H κρίση της Ε.Ε. και ο ελληνικός καπιταλισμός

(αφιέρωμα για την στρατηγική του εργατικού κινήματος απέναντι στην ΕΕ – β’ μέρος)

Η κρίση της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Όπως αναφέραμε και στο πρώτο άρθρο του αφιερώματος για την «ΕΕ και το εργατικό κίνημα» (Ε.Π. Απρίλιος 2011), η ΕΕ οικοδομείται για να δημιουργηθεί αφενός μία ευρωπαϊκή ενιαία εσωτερική αγορά για την ανάπτυξη των ευρωπαϊκών πολυεθνικών και αφετέρου ένα ευρωπαϊκό κράτος ως το κατάλληλο εργαλείο για την κυριαρχία της ΕΕ και των ευρωπαϊκών πολυεθνικών στην παγκόσμια αγορά και ειδικά απέναντι στους δύο άλλους ιμπεριαλιστικούς πόλους, τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία.

Αυτό το σχέδιο των πολυεθνικών της ΕΕ που πραγματοποιούταν και πραγματοποιείται σε βάρος των ευρωπαίων εργαζομένων, υλοποιούταν μέχρι τα μέσα/τέλη της δεκαετίας του ’90, ακόμη και παρά το μακρύ κύμα κρίσης που γνωρίζει το καπιταλιστικό σύστημα μετά το 1973-74. Η καθιέρωση του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος αποτέλεσε μία πρώτη σημαντική κορύφωση αυτής της διαδικασίας, αλλά φαίνεται ότι από ‘κει και πέρα τα προβλήματα στην οικοδόμηση της ΕΕ όχι μόνο αρχίζουν να πολλαπλασιάζονται, αλλά σήμερα ήδη μπορούμε να πούμε ότι έχει τεθεί ένα ερωτηματικό στην ίδια την οικοδόμηση της ΕΕ.

Η ΕΕ από την αρχή της δημιουργίας της μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ’90 αύξησε τον όγκο της (ΑΕΠ) κατορθώνοντας να ξεπεράσει τον κύριο ανταγωνιστή της, δηλαδή τις ΗΠΑ και ταυτόχρονα να είναι σχεδόν τριπλάσια από την Ιαπωνία. Το ίδιο ισχύει και για το μέγεθος των πολυεθνικών της Ευρώπης που σχεδόν έφτασαν τις αμερικάνικες και που ισοβαθμούν με τις γιαπωνέζικες. Η αχίλλειος πτέρνα της όμως εξακολουθεί να είναι η αδυναμία της να ολοκληρώσει την οικοδόμησή της, δηλαδή να δημιουργήσει ένα ενιαίο ευρωπαϊκό κράτος.

Η εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής από τα τέλη της δεκαετίας του ‘70, η εφαρμογή της παγκοσμιοποίησης από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 αλλά και η νέα τάξη πραγμάτων, ευνόησαν την οικοδόμηση της ΕΕ αλλά και την ενίσχυσαν απέναντι στους άλλους δύο ανταγωνιστές της.

Όμως από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 και ειδικά στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, εμφανίστηκαν δυναμικά οι λεγόμενες νεοαναδυόμενες οικονομίες (Κίνα, Ινδία, Βραζιλία, Ρωσία κ.α.), η τράπουλα του ανταγωνισμού στην παγκόσμια αγορά άρχισε να ξανανακατεύεται, και δίπλα στο παιχνίδι του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού μεταξύ των τριών ιμπεριαλιστικών πόλων εμφανίστηκαν πλέον και οι νεοαναδυόμενες οικονομίες. Σήμερα, έχουμε αλλαγές σε πολλούς τομείς του παγκόσμιου ανταγωνισμού: α) οι βασικές αναδυόμενες χώρες κατέχουν σήμερα τα 4/5 των παγκόσμιων συναλλαγματικών αποθεμάτων, β) οι ιμπεριαλιστικές χώρες, κυρίως οι ΗΠΑ και λιγότερο η ΕΕ, από δανειστές έχουν μετατραπεί σε δανειζόμενους και οι αναδυόμενες από δανειζόμενες σε δανειστές, γ) ορισμένες από τις νεοαναδυόμενες χώρες έχουν αρχίσει να εξάγουν κεφάλαια, ολοένα και περισσότερο, προς τις ιμπεριαλιστικές χώρες, δ) η μεταφορά υπεραξίας από τις νεοαναδυόμενες προς τις ιμπεριαλιστικές χώρες (δια μέσου των πιστώσεων και της άνισης ανταλλαγής) έχει σταματήσει και ως ένα βαθμό έχει αντιστραφεί.

Στο παιχνίδι λοιπόν του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού μεταξύ των τριών ιμπεριαλιστικών πόλων, τα πράγματα έχουν αλλάξει και θα αλλάξουν ακόμη περισσότερο. Ο πιο αδύναμος ιμπεριαλιστικός (κυρίως οικονομικά και όχι πολιτικά) πόλος, δηλαδή η Ιαπωνία, έχει βγει πλέον οριστικά εκτός παιχνιδιού. Οι ΗΠΑ έχουν χρεοκοπήσει, παρόλο που διατηρούν ακόμη την αναμφισβήτητη στρατιωτική ηγεμονία. Αλλά και η ίδια η ΕΕ δεν μένει απρόσβλητη. Η οικονομική κρίση και η υπερχρέωσή της, η μη ολοκλήρωση της οικοδόμησής της και η εμφάνιση των νέων ανταγωνιστών θέτουν πλέον ένα ερωτηματικό στην ίδια την ύπαρξή της γιατί οξύνουν τις ανισορροπίες στο εσωτερικό της ΕΕ (ελλειμματικές-πλεονασματικές χώρες, ανταγωνιστικές και μη ανταγωνιστικές, κ.α.) και ξαναζωντανεύουν τον διαχωρισμό των διαφόρων ιμπεριαλισμών στο εσωτερικό της.

Πέντε έξι χώρες της ΕΕ έχουν ήδη χρεοκοπήσει ενώ στην σειρά βρίσκονται η Ισπανία, η Ιταλία και η Μ. Βρετανία, ενώ ήδη το γερμανικό κεφάλαιο αναρωτιέται αν μπορεί να σώσει την ΕΕ και το ευρώ αν όχι για το αν έχει νόημα να διατηρεί την ΕΕ ή να την εγκαταλείψει. Η αλήθεια είναι ότι για το ευρωπαϊκό κεφάλαιο (ή για τμήματά του) η εγκατάλειψη της ΕΕ δεν είναι καθόλου ρεαλιστικός στόχος. Παρόλα αυτά και η διατήρηση της ΕΕ με την σημερινή της μορφή δεν φαντάζει καθόλου εύκολη υπόθεση.

Ε.Ε. και ελληνικός καπιταλισμός

Η σύνδεση του ελληνικού καπιταλισμού με την ΕΟΚ το 1961 επενδύθηκε με μεγάλες προσδοκίες. Η Ελλάδα θα έπαυε να είναι «ψωροκώσταινα» και θα γινόταν μία ανεπτυγμένη ευρωπαϊκή χώρα. Το 1979 η ένταξη της Ελλάδας ως πλήρες μέλος στην ΕΟΚ (παρά την καθολική άρνηση του ελληνικού λαού και του συνόλου των κομμάτων εκτός της Νέας Δημοκρατίας) φάνηκε ως η αρχή της υλοποίησης αυτού του παλιού «εθνικού ονείρου». Το 2003, η είσοδος στην Ευρωζώνη και η αντικατάσταση της δραχμής από το ευρώ, σηματοδοτούσε με βάση τη ρητορεία της εκσυγχρονιστικής κυβέρνησης του Σημίτη, τον εξευρωπαϊσμό της και την πραγματοποίηση του ονείρου. Έτσι φαινόταν να δίνεται μία κατηγορηματική απάντηση στο αν η σύνδεση και αργότερα η ένταξη στην ΕΟΚ αλλά και στον σκληρό πυρήνα της, στην Ευρωζώνη, ήταν μία σωστή στρατηγική για τον ελληνικό καπιταλισμό. Όμως μερικά χρόνια μετά, τα πράγματα αντιστράφηκαν πλήρως. Σήμερα η χρεοκοπία του ελληνικού καπιταλισμού και το βύθισμα της ελληνικής κοινωνίας στη βαρβαρότητα αποδεικνύει με περίτρανο τρόπο ότι η στρατηγική για την ένταξη στην ΕΕ ήταν μία εντελώς καταστροφική επιλογή.

Για περίπου δύο δεκαετίες, μέχρι την κρίση του 1973, ο ελληνικός καπιταλισμός αναπτυσσόταν με ραγδαίους ρυθμούς (μαζί με την Κορέα, από τους μεγαλύτερους παγκοσμίως). Από την κρίση του 1973 και μετά, ο ελληνικός καπιταλισμός συνεχώς θα βυθίζεται στην κρίση και συνεχώς θα περιθωριοποιείται σε παγκόσμιο επίπεδο. Η παραγωγική βάση που είχε δημιουργηθεί στην περίοδο ανάπτυξης, συνεχώς θα συρρικνώνεται και θα αποψιλώνεται. Και η είσοδος του ελληνικού καπιταλισμού στην τότε ΕΟΚ δεν θα αλλάξει σε τίποτε αυτή τη μοιραία καθοδική του πορεία.

Αν και πάνω από τριάντα χρόνια μέσα στην ΕΕ, το ελληνικό κεφάλαιο δεν θα συμμετάσχει στην τεράστια συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου που θα πραγματοποιηθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δεν θα διεισδύσει στις λεγόμενες νέες τεχνολογίες ή στους πιο σύγχρονους βιομηχανικούς κλάδους που θα εμφανιστούν αυτή την περίοδο, δεν θα εκσυγχρονίσει ουσιαστικά την παραγωγική τεχνική του. Παρόλο που θα ξαναδημιουργηθούν δέκα μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι, αυτοί πλέον δεν έχουν το ίδιο διεθνές βάρος που είχαν οι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι τη δεκαετία του ’60. Αυτές οι εξελίξεις στην ελληνική καπιταλιστική οικονομία θα οδηγήσουν σε μία περιθωριοποίηση του ελληνικού καπιταλισμού στο εσωτερικό της ΕΕ και σε μία αυξανόμενη απορρόφηση-διάλυσή του, που πρόκειται να ολοκληρωθεί με το προγραμματισμένο ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας. Αυτή δε η περιθωριοποίηση θα σφραγιστεί με τη μεταφορά όλων των κρατικών πολιτικών (βιομηχανική, νομισματική πολιτική κ.α.) στις Βρυξέλλες, ειδικά μετά την είσοδο του ευρώ.

Τις δύο τελευταίες δεκαετίες η αποδιάρθρωση και η συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης του ελληνικού καπιταλισμού, δεν θα εκδηλωθεί άμεσα με έντονο τρόπο, λόγω της αλματώδους αύξησης του κάθε είδους χρέους. Το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος από 70% περίπου του ΑΕΠ το 1980, ένα χρόνο μετά την είσοδο της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ, θα εκτιναχθεί, τριάντα χρόνια μετά, σε περίπου 2,7 με 3 ΑΕΠ. Ταυτόχρονα, στην καθυστέρηση της έντονης εκδήλωσης της κρίσης θα παίξουν ρόλο  πέρα από τις συνεχείς πολιτικές λιτότητας και οι ευρωπαϊκές ενισχύσεις. Όμως οι τελευταίες θα αποδειχθούν τελικά ότι ήταν απλώς η εξαγορά της ελληνικής μπουρζουαζίας και κάποιων μικροαστικών στρωμάτων αφού δεν θα αντιστρέψουν την χειροτέρευση της ελληνικής οικονομίας.

Η αποδιάρθρωση και η συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης θα συνοδευτεί από μία τεράστια ενδυνάμωση του χρηματοπιστωτικού και κερδοσκοπικού κεφαλαίου στην Ελλάδα, από την ενδυνάμωση του κρατικοδίαιτου ρόλου της αστικής τάξης και τέλος από τη μετατροπή της ελληνικής μπουρζουαζίας σε ένα είδος υψηλής υπαλληλίας της ΕΕ. Έτσι η «εθνική κυριαρχία», η υπεράσπιση των «συνόρων» και των «εθνικών συμφερόντων» κ.α. θα εγκαταλειφθούν στα χέρια της ΕΕ. Γι’ αυτό και το ξέσπασμα της σημερινής κρίσης που θα οξύνει και την κρίση στο οικοδόμημα της ΕΕ, θα συντρίψει τον ήδη αποδιαρθρωμένο ελληνικό καπιταλισμό, αλλά και κάθε είδους αυταπάτες που είχαν δημιουργηθεί από την είσοδό του στην ΕΕ.

Το όνειρο της Ευρώπης μετατρέπεται πλέον σε έναν πραγματικό εφιάλτη για το σύνολο της εργατικής τάξης, της νεολαίας και των λαϊκών στρωμάτων της χώρας μας. Η ελληνική κοινωνία, όχι μόνο δεν γίνεται ευρωπαϊκή αλλά βρίσκεται πλέον σήμερα κάτω από την κατοχή της ΕΕ, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ και αυτό που προγραμματίζουν οι ευρωπαίοι καπιταλιστές είναι το ξεπούλημά της.

ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΑΛΗ – Μάιος 2011