Γαλλία: «Μετρό, Δουλειά, Τάφος» – Μεγάλη επιτυχία της γενικής απεργίας

Οι κινητοποιήσεις ενάντια στην συνταξιοδοτική αντι-μεταρρύθμιση

ανταπόκριση από το Παρίσι

22 Ιανουαρίου 2023

Στις 19 Ιανουαρίου κηρύχτηκε από το σύνολο των γαλλικών εργατικών συνομοσπονδιών (CFDT, CGT, FO, Solidaires κ.ά.) γενική απεργία ενάντια στην συνταξιοδοτική αντι-μεταρρύθμιση του Μακρόν και της κυβέρνησής του.

Η αντι-μεταρρύθμιση προβλέπει σταδιακή (έως το 2030) μετάβαση σε γενικό κατώτατο ηλικιακό όριο συνταξιοδότησης στα 64 χρόνια από το τρέχον ισχύον όριο των 62 χρόνων. Η αύξηση του ορίου ηλικίας σχεδιάζεται να ξεκινήσει από αυτόν τον Σεπτέμβριο και να ολοκληρωθεί το 2030, με ρυθμό ενός τριμήνου ανά έτος. Έτσι, η πρώτη γενιά εργαζομένων που θα κληθεί να δουλέψει παραπάνω είναι οι γεννηθέντες το 1961, πρακτικά όσοι θα μπορούσαν να βγουν στην σύνταξη από το τέλος της φετινής χρονιάς.

Σύμφωνα με την κυβέρνηση, εξαιρέσεις θα αποτελούν όσοι άρχισαν να εργάζονται νωρίτερα, από 14 έως 19 χρονών, για τους οποίους προβλέπονται κλιμακωτά ελαφρώς μικρότερα κατώτατα ηλικιακά όρια συνταξιοδότησης, από 58 έως 62 χρονών, ως εργαζομένων με «μακρόχρονο εργασιακό βίο». Πρόκειται φυσικά για μία εξαίρεση που θα ισχύσει για μερικά χρόνια, μέχρι να αναιρεθεί από μία νέα αντεργατική ρύθμιση – μια εξαίρεση που στοχεύει αποκλειστικά να ρίξει στάχτη στα μάτια της πολυάριθμης εργατικής νεολαίας, που ξεκινάει τον εργασιακό βίο της με μαθητεία και πρακτική στα τεχνικά λύκεια και στην μεταλυκειακή επαγγελματική εκπαίδευση. Ανάλογη στάχτη στα μάτια αποτελεί ο συνυπολογισμός των γονικών αδειών των γυναικών ως ασφαλιστικών τριμήνων. Είναι προφανώς θετικό, αλλά πρόκειται για μια ψευτο-ευαισθησία, για ένα φεμινιστικό προσωπείο. Παρομοίως, η κυβέρνηση εξήγγειλε επιπλέον χρηματοδότηση –ανακοίνωσε το γελοίο ποσό του 1 δισ. ευρώ– και βελτίωση των υπηρεσιών υγείας και πρόληψης για τα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, την διατήρηση των υπάρχοντών ορίων ηλικίας για τους εργαζόμενους με αναπηρίες κ.ά. Τέλος, η κυβέρνηση ανακοίνωσε την κατάργηση των λεγόμενων «ευγενών ταμείων», των ξεχωριστών ταμείων, και την ενοποίηση σε έναν γενικό ασφαλιστικό φορέα, με παρόμοιες προβλέψεις. Ωστόσο, προσέχοντας να μην ανάψει παραπάνω φλόγες από αυτές που μπορεί να διαχειριστεί και κατόπιν της πικρής εμπειρίας των πολύμηνων καθολικών απεργιών του 2019-2020 στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς του Παρισιού (που διαθέτουν τέτοιο ξεχωριστό ταμείο), αυτή η ενοποίηση θα αφορά μόνο τους νεο-προσληφθέντες και όχι τους εν ενεργεία εργαζόμενους. Τέλος, στην προσπάθειά της να παρουσιάσει ένα κάποιο φιλολαϊκό προσωπείο και να διαιρέσει, ανακοίνωσε ότι το σχέδιο νόμου προβλέπει αυξήσεις για περίπου 2 εκ. χαμηλοσυνταξιούχους, αν έχουν πλήρη «καριέρα», δηλαδή ασφαλιστικά τρίμηνα/έτη, και οι οποίοι θα λαμβάνουν εφεξής ως σύνταξη το 85% του κατώτατου μισθού.

Επιπλέον, η επιδιωκόμενη αντιμεταρρύθμιση επιταχύνει διατάξεις προηγούμενων αντι-συνταξιοδοτικών και αντεργατικών επιθέσεων, κυριότερα του νόμου Touraine του 2014 του Σοσιαλιστικού Κόμματος, επί προεδρίας Ολάντ, που προέβλεπε την σταδιακή (με εκκίνηση το 2020 και καταληκτικό έτος το 2035) αύξηση των απαραίτητων ασφαλιστικών τριμήνων / ετών για την απονομή πλήρους σύνταξης (δηλαδή 50% του μικτού ετήσιου μισθού) στα 173 τρίμηνα, με άλλα λόγια στα 43 έτη. Το νομοσχέδιο της κυβέρνησης προβλέπει πλέον ως καταληκτικό έτος το 2027. Οποιαδήποτε συνταξιοδότηση ανάμεσα στα 64 και 67 έτη θα υπόκειται σε μειωμένο ποσοστό σύνταξης, εάν δεν υπάρχουν τα απαραίτητα ασφαλιστικά τρίμηνα/έτη, και μόνο μετά τα 67 έτη, θα δικαιούται κανείς πλήρη σύνταξη ανεξαρτήτως τριμήνων, υπολογισμένη προφανώς (όπως και όλες οι συντάξεις) στα τελευταία 25 καλύτερα χρόνια. Έτσι, οι εργαζόμενοι θα ωθούνται να δουλέψουν έως τα 67 τους χρόνια, ακόμη και αν μπορούν να βγουν νωρίτερα στη σύνταξη, ώστε να έχουν μια κάπως καλύτερη σύνταξη.

Πέραν όλων των άλλων, η κυβέρνηση δεν είναι καν σε θέση να ισχυριστεί ότι αυτή θα είναι η τελευταία «μεταρρύθμιση» του συνταξιοδοτικού, που θα εξασφαλίζει μια μακροχρόνια χρηματοδοτική ισορροπία του. Οι επίσημες και δημοσιευμένες προβλέψεις της κυβέρνησης φτάνουν μέχρι το 2030, όταν σύμφωνα με τα υπάρχοντα δεδομένα τα συνταξιοδοτικά ταμεία (τα οποία παρεμπιπτόντως το 2021 έχουν πλεόνασμα 900 εκ. και το 2022 προβλέπεται πλεόνασμα 3 περίπου δισ.) πρόκειται να εμφανίσουν ένα έλλειμα 13,5 δισ. – το οποίο φιλοδοξείται να μετατραπεί σε ελαφρές πλεόνασμα χάρις στην τρέχουσα αντι-μεταρρύθμιση. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι η συζήτηση ενδέχεται να ξανανοίξει το 2027-28, για επιπλέον μέτρα, για την αβέβαιη δεκαετία 2030-2040. Την ίδια στιγμή, ο Μακρόν ανακοινώνει θηριώδεις αυξήσεις στην χρηματοδότηση του στρατού: 413 δισ. για την επταετία 2024-2030, 100 δισ. παραπάνω από την επταετία 2019-2025. Έτσι, κάθε έτος της προβλεπόμενης επταετίας η Γαλλία θα ξοδεύει 59 δισ. κατά μέσο όρο, ενώ το 2017 το ποσό ήταν 33 δισ. Παράλληλα, το γαλλικό κράτος δίνει κάθε χρόνο 30-50 δισ. μόνο για την αποπληρωμή των τόκων του χρέους του και οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις της Γαλλίας μοιράζουν μερίσματα πολλών δεκάδων δισ. στους μετόχους τους.

Η «μεταρρύθμιση» αποτελεί έτσι μια καθαρή και σκληρή επίθεση σε όλους τους εργαζόμενους και ιδιαίτερα στα χειρωνακτικά και βαριά επαγγέλματα – και ως τέτοια γίνεται αντιληπτή. Το 5% των πιο φτωχών ανδρών έχει προσδόκιμο ζωής τα 71,4 χρόνια και το 5% των πιο πλούσιων ανδρών τα 84,4 χρόνια. Για κάθε επιπλέον 100 ευρώ μηνιαίου εισοδήματος, ξεκινώντας από τα 1.000 ευρώ, το προσδόκιμο αυξάνει κατά 0,9 και 0,7 χρόνια για άνδρες και γυναίκες αντίστοιχα. Αντίστοιχη, περίπου 7 χρόνια για τους άνδρες και 3 για τις γυναίκες, είναι η διαφορά σε ό,τι αφορά το προσδόκιμο μεταξύ στελεχών και εργατών –  όπως επίσης σημαντικά μεγαλύτερη είναι η διαφορά ανάμεσα σε στελέχη και εργάτες σε ό,τι αφορά το «προσδόκιμο με καλή υγεία», δηλαδή χωρίς σοβαρά προβλήματα υγείας και δυσλειτουργίες. Έτσι, οι διαδηλωτές και οι απεργοί καταλαβαίνουν πολύ καλά ότι μια σύνταξη στα 64 χρόνια σημαίνει απομύζηση των εργατών και εργαζομένων, πέταγμα στο κάλαθο των άθλιων ιδρυμάτων γήρατος και καταδίκη να φυτοζωούν για το υπόλοιπο του βίου τους. Τα πολυάριθμα αυτοσχέδια πλακάτ των διαδηλωτών που γράφουν «μετρό, δουλειά, τάφος» ή άλλα παρόμοια συνθήματα, αποδίδουν εύστοχα το γενικό αίσθημα.

Η κυβέρνηση, αναγκασμένη να ψάξει κοινοβουλευτικές συμμαχίες, υιοθέτησε τις προτάσεις των Ρεπουμπλικάνων, του κλασικού δεξιού κόμματος του Σαρκοζί και Σία – και έτσι δεν διαμόρφωσε και δεν στόλισε την αντιμεταρρύθμιση σύμφωνα με τις προτάσεις της πειθήνιας συνομοσπονδίας CFDT, όπως έγινε το 2019, καταφέρνοντας τότε να την κρατήσει εκτός των κινητοποιήσεων. Εξου πλέον και το ενιαίο συνδικαλιστικό μέτωπο, η κοινή απεργία της 19ης Ιανουαρίου και η επόμενη κηρυγμένη κοινή απεργία για τις 31 Ιανουαρίου. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και η μη εύρεση κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας θα μπορούσε να προσπεραστεί με προσφυγή στα άρθρα 49.3 και 47.1 του Συντάγματος, αλλά με σημαντικές δυσκολίες τεχνικές και προφανέστατα πολιτικές.

Οι πολιτικές δυσκολίες προκύπτουν από την γενικευμένη εναντίωση στην αλλαγή του ορίου ηλικίας. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, το 70% του πληθυσμού είναι ενάντια στην αύξηση του ορίου ηλικίας στα 64 έτη και το 80% ενάντια στην αύξηση του ορίου ηλικίας στα 65 έτη. Ακόμα και οι ψηφοφόροι των Ρεπουμπλικάνων είναι μοιρασμένοι, καθώς οι μισοί δεν επιθυμούν αύξηση του τρέχοντος ορίου ηλικίας, ενώ από τους ψηφοφόρους του Μακρόν το 38% δεν θέλει αύξηση του ορίου ηλικίας. Η μόνη κοινωνική ομάδα όπου υπάρχει στήριξη της αύξησης του ορίου ηλικίας, είναι οι συνταξιούχοι, εκ των οποίων οι μισοί υποστηρίζουν ένα τέτοιο μέτρο, προφανώς υπό την πίεση της κυβερνητικής προπαγάνδας ότι αν δεν πληρώσουν το μάρμαρο οι εργαζόμενοι θα χρειαστεί η «συνεισφορά» των συνταξιούχων (δηλαδή μειώσεις συντάξεων). Ακόμη ένα σημαντικό στοιχείο των δημοσκοπήσεων είναι ότι μόνο ένας στους τρεις θεωρεί ότι η αντι-μεταρρύθμιση θα εξοικονομήσει χρήματα για άλλες κοινωνικές δαπάνες.

Έτσι, αναμενόμενα, η συμμετοχή στην απεργία και στην διαδήλωση ήταν πολύ σημαντική, και αναγνωρίστηκε ως τέτοια από όλους. Σύμφωνα με τα στοιχεία της αστυνομίας, υπήρξαν 200 διαδηλώσεις σε μικρές και μεγάλες πόλεις της Γαλλίας, με 1,12 εκ. διαδηλωτές, εκ των οποίων 80 χιλιάδες στο Παρίσι. Σύμφωνα με τα στοιχεία των συνδικάτων, οι διαδηλωτές ξεπέρασαν τα 2 εκ., εκ των οποίων 400 χιλιάδες στο Παρίσι. Στο Παρίσι, η διαδήλωση είχε εργαζομένους όλων των ηλικιών και μία αξιοπρόσεκτη συμμετοχή νεολαίας. Ο περισσότερος κόσμος διαδήλωνε με παρέες και ομάδες συναδέλφων, με την οικογένεια ή με φίλους, χωρίς πολύ μεγάλη εμφάνιση πανό επιχειρήσεων πέραν φυσικά των κεντρικών πανό και μπλοκ των συνδικάτων κ.ά. Λίγο διαφορετική εικόνα προσέδιδαν τα μπλοκ της συνομοσπονδίας СFDT, που φαινόντουσαν να είναι πιο συγκροτημένα και συνεκτικά.

Η συμμετοχή στην ίδια την απεργία ήταν υψηλή, ιδιαίτερα στον δημόσιο τομέα. Τα επίσημα στοιχεία κάνουν λόγο για ποσοστά συμμετοχής 40-70% στον ευρύτερο κλάδο της ενέργειας, ενώ στα διυλιστήρια ήταν στο 70-100%. Το σιδηροδρομικό δίκτυο δεν λειτούργησε καθώς υπήρχε μία συμμετοχή της τάξεως του 50%, με συντριπτικά ποσοστά στους οδηγούς. Παρόμοια ήταν και η κατάσταση στα μέσα μαζικής μεταφοράς του Παρισιού και ιδιαίτερα στο μετρό. Στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση τα ποσοστά συμμετοχής ήταν στο 35-45%, στο ταχυδρομείο 15%. Στον στενό δημόσιο τομέα (2,5 εκ. υπάλληλοι) απέργησε το 28%.

Σε όλες τις επαρχιακές πόλεις η συμμετοχή στις διαδηλώσεις ήταν γιγάντια, αναλογικά πολύ μεγαλύτερη από την διαδήλωση του Παρισιού, με αριθμούς που ενίοτε έφταναν τις διαδηλώσεις του μεγάλου απεργιακού κινήματος του 1995, πολλές φορές με συμμετοχή ενός στους οκτώ κατοίκους. Επίσης, υπήρχε σε πολλές επαρχιακές πόλεις μεγάλη και εμφανής συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα, από εργοστάσια, οικοδομή και εταιρείες.

Το Σάββατο 21 Ιανουαρίου οργανώθηκε από διάφορες συνδικαλιστικές και μη οργανώσεις νεολαίας (με την στήριξη της ευρύτερης αριστεράς) διαδήλωση νεολαίας, που μάλλον είχε μικρή συμμετοχή, 15 χιλιάδες σύμφωνα με την αστυνομία και 150 χιλιάδες σύμφωνα με τους οργανωτές.

Η συνέχεια της μάχης θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες και όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά, με επόμενο μεγάλο σταθμό την γενική απεργία στις 31 Γενάρη. Σε κάθε περίπτωση, η μετωπική επίθεση του Μακρόν επιχειρεί να ανοίξει τον δρόμο σε μία πενταετία ασταμάτητων αντεργατικών επιθέσεων – και μία ήττα της κυβέρνησής του θα είχε τεράστια σημασία για τους εργαζόμενους της Γαλλίας και όχι μόνο.