Ακρίβεια: Ραγδαία φτωχοποίηση εργαζομένων και φτωχών λαϊκών στρωμάτων

Αναδημοσίευση από την Εργατική Πάλη Σεπτεμβρίου

 

Σ’ ένα από τα ζωτικότερα προβλήματα της εποχής έχει εξελιχθεί η εκτίναξη των τιμών. Πάνω από 8 στους 10 (84,2%) σκέφτονται για το πώς θα τα βγάλουν πέρα με την ακρίβεια, την μεγαλύτερη μακράν κοινωνική ανησυχία, σύμφωνα με την δημοσκόπηση της Μarc. Οι φόβοι για έναν «μαύρο χειμώνα» είναι απολύτως βάσιμοι, αν δει κανείς πως οι τιμές στο ρεύμα ξεπερνούν το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, με την ντόπια ελίτ και το πολιτικό τους προσωπικό να προειδοποιούν ότι «θα ζήσουμε δύσκολα».

Ο πληθωρισμός για τον Αύγουστο έφτασε στο 11,1% σε σχέση με τον ίδιο μήνα του προηγούμενου έτους σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat. Η μείωσή του κατά 0,5% σε σχέση με τον Ιούνιο δεν πρέπει να καθησυχάζει κανέναν: ήταν συγκυριακή, κυρίως λόγω των καλοκαιρινών εκπτώσεων στα εμπορικά καταστήματα. Αντιθέτως, η αύξηση στα βασικά αγαθά (που πλήττει τα πιο φτωχά κομμάτια της κοινωνίας) είναι ασταμάτητη, ξεπερνώντας το 30% το τελευταίο τετράμηνο (άλευρα, κρεατικά, φρούτα, λαχανικά, γάλα κ.ά.). Ιδιαίτερα μετά το πέρας του καλοκαιριού, 40 κατηγορίες προϊόντων ευρείας κατανάλωσης θα υποστούν νέες ανατιμήσεις, από 10 έως 15%! Η ισχνή αύξηση του κατώτατου μισθού δεν σταματάει την καταβαράθρωση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών, έχοντας μειωθεί κατά 18% για τον κατώτατο μισθό (περίπου 10% για τον μέσο μισθό), η δεύτερη πιο μικρή αγοραστική δύναμη στην ΕΕ, σύμφωνα με το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ.

Η ενέργεια είναι η μεγαλύτερη πληγή για το λαϊκό εισόδημα. Το φυσικό αέριο έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο (+178,9% σε σχέση με πέρυσι), μετά την επιβολή κυρώσεων προς την Ρωσία και την εμμονική στήριξη της κυβέρνησης Μητσοτάκη στους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ. Η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος ανεβαίνει με μαυραγορίτικους ρυθμούς, ξεφεύγοντας κατά πολύ από τις συνέπειες του πολέμου. Το κύριο πρόβλημα βρίσκεται αλλού: στις ιδιωτικοποιήσεις, στο ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, στην κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού και των πιο παρασιτικών κομματιών της αστικής τάξης, σύμφυτη με την λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος. Αφού οι νεοφιλελεύθεροι όλων των αποχρώσεων (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ), διέλυσαν και κομμάτιασαν τη ΔΕΗ έναντι πινακίου φακής, αφού έκλεισαν κακήν κακώς τις λιγνιτικές παραγωγικές μονάδες χωρίς ένα ολοκληρωμένο σχέδιο αντικατάστασής τους, λειτουργώντας άλλες ηλεκτροπαραγωγικές δομές με την μισή παραγωγικότητα (όπως τα υδροηλεκτρικά εργοστάσια), αφήνουν τώρα την «ελεύθερη αγορά» να ρυθμίζει τις τιμές ρεύματος. Το διαβόητο Χρηματιστήριο Ενέργειας έχει γίνει το κέντρο των υπερκερδών για τους παρόχους, καθορίζοντας τις τιμές στα τιμολόγια αποκλειστικά από εκεί, χωρίς να μπαίνει κανένα όριο. Η τιμή του ρεύματος διαμορφώνεται από την «επάρκεια ισχύος», για το κατά πόσο δηλαδή μια χώρα είναι επαρκής σε παραγωγή ρεύματος. Τα αρπακτικά του ελληνικού καπιταλισμού (που η Ελλάδα σημειωτέον έχει μια από τις πιο ακριβές τιμές ρεύματος ανά κιλοβατώρα στην Ευρώπη), πατώντας σε μια αδυνατισμένη παραγωγική βάση λόγω των ιδιωτικοποιήσεων, χειροτερεύουν το πρόβλημα, αντλώντας παρασιτικό κέρδος, αυξάνοντας εξωφρενικά τα τιμολόγια ρεύματος. Η κυβέρνηση «επιδοκιμάζει» αυτόν τον παρασιτισμό, επιδοτώντας τα τιμολόγια του ρεύματος, μην τυχόν οι Μυτιληναίος και Σια χάσουν ευρώ απ’ τα δισεκατομμύρια που έχουν κερδίσει μέσα στην κρίση. Η κατάργηση της ρήτρας αναπροσαρμογής απλώς κάνει τους παρόχους να μεταφέρουν τα κόστη από την ρήτρα αναπροσαρμογής στην τιμή της κιλοβατώρας, με την ΔΕΗ να έχει ανακοινώσει αύξηση 62% από αρχές Σεπτέμβρη. Συνολικά, η χρέωση στα τιμολόγια θα είναι παραπάνω σε σχέση με ό,τι ίσχυε πριν καταργηθεί η ρήτρα.

Η στέγαση είναι κι αυτή αυξημένη σε δυσθεώρητα επίπεδα, έχοντας ετήσια αύξηση 30,9% σε νέες ενοικιάσεις. Μέσα στο κύμα αυξήσεων τα τελευταία 4 χρόνια, έχει γίνει απαγορευτική η ενοικίαση στο αστικά κέντρα, ιδιαίτερα για τους εργαζόμενους και τους φοιτητές, δημιουργώντας ένα άλυτο στεγαστικό πρόβλημα, που μπορεί να λυθεί μονάχα με κρατική παρέμβαση (νέες εργατικές κατοικίες, φοιτητικές εστίες, παύση πληρωμών ενοικίων κ.ά.).

Σ’ αυτό το κύμα πληθωρισμού, ο ελληνικός καπιταλισμός στέκεται ανήμπορος στο να χαράξει ένα σχέδιο αντιμετώπισης και ανακούφισης. Τα μέτρα αφορούν πάντα την «πολιτική πτωχοκομείου»: έκτακτα επιδόματα, ίσα-ίσα για να μην μηδενιστεί απότομα η κατανάλωση, χωρίς να εξασφαλίζονται σταθερές θέσεις εργασίας και εισόδημα ή γενικά κάποιου είδους «κοινωνικής ευημερίας». Όσο βαθαίνει η δομική κρίση, αυτές οι «κρατικές ενισχύσεις»-ψίχουλα, αφορούν αυτούς που βρίσκονται σε κατάσταση ακραίας φτώχειας. Ό,τι δίνεται είναι ένα πολύ μικρό κομμάτι απ’ ό,τι έχουν πάρει από εργαζόμενους και φτωχά λαϊκά στρώματα το τελευταίο διάστημα μέσω της ακρίβειας. Είναι ενδεικτικό πως οι δύο μεγάλες εταιρείες διύλισης στην χώρα, τα ΕΛ.ΠΕ. και η Motor Oil, έχουν δει να δεκαπλασιάζονται και να πενταπλασιάζονται τα κέρδη τους αντίστοιχα! Από την άλλη, η κλίκα του Μητσοτάκη πανηγυρίζει που έχει υπερβεί τους στόχους των εσόδων στα δημοσιονομικά, παραλείποντας ότι έγινε από μια έμμεση κλεψιά των εργαζομένων και φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Μιλώντας ενδεικτικά μόνο για τα έσοδα από τον ΦΠΑ, αυτά ήρθαν αυξημένα κατά 1,1 δισ.

Το ζωτικό θέμα των ανατιμήσεων δεν μπορεί να λυθεί με τις πολιτικές που το γιγάντωσαν. Έπειτα από την εφαρμογή 12 χρόνων μνημονίων και μια οριζόντια μείωση μισθών και συντάξεων, τώρα έρχεται και το χτύπημα του πληθωρισμού, εξαθλιώνοντας περαιτέρω μεγαλύτερα κομμάτια της κοινωνίας. Οι ιδιωτικοποιήσεις δεν «άφησαν χώρο στο κεφάλαιο επενδύσεις», αντίθετα άνοιξαν την όρεξη σε απατεώνες και καπιταλιστές-αρπακτικά να «εθνικοποιούν» την ζημιά και να παίρνουν αυτοί τα κέρδη, παραγκωνίζοντας υποδομές και φορτώνοντας ληστρικές αυξήσεις τιμών στις πλάτες μας. Το ζήτημα των εθνικοποιήσεων σε τομείς-κλειδιά της οικονομίας και μάλιστα υπό εργατικό έλεγχο, γίνεται επιτακτική ανάγκη. Μαζί με το πλαφόν τιμών στα βασικά αγαθά και την αυτόματη τριμηνιαία προσαρμογή των μισθών, είναι απαραίτητα για να ζήσουμε με αξιοπρέπεια. Αυτά τα μέτρα σωτηρίας δεν πρόκειται να παρθούν από μια κυβέρνηση που είναι ταυτόσημη με τον παρασιτισμό, την σήψη και τη διαφθορά. Πρέπει να δοθεί μια ανυποχώρητη μάχη απέναντι σ’ αυτά που μας κλέβουν.