Tα αποτελέσματα των προεδρικών εκλογών στη Γαλλία

Tα αποτελέσματα των προεδρικών εκλογών στη Γαλλία

 
Από την Εργατική Πάλη Μάη

Ο α΄ γύρος

Στις 17 Απρίλη, στον α΄ γύρο συμμετείχαν 35 εκ. ψηφοφόροι. Ο Μακρόν απέσπασε 9,8 εκ. ψήφους, η Λεπέν 8,1 εκ., ο Μελανσόν 7,7 εκ., ο ακροδεξιός Ζεμούρ 2,5 εκ., η υπερσυντηρητική δεξιά Πεκρές 1,7 εκ., οι Ζαντό και Ρουσέλ (ΚΚ Γαλλίας) 1,6 εκ. και 0,8 εκ. αντίστοιχα και η επίσημη υποψήφια των «σοσιαλιστών» Ινταλγκό μόλις 0,6 εκ. Τέλος, ο Πουτού (NPA, Νέο Αντικαπιταλιστικό Κόμμα) 0,27 εκ. και η Αρτό (της τροτσκιστικής Lutte Ouvrière) 0,19 εκ. Αντίστοιχα, στον α΄ γύρο του 2017 είχαν συμμετάσχει 37 εκ. Ο Μακρόν είχε τότε αποσπάσει 8,6 εκ., η Λεπέν 7,7 εκ., ο δεξιός Φιλιόν 7,2 εκ., ο Μελανσόν 7,1 εκ., ο «σοσιαλιστής» Αμόν 2,3 εκ., ο Πουτού 0,39 εκ. και η Αρτό 0,23 εκ.

Η εκλογική περίοδος, που ουσιαστικά διήρκησε όλο το προηγούμενο εξάμηνο, ξεκίνησε με την θεαματική δημοσκοπική εμφάνιση του Ζεμούρ, που παρουσιαζόταν ανά στιγμές να διεκδικεί ακόμα και τη δεύτερη θέση. Πρόκειται για ένα φαινόμενο αντίστοιχο με την «νέα άκρα δεξιά» των Μπολσονάρο, Τραμπ, Ορμπάν. Αναδείχτηκε και υποστηρίζεται από τον μεγαλοκαπιταλιστή Μπολορέ, που ελέγχει, μεταξύ άλλων, ένα εκτεταμένο δίκτυο ΜΜΕ. Οι ρατσιστικές ιδέες του Ζεμούρ μονοπώλησαν κατά το πρώτο διάστημα την μιντιακή συζήτηση, ειδικότερα με την συνομωσιολογική του εμμονή ότι υπάρχει σχέδιο αντικατάστασης του γαλλικού λευκού πληθυσμού με Αφρικανούς και Μουσουλμάνους. Ενώ δεν δίστασε να παρουσιάσει το νεοφιλελεύθερό του πρόγραμμα: μαζικές μειώσεις φόρων στους επιχειρηματίες, μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, αύξηση συνταξιοδοτικών ορίων ηλικίας κ.λπ. Τα αποτελέσματά του είναι σημαντικά, διότι αποσπάστηκαν μέσα σε συνθήκες πολωτικής ψήφου και επιπλέον στηρίχθηκαν σε έναν σχηματισμό, την «Ανακατάκτηση», που μέσα σε λίγους μήνες από την ίδρυσή του συγκέντρωσε περίπου 100 χιλιάδες μέλη (ακόμα και αν στη μεγάλη τους πλειοψηφία είναι μέλη-συνδρομητές).

Στη συνέχεια, η πολιτική αντιπαράθεση μετατοπίστηκε προς το καυτό ζήτημα της ακρίβειας, ενώ ο πόλεμος στην Ουκρανία κυριάρχησε το τελευταίο διάστημα.

