Πακιστάν: Ανατροπή κυβέρνησης Ιμραν Χαν

Από την Εργατική Πάλη Μάη

 

Το Πακιστάν, χώρα κλειδί στην Κεντρική Ασία βρίσκεται σήμερα στην καρδιά των τεράστιων γεωπολιτικών μετασχηματισμών που φέρνει ο κινέζικος «Δρόμος του Μεταξιού». Οι διμερής σχέσεις Κίνας-Πακιστάν από το 2013 έχουν αποκτήσει στρατηγικό χαρακτήρα ιστορικής σημασίας μέσω του λεγόμενου “Οικονομικού Διάδρομου Κίνας-Πακιστάν” (CPEC) για την κατασκευή έργων υποδομής στο Πακιστάν αρχικά 47 δις δολ ενώ η ανανέωση της το 2020 ξεπερνάει τα 62 δις δολάρια. Το CPEC αναβαθμίζει τις υποδομές του Πακιστάν με την κατασκευή σύγχρονων δικτύων μεταφορών και πολυάριθμων ενεργειακών έργων δημιουργώντας ένα τεράστιο οδικό (αυτοκινητόδρομος Καράτσι-Λαχόρη 1100 χλμ κ.α) και σιδηροδρομικό δίκτυο  (αναβάθμιση γραμμής Καράτσι-Πεσαβάρ 1,687 χλμ) που συνδέουν το βόρειο Πακιστάν και την Δυτική Κίνα με τους θαλάσσιους λιμένες του Γκουαντάρ και του Καράτσι όπου τα κινέζικα εμπορεύματα μεταφέρονται σε Αφρική, Μέση Ανατολή και Ευρώπη. Ταυτόχρονα σχεδιάζει την ενεργειακή του αυτονομία με περαιτέρω ανάπτυξη της πυρηνικής ενέργειας (καλύπτει ήδη το 7,5% των αναγκών του) και κατασκευή 32 νέων πυρηνικών σταθμών μέχρι το 2050 συνολικης ισχύς 40.000 MW. Με δημιουργία 2,3 εκατ θέσεων εργασίας μεταξύ 2015 και 2030 και προσθήκη 2,5 ποσοστιαίες μονάδες στο ετήσιο ΑΕΠ της χώρας, όχι άδικα η επίδραση του CPEC στην οικονομία του Πακιστάν έχει συγκριθεί με το αμερικάνικο Σχέδιο Μάρσαλ στην ανοικοδόμηση της μεταπολεμικής Ευρώπης.

                Το υπόβαθρο της σημερινής πολιτικής κρίσης στο Πακιστάν βρίσκεται σε αυτές τις στενές σινο-πακιστανικές σχέσεις οι οποίες ισχυροποιήθηκαν ιδιαίτερα κατά την περίοδο της πανδημίας του κορονοϊού όταν μέσω διμερών συμφωνιών το Πακιστάν εμβολίασε καθολικά τον πληθυσμό του με το κινέζικο εμβόλιο έχοντας μονάχα 30.000 θανάτους (Ελλάδα 28.800 θανάτους) σε πληθυσμό 220 εκατ, όταν η γειτονική Ινδία 1,3 δις κατοίκων ξεπέρασε το 0.5 εκατ θανάτων παρότι στο έδαφος της παράγεται το 60% των εμβολιαστικών αναγκών παγκοσμίως (Astrazeneca κ.α). Η  εκλογή του Ιμραν Χαν το 2018 υπήρξε μια είδους πολιτική ανατροπή για το καθεστώς δικομματισμού της Μουσουλμανικής Ένωσης και του Λαϊκού Κόμματος και μια σχετική απομόνωση του στρατού, ενώ σημειώθηκε σταδιακή απομάκρυνση από τις επιλογές των ΗΠΑ σε Μέση Ανατολή και Αφγανιστάν όπου στήριξε την ειρηνευτική διαδικασία, διατήρησε καλές σχέσεις με τους Ταλιμπάν, ενώ προσέγγισε το Ιράν. Σε μια προσπάθεια “ευρασιατικής ολοκλήρωσης” και μέλος της “ομάδας της Σαγκάης” – ιδιαίτερα θορυβημένη από τις εξελίξεις στο Καζακστάν – διατήρησε αναβαθμισμένες σχέσεις με τη Ρωσία. Αναμφίβολα η παρουσία του Ιμραν Χαν στη Μόσχα ακριβώς όταν ξεκινούσε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έδωσαν έναν ιδιαίτερο συμβολισμό σε αυτή την σχέση.

