Θεόφιλος: ένας ανεπιτήδευτος λαϊκός ζωγράφος (του Δημήτρη Κατσορίδα)

Θεόφιλος: ένας ανεπιτήδευτος λαϊκός ζωγράφος

 

Μεγάλη έκθεση με 96 έργα του γνωστού λαϊκού και αυτοδίδακτου ζωγράφου Θεόφιλου (1870-1934) πραγματοποιείται στο Ίδρυμα Θεοχαράκη (από 10-11-2021 έως 3-2-2022, με δωρεάν είσοδο). Η Έκθεση έχει ως τίτλο: «Θεόφιλος: Ο Τσολιάς της Ζωγραφικής».

Πα­ρα­τη­ρώ­ντας τα έργα του, γί­νε­ται σαφές ότι η ζω­γρα­φι­κή του είναι επη­ρε­α­σμέ­νη και εμπνέ­ε­ται από την αρ­χαία ελ­λη­νι­κή μυ­θο­λο­γία, τους πρω­τα­γω­νι­στές και ήρωες του 1821, αλλά και από ανα­πα­ρα­στά­σεις από τις ομορ­φιές του ελ­λη­νι­κού το­πί­ου. Συ­νή­θως, ο Θε­ό­φι­λος, συ­νό­δευε τις ει­κό­νες των έργων του με μικρά και ανορ­θό­γρα­φα κεί­με­να, ως ένα τρόπο επε­ξή­γη­σης των ανα­πα­ρα­στά­σε­ων. Ίσως, επει­δή οι άν­θρω­ποι εκεί­νης της επο­χής δεν είχαν καλή γνώση των ιστο­ρι­κών γε­γο­νό­των και προ­σώ­πων. Ανα­φέ­ρω κά­ποια από τα έργα του, που κο­σμούν την Έκ­θε­ση, όπως «O Πε­ρι­κλής από της Πνυ­κός Δι­κιο­λο­γών χάριν της Ακρο­πό­λε­ως Δα­πά­νας», «Ο Φρί­ξος επί Χρυ­σο­μάλ­λου κριού και η Ελλη», «Η ποι­ή­τρια της νήσου λέ­σβου Σαπφώ και ο κυ­θα­ρω­δός Αλ­καί­ος», «Ο χορός του Ζα­λόγ­γου», «Ο