Δεύτερον, τα εκλογικά αποτελέσματα επιβεβαιώνουν την πλήρη εκλογική συντριβή των δύο μεταπολεμικών αστικών πυλώνων. Το σοσιαλιστικό κόμμα, που ήδη είχε υποστεί τις συνέπειες της προεδρίας Ολάντ, αποσπώντας την πέμπτη θέση με την υποψηφιότητα του Αμόν, συνετρίβη πλέον με την υποψηφιότητα της δημάρχου του Παρισιού Ινταλγκό. Παρόμοια πορεία ακολουθούν οι ρεπουμπλικάνοι, κόμμα της κλασικής δεξιάς, με την υποψηφιότητα Πεκρές. Έτσι, όλη η Γαλλία απόλαυσε σε ζωντανή μετάδοση την κλάψα της υποψήφιας, καθώς το κράτος δεν θα αποζημιώσει, λόγω των πολύ χαμηλών αποτελεσμάτων της, τα έξοδα της εκλογικής καμπάνιας. Η Πεκρές υπερθεμάτιζε για μειώσεις φόρων για τους επιχειρηματίες, μείωση ασφαλιστικών εισφορών και κάθε είδους νεοφιλελεύθερη ελάφρυνση του κεφαλαίου για την «απελευθέρωση της ανάπτυξης». Προσπάθησε να εμφανιστεί ως η σοβαρή και υπεύθυνη δεξιά ανάμεσα στους Ζεμούρ και Λεπέν, αντιγράφοντας κομμάτια του εθνικιστικού και ρατσιστικού τους λόγου.

Τρίτον, τα εκλογικά αποτελέσματα του Μακρόν, που αποσπά 1 εκ. ψήφους περισσότερες από το 2017, μπορούν να εξηγηθούν από την κατάρρευση του σοσιαλιστικού και ρεπουμπλικανικού κόμματος και την μετακίνηση ψηφοφόρων που επέλεξαν το «μικρότερο κακό» και επιθυμούν την αποφυγή περιπετειών είτε προς τα δεξιά (Λεπέν) είτε προς τα αριστερά (Μελανσόν). Η πολεμική συγκυρία φαίνεται να τον ευνόησε, ενισχύοντας τα φοβικά αισθήματα μερίδας της γαλλικής κοινωνίας. Σε κάθε περίπτωση, τον Μακρόν ψήφισαν οι μεγάλες ηλικίες, οι συνταξιούχοι, τα στελέχη όλων των βαθμίδων, οι επιχειρηματίες, οι έμποροι, τα υψηλά εισοδήματα. 38% των συνταξιούχων και 35% των στελεχών ψήφισαν Μακρόν, ενώ μόλις το 20% ηλικίας 18-24. Τα νοικοκυριά με εισόδημα πάνω από 3.500 χιλιάδες ευρώ τον μήνα ψήφισαν κατά 39% Μακρόν, ενώ κατεβαίνοντας την εισοδηματική κλίμακα φτάνουμε στο 14% όσων έχουν μηνιαίο οικογενειακό εισόδημα κάτω από 1.000 ευρώ.

Ο Μακρόν απέφυγε να κάνει καμπάνια, προφανώς γνωρίζοντας ότι όσο περισσότερο εκφράζεται, τόσο πιο πολύ απωθεί και τόσο πιο πολύ δεσμεύεται σε ένα θολό τοπίο, χωρίς να γνωρίζει ποιος θα είναι ο αντίπαλός του στον β΄ γύρο. Σε κάθε περίπτωση, παρουσιάστηκε ως ο σοβαρός και υπεύθυνος υποψήφιος, υποστηρίχθηκε από την πλειοψηφία της αστικής τάξης και τους κρατικούς θεσμούς (με την εξαίρεση του στρατού και της αστυνομίας) και φυσικά από την ΕΕ.

