Δυτικά Βαλκάνια: Θα γίνει η πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης το νέο θέατρο της μεγάλης σύγκρουσης; 

Από την Εργατική πάλη Ιουλίου-Αυγούστου

 

Την ώρα που ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται (πιθανό πρώτο επεισόδιο ενός παγκοσμίου πολέμου), σε όλον τον πλανήτη, από τη Νοτιοανατολική Ασία μέχρι τη Λατινική Αμερική, οι διάφορες διακρατικές και ενδοϊμπεριαλιστικές αντιπαραθέσεις θέτουν υποψηφιότητα για να αποτελέσουν αυτές τη δεύτερη πράξη του δράματος. 

Στα Βαλκάνια, και τώρα όπως και πάντα, μια μεγάλη σύγκρουση κυοφορείται ακολουθώντας τις βασικές τάσεις της σύγκρουσης ανάμεσα σε δυτικούς και ανατολικούς ιμπεριαλιστές, παρουσιάζοντας όμως και σημαντικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. 

Παρόλο που η Δυτική επιρροή στη χερσόνησο είναι πια πολύ ισχυρότερη απ’ ότι παλιότερα (η μόνη χώρα που διατηρεί προνομιακές σχέσεις με τη Ρωσία είναι η Σερβία — άλλωστε και η μόνη πανευρωπαϊκά που δεν της επέβαλε κυρώσεις), το τοπίο είναι πολύ πιο σύνθετο. Μπορεί η πρωτοφανής κίνηση Βουλγαρίας, Βόρειας Μακεδονίας και Μαυροβουνίου να εμπόδισαν τη μετάβαση Λαβρόφ στο Βελιγράδι να εκπέμψει ένα μήνυμα ενιαίας στάσης των Βαλκανικών χωρών (πλην Σερβίας), ωστόσο μια πιο προσεχτική ματιά στις σχέσεις μεταξύ αυτών των χωρών αλλά και στο εσωτερικό τους, αναδεικνύει μια πολύ πιο δαιδαλώδη εικόνα. 

Πρώτα απ’ όλα, το ζήτημα της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, αποτελεί μια ωρολογιακή βόμβα στην καρδιά των Βαλκανίων. Μία βόμβα που τοποθέτησαν οι ίδιοι οι Δυτικοί ιμπεριαλιστές πριν 30 χρόνια όταν διαμέλισαν τη Γιουγκοσλαβία και ώθησαν στον πόλεμο της Βοσνίας, για να σημάνουν αργότερα τη λήξη του με τις Συμφωνίες του Ντέιτον, στις οποίες προβλεπόταν το νέο κράτος της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης να αποτελείται πρακτικά από 3 εθνότητες (Σέρβους, Κροάτες, και Μουσουλμάνους Βόσνιους). Μία πραγματική εγγύηση ότι με την πρώτη ευκαιρία ή όταν «χρειαστεί», οι κουκουλωμένοι εθνικισμοί και τα εθνικά μίση θα ξαναφουντώσουν. Εδώ και ένα χρόνο η ηγεσία της Σερβικής Δημοκρατίας (της μίας από τις τρεις εθνικές οντότητες στη Βοσνία), έχει δηλώσει την πρόθεσή της να βαδίσει προς τον κρατικό αποχωρισμό από τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη (προφανώς για να ενσωματωθεί με τον έναν ή άλλο τρόπο μεσοπρόθεσμα με τη Σερβία). Το ζήτημα αυτό εξακολουθεί να βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη και είναι δεδομένο ότι η πολιτισμένη Δύση θα υπερασπιστεί αυτή τη φορά «την εθνική κυριαρχία και τη μη αλλαγή συνόρων», παρόλο που σε πολλές παρόμοιες περιπτώσεις έχει υποστηρίξει (όχι με τα λόγια αλλά με τις βόμβες) το «δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεση» (αρκεί βέβαια αυτά τα έθνη ή εθνότητες να είναι πρόθυμα να παίξουν το δικό τους παιχνίδι, όπως στην περίπτωση του Κοσόβου). 

Δεύτερο πεδίο αντιπαράθεσης αποτελεί ο ανταγωνισμός μεταξύ Σερβίας και Κοσόβου. Ο πόλεμος μπορεί να έληξε τυπικά το 1999, ωστόσο ένας χαμηλής έντασης πόλεμος δεν σταμάτησε ποτέ. Η μετατροπή του Κοσόβου ακόμη περισσότερο σε προτεκτοράτο των ΗΠΑ – ΝΑΤΟ, η αναβάθμιση της Αλβανίας από τους Αμερικάνους με νέες βάσεις που ετοιμάζονται στη χώρα, σε συνδυασμό με την απόλυτη ανάγκη της Ρωσίας να μην αφήσει να στραγγαλιστεί η επιρροή της στη Βαλκανική, αποτελούν τις ικανές και αναγκαίες συνθήκες για να προκαλέσουν μία νέα, πολύ πιο γενικευμένη σύγκρουση αυτήν τη φορά, στην περιοχή. 