Η πορεία αυτή οδήγησε σε σοβαρή πολιτική αστάθεια με σύσσωμη την αντιπολίτευση να καταθέτει πρόταση μομφής (απορρίφθηκε με απόφαση του προεδρείου της Βουλής) κατά του Ιμραν Χαν ενώ 17 μέλη του κυβερνητικού συνασπισμού να παραιτούνται.  Στην συνέχεια ο Χαν κάλεσε τον Πρόεδρο Αρίφ Αλβί να διαλύσει την Βουλή, υποστηρίζοντας πως “η αντιπολίτευση συνεργάζεται με τις ΗΠΑ για την ανατροπή της κυβέρνησής του, επειδή έχει στενούς δεσμούς με τους αντιπάλους τους Ρωσία και Κίνα” και ζήτησε πρόωρες εκλογές εντός τριμήνου, σύμφωνα με τον κανονισμό. Η αντιπολίτευση χαρακτήρισε παράνομη την απόρριψη της πρότασης δυσπιστίας και προσέφυγαν στο Ανώτατο Δικαστήριο το οποίο έκρινε όλη τη διαδικασία αντισυνταγματική, αποκατέστησε τη Βουλή και διέταξε ψηφοφορία επί της πρότασης μομφής η οποία ψηφίστηκε τελικά από 174 βουλευτές σε σύνολο 342 οδηγώντας με οριακή πλειοψηφία στην αποπομπή του Ιμραν Χαν και στην συνέχεια σε συγκρότηση νέας κυβέρνησης από την αντιπολίτευση με πρωθυπουργό τον Σεχζάντ Σαρίφ της Μουσουλμανικής Ένωσης, παλιό “γνώριμο” της πολιτικής ζωής, εμπλεκόμενο στα Panama Papers για σκάνδαλα διαφθοράς με ιδιαίτερες σχέσεις με το στρατό.

Οι μεγάλες διαδηλώσεις υπερ του Ιμραν Χαν δείχνουν πως η τελική ανατροπή του δεν θα είναι πολύ εύκολη υπόθεση, όποτε και αν γίνουν οι εκλογές.

Από την γέννηση του αυταρχικό και μιλιταριστικό το κράτος του Πακιστάν στηρίζεται σε έναν τεράστιο και σύγχρονα εξοπλισμένο στρατό (διαθέτει 165 πυρηνικές κεφαλές) με στενές σχέσεις με τους αμερικάνους ιμπεριαλιστές. Διατηρεί ταυτόχρονα το συνταγματικό δικαίωμα να «ενεργεί προς βοήθεια των μη στρατιωτικών ομοσπονδιακών κυβερνήσεων όταν κληθεί να το πράξει». Δικαίωμα του οποίου κάνει χρήση για να καταστείλει το εργατικό κίνημα, και να ανατρέψει κυβερνήσεις.

Το μιλιταριστικό και αυταρχικό πακιστανικό κράτος είναι προϊόν της πολιτικής του “διαίρει και βασίλευε” των βρετανών ιμπεριαλιστών που χρησιμοποίησαν τις θρησκευτικές διαφορές των λαών μπροστά στον αντιαποικιακό αγώνα στις Βρετανικές Ινδίες ως το τελευταίο σωσσίβιο τους. Μπροστά στον φόβο να εκδιωχθούν κακείν κακώς από την Ινδία και για να μετριάσουν την δύναμη που είχε αποκτήσει το Ινδικό Εθνικό Κογκρέσο (δημιουργήθηκε το 1885 και κήρυξε την ανεξαρτησία της Ινδίας το 1930) οι βρετανοί στήριξαν το κόμμα του Μουσουλμανικού Σύνδεσμου προωθώντας την ιδέα ενός ξεχωριστού μουσουλμανικού κράτους και εν΄τέλει το 1947 διαμέλισαν την Ινδία και το Πακιστάν (σε δυτικό και ανατολικό) επιβάλλοντας τους δικούς τους όρους που το Ινδικό Εθνικό Κογκρέσο και ο Γκάντι δεν αποδέχονταν. Αποτέλεσμα αυτού του διαμελισμού ήταν ο  ο πρώτος ινδο-πακιστανικός πόλεμος του 1947, ένα τρομερό ξέσπασμα βίας μεταξύ Ινδουιστών, Σιχ και Μουσουλμάνων (το ένα τρίτο των μουσουλμάνων της Βρετανικής Ινδίας παρέμεινε στην Ινδία) που άφησε 2 εκατ νεκρούς και 14 εκατ εκτοπισμένους και αργότερα ο πόλεμος ανεξαρτησίας του Μπαγλαντές (1971, περίπου 2 εκατ νεκροί). Πακιστάν και Ινδία βρίσκονται σε μόνιμη ενεργή σύγκρουση στο Κασμίρ  (3 ινδο-πακιστανικοί πόλεμοι:1965, 1971,1999, 41.000 νεκροί) με το Πακιστάν να ελέγχει το 30% της γης, η Ινδία το 55% (70% του πληθυσμού) και η Κίνα το 15%. Ανησυχητικό είναι πως στο πρόγραμμα του Σαρίφ ιεραρχείται ψηλά η απαίτηση του Πακιστάν να καταργηθεί το άρθρο 370 στο Σύνταγμα της Ινδίας (παρέχει στο Κασμίρ δυνατότητες αυτονομίας, ξεχωριστό σύνταγμα, κρατική σημαία και αυτονομία εσωτερικής διοίκησης) γεγονός που μπορεί να αναθερμάνει την στρατιωτική σύγκρουση στην περιοχή.