Τέταρτον, η υποψηφιότητα Μελανσόν κατάφερε να απορροφήσει ως «χρήσιμη ψήφος» όλες τις αριστερές ψήφους. Ανήλθε πρώτος με εκπληκτικά ποσοστά 45-60% σε όλα σχεδόν τα προάστια του Παρισιού, όπου μένουν 10 εκ. κόσμου, στην μεγάλη τους πλειοψηφία εργατική τάξη μεταναστευτικής καταγωγής, ενώ πήγε πολύ καλά σε όλες τις μεγάλες πόλεις, ακόμα και μέσα στο Παρίσι, αποσπώντας την πρώτη θέση σε αρκετές (Λιλ, Τουλούζ, Στρασβούργο, Μασσαλία). Συγκέντρωσε μεγάλα και ομοιόμορφα ποσοστά σε όλα τα κοινωνικά στρώματα και κατηγορίες, από εργάτες, υπαλλήλους, στελέχη και επιχειρηματίες, όπως επίσης και στην νεολαία, αποσπώντας μία στις τρείς ψήφους όσων νέων ψήφισαν. Ο Μελανσόν έκανε καμπάνια ως υποψήφιος των λαϊκών στρωμάτων, αλλά πάντα μέσα στα πλαίσια της «υπευθυνότητας». Κατώτατος 1400 καθαρά (100 ευρώ περισσότερο από τον τρέχοντα), την ίδια στιγμή που από παντού γίνεται κατανοητό ότι με λιγότερα από 2.000 ευρώ καθαρά τον μήνα, η ζωή είναι δύσκολη. Απαγόρευση των απολύσεων, αλλά μόνο στους κερδοφόρους ομίλους. Παχιά λόγια για δημοκρατική αστυνομία, «οικολογικό και αλληλέγγυο προστατευτισμό» και μεγάλη δόση εκλογικών αυταπατών: «Εάν θέλετε να βγείτε στην σύνταξη πριν τα 65 χρόνια, πριν τα 62 χρόνια, δεν χρειάζεται να κάνετε απεργίες, που υποσκάπτουν το εισόδημά σας, δεν χρειάζεται να πηγαίνετε σε διαδηλώσεις που έχουν καταστεί επικίνδυνες από τον αρχηγό της αστυνομίας Λαλεμάν, σας αρκεί να ρίξετε μία ψήφο με τον όνομά μου». Δεν είναι περίεργο λοιπόν που ο Μελανσόν χαρακτηρίστηκε ως «έτοιμος να κυβερνήσει» και το πρόγραμμα του χαιρετήθηκε ως «σοβαρό» από τον πρόεδρο του γαλλικού ΣΕΒ Ρου Ντε Μπεζιέ σε τηλεοπτική εκπομπή. Μετά το πικρό χάπι του οριακού αποκλεισμού από τον β΄ γύρο, απηύθυνε έκκληση για καμία ψήφο στην Λεπέν, χωρίς να καλέσει σε υπερψήφιση του Μακρόν. Σε εσωτερική διαβούλευση του σχηματισμού του Μελανσόν σχετικά με τον β΄ γύρο, όπου συμμετείχαν 210 χιλιάδες άτομα, το ένα τρίτο τάχθηκε υπέρ της ψήφου Μακρόν, ένα τρίτο υπέρ του λευκού/άκυρου και το ένα τρίτο υπέρ της αποχής. Λίγες μέρες αργότερα, ο Μελανσόν κάλεσε σε υπερψήφιση του σχηματισμού του στις βουλευτικές εκλογές του Ιούνη, ώστε να εκλεγεί «πρωθυπουργός», διατρανώνοντας ότι είναι ο πρωθυπουργός και το κοινοβούλιο που ασκεί νομοθετικό έργο και κυβερνά – και όχι ο πρόεδρος. Έτσι, ενόψει των κοινοβουλευτικών εκλογών, έστειλε επιστολή για ενδεχόμενη συνεργασία σε πολλές οργανώσεις της αριστεράς, στην οποία το NPA ήδη απάντησε καταρχήν θετικά.

Πέμπτον, η ψήφος στην Λεπέν παρουσιάζει λαϊκά, νεολαιίστικα και επαρχιακά χαρακτηριστικά. Η ύπαιθρος, τα χαμηλά εισοδήματα, ένας στους τρείς ψηφίσαντες νέους και το 42% των εργατών ψήφισαν Λεπέν. Η Λεπέν συνέχισε την προσπάθεια να εμφανιστεί «σοβαρή» και «υπεύθυνη». Ο ακραιφνής λόγος του Ζεμούρ κατέλαβε το δεξιό άκρο της πολιτικής σκηνής μετατοπίζοντας όλο το σκηνικό προς τα δεξιά και «κανονικοποιώντας» την Λεπέν. Επιχείρησε να παρουσιαστεί ως η εθνική, λαϊκή αντιπρόταση στον Μακρόν, δημαγωγώντας επί της αγοραστικής δύναμης και αμφισβητώντας όψεις της ΕΕ και της εξωτερικής πολιτικής της Γαλλίας.

Έκτον, οι δύο υποψήφιοι της άκρας-ριζοσπαστικής αριστεράς, οι Πουτού (NPA) και Αρτό (Lutte Ouvrière), δεν κατάφεραν να έχουν αξιόλογα εκλογικά αποτελέσματα, παρά τις εκλογικές τους καμπάνιες, ιδιαίτερα της Αρτό, που ήταν πολύ εντατική και εκτεταμένη. Η «χρήσιμη ψήφος» προς τον Μελανσόν τους άσκησε ασφυκτική πίεση.