Το τρίτο πεδίο αντιπαράθεσης είναι η περιβόητη ένταξη των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ (Αλβανία, Βόρεια Μακεδονία, Μαυροβούνιο, Σερβία). Μια ιστορία που έχει ένα 20ετές παρελθόν. Στη διαχρονικά αρνητική στάση της Γαλλίας για ένταξη αυτών των χωρών (θεωρεί ότι η πολύ μεγαλύτερη διείσδυση της Γερμανίας στη Βαλκανική θα δυσχέραινε πολύ σε βάρος της τους συσχετισμούς εντός της Ένωσης), έρχονται να προστεθούν νέα προβλήματα. Η Βουλγαρία εδώ και ενάμιση χρόνο έχει θέσει βέτο στην ένταξη της Β. Μακεδονίας, απαιτώντας να αναγνωριστεί στην επικράτεια της τελευταίας, βουλγάρικη μειονότητα καθώς και να μην αναγνωρίζεται σαν «μακεδονική» η επίσημη γλώσσα αλλά, σαν διάλεκτος της βουλγαρικής. Το ρόλο του διαμεσολαβητή ανέλαβε να παίξει η Γαλλία, η οποία μέσω του προέδρου Μακρόν κατέθεσε μια πρόταση για την άρση του βέτο, η οποία όμως ενσωματώνει σχεδόν όλες τις αξιώσεις της Βουλγαρίας. Η τελευταία πράγματι ήρε το βέτο, τη στιγμή όμως που δοκιμάζεται από μια σοβαρή πολιτική κρίση (για ακόμη μια φορά τα τελευταία χρόνια), που οδήγησε στην πρόσφατη πτώση της κυβέρνησης μετά από πρόταση μομφής στο κοινοβούλιο. Παράλληλα, στη Β. Μακεδονία, έχουν ξεκινήσει μεγάλες διαδηλώσεις, με κυρίαρχο το ρόλο του VMRO (το βασικό κόμμα της αντιπολίτευσης) ενάντια στην πολιτική της Βουλγαρίας και στην πρόταση Μακρόν. Το φιάσκο ολοκληρώθηκε στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής, όπου για μια ακόμη φορά δεν καθορίστηκε συγκεκριμένο πλαίσιο για τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις Β. Μακεδονίας και Αλβανίας. Έχει δημιουργηθεί με αυτόν τον τρόπο, ένα ιδιότυπο μπλοκ «συμμάχων» (Αλβανία, Β. Μακεδονία και εν μέρει Σερβία και Μαυροβούνιο) μέσα σε ένα όλο και πιο δυσανάγνωστο και θολό τοπίο, ενώ και οι λαοί αυτών των χωρών, όπως φαίνεται και από τις πρόσφατες διαδηλώσεις αλλά και το προ 5ετίας δημοψήφισμα στην Β. Μακεδονία, δεν θαμπώνονται πια και τόσο πολύ από τα αμφίβολης ποιότητας «καθρεφτάκια», που τους υπόσχονται οι ιμπεριαλιστές. 

Μία εποχή πολέμου όπως η σημερινή, φέρνει στην επιφάνεια όλα τα μικρά ή μεγάλα ζητήματα προς επίλυση των διάφορων ιμπεριαλιστικών, εξαρτημένων, ή περιφερειακών αστικών τάξεων. Οι λαοί και οι εργαζόμενοι των Βαλκανίων το γνωρίζουν, και το έχουν πληρώσει με δύο Βαλκανικούς και δύο Παγκοσμίους Πολέμους, με τον πόλεμο διαμελισμού της Γιουγκοσλαβίας, με την ιμπεριαλιστική επέμβαση των ΗΠΑ, με φτώχεια, μετανάστευση και οπισθοδρόμηση. Ας μην επιτρέψουμε να ξανανοίξουν οι πληγές στην περιοχή μας και αναλάβουν οι ίδιες αυτές κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις να τη βυθίσουν στο χάος. Να βαδίσουμε τον δρόμο της ανεξάρτητης, μαχητικής, διεθνιστικής εμφάνισης στο προσκήνιο του εργατικού κινήματος, μόνη εγγύηση για την εξομάλυνση των σχέσεων των λαών, στο Δρόμο για τα Σοσιαλιστικά Βαλκάνια.