Η Σύνοδος των G20 στη Σεούλ

Στις 11-12 Νοεμβρίου στη Σεούλ, πρωτεύουσα της Νότιας Κορέας, έγινε η σύνοδος των G20, τους οποίους υποδέχτηκαν «ένθερμα» 40.000 νοτιοκορεάτες διαδηλωτές. Ουσιαστικά συναντήθηκαν οι χώρες του «παλιού G7», οι οποίες είναι και οι πιο χρεωμένες (ΗΠΑ, Μ. Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, Ιαπωνία και ο Καναδάς με μικρότερα χρέη), με τους κατόχους των μεγαλύτερων διεθνών αποθεματικών κεφαλαίων: Ρωσία, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, Σαουδική Αραβία, Ινδονησία, Ν. Κορέα, Κίνα, Μεξικό, Βραζιλία, Αργεντινή, Τουρκία και Αυστραλία.

Ο τόπος διεξαγωγής της συνόδου και μόνο υποδηλώνει τη μετατόπιση του κέντρου βάρους της παγκόσμιας οικονομίας και την αλλαγή των συσχετισμών υπέρ των λεγόμενων «αναδυόμενων» χωρών.

Όσο κι αν προσπαθούν οι χώρες του «παλιού G7» να συγκρατήσουν την ελεύθερη πτώση των δικών τους οικονομιών, να κρατήσουν ισορροπίες στο νομισματικό πόλεμο που έχει ξεσπάσει και να κερδίσουν έστω μια μικρή ανακωχή, δεν τα καταφέρνουν. Τουλάχιστον με οικονομικά μέσα, κάτι τέτοιο φαντάζει αδύνατο. Η υποβάθμιση των ΗΠΑ είναι παραπάνω απο εμφανής και το μερίδιό τους στο παγκόσμιο εμπόριο όλο και μικραίνει. Οι παγκόσμιες εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων έφτασαν το 2009 στα 20 δις δολάρια, κατανεμημένες ως εξής: ΕΕ 44,1%, Κίνα 12,9%, ΗΠΑ 9,6%, Ιαπωνία 6,3%.

Το «παράδοξο» είναι πως οι ΗΠΑ έπεσαν θύματα του ίδιου τους του ωμού και σκληρού νεοφιλελευθερισμού. Ο δευτερογενής τομέας (μεταποίηση) έχει μεταφερθεί μαζικά σε άλλες χώρες με χαμηλότερους μισθούς. Τους τελευταίους δύο μήνες, το δολάριο έχει υποτιμηθεί κατά 15% σε σχέση με το ευρώ, κατά 18% σε σχέση με το γιέν – και γενικά σε σχέση με όλα τα νομίσματα των «αναδυόμενων» χωρών με εξαγωγικό προσανατολισμό. Ο δείκτης Dow Jones κινείται σε ιστορικό χαμηλό 11.000 μονάδων και τα ομόλογα δεκαετίας του αμερικάνικου θησαυροφυλακίου παρέχουν ένα πολύ χαμηλό επιτόκιο της τάξης του 2,35% ετησίως.

Σύμφωνα με προβλέψεις του ΔΝΤ, σε μια δεκαετία οι ΗΠΑ θα έχουν μέση ετήσια ανάπτυξη 2,4% και η Ευρώπη 1,6%, ενώ η Νότιος Ασία και η Λ. Αμερική 8% και 6% αντίστοιχα. Εξαιρετικά επισφαλής πρόβλεψη, με την κρίση να χειμάζει τα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Ακόμα κι έτσι όμως, αυτό σημαίνει μια βαρύτητα του «παλιού G7» στο παγκόσμιο ΑΕΠ ίδια μ’ εκείνη του «νέου G7». Η Ευρώπη και η Αμερική θα έχουν υποβαθμιστεί και η δομή της παγκόσμιας εξουσίας δεν θα μπορεί να μείνει η ίδια.

Το πρόβλημα λοιπόν είναι ήδη εδώ, όπως ομολογούν τα ίδια τα αστικά επιτελεία: «Η Ιαπωνία, η Βραζιλία, η Ν. Κορέα, η Ταϊβάν, η Μαλαισία, η Ταϊλάνδη, οι Φιλιππίνες, η Ελβετία, η Μ. Βρετανία έχουν λάβει μέτρα για τη διατήρηση της νομισματικής τους ισοτιμίας έναντι του δολαρίου. ‘Εχουν ήδη αρχίσει να χρησιμοποιούν τα νομίσματα τους ως όπλο», σύμφωνα με τον Στρος-Καν, επικεφαλή του ΔΝΤ. Γι’ αυτό και ο φόβος του διαφαινόμενου «πολέμου νομισμάτων», που θα κατέληγε στον κατακερματισμό της παγκόσμιας αγοράς όπως στη δεκαετία του ’30.

Τα μέτρα προστατευτισμού που παίρνουν όλες οι οικονομίες, δείχνουν ότι κάτω από την όξυνση της κρίσης και των ανταγωνισμών, αρχίζουν υποχρεωτικά να διασχίζουν, έστω και διστακτικά, τον ίδιο δρόμο που έφερε όλεθρο στο παγκόσμιο εμπόριο στη Μεγάλη Ύφεση του 1930. Το ΔΝΤ πιέζει την Κίνα να ανατιμήσει το γουάν, κατηγορώντας την ως κύρια υπεύθυνη. Οι ΗΠΑ, παριστάνοντας το «θύμα», ζητούν να παρθούν αποφάσεις για τον καθορισμό συγκεκριμένων ορίων σε ελλείματα ή πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών των μεγάλων οικονομιών. Ταυτόχρονα έχουν ήδη αρχίσει να συζητούν προστατευτικά μέτρα ενάντια σε ορισμένες από τις κινέζικες εισαγωγές.

Φυσικά αυτό δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό απο τις ισχυρές εξαγωγικές οικονομίες, (Γερμανία, Κίνα, Ιαπωνία) και έτσι υπήρξε για ακόμα μια φορά ένα πλήρες αδιέξοδο στο ζήτημα των νομισματικών ισοτιμιών, μεταθέτοντας ξανά την «επίλυση» αυτών των προβλημάτων στο μέλλον.

Καμία συμφωνία ή ασταθής ισορροπία δεν μπορεί όμως να συγκαλύπτει για πάντα αυτή τη βασική αντίφαση του καπιταλισμού και τις νομισματικές της εκδηλώσεις: η καπιταλιστική αγορά είναι παγκόσμια, τα σύνορα είναι εθνικά. Η διατήρηση της λειτουργίας του δολαρίου ως παγκόσμιου νομίσματος (μ’ αυτό πραγματοποιείται το 70% του παγκοσμίου εμπορίου) είναι ασύμβατη με την οικονομική υποβάθμιση των ΗΠΑ. Οι «αναδυόμενες» οικονομίε, για να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους, συσσωρεύουν αποθεματικά σε δολάρια, ώστε να παρεμβαίνουν αντισταθμιστικά στον έλεγχο του δολαρίου από το κράτος των ΗΠΑ και να υποστηρίζουν τη δική τους παραγωγή και οικονομία. Αυτή η ανισορροπία μεγαλώνει διαρκώς και μοιάζει με μια ωρολογιακή βόμβα στην καρδιά της παγκόσμιας οικονομίας, που απειλεί να σκάσει ανά πάσα στιγμή.

φύλλο 347 – Νοέμβριος 2010