O β΄ γύρος

Είναι σαφές ότι στις δύο εβδομάδες που μεσολαβούν μεταξύ α΄ και β΄ γύρου, η αστική τάξη συντάχτηκε με τον Μακρόν. Ένα σωρό άρθρα στον αστικό τύπο κινδυνολογούσαν για το ενδεχόμενο εκλογής της Λεπέν, κάνοντας λόγο για έξοδο από την ΕΕ, διασάλευση της οικονομίας, γεωπολιτικούς κινδύνους, υπονόμευση της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, του ευρωπαϊκού πολιτισμού, της ανεκτικότητας, της πολυπολιτισμικότητας, πραξικοπήματα και άλλα φαιδρά ή εξογκωμένα. Επιχείρησαν να την ταυτίσουν, όπως εξάλλου και τον Μελανσόν, με τον «δαίμονα» Πούτιν.

Αυτά τα επιχειρήματα και η προπαγάνδα είχαν μια ορισμένη επιρροή στους εργαζόμενους και στο εργατικό κίνημα. Οι ηγέτες των δύο μεγάλων συνδικαλιστικών συνομοσπονδιών, της CFDT και της CGT, εξέδωσαν κοινό κείμενο κάνοντας λόγο για ιδιαίτερο κίνδυνο για την δημοκρατία από μεριάς της Λεπέν, χαρακτηρίζοντας τα υπόλοιπα κόμματα ως δημοκρατικά. Δεν κάλεσαν ανοιχτά σε υπερψήφισή του Μακρόν, αλλά τον ξεπλένουν ως «δημοκράτη». Ο Ρουσέλ του ΚΚΓ, του οποίου ο πολιτικός κατήφορος δεν έχει τελειωμό, τοποθετήθηκε ανοιχτά υπέρ της υπερψήφισης Μακρόν στον β΄ γύρο.

Η Αρτό κάλεσε σε λευκό, εξηγώντας ότι για την εργατική τάξη δεν υπάρχει καμία δυνατή επιλογή ανάμεσα στους δύο υποψηφίους και ότι πρέπει να βασιστεί στην κινητοποιήσεις της. Το NPA υπέκυψε περισσότερο στην πίεση για «χρήσιμη ψήφο» στον Μακρόν, ενάντια στην Λεπέν. Στην ανακοίνωση ενόψει του β΄ γύρου τονίζει: «Γι’ αυτό, στα λαϊκά στρώματα, ούτε μία ψήφος δεν πρέπει να πάει στην Λεπέν… Σε αυτό το πλαίσιο, ξέρουμε ότι πολλοί θα χρησιμοποιήσουν την ψήφο Μακρόν για να την εμποδίσουν, ενώ άλλοι θα επιλέξουν να απέχουν. Το ουσιαστικό είναι να μην τσακωθούμε μεταξύ μας για την ψήφο, αλλά να θέσουμε σε κίνηση το σύνολο του στρατοπέδου μας ώστε να εμποδίσουμε την εγκαθίδρυση της άκρας δεξιάς στο Ελιζέ [προεδρικό μέγαρο]».

Έτσι, μετά από δύο εβδομάδες εντατικής προπαγάνδας κατά της Λεπέν, με ανοιχτή παρέμβαση του γερμανού καγκελάριου και του ισπανού πρωθυπουργού, ο Μακρόν εξελέγη με 18,8 εκ ψήφους (20,7 το 2017), έναντι 13,3 εκ υπέρ της Λεπέν (10,6 το 2017), και 3 εκ. λευκά ή άκυρα, σε ένα σύνολο 49 εκ. εγγεγραμμένων ψηφοφόρων (52 εκ. χωρίς τους μη εγγεγραμμένους).

Για την αστική τάξη, ο πραγματικός λόγος της στήριξης Μακρόν είναι ο φόβος κοινωνικών εκρήξεων και διαχείρισης του εργατικού κινήματος σε περίπτωση εκλογής της Λεπέν, όπως και ο φόβος αστάθειας στις συμμαχίες του ΝΑΤΟ και της ΕΕ στην πολεμική περίοδο που άνοιξε ο πόλεμος στην Ουκρανία. Σε ό,τι αφορά την διακυβέρνηση Μακρόν, μένει να περάσει και τον σκόπελο των βουλευτικών εκλογών του Ιουνίου, ώστε να αποκτήσει και για δεύτερη φορά μια ομοφωνία μεταξύ προεδρίας και κοινοβουλίου.

Σε ό,τι αφορά τους εργαζόμενους και το εργατικό κίνημα, η εκλογή Μακρόν δεν προσφέρει καμία ανακούφιση. Η τρέχουσα περίοδος απαιτεί μία ορθότερη πολιτική απάντηση και αυξημένα καθήκοντα τόσο για την αντιμετώπιση του ιμπεριαλιστικού πολέμου, όσο και για την υπεράσπιση του βιοτικού επιπέδου και των δημοκρατικών ελευθεριών.