Μανόλης Λαμπρίδης: Η συνεισφορά του στην αισθητική θεωρία (20 χρόνια από τον θάνατό του)

του Δημήτρη Κατσορίδα
Το πραγματικό όνομα του Μ. Λαμπρίδη ήταν Μανώλης Λεοντάρης και ήταν αδελφός του ποιητή Βύρωνα Λεοντάρη. Γεννήθηκε στη Σάμο το 1920 και πέθανε στην Αθήνα στις 30 Νοεμβρίου 2002 (πριν 20 χρόνια). Ο Μ. Λαμπρίδης τάχθηκε από την αρχή με το μέρος της Αριστερής Αντιπολίτευσης και ήταν μέλος, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, σε μια τροτσκιστική ομάδα. Εμφανίζεται στα ελληνικά γράμματα μετά τον πόλεμο ως δοκιμιογράφος και κριτικός ποίησης. Παρεμβαίνει έκτοτε στα λογοτεχνικά περιοδικά με δοκίμια αισθητικού και κοινωνιολογικού προβληματισμού. Τακτικότερη ήταν η συνεργασία του στα περιοδικά «Κριτική» και «Μαρξιστικό Δελτίο», καθώς και στα περιοδικά «Λογοτέχνης» και «Εφημερίδα των Ποιητών». Συμμετείχε στην έκδοση του περιοδικού «Μαρτυρίες» (1962-1966) και τη μεταπολιτευτική συνέχειά του, το περιοδικό «Σημειώσεις». Κριτικός με ισχυρή θεωρητική κατάρτιση και αναφορές στην πολιτική σκέψη του Τρότσκι, του Λούκατς και του Καστοριάδη, ανανέωσε, με την κριτική του παρέμβαση, το πεδίο της αισθητικής θεωρίας.
Το άρθρο του, «Il gran rifiuto. Καβάφης-Βάρναλης-Καρυωτάκης και η παρακμή», που δημοσιεύτηκε στην «Επιθεώρηση Τέχνης», τον Ιούλιο του 1955 (τεύχος 7), αποτέλεσε την αφετηρία για την έναρξη μιας συζήτησης, στο πλαίσιο της αριστερής λογοτεχνικής κριτικής. Μαζί με το άρθρο του, «Η αντικειμενικότητα του έργου τέχνης», πάλι στην «Επιθεώρηση Τέχνης» (τεύχος 20, Αύγουστος 1955), έθετε εκ νέου τις ερωτήσεις για τις έννοιες και τα μεθοδολογικά εργαλεία για την κριτική αποτίμηση του αισθητικού προϊόντος σε αντιπαράθεση με την παραδοσιακή μαρξιστική προσέγγιση. Προβαίνοντας σε μια εις βάθος κριτική σε αντιλήψεις που υπάρχουν στο περιοδικό σχετικά με την «ποίηση της παρακμής» και ειδικότερα για την ποίηση του Καβάφη και του Καρυωτάκη που θεωρούνται σαν ποιητές της παρακμάζουσας άρχουσας τάξης, ο Μ. Λαμπρίδης υπερασπίζεται τη διαταξικότητα και τη σχετική αυτονομία του έργου τέχνης, θέτοντας ουσιαστικά σε αμφισβήτηση τις κυρίαρχες σταλινικές απόψεις του σοσιαλιστικού ρεαλισμού που θεωρεί πως η τέχνη θα πρέπει να προσαρμόζεται στην πολιτική και πως το εποικοδόμημα ανάγεται στην οικονομική βάση.
Ο Λαμπρίδης, επηρεασμένος από τις απόψεις του Τρότσκι ότι η επιστήμη και η τέχνη, από την ίδια τους τη φύση, δεν μπορούν να ανεχθούν καμία διεύθυνση και πως η καλλιτεχνική δημιουργία υπακούει στους δικούς της νόμους, δηλαδή στους νόμους της τέχνης, γνωρίζει πως είναι παρερμηνεία του μαρξισμού η υποτίμηση της σπουδαιότητας της αυτονομίας του εποικοδομήματος για την εξέλιξη των κοινωνιών και γι’ αυτό υπερασπίζεται με σθένος την αισθητική αυτονόμηση του έργου τέχνης.
Λαμβάνοντας αυτά υπόψη, μπορούμε να κατανοήσουμε την ανεξαρτησία ενός έργου τέχνης από άλλους παράγοντες, όπως είναι για παράδειγμα η συνείδηση του δημιουργού του ή οι αιτίες της δημιουργίας του έργου κ.λπ., παρ’ ότι ένα έργο τέχνης είναι προέκταση του πραγματικού κόσμου μέσα από τα μάτια του δημιουργού του και άρα υπέρβαση της αποξένωσης του δημιουργού του. Όμως, ενώ το αισθητικό μέρος είναι το πρωταρχικό στοιχείο για την επιτυχία ενός έργου τέχνης, εντούτοις μπορεί εν δυνάμει να λειτουργήσει και ως μέσο αφύπνισης συνειδήσεων.
Τέλος, αποτιμώντας την συνεισφορά του Μ. Λαμπρίδη, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι υπήρξε από τους σπουδαιότερους δοκιμιογράφους, «παραμένοντας μόνιμα ετερόδοξος». Μέσα από τη συγγραφική του παρέμβαση, ανανέωσε την αισθητική θεωρία και άνοιξε νέους ορίζοντες στα θέματα αυτά, καθώς επίσης της λογοτεχνικής κριτικής, της κουλτούρας, της ιδεολογίας και της πολιτικής φιλοσοφίας, ερχόμενος σε ρήξη με την μέχρι τότε σταλινική ορθοδοξία και τις αντιλήψεις του σοσιαλιστικού ρεαλισμού στη τέχνη, ανοίγοντας «νέους ορίζοντες με νέες δυνατότητες για την εγχώρια μαρξιστική αισθητική θεωρία».