H ιστορική διαδρομή της ευρωπαϊκής “ενοποίησης”

(αφιέρωμα για την ΕΕ και την στρατηγική του εργατικού κινήματος – α’ μέρος)

Στην Ευρώπη εκδηλώθηκε για πρώτη φορά με σφοδρότητα η αντίφαση ανάμεσα στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων αφενός και στις παραγωγικές σχέσεις της ατομικής/αστικής ιδιοκτησίας και στα στενά πλαίσια των εθνικών αστικών κρατών αφετέρου. Ο κατακερματισμός της Ευρώπης σε εθνικά κράτη (σύνορα, νομίσματα, δασμοί κλπ.) ήταν ασφυκτικός για τις τεράστιες παραγωγικές δυνάμεις που ξεπήδησαν από την καπιταλιστική ανάπτυξη, υποχρεώνοντας από τα τέλη του 19ου αιώνα τις κύριες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία) σ’ έναν άγριο ανταγωνισμό, που οδήγησε στον Α’ Παγκόσμιο Πολέμο.

Με τη λήξη του, η Συνθήκη των Βερσαλιών δημιούργησε ακόμα περισσότερα και μικρότερα κράτη, επιτείνοντας τον κατακερματισμό/«βαλκανοποίηση» της Ευρώπης. Κανένας όμως από τους ανταγωνισμούς των ευρωπαίων ιμπεριαλιστών δεν τακτοποιήθηκε οριστικά – και ενώ αυτοί αλληλοτρώγονταν αδυνατισμένοι στα στενά ευρωπαϊκά πλαίσια, οι ΗΠΑ αναδύονταν ως οικονομικά κυρίαρχες, με μια παραγωγή πρωτοφανούς κλίμακας.

Παρά λοιπόν τη μυθολογία (ευρωπαϊκή «αλληλεγγύη» κλπ.), η ιδέα μιας ενωμένης Ευρώπης δεν προέρχεται από κάποιους αστούς οραματιστές. Ήταν το εργατικό κίνημα που για πρώτη φορά συζήτησε και σε κάποιο βαθμό πρόβαλε μια τέτοια προοπτική, με τη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης και το επαναστατικό κύμα του 1918-23. Κάτω από την ηγεσία του Λένιν και του Τρότσκι, η Κομμουνιστική Διεθνής θα υιοθετήσει το σύνθημα των Ενωμένων Σοσιαλιστικών Πολιτειών της Ευρώπης, μέσα από την επαναστατική δράση της εργατικής τάξης, ως μοναδική διέξοδο από το χάος των ανταγωνισμών, το αιματοκύλισμα και την αλληλοσφαγή όπου έσερναν τους λαούς οι αστικές τάξεις.

Αυτή η προοπτική διακόπηκε βίαια από την ήττα των ευρωπαϊκών επαναστάσεων και την επικράτηση του σταλινισμού. Το σύνθημα μιας ενωμένης σοσιαλιστικής Ευρώπης εγκαταλήφθηκε και αντικαταστάθηκε από την αντιδραστική θεωρία του «σοσιαλισμού σε μία μόνο χώρα». Ο σταλινισμός -όπως πιο μπροστά η σοσιαλδημοκρατία- όχι μόνο πρόδωσε έτσι σειρά επαναστάσεων, αλλά έβαζε ταφόπλακα στον προλεταριακό διεθνισμό, διαιρούσε το εργατικό κίνημα σε εθνικά στρατόπεδα, με αποτέλεσμα αυτό να παρουσιάζει μια τεράστια καθυστέρηση απέναντι στα σχέδια των αστικών τάξεων και των ιμπεριαλιστών σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.

Η ΕΟΚ, επιτυχίες και αντιφάσεις

Μεταπολεμικά, η «ενοποίηση» θα προχωρήσει κάτω από την καθοδήγηση των ΗΠΑ, αδιαμφισβήτητου πλέον ηγέτη του καπιταλιστικού κόσμου. Η σωτηρία της Ευρώπης από τον «κομμουνιστικό κίνδυνο» απαιτούσε μια ταχύρρυθμη ανοικοδόμηση και τον περιορισμό των αντιθέσεων των αστικών τάξεων. Αυτό έδινε διέξοδο και στο τεράστιο πλεόνασμα κεφαλαίων και εμπορευμάτων των ΗΠΑ, οι οποίες χρειάζονταν επίσης τη βοήθεια των αστικών τάξεων της Δ. Ευρώπης στον Ψυχρό Πόλεμο και στην αναχαίτιση της παγκόσμιας επανάστασης.

Η ευρωπαϊκή συνεργασία (μαζί με το άνοιγμα στα αμερικάνικα εμπορεύματα) ήταν έτσι όρος για το Σχέδιο Μάρσαλ. Το 1948 γίνεται η τελωνειακή ένωση της Μπενελούξ (Ολλανδία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο), ιδρύεται ο Οργανισμός Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας (αργότερα ΟΟΣΑ). Το 1951 ιδρύεται η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα.

Το 1957, με τις Συνθήκες της Ρώμης δημιουργείται η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), με στόχο την πλήρη απελευθέρωση του εμπορίου στο εσωτερικό της. Ήταν μια αναμφισβήτητη επιτυχία: όλα τα επόμενα χρόνια, η αύξηση του ενδοκοινοτικού εμπορίου ήταν μεγαλύτερη απ’ ό,τι με τον υπόλοιπο κόσμο.

Ωστόσο, αυτό δεν ήταν καθόλου αρκετό για τη δημιουργία μιας «ευρωπαϊκής υπερδύναμης», αν και από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός έχασε την απόλυτη ηγεμονία του (όχι όμως και την σχετική), διατηρώντας πάντα μια συντριπτική στρατιωτική υπεροπλία. Ο λόγος ήταν οι ανταγωνισμοί Βρετανίας, Γαλλίας, Δ. Γερμανίας:

– Η Δ. Γερμανία, κερδισμένη στο μεταπολεμικό μακρύ κύμα ανάπτυξης, οικοδόμησε μια ισχυρότατη βιομηχανία, κερδίζοντας τεράστια μερίδια εξαγωγών. Όμως ο πολιτικός της ρόλος περιοριζόταν απ’ όσα είχαν επιβάλλει οι νικητές του Β’ΠΠ, κυρίως την αποστρατιωτικοποίησή της.

– Η Γαλλία φιλοδοξούσε να ηγεμονεύσει πολιτικά, επειδή όμως έχανε σε ανταγωνιστικότητα κατέφευγε σ’ έναν έντονο κρατισμό, που αρνιόταν να εκχωρήσει προς όφελος υπερεθνικών δομών.

– Η Βρετανία (που επίσης η βιομηχανία της σταδιακά έφθινε) ήθελε την «ενοποίηση» απλά ως μια ζώνη ελεύθερων συναλλαγών, φοβούμενη ότι ένας σταθερός άξονας Γαλλίας-Γερμανίας θα την υπονόμευε καίρια. Σ’ αυτό οφείλεται η «ειδική σχέση» της με τις ΗΠΑ (και γενικότερα η στάση του λεγόμενου «αγγλοσαξονικού μπλοκ» μέσα στην Ευρώπη). Γι’ αυτό μπήκε στην ΕΟΚ μόλις το 1973, ενώ αργότερα θα μείνει έξω από το ευρώ. Προμηθευόμενη γεωργικά προϊόντα από την Κοινοπολιτεία, εναντιωνόταν στη γεωργική πολιτική της ΕΟΚ, ενώ γαντζωνόταν από τα πλεονεκτήματα του παγκόσμιας εμβέλειας χρηματοπιστωτικού της τομέα (Σίτι).

Οι διαρκείς αντιπαραθέσεις έριξαν την «ευρωπαϊκή ιδέα» σε λήθαργο. Τα όρια της ΕΟΚ φάνηκαν ιδιαίτερα με τις απαρχές του μακρού κύματος κάμψης τη δεκαετία του ’70. Όταν οι ΗΠΑ άρχισαν να χρησιμοποιούν το δολάριο για να εξάγουν την κρίση στους ανταγωνιστές τους, οι ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές δεν είχαν ανάλογα εργαλεία (κοινό νόμισμα, ενιαία εξουσία) για ν’ αντιδράσουν. Η δημιουργία του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος το 1978 ήταν το πιο σημαντικό μέχρι τότε βήμα για μια νομισματική ενοποίηση, που όμως θα αργούσε πολύ ακόμα.

Η βασική αντίφαση παρέμενε. Το απρόσκοπτο ενδοκοινοτικό εμπόριο ήταν όρος εκ των ουκ άνευ για τους ευρωπαίους καπιταλιστές/ιμπεριαλιστές. Χωρίς αυτό, χωρίς τη συνεργασία τους, κινδύνευαν να καταποντιστούν από τους αμερικάνους ανταγωνιστές τους. Όμως οι ανταγωνισμοί τους δεν επέτρεψαν τη δημιουργία μιας «πανευρωπαϊκής μπουρζουαζίας», μέσα από τη διεθνή «όσμωση» κεφαλαίων και καπιταλιστικών ομάδων και τη δημιουργία κοινών ευρωπαϊκών πολυεθνικών – και έτσι τη συγκρότηση ενός πραγματικού ευρωπαϊκού κράτους, που θα υπεράσπιζε αυτά τα συμφέροντα (κοινό νόμισμα, κεντρική εξουσία, στρατός).

Κανείς από τους κύριους ιμπεριαλιστές δεν ήταν διατεθιμένος να εκχωρήσει το δοκιμασμένο «εργαλείο» του δικού του αστικού κράτους για χάρη των ασαφών πλεονεκτημάτων της «ενοποίησης». Υπήρχε επίσης το πρόβλημα ενός σχετικού αποσυντονισμού του οικονομικού κύκλου ανάμεσα στις ευρωπαϊκές οικονομίες, όπως και η συχνά ανταγωνιστική δομή της συσσώρευσης του κεφαλαίου ανάμεσά τους (πχ. γερμανικές επιχειρήσεις που ανταγωνίζονται αντίστοιχες γαλλικές ή ιταλικές).

Μάαστριχτ – ΟΝΕ – Λισαβόνα – Ευρωσύνταγμα

Η ευρωπαϊκή «ενοποίηση» πήρε νέα δυναμική από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν οι ήττες και η υποχώρηση του εργατικού κινήματος επέτρεψαν στους ευρωπαίους καπιταλιστές/ιμπεριαλιστές να περάσουν σε μια ολομέτωπη επίθεση, αλλά και αυξημένα περιθώρια ελιγμών στον εσωτερικό τους ανταγωνισμό.

Το 1986 υιοθετείται η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη, για την εξάλειψη όλων των μη δασμολογικών εμποδίων, τη δημιουργία μιας κοινής αγοράς μέχρι το τέλος του 1992, την ελεύθερη προσφορά υπηρεσιών εκτός εθνικών συνόρων, την απορρύθμιση των εθνικών τραπεζικών συστημάτων. Η Πράξη σηματοδοτεί την στροφή της ευρωπαϊκής μπουρζουαζίας στο νεοφιλελευθερισμό, μάλιστα υιοθετείται σχεδόν ταυτόχρονα με το τσάκισμα της απεργίας των ανθρακωρύχων στην Βρετανία το 1984-85.

Το 1992 υπογράφεται η Συνθήκη του Μάαστριχτ, που μπαίνει σε εφαρμογή το 1993, ξεκινώντας τη διαδικασία της νομισματικής ενοποίησης με τα περίφημα κριτήρια του Συμφώνου Σταθερότητας (πληθωρισμός +/- 1,5 μονάδα από τον μέσο κοινοτικό, έλλειμμα κάτω από το 3% και χρέος κάτω από το 60% του ΑΕΠ). Είναι η πρώτη γενικευμένη επίθεση της μπουρζουαζίας σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη με βάση ένα κοινό πρόγραμμα (καθήλωση-μείωση μισθών και βιοτικού επιπέδου, επίθεση σε κοινωνική ασφάλιση, παιδεία, υγεία κλπ.). Τα αποτελέσματα ήταν οδυνηρά για τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα. Έγιναν μεγάλες ιδιωτικοποιήσεις, η ανεργία αυξήθηκε κατακόρυφα, άνοιξε ο δρόμος στην ελαστική απασχόληση. Ήταν ένα τεράστιο επίτευγμα των ευρωπαίων καπιταλιστών, που σε κάθε αγώνα και διεκδίκηση όρθωναν πλέον το «τείχος» αποφάσεων όλων των κυβερνήσεων και της γραφειοκρατίας των Βρυξελών.

Το 1999 ολοκληρώθηκε η Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ). Το κοινό νόμισμα ήταν ένα καθοριστικό βήμα και ο άξονας Γερμανίας-Γαλλίας φαινόταν ότι έβαζε πλέον σοβαρά πλώρη να οικοδομήσει μια ευρωπαϊκή ιμπεριαλιστική υπερδύναμη. Δημιουργείται η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ανεξάρτητη από τις κυβερνήσεις (και επομένως από οποιαδήποτε έλεγχο και επιρροή των λαών), ως κεντρικό όργανο των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και της στρατηγικής των ευρωπαίων ιμπεριαλιστών. Ακολούθησε η Στρατηγική της Λισαβόνας (2000), για να γίνει η ευρωπαϊκή οικονομία «η πιο ανταγωνιστική του κόσμου» μέσα σε μια δεκαετία, ανοίγοντας μια λυσσασμένη επίθεση στους εργαζόμενους (εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις, γενίκευση της ελαστικής απασχόλησης, άγρια χτυπήματα στην κοινωνική ασφάλιση).

Η πορεία της ΕΕ δείχνει ολοκάθαρα την αντιδραστική καπιταλιστική και ιμπεριαλιστική φύση της. Όχι μόνο δεν είναι μια ουδέτερη διαδικασία, όχι μόνο είναι ψέματα τα περί «κοινωνικής και δημοκρατικής Ευρώπης», αλλά η οικοδόμηση και «ολοκλήρωση» της ΕΕ γίνεται μόνο πάνω στα κόκαλα των εργαζόμενων και των λαών, για να επιβιώσουν οικονομικά, πολιτικά και στρατιωτικά στον διεθνή ανταγωνισμό οι ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές.

Μπροστά στην κρίση

Η εισαγωγή του ευρώ ήταν μια αναμφισβήτητη επιτυχία του γαλλο-γερμανικού άξονα, όμως δύσκολα θα έλεγε κανείς ότι το Μάαστριχτ, η ΟΝΕ και η «Λισαβόνα» ολοκλήρωσαν τους στόχους τους.

Ο κοινός ευρωπαϊκός προϋπολογισμός παρέμεινε σχετικά μικρός, μη μπορώντας να αποτελέσει βάση για μια ενιαία πολιτική. Μετά την 11η Σεπτέμβρη 2001, η όξυνση των παγκόσμιων ανταγωνισμών και η απότομη καθοδική πορεία της παγκόσμιας οικονομίας δεν μπορούσαν να αντιμετωπιστούν χωρίς ισχυρά πολιτικοστρατιωτικά εργαλεία. Η ΕΕ πετσόκοβε διαρκώς τις εργατικές και κοινωνικές κατακτήσεις, οικοδομούσε όλο και πιο σκοτεινούς μηχανισμούς καταστολής (ηλεκτρονικό φακέλωμα, ευρωαστυνομία κλπ. – είχε προηγηθεί η συνθήκη Σένγκεν), αλλά είχε μεγάλη δυστοκία να συγκροτήσει μια ενιαία υπεράσπιση των ευρωπαϊκών συμφερόντων στην παγκόσμια σκηνή. Τα όρια είχαν διαγραφεί ήδη από την απόφαση της Βρετανίας να μείνει εκτός ευρώ, δείχνοντας ότι δεν θα έριχνε το βάρος της υπέρ ενός κοινού ευρωπαϊκού πολιτικοστρατιωτικού πυλώνα.

Τα διακυβερνητικά παζάρια για τη Συνθήκη της Νίκαιας (2000), που επικύρωσε τη διεύρυνση της ΕΕ, έδειξαν ότι η «ενοποίηση» παρέμενε μια αρένα εθνικών συμφερόντων και συμβιβασμών. Αυτό έγινε ακόμα πιο καθαρό με τον πόλεμο στο Ιράκ (2003): Γαλλία και Γερμανία δεν συμμετείχαν, ενώ Βρετανία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες συντάχθηκαν με τη «συμμαχία των προθύμων» των ΗΠΑ. Η ΕΕ ως σύνολο αποδεικνυόταν ένας γεωπολιτικός νάνος στις γιγάντιες διεθνείς συγκρούσεις.

Η προσπάθεια για ένα «μεγάλο άλμα προς τα εμπρός» με την εισαγωγή του Ευρωσυντάγματος τσακίστηκε από το ΟΧΙ στα δημοψηφίσματα της Ολλανδίας και της Γαλλίας το 2005. Ήταν μια στρατηγική ήττα των ευρωπαίων ιμπεριαλιστών, που έφερε σοβαρές καθυστερήσεις στην επίθεση της «Λισαβόνας», έθαψε για αρκετά χρόνια τα φιλόδοξα σχέδια για μια «ευρωπαϊκή υπερδύναμη», υπενθυμίζοντάς τους πως είχαν πια απέναντί τους μια νέα άνοδο των εργατικών και κοινωνικών αγώνων, πως η ιστορική πίστωση που πήραν με την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» είχε αρχίσει να εξαντλείται.

ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΑΛΗ, Απρίλιος 2011