Γερμανία: κυβέρνηση “μεγάλου συνασπισμού”

Καγκελάριος για τρίτη συνεχόμενη θητεία εκλέχτηκε η Μέρκελ με συντριπτική πλειοψηφία απ’ το γερμανικό κοινοβούλιο, με 462 ψήφους επί 621 ψηφισάντων. Το κόμμα της, η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU) και το βαυαρικό αδελφό κόμμα Χριστιανοκοινωνική Ένωση (CSU) έχουν 311 έδρες μετά τις εκλογές στις 22 Σεπτεμβρίου. Οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD), με τους οποίους έγινε συνασπισμός (μετά από τρεις μήνες διαπραγματεύσεων), έχουν 193 έδρες. Έτσι, ο συνασπισμός έχει πλειοψηφία 504 επί 631 βουλευτών.

Το SPD αρνήθηκε να μπει καν σε συζήτηση για κυβέρνηση συνασπισμού με το Die Linke (ρεφορμιστικό αριστερό κόμμα, μέλος του Ευρωπαϊκού Αριστερού Κόμματος) ή τους Πράσινους, αν και μια τέτοια κυβέρνηση θα είχε κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Ξεκίνησε αμέσως διαπραγματεύσεις με τη Μέρκελ. Μετά τη συμφωνία και λίγες ημέρες πριν την επανεκλογή της Μέρκελ, το SPD έκανε εσωκομματικό δημοψήφισμα για να εγκριθεί η συμφωνία. Τα μέλη, προσερχόμενα στο δημοψήφισμα, ήξεραν μόνο τον αριθμό των υπουργείων που θα έπαιρνε το SPD (6 από τα 15) και όχι τη σύνθεση της κυβέρνησης. Αυτός ο χειρισμός επέτρεψε στην ηγεσία του SPD να περάσει την πρότασή της με μεγάλη πλειοψηφία (76%).

Όλος ο αστικός τύπος έσπευσε να συγχαρεί τον Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, πρόεδρο του SPD, για τους χειρισμούς του και τη συμμετοχή του SPD στο συνασπισμό, διαπιστώνοντας ότι για το SPD εκείνο που είναι πλέον κυρίαρχο δεν είναι η πικρία για την εκλογική ήττα στις 22 Σεπτεμβρίου, αλλά η περηφάνεια για την επιτυχία του δημοψηφίσματος στο εσωτερικό του.

Στην πραγματικότητα, η Μερκελ είναι αυτή που πέτυχε τους στόχους της. Η νέα κυβέρνηση θα ακολουθήσει σε όλους τους τομείς την πολιτική της. Το μόνο που έχει να επιδείξει το SPD είναι το πυροτέχνημα της καθιέρωσης κατώτατου μισθού, στην προσπάθειά του να δείξει ότι κάτι θα κερδίσουν και οι εργαζόμενοι απ’ τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση. Ωστόσο, ακόμα και αυτή η απόφαση θα υλοποιηθεί, αν υλοποιηθεί, μόνο σταδιακά και σε βάθος χρόνου, μέχρι το 2017! Πολιτικά, το SPD έχει απορροφηθεί πλήρως από τους χριστιανοκοινωνιστές. Ο Σόιμπλε παραμένει υπουργός Οικονομικών για μια ακόμα θητεία. Ακόμα και εντελώς συμβολικά να το δει κανείς –που μόνο έτσι δεν είναι–, αυτό τα λέει όλα για τη νέα κυβέρνηση, την οικονομική και κοινωνική της πολιτική, τόσο στο εσωτερικό όσο και σε επίπεδο Ε.Ε. και Ευρωζώνης. Ο Γκάμπριελ αναλαμβάνει την αντικαγκελαρία, ενώ θα είναι και υπουργός Οικονομίας και Ενεργειακής Μετάβασης (μετά το ατύχημα στη Φουκουσίμα, το γερμανικό πολιτικό σύστημα έλαβε την απόφαση να απεμπλακεί απ’ την πυρηνική ενέργεια και να κλείσει σταδιακά τα πυρηνικά εργοστάσια που λειτουργούν στο έδαφός της). Το υπουργείο εργασίας αναλαμβάνει ο Αντρέα Νάλες του SPD. Η τουρκικής καταγωγής Γερμανίδα Αϊνάν Ετσογούζ διορίζεται υφυπουργός για θέματα μετανάστευσης. Συζητήθηκε επίσης ο διορισμός ως υφυπουργού στο υπουργείο Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης του Χανς Φούχτελ ο οποίος είναι εντεταλμένος της Μέρκελ για την «ελληνογερμανική συνεργασία σε δήμους και περιφέρειες» (δηλαδή τη γερμανική επιτροπεία επί του τσεκουρώματος των κρατικών δαπανών στην ελληνική τοπική αυτοδιοίκηση).

Η νέα κυβέρνηση θα είναι ένας πιστός υπηρέτης του γερμανικού κεφαλαίου. Όπως αποκάλυψε το περιοδικό Σπίγκελ, τα λόμπι των μεγαλύτερων γερμανικών πολυεθνικών καθόρισαν μέχρι και τις τελευταίες λεπτομέρειες των προγραμματικών δηλώσεων που κατέθεσαν τα δύο κόμματα για το σχηματισμό του συνασπισμού. Αυτός ήταν άλλωστε ο λόγος που καθυστέρησαν να μπουν οι τελικές υπογραφές, καθώς στελέχη μεγάλων ιδιωτικών εταιρειών αλλά και επιχειρήσεων από τους κλάδους της ενέργειας, της φαρμακοβιομηχανίας κ.λπ. έστελναν καθημερινά «διορθωτικές επισημάνσεις» στους πολιτικούς του CDU και του SPD, ενώ ο ενεργειακός κολοσσός RWE είχε δημιουργήσει «κέντρο επιχειρήσεων» στο οποίο στελέχη και αναλυτές παρακολουθούσαν και παρενέβαιναν επί 24ωρου βάσεως στις συνομιλίες για το σχηματισμό της κυβέρνησης. Ανάμεσα στις σημαντικότερες αλλαγές που κατάφεραν τα επιχειρηματικά λόμπι ήταν η αύξηση άμεσων και έμμεσων κρατικών επιδοτήσεων στις ιδιωτικές εταιρείες παραγωγής ενέργειας και η μετακύλιση στους φορολογούμενους του βάρους τις προσυμφωνημένης αποσυναρμολόγησης των πυρηνικών εργοστασίων.

Η επίθεση εναντίον των ασθενέστερων εισοδηματικά στρωμάτων είναι πλέον εμφανής στους δείκτες φτώχειας, που ξεπερνούν κάθε ρεκόρ στη μεταπολεμική ιστορία της Γερμανίας. Στην τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη, 1 στα 10 παιδιά ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, ενώ χιλιάδες συνταξιούχοι είτε επιβιώνουν χάρη σε ειδικά επιδόματα πρόνοιας είτε αναγκάζονται να ξαναπάνε για δουλειά για να συμπληρώσουν τη σύνταξή τους. Τα δικαιώματα και οι κατακτήσεις των εργαζομένων και γενικά το εργασιακό καθεστώς χειροτερεύουν διαρκώς. Είναι μια πορεία υποχωρήσεων που έχει ξεκινήσει από την ενοποίηση της Γερμανίας και μετά. Το εργατικό κίνημα βρίσκεται ανήμπορο στον έλεγχο του σοσιαλφιλελεύθερου SPD και παραδίδει δικαιώματα και κατακτήσεις σχεδόν αμαχητί. Το Die Linke, λόγω της βαθιά ρεφορμιστικής πολιτικής του, δεν αποτελεί πόλο αντίστασης και ριζοσπαστικοποίησης των εργαζομένων. Αυτές οι συνεχείς υποχωρήσεις βαραίνουν πάνω στους ταξικούς συσχετισμούς σε όλη την Ε.Ε. Η ανασύνθεση- ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος στη Γερμανία είναι κρίσιμος παράγοντας για την πορεία του εργατικού κινήματος σε όλη την Ευρώπη.