To πρόγραμμα “ποσοτικής χαλάρωσης” της ΕΚΤ σταματά. Η κρίση επανέρχεται;
Το πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης» της ΕΚΤ και η αντιμετώπιση της κρίσης
–
από την Εργατική Πάλη του Ιουλίου – Αυγούστου
–
Τον Ιανουάριο του 2015 ο Μάριο Ντράγκι, επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), ανακοίνωσε το πρώτο πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης» για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το πρόγραμμα αυτό συνίσταται σε αγορές κερδοσκοπικών τίτλων από καπιταλιστές και τράπεζες της ΕΕ, αγορές κρατικών ομολόγων και αγορές εταιρικών ομολόγων. Με άλλα λόγια η ΕΚΤ προσφέρει φρέσκο χρήμα σε καπιταλιστικές επιχειρήσεις και τράπεζες (κεντρικές ή ιδιωτικές) και αστικά κράτη στην ΕΕ, παίρνοντας σαν αντάλλαγμα ομόλογα ή χρηματοπιστωτικούς τίτλους που συνήθως είναι υποτιμημένοι ή και εντελώς άνευ αξίας, σε μια προσπάθεια να σώσει επιχειρήσεις και κράτη από την χρεοκοπία και πολύ περισσότερο να βγάλει την καπιταλιστική ΕΕ από την κρίση, ειδικά την κρίση που ενέκυψε την τριετία 2011-2013.
Αρχικά το πρόγραμμα είχε σχεδιαστεί να είναι περίπου διετές, με μηνιαίες αγορές ύψους 60 δις ευρώ από την ΕΚΤ και συνολικού ύψους 1,1 δις ευρώ. Ωστόσο το πρόγραμμα παρατάθηκε τελικά, λόγω της δυσκολία ξεπεράσματος της κρίσης, μέχρι το τέλος του 2018. Από τον Μάρτιο του 2015 μέχρι τον Μάρτιο του 2016 οι αγορές τίτλων ήταν ύψους 60 δις μηνιαίως, από τον Απρίλιο του 2016 μέχρι τον Μάρτιο του 2017 οι αγορές τίτλων ανέβηκαν σε 80 δις μηνιαίως, και από τον Απρίλιο του 2017 μέχρι τον Ιούνιο του 2018 ξανακατέβηκαν στα 60 δις ευρώ. Συνολικά η ΕΚΤ μέχρι τον Ιούνιο του 2018 είχε αγοράσει 2,5 τρις ευρώ σε τίτλους, εκ των οποίων η μερίδα του λέοντος ήταν κρατικά ομόλογα (2 τρις), εταιρικά ομόλογα (162 δις) και γενικά κερδοσκοπικούς τίτλους (280 δις). Πέραν του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης έτρεχαν και άλλα προγράμματα «διευκόλυνσης» των ευρωπαϊκών ιδιωτικών τραπεζών («τετραετές πρόγραμμα φθηνού δανεισμού» κ.α.)
Με το πρόγραμμα αυτό το ενεργητικό της ΕΚΤ κυριολεκτικά εκτοξεύτηκε. Το 2007 ήταν στο 1,5 τρις ευρώ, ήδη διπλάσιο ύψους απ’ ότι το 2000. Το 2012 σκαρφάλωσε στα 3 τρις αλλά στο τέλος του 2017 εκτοξεύτηκε στα 4,5 τρις. Με άλλα λόγια η ΕΚΤ απορροφώντας την κρίση ιδιωτικών τραπεζών, εταιριών και κρατών έφθασε να είναι μια επί της ουσίας χρεοκοπημένη τράπεζα. Αυτό μάλιστα έγινε σε αντίθεση με το ίδιο το καταστατικό της που υποτίθεται ήταν αυστηρά νεοφιλελεύθερο δηλαδή απαγόρευε την ΕΚΤ να είναι ο ύστατος δανειστής τραπεζών και κρατών.
Να σημειώσουμε ότι το πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης» της ΕΚΤ εντάσσονταν σε ένα κύμα τέτοιου είδους προγραμμάτων από τις διάφορες κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο. Έτσι η φθηνή ρευστότητα που παρείχαν οι κεντρικές τράπεζες (ΗΠΑ, Αγγλίας, Ευρωζώνης και Ιαπωνίας) για να αντιμετωπιστεί η κρίση, τις οδήγησε να αυξήσουν το ενεργητικό τους από 3 τρις το 2008 σε 14 τρις σήμερα. Από αυτά υπολογίζεται ότι μόνο το 25% πήγε στην «πραγματική οικονομία» ενώ το υπόλοιπο 75% απλώς χρησιμοποιήθηκε για να φουσκώνουν οι αγορές κεφαλαίου και ομολόγων δηλαδή να πλουτίζουν οι πλούσιοι και οι κερδοσκόποι. Την τελευταία διετία τέτοια προγράμματα εφαρμόζουν και άλλες κεντρικές τράπεζες, ειδικά της Ασίας.
Η ΕΚΤ τερματίζει την «ποσοτική χαλάρωση» και η κρίση επανέρχεται δριμύτερη
Τον Ιούνιο η ΕΚΤ ανακοίνωσε ότι θα τερματίσει το πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης» τον Δεκέμβρη του 2018, εφόσον βέβαια τα στοιχεία δείξουν ότι επιτυγχάνεται πληθωρισμός κοντά στο 2%, δηλαδή ότι το ξεπέρασμα της κρίσης έχει μονιμοποιηθεί. Αρχικά οι αγορές τίτλων θα μειωθούν μέχρι τον Σεπτέμβρη στα 30 δις μηνιαίως και στο τρίμηνο Οκτώβρη-Δεκέμβρη 2017 θα πέσουν στα 15 δις ευρώ μηνιαίως. Ωστόσο, τα επιτόκια θα εξακολουθήσουν να παραμένουν κοντά στο 0% ενώ η ΕΚΤ τα όποια χρήματα θα εισπράττει από την πώληση των τίτλων που έχει αγοράσει στην διάρκεια του προγράμματος θα τα ξαναεπενδύει σε τίτλους. Με άλλα λόγια η ΕΚΤ θα συνεχίσει να αναπαράγει, αλλά όχι να επεκτείνει, το πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης» στο διηνεκές.
Η απόφαση αυτή πάρθηκε για δύο λόγους:
Πρώτον γιατί επανήλθε μια αναιμική όσο και ασταθής ανάκαμψη στην ΕΕ. Το ΑΕΠ της Γερμανίας βγήκε από την κρίση του 2011-12 και κινείται πλέον με ρυθμούς κοντά στο 1,5-2% ετησίως την τετραετία 2014-17 ενώ της Γαλλίας κατάφερε να ξεκολλήσει μόλις το 2015 επιτυγχάνοντας μια αναιμική αύξηση του 1,1% και να αυξηθεί κατά 2,17% μόλις το 2017. Η Ιταλία πρακτικά δεν βγήκε από την κρίση του 2011-14 μέχρι και το 2016 και μόλις το 2017 κατάφερε να σημειώσει ρυθμό αύξησης 1,5%. Η Ισπανία γνώρισε μια βαθιά κρίση το 2011-14 και βγήκε το 2015 σημειώνοντας έκτοτε ρυθμό ανάπτυξης πάνω από 3%.
Δεύτερον, η συνέχιση του προγράμματος θα σήμαινε την κήρυξη χρεοκοπίας από την ΕΚΤ και ταυτόχρονα θα οδηγούσε σε υπερ-φούσκωμα τις διάφορες αγορές κεφαλαίων.
Είναι προφανές όχι χωρίς το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης πολλές επιχειρήσεις και κράτη στην ΕΕ θα είχαν οδηγηθεί στην χρεοκοπία και η κρίση θα είχε τινάξει στον αέρα την ΕΕ. Ακόμη κι αυτή η αναιμική ανάπτυξη της τελευταίας διετίας στην ΕΕ οφείλεται καθαρά στον υπερδανεισμό και στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης — η αύξηση του ΑΕΠ της Ευρωζώνης το 2017 είναι περίπου ίσο με το ύψος του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης του ίδιου έτους. Τώρα λοιπόν που σταματά το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης τα επιτόκια δανεισμού θα αρχίσουν αναγκαστικά να αυξάνουν και ο κίνδυνος χρεοκοπίας θα επανέλθει δριμύτερος τόσο στα κράτη όσο και στις επιχειρήσεις. Με άλλα λόγια η κρίση θα επανεμφανιστεί με ακόμη καταστροφικότερες συνέπειες.