Inflation Reduction Act: Ένταση του οικονομικού πολέμου των ΗΠΑ με ΕΕ & BRICS

προδημοσίευση από την Εργατική Πάλη Ιανουαρίου

«Η Αμερική δεν έχει φίλους ή εχθρούς, μόνο συμφέροντα.» (Χένρι Κίσινγκερ)

Τον περασμένο Αύγουστο, η κυβέρνηση Μπάιντεν ψήφισε –χωρίς ρωγμές στο εσωτερικό της– ένα γιγάντιο πακέτο επιδοτήσεων, συνολικού ύψους 369 δισ. δολαρίων προς συγκεκριμένους βιομηχανικούς κλάδους που λειτουργούν εντός των ΗΠΑ, το Νομοσχέδιο Μείωσης του Πληθωρισμού (Inflation Reduction Act, IRA). Οι επιδοτήσεις ξεκινούν να ισχύουν από τον Ιανουάριο του 2023. Οι κλάδοι που επιδοτούνται σχετίζονται με τεχνολογίες «καθαρής» ενέργειας (π.χ. ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και αποθήκευσης ενέργειας στο δίκτυο, πυρηνική ενέργεια, κατασκευή ηλεκτροκίνητων οχημάτων, βελτιώσεις στον ενεργειακό εφοδιασμό κ.ά.). Οι επίσημες διακηρύξεις της κυβέρνησης είναι πως στοχεύει σε «μια ιστορική προκαταβολή για τη μείωση του ελλείμματος, την καταπολέμηση του πληθωρισμού, τις επενδύσεις στην εγχώρια παραγωγή… και τη μείωση των εκπομπών άνθρακα κατά περίπου 40% έως το 2030». Ουσιαστικά πρόκειται για άλλο ένα από τα δεκάδες μέτρα προστατευτισμού που έχουν υιοθετήσει οι αμερικάνικες κυβερνήσεις τα τελευταία χρόνια για να στηρίξουν και αναβαθμίσουν την βιομηχανική παραγωγή των ΗΠΑ και να έχουν θετικό εμπορικό ισοζύγιο (δηλ. πλεόνασμα στο εμπόριό τους με τον υπόλοιπο κόσμο).

Παρότι οι κυβερνήσεις των Ρεπουμπλικάνων/Τραμπ είχαν κατηγορηθεί πως μόνο αυτές προωθούν τέτοιες πολιτικές και το δόγμα «Πρώτα η Αμερική», στην πράξη και οι Δημοκρατικοί εφαρμόζουν την ίδια πολιτική, εντείνοντας τον εμπορικό, νομισματικό, τεχνολογικό και συνολικότερο γεωπολιτικό πόλεμο με όλο τον υπόλοιπο κόσμο και κυριότερα με τις «αναδυόμενες» οικονομίες και την Κίνα. Μερικοί μόνο από τους δεκάδες τέτοιους αμερικάνικους νόμους και αποφάσεις είναι: ενίσχυση με 280 δισ. δολάρια της παραγωγής ημιαγωγών (Chips and Science Act), απαγόρευση της χρήσης του κινέζικου Tik Tok σε κρατικές υπηρεσίες, απαγόρευση της εισαγωγής και πώλησης τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού επικοινωνίας των κινέζικων εταιριών Huawei και ZTE. Είναι ξεκάθαρο πως συνολικά η αμερικάνικη αστική τάξη έχει στραφεί προς τέτοιες πολιτικές και όχι μόνο κάποια τμήματά της.

Η κατάσταση της αμερικάνικης οικονομίας κινδυνεύει να την οδηγήσει σε πτώση από τη θέση της ισχυρότερης οικονομίας του πλανήτη. Πέρα από το τεράστιο συνολικό χρέος των ΗΠΑ, [1] πλέον αυτές αντιπροσώπευαν το 2021 «μόλις» το 24% του παγκόσμιου ΑΕΠ (από 39% το 1960), ενώ η Κίνα 18% (από 4%). Η αμερικάνικη οικονομία είναι φορτωμένη με χρηματοπιστωτικούς τίτλους-σκουπίδια, ενώ οι χρεωκοπίες επιχειρήσεων και οι καταρρεύσεις αγορών (όπως πρόσφατα των κρυπτονομισμάτων) έχουν σημαντικές επιπτώσεις πάνω της. Ο πληθωρισμός διατηρείται σε επίπεδα 7-8% τους τελευταίους μήνες και οι αυξήσεις επιτοκίων της Fed (Oμοσπονδιακή Τράπεζα), στο όνομα της καταπολέμησής του, μόνο φέρνουν πιο κοντά μια νέα ύφεση, που ίσως αποδειχθεί ιδιαίτερα ισχυρή (όχι μόνο στις ΗΠΑ αλλά για όλη την παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία).

Όλη αυτή η κατάσταση επιτάσσει, πράγματι, στα αμερικάνικα αστικά επιτελεία μια στροφή προς την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής. Αποτελούν όμως λύση οι πολιτικές του προστατευτισμού;

Διάλυση της «παγκοσμιοποίησης» και «ξαναζέσταμα» της (αποτυχημένης) συνταγής του προστατευτισμού

Η αποτυχημένη διαχείριση από τις αστικές κυβερνήσεις και συνολικά τους δυτικούς ιμπεριαλιστές της κρίσης του 2008 ανέδειξε την πλήρη χρεωκοπία των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και της «παγκοσμιοποίησης». Το ίδιο επιβεβαιώθηκε, ακόμα πιο ξεκάθαρα, από την ύφεση του 2020 και όλες τις εξελίξεις από τότε. Στα ερείπια της «παγκοσμιοποίησης», τα τελευταία 10-12 χρόνια εφαρμόζονται οι ακριβώς αντίθετες πολιτικές, μέτρα προστατευτισμού και γενικά οικονομικού εθνικισμού. [2] Ουσιαστικά πρόκειται για πολιτικές που αντί να προωθούν τη διεθνοποίηση του κεφαλαίου / των παραγωγικών δυνάμεων (ή να συμβαδίζουν με αυτές) και την άρση ή αποδυνάμωση των εμπορικών δασμών και περιορισμών (δηλ. περιορισμών στη διεθνή κίνηση κεφαλαίων και εμπορευμάτων), υψώνουν εμπόδια (πρόσθετοι φόροι, ειδικές ρήτρες κ.ά.) στο διεθνές εμπόριο μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών. Έτσι αυτές οι πολιτικές προσπαθούν να ενισχύσουν την εκάστοτε εγχώρια παραγωγή.

Σε αυτή την οικονομική πολιτική ή στις συνέπειες της κρίσης της «παγκοσμιοποίησης», της τάσης κατακερματισμού της παγκόσμιας οικονομίας, εντάσσονται π.χ. η αποδυνάμωση, αδρανοποίηση ή παράλυση των οργάνων της «παγκοσμιοποίησης» (π.χ. ΠΟΕ) καταρχήν από τους ίδιους τους δυτικούς ιμπεριαλιστές, [3] το Brexit και η αποσύνθεση της ΕΕ, η διαχείριση της υγειονομικής κρίσης, η πολεμική σύγκρουση στην Ουκρανία, [4] οι δυτικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας και τα «αντίμετρα» της Ρωσίας – και φυσικά μέτρα αντίστοιχα του IRA. Ενδεικτικά: η Γερμανία πριν από μερικούς μήνες προετοίμασε πακέτο επιδοτήσεων ύψους 200 δισ. ευρώ στην οικονομία της, η Κίνα επεξεργάζεται ένα αντίστοιχο ύψους άνω του 1 τρισ. γιουάν (143 δισ. δολάρια) στη βιομηχανία ημιαγωγών της κ.ά.

Οι πολιτικές αυτές ήδη οδηγούνται σε αποτυχία, με την έννοια ότι παροξύνουν τη συνολική κρίση της παγκόσμιας οικονομίας. Ενισχύουν τις αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος και ειδικότερα αυτή μεταξύ «διεθνούς ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων – περιορισμός τους στα εθνικά σύνορα των αστικών κρατών». Εντείνουν την οικονομική κρίση, την στασιμότητα και τον πληθωρισμό, γιγαντώνουν τους ανταγωνισμούς, δημιουργούν μεγαλύτερη γεωπολιτική αστάθεια και χάος, εκρήξεις, σπασμούς. Προετοιμάζοντας έτσι μια νέα Μεγάλη Ύφεση και τροφοδοτώντας την πορεία προς έναν καταστροφικό Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο (αλλά και τη δυναμική των κοινωνικών εκρήξεων και εξεγέρσεων).

Η αποτυχία τους οφείλεται κυρίως στους εξής λόγους:

1) Στην περίοδο της μεγαλύτερης διεθνοποίησης των παραγωγικών δυνάμεων στην ιστορία του καπιταλισμού, με τις εθνικές οικονομίες και κεφάλαια να έχουν αναπτύξει τεράστιους (ποσοτικά και ποιοτικά) δεσμούς αλληλεξάρτησης, αυτοί κόβονται με διοικητικές αποφάσεις. Πρόκειται για τεράστια ή και ιστορική οπισθοδρόμηση, με ανυπολόγιστο τίμημα (έκρηξη των ανισοτήτων, της φτώχειας και εξαθλίωσης κ.ά.) που καλούνται να πληρώσουν οι εργαζόμενοι και τα φτωχά λαϊκά στρώματα.

2) Μια αστική τάξη που έχει μάθει για δεκαετίες να κερδίζει κυρίως μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος και που γενικότερα έχει στραφεί στην κερδοσκοπία και τον παρασιτισμό, είναι εξαιρετικά δύσκολο να αλλάξει πορεία «με το ζόρι» προς την αναγέννηση της βιομηχανικής παραγωγής. Ιδιαίτερα όταν αυτό γίνεται στη σημερινή περίοδο της ιστορικής παρακμής του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, μετά από μισό περίπου αιώνα μακρού κύματος κάμψης και τέσσερις δεκαετίες νεοφιλελευθερισμού. Θα μπορούσαμε να πούμε πως η αστική τάξη σήμερα έχει γαλουχηθεί, έχει αναπτύξει μια τέτοια κοινωνική συμπεριφορά και ψυχολογία και δεν είναι απλά εύκολο να «ξεμάθει». Δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι το μεγαλύτερο μέρος από αυτές τις επιδοτήσεις δεν θα αξιοποιηθεί σε παραγωγικές επενδύσεις και ότι τελικά θα τροφοδοτήσει ένα νέο κύμα κερδοσκοπίας, ανακυκλώνοντας και ενισχύοντας εν τέλει και την κρίση και αποδυνάμωση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού.

 

IRA: απειλή οικονομικού σχίσματος στη «Δύση»;

Βασική στόχευση των ΗΠΑ, μέσω του IRA, είναι να χτυπήσουν τις «αναδυόμενες» οικονομίες σε συγκεκριμένους βιομηχανικούς κλάδους. [5] Δεύτερον –και ίσως κυριότερο –να χτυπήσουν τους ευρωπαίους «συμμάχους» τους, ταράζοντας τις «ισορροπίες» εντός του δυτικού στρατοπέδου. Ήδη ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν, Ντομπρόβσκις δήλωσε πως το IRA «μπορεί να αποτελέσει μεροληπτική μεταχείριση κατά των ευρωπαϊκών αυτοκινητοβιομηχανιών, των ευρωπαϊκών βιομηχανιών μπαταριών, των ευρωπαϊκών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και των ευρωπαϊκών βιομηχανιών εντάσεως ενέργειας». Ο Μακρόν έχει ήδη αντιδράσει επίσης.

Φυσικά, οι ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές βλέπουν ότι το IRA θα εντείνει την αποβιομηχάνιση της ΕΕ, αφού μαζικά βιομηχανίες θα μεταφέρουν την παραγωγή τους στις ΗΠΑ (ήδη πολλές την έχουν μεταφέρει στην Κίνα και συνεχίζουν να το κάνουν, π.χ. γερμανικές χημικές βιομηχανίες), επειδή εκεί θα έχουν λιγότερα έξοδα (επιδοτήσεις, φτηνότερη ενέργεια και πρώτες ύλες κ.ά.). Ήδη οι πιο ενεργοβόρες βιομηχανίες (αλουμίνιου, λιπασμάτων κ.ά.) μεταφέρονται ή κλείνουν, ενώ το 25% του κλάδου των χημικών και το 16% των αυτοκινητοβιομηχανιών μειώνουν την παραγωγή τους. Η ΕΕ είναι επίσης αδύναμη στη διασφάλιση βασικών ορυκτών που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή ηλεκτρικών οχημάτων και μπαταριών για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (βωξίτης, νικέλιο, λίθιο). Το τελευταίο διάστημα, μάλιστα, αρκετοί ευρωπαϊκοί βιομηχανικοί κολοσσοί αποκάλυψαν σχέδια για επενδύσεις στις ΗΠΑ και όχι στην Ευρώπη.

Από όλα αυτά απορρέει μια τάση: παρά τη σύγκλιση των ΗΠΑ-ΕΕ στο «Ουκρανικό» (πλήρης στρατιωτική υποταγή της ΕΕ στο ΝΑΤΟ κ.λπ.), παρατηρείται σημαντική απόκλιση –ως και εχθρότητα– στο οικονομικό πεδίο. Η υποταγή στα οικονομικά συμφέροντα των ΗΠΑ σημαίνει την επικύρωση μιας ιστορικής υποβάθμισης (ίσως και καταστροφής) των γάλλων και γερμανών ιμπεριαλιστών – δεν μιλάμε βέβαια για τις πιο αδύναμες ή διαλυμένες περιπτώσεις, όπως ο ελληνικός καπιταλισμός. Είναι άραγε δυνατό αυτό το οικονομικό σχίσμα να προκαλέσει πιο μόνιμα και βαθιά ρήγματα στο δυτικό ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο; Μένει να το δούμε.

Σε κάθε περίπτωση, οι πολιτικές του προστατευτισμού είναι εντελώς αμφίβολο (και μάλλον απίθανο – το πρόβλημα έχει ξεφύγει από το οικονομικό επίπεδο, έχει τεθεί στο πολιτικό και στρατιωτικό/πολεμικό επίπεδο) αν πλέον μπορούν να αντιστρέψουν τη διαμορφωμένη κυρίαρχη τάση, την ενίσχυση των «αναδυόμενων» οικονομιών σε βάρος των δυτικών ιμπεριαλιστών. Κυρίως όμως αυτό που έχει σημασία είναι οι τεράστιοι κίνδυνοι για την εργατική τάξη και τους λαούς.

Σημειώσεις

[1] Μόνο το δημόσιο χρέος είναι στα 30,4 τρισ. δολάρια, δηλ. 133% ΑΕΠ. Επίσης είναι πάρα πολύ μεγάλο το ιδιωτικό χρέος (επιχειρήσεις, νοικοκυριά).

[2] Στην πολιτική οικονομία είναι γνωστές ως πολιτικές νεομερκαντιλισμού, καθώς ανάλογες πολιτικές εφαρμόζονταν την ιστορική περίοδο του μερκαντιλισμού («εμποροκρατία», περίοδος όπου κυριαρχούσε ιδιαίτερα η εμπορική μορφή του κεφαλαίου, 17ος-18ος αιώνας).

[3] Αντίθετα, η Κίνα, λόγω της μεγάλης οικονομικής ισχυροποίησής της, εμφανίζεται ως οπαδός μιας νέας «παγκοσμιοποίησης» και αντίπαλος των δασμών κ.λπ.

[4] Σύμφωνα με το ΔΝΤ, περίπου 30 χώρες προχώρησαν, μετά την εισβολή στην Ουκρανία, σε περιορισμούς στο εμπόριο ενεργειακών προϊόντων, τροφίμων και άλλων πρώτων υλών.

[5] Είναι οι κλάδοι που συνδέονται με την λεγόμενη «4η Βιομηχανική Επανάσταση» (αν και ο όρος είναι ασαφής, παραπλανητικός ή λανθασμένος ή χρησιμοποιείται με σκοπιμότητα από τα αστικά επιτελεία): αυτοματισμοί, νανοτεχνολογίες, τεχνητή νοημοσύνη, δεδομένα κ.ά.