωρισμός) και θα απαιτούσαν ακόμα χειρότερα αντεργατικά-αντιλαϊκά μέτρα. Η έξοδος από το ευρώ θα γινόταν έτσι πρόσχημα και αφορμή για μια ακόμα πιο άγρια καπιταλιστική επίθεση.

Φυσικά, είναι πασίγνωστοι οι εκβιασμοί που ήδη ασκούν τα επιτελεία της ΕΕ ενάντια σε κάθε λαό που έχει έρθει η σειρά του να μπει κάτω από την μπότα των «μηχανισμών στήριξης» για να σωθούν οι διεθνείς τοκογλύφοι, οι μεγάλοι χρηματοπιστωτικοί όμιλοι που έχουν στα χέρια τους το χρέος. Τι κάνει τους «ευρωπαϊστές» να πιστεύουν ότι αυτοί οι εκβιασμοί είναι ευκολότερο να αντιμετωπιστούν, απλά και μόνο επειδή ασκούνται εντός της ΕΕ, αυτό δεν μας το εξηγούν. Ισχυρίζονται μάλιστα ότι η έξοδος από το ευρώ είναι ενάντια σε μια διεθνιστική σκοπιά, επισείωντας τον «αντι-ευρωπαϊσμό» της ακροδεξιάς. Έτσι, με βάση και τον σημερινό ταξικό συσχετισμό (που υποτίθεται δεν επιτρέπει μια αντικαπιταλιστική πολιτική), μόνη ρεαλιστική πρόταση απομένει η κοινοβουλευτική ενίσχυση της Αριστεράς (οι λαϊκοί αγώνες υποτίθεται σιωπηλά ότι τελικά εκεί πρέπει να καταλήξουν), για να φτιαχτούν «αριστερές» κυβερνήσεις σε όσο το δυνατόν περισσότερες χώρες.

… και οι μοιραίες αυταπάτες της

Καταρχάς, πολλές απ’ αυτές τις προτάσεις ήδη εφαρμόζονται από τα επιτελεία της ΕΕ για τη διάσωση του μεγάλου κεφαλαίου. Όταν πχ. η ΕΚΤ δέχεται ως εγγυήσεις τα ομόλογα χωρών που έχουν στα χέρια τους οι τράπεζες (πόσο μάλλον όταν αυτά έχουν αξιολόγηση «σκουπιδιών» ή χειρότερη), τι άλλο κάνει από το να ασκεί μια έμμεση πολιτική δανεισμού, από το να κοινωνικοποιεί τα ιδιωτικά «κακά χρέη» στις πλάτες των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων της Ευρώπης;

Δεύτερο, η ουσία δεν αλλάζει αν αυτός ο δανεισμός γίνει άμεσα με την έκδοση ευρωομολόγων. Αφενός μεν αυτό θα σήμαινε ότι η ΕΚΤ «τυπώνει χρήμα», πράγμα που θα μείωνε την αξιοπιστία του ευρώ και θα ανέβαζε τα επιτόκια δανεισμού όλων των χωρών της Ευρωζώνης. Εδώ πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι πρόβλημα χρέους έχουν και οι χώρες του λεγόμενου «κέντρου» (σε μικρότερη κλίμακα) και όχι μόνο της «περιφέρειας», όπως προπαγανδιστικά παρουσιάζεται για να συσκοτιστεί η κρίση του καπιταλισμού στην ΕΕ. Αφετέρου, η διακοπή της έμμεσης ενίσχυσης της ΕΚΤ στις τράπεζες θα σήμαινε ότι αυτές πρέπει να ξεκαθαρίσουν τα «κακά χρέη» και να ενισχύσουν την κεφαλαιακή δομή τους. Και στις δύο περιπτώσεις, υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι οι καπιταλιστές και οι κυβερνήσεις τους, για ν’ αντισταθμίσουν το κόστος, θα απαιτήσουν κι άλλα βάρβαρα μέτρα ενάντια στους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα πχ. νέα φορολογικά χαράτσια ή κρατικές ενισχύσεις στις τράπεζες;

Τρίτο, είναι αυταπάτη ότι σε συνθήκες κρίσης το κεφάλαιο θα ανεχτεί να φορολογηθεί για να χρηματοδοτήσει το «κοινωνικό κράτος», επειδή θα το ζητήσει μέσω των αστικών θεσμών μια «αριστερή» κυβέρνηση. Μπορεί μόνο να υποχρεωθεί σε κάποιες τέτοιες παραχωρήσεις από μια τεράστια άνοδο της ταξικής πάλης – κι αυτό βέβαια προσωρινά, πριν ετοιμάσει την αντεπίθεσή του. Ο άγριος νεοφιλελευθερισμός δεν είναι μια επιλογή δεξιών ή συντηρητικών κύκλων, όπως τον παρουσιάζουν οι «ευρωπαϊστές», αλλά ο μονόδρομος του κεφαλαίου. «Ή αυτοί ή εμείς» είναι η ρητή επιταγή της κρίσης, από τη μεριά τόσο του κεφαλαίου όσο και του προλεταριάτου. Καμία «μέση λύση» δεν μπορεί τελικά να σταθεί – και κάθε τέτοια προσπάθεια μιας «αριστερής» κυβέρνησης θα βρισκόταν αμέσως αντιμέτωπη με μια οργανωμένη καπιταλιστική εκστρατεία ακρίβειας στις τιμές, μαζικής φυγής κεφαλαίων, επενδυτικού σαμποτάζ.

Τέλος, είναι πραγματικά αστείο ακόμα και να λέγεται ότι θα μπορούσε μέσα στα πλαίσια της Ευρωζώνης να γίνει διαπραγμάτευση ή διαγραφή χρέους προς όφελος μιας υπερχρεωμένης χώρας με δική της πρωτοβουλία (το «κούρεμα» με λεόντεια ανταλλάγματα είναι φυσικά πάντα μια από τις επιλογές των δανειστών-τοκογλύφων). Ποιες από τις ισχυρές πιστώτριες χώρες ή τις τράπεζες-τοκογλύφους θα αποδεχόταν τις ζημιές και δεν θα απαιτούσε την άμεση αποπομπή από την Ευρωζώνη και την ΕΕ του κράτους-ταραξία που θα ζητούσε κάτι τέτοιο;

Στο σύνολό τους, οι απόψεις των «ευρωπαϊστών» συνιστούν μια υπόκλιση στην αντιδραστική ΕΕ – και μάλιστα όταν η κρίση έχει ξεσκίσει το πέπλο του «εταιρισμού» και της «αλληλεγγύης» στην ΕΕ. Αν η έξοδος από το ευρώ όντως δεν είναι πανάκεια και κρύβει τεράστιους κινδύνους (βλ. παρακάτω), είναι χίλιες φορές πιο ουτοπικό να πιστεύει κανείς ότι μπορεί να υπάρξει ένα «καλό» ευρώ, να ασκηθεί και η πιο στοιχειώδης φιλολαϊκή πολιτική με τα θεσμικά και οικονομικά εργαλεία της Ευρωζώνης και της ΕΕ -ειδικά εν μέσω κρίσης- και να παρουσιάζονται οι ανισότητες αναμέσα στις χώρες της Ευρωζώνης όχι ως δομικές (αφού αυτή λειτουργεί πρωτίστως υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου του «κέντρου») αλλά ως τυχαίες και παροδικές, που μπορούν να μεταρρυθμιστούν και να διορθωθούν. Είναι τέλος εξοργιστικό να επιστρατεύεται το σκιάχτρο της ακροδεξιάς (δεν μιλάμε εδώ για την αυτονόητη αντιδραστικότητα της πολιτικής της), να ταυτίζεται η πάλη ενάντια στην καπιταλιστική-ιμπεριαλιστική ΕΕ με τον απομονωτισμό ή τον εθνικισμό, για να συγκαλυφθεί από τους «ευρωπαϊστές» ο πραγματικός κοινωνικός φασισμός των κανίβαλων της ΕΕ και των διαφόρων «σοσιαλιστικών» αστικών κομμάτων που την υπηρετούν. Ο κόσμος να χαθεί, αρκεί να μη διαταράξουμε την ΟΝΕ, την ΕΕ, τους ευρωπαϊκούς θεσμούς – εκεί καταλήγει η πολιτική τους!

Η αντιδραστική ουτοπία της αυτοδύναμης ανάπτυξης

Ένα άλλο ρεύμα αριστερών διανοούμενων, οικονομολόγων κλπ. είτε από τον ίδιο πολιτικό χώρο είτε και από την άκρα αριστερά στην Ελλάδα, υιοθετεί πολλά από τα παραπάνω μέτρα, συχνά σε πιο ριζοσπαστική εκδοχή (κρατικοποίηση τραπεζών, διαγραφή του χρέους, έλεγχος/περιορισμός στις κινήσεις κεφαλαίων), θεωρεί όμως την έξοδο από το ευρώ ως προϋπόθεση για την αποτελεσματική εφαρμογή τους, για την αντιμετώπιση της κρίσης προς όφελος της εργατικής τάξης ή και για ν’ ανοίξει ο δρόμος για το σοσιαλισμό, σύμφωνα με κάποιους. Ας σημειώσουμε ότι η θέση του ΚΚΕ για «λαϊκή εξουσία» και «κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων» συγκλίνει ουσιαστικά μ’ αυτή την άποψη, αν και κρατάει μια επαμφοτερίζουσα στάση στο θέμα της ΕΕ (άλλοτε λέγοντας «έξω από την ΕΕ» και άλλοτε μιλώντας γενικά για «ανυπακοή»). Αυτές οι θέσεις σκοντάφτουν σε δύο βασικά σημεία:

(Α) Δεν εντοπίζουν σωστά την αφετηρία και την ουσία της κρίσης, τόσο στην ΕΕ όσο και παγκόσμια. Έτσι πχ. θεωρείται ότι (αναφέρουμε κάποιες χαρακτηριστικές απόψεις):

– Το χρέος είναι ένα πρόβλημα της «περιφέρειας», πράγμα που δεν ευσταθεί.

– Η κρίση ξεκίνησε ως κρίση χρέους ή τραπεζική κρίση, για να εξελιχθεί σε δημοσιονομική.

– Το ευρώ είναι ένα από τα κύρια αίτια της κρίσης σε ολόκληρη την «περιφέρεια», γιατί οδήγησε σε πτώση της ανταγωνιστικότητάς της, άρα σε ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, σε διόγκωση του εξωτερικού δανεισμού και των εγχώριων πιστωτικών συστημάτων (μέσω της ροής δανειακών κεφαλαίων από το «κέντρο» προς την «περιφέρεια»).

– Το ευρώ είναι ο κύριος λόγος της πολιτικής που επιλέγεται για την αντιμετώπιση της κρίσης, φορτώνοντας όλα τα βάρη στους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα. Από τους πιο συνεπείς εκπροσώπους αυτής της άποψης χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι στην Ευρώπη «ο ειδικός χαρακτήρας και η αγριότητα της αναταραχής είναι λόγω της ΟΝΕ».

Όλα τα παραπάνω είναι από μια άποψη σωστά – όμως, «λείπει αυτό ακριβώς που πρέπει να ειπωθεί», δηλαδή ο χαρακτηρισμός της κρίσης ως δομικής του καπιταλιστικού συστήματος. Δίνεται έτσι η λάθος ερμηνεία ότι η λυδία λίθος του προβλήματος είναι η ΟΝΕ καθαυτή. Θα ρωτούσαμε λοιπόν τους υποστηρικτές αυτής της άποψης: αν το ευρώ είναι «ο κύριος λόγος της πολιτικής που επιλέγεται για την αντιμετώπιση της κρίσης», πιστεύουν ότι πχ. ο γερμανικός ή ο γαλλικός ιμπεριαλισμός θα ασκούσε μια πιο φιλολαϊκή πολιτική αν είχε επιστρέψει στο μάρκο ή στο φράγκο; Η απάντηση είναι: ακριβώς το αντίθετο! Τι θα είχαν κάνει οι γερμανοί και γάλλοι μεγαλοκαπιταλιστές με τα κεφάλαιά τους που πλεονάζουν (η κρίση σημαίνει υπερσυσσώρευση κεφαλαίων και υπερπαραγωγή εμπορευμάτων), αν μέσω των μηχανισμών της ΟΝΕ δεν μπορούσαν να τα κατευθύνουν στον τοκογλυφικό δανεισμό της «περιφέρειας»; Ενώ τα σπασμένα από μια διάλυση της ευρωζώνης, από τον κατακερματισμό της ενιαίας αγοράς, τον περιορισμό του ενδο-ευρωπαϊκού εμπορίου κλπ. θα προσπαθούσαν να τα βγάλουν με την εξοντωτική εκμετάλλευση των γερμανών και γάλλων εργατών, σε μια πορεία που θα αύξανε όχι μόνο τον οικονομικό εθνικισμό (ήδη ενισχυμένο από την κρίση) αλλά και την απειλή του σωβινισμού και του πολέμου. Δεν μπορούμε και δεν πρέπει να δεχτούμε μια τέτοια προοπτική για το προλεταριάτο και τους λαούς της Ευρώπης!

(Β) Ξεκινώντας από λάθος αφετηρία, οδηγούνται σ’ ένα δεύτερο λάθος, που θα μπορούσε να αποδειχτεί θανάσιμη παγίδα για την εργατική τάξη: στην άποψη ότι η διέξοδος βρίσκεται στην αναδίπλωση της ελληνικής οικονομίας στα εθνικά πλαίσια, ότι η έξοδος από το ευρώ θα σημάνει σε κάθε περίπτωση μια καλυτέρευση της θέσης των εργαζομένων (αν συνοδευτεί και από άλλα μέτρα).

Για τους υποστηρικτές αυτής της άποψης, η ανάκτηση της «εθνικής» κυριαρχίας στο νόμισμα θα οδηγήσει σε αύξηση των εξαγωγών και στην παραγωγική ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας. Επιχειρούν μια αναλογία με την Αργεντινή το 2000, που όμως είναι αβάσιμη, καθώς εκεί υπήρχε ένα εντελώς διαφορετικό γεωπολιτικό περιβάλλον (η ευρύτερη περιοχή διένυε μια φάση σχετικής ανάπτυξης) αλλά και μια αξιόλογη παραγωγική βάση – και ιδιαίτερα ο τελευταίος παράγοντας εκλίπει στην Ελλάδα. Οι οικονομικές-πολιτικές δυνατότητες του ελληνικού καπιταλισμού να βρει διέξοδο στην παγκόσμια αγορά και πολύ περισσότερο να οδηγηθεί σε μια παραγωγική ανόρθωση με βάση ένα αυτόνομο νόμισμα, είναι τουλάχιστον μακρινές και θολές, αν όχι σκέτη φαντασιοπληξία. Ο ασθενής που φυτοζωεί στην εντατική των δανείων ΔΝΤ και ΕΕ, δεν μπορεί ξαφνικά να μετατραπεί σε δρομέα μεγάλων αποστάσεων… Στην απίθανη περίπτωση που η ελληνική μπουρζουαζία θα επεδίωκε κάτι τέτοιο, οι θυσίες που θα απαιτούνταν από το προλεταριάτο και τα λαϊκά στρώματα (όπως έγινε και στην Αργεντινή) θα ήταν κυριολεκτικά αιματηρές.

Έτσι, η έξοδος από το ευρώ σε συνθήκες διατήρησης του καπιταλιστικού συστήματος και της αστικής κυριαρχίας θα οδηγούσε σε μια πραγματικά «τριτοκοσμική» κατάσταση το προλεταριάτο και τα λαϊκά στρώματα. Η διαπίστωση αυτή είναι καίρια, καθώς το ενδεχόμενο μιας αποπομπής της Ελλάδας από το ευρώ είναι πραγματικό – και μ’ αυτή την έννοια η εργατική τάξη πρέπει να είναι προετοιμασμένη τι σημαίνει αυτό.

Οι υποστηρικτές αυτής της άποψης, ξορκίζοντας το φάντασμα του αφηρημένου, κενού και κάλπικου «διεθνισμού» των «ευρωπαϊστών», πέφτουν τελικά σ’ ένα συμπληρωματικό λάθος, αναπαράγουν έμμεσα την αντιδραστική ουτοπία της αυτοδύναμης ανάπτυξης στα εθνικά πλαίσια, απότοκο της σταλινικής ψευδο-θεωρίας του «σοσιαλισμού σε μία μόνο χώρα». Κι αυτό σε μια περίοδο όπου κάθε εργαζόμενος καταλαβαίνει πως η επίθεση είναι κοινή σε όλη την Ευρώπη, άρα κοινοί πρέπει να είναι και οι αγώνες ή ακόμα και ότι μια νικηφόρα σοσιαλιστική επανάσταση στην Ελλάδα θα πρέπει να στηριχτεί, πέρα από τις δικές της δυνάμεις, στην αλληλεγγύη τουλάχιστον του ευρωπαϊκού προλεταριάτου.

Άρνηση της επανάστασης

Μέσα στην Αριστερά, τόσο οι θιασώτες όσο και οι πολέμιοι του ευρώ, παρά τις φαινομενικά αντιδιαμετρικές τους θέσεις, στην πραγματικότητα συγκλίνουν στο πιο αποφασιστικό σημείο, στην άρνησή τους να θέσουν την κρίση ως αυτό που είναι, ως κρίση του καπιταλιστικού συστήματος. Έτσι, οι προτάσεις τους αποκτούν έναν δευτερεύοντα, σχεδόν τεχνικό χαρακτήρα, ακόμα και η ίδια η έξοδος από το ευρώ και την ΕΕ. Γιατί παρακάμπτεται ο κόμπος του ζητήματος: Ποια θα είναι η ταξική φύση του καθεστώτος που θα εφαρμόσει τη μία ή την άλλη πολιτική; Θα είναι ένα καπιταλιστικό καθεστώς και μια αστική κυβέρνηση; Μπορεί επομένως η εργατική τάξη να ελπίζει σε σωτηρία από τον Αρμαγεδώνα της κρίσης χωρίς να προετοιμαστεί και να παλέψει μέχρι θανάτου για τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης, για την εγκαθίδρυση της δικής της εξουσίας, ώστε ν’ αρχίσει η οικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας; Είναι περιττό να υπενθυμίσουμε ότι σε τέτοια ζητήματα η σιωπή, οι υπεκφυγές, οι ασάφειες περί «αριστερών» ή «λαϊκών» κυβερνήσεων έχουν οδηγήσει την εργατική τάξη σε ιστορικές προδοσίες και αιματηρές ήττες;

Επιφανείς εκπρόσωποι και των δύο ρευμάτων συμμετέχουν έτσι από κοινού και από την πρώτη γραμμή σε ρεφορμιστικά εγχειρήματα τύπου «Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου» (βλ. σχετικά στο προηγούμενο φύλλο της ΕΠ). Ο κυβερνητισμός τους μόλις και κρύβεται κάτω από την «αριστερή» αμφίεση, δείχνοντας ότι για μια ακόμα φορά θέλουν να γίνουν το σωσίβιο του αστικού καθεστώτος από την κρίση. Μια χαρακτηριστική περίπτωση είναι η ναυαρχίδα αυτού του χώρου, το Μπλοκ της Αριστεράς στην Πορτογαλία (βλ. σχετικό άρθρο) – και δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να φανταστεί κανείς τη συμμετοχή πολλών τέτοιων «αριστερών» σε κυβερνήσεις πχ. στη Γαλλία (όπου ψήνονται πολλές συμμαχίες, μαζί και με τους Σοσιαλιστές, ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2012).

Τέλος, αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι αυτές οι απόψεις ασκούν πλέον μια επιρροή όλο και πιο ορατή στον κύριο όγκο της άκρας αριστεράς στην Ελλάδα, όχι μόνο στις θεωρητικές του θέσεις αλλά και στην πρακτική του, πράγμα που κινδυνεύει σύντομα να εξελιχθεί σε μια απορρόφηση από το ρεφορμισμό.

ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΑΛΗ – Ιούνιος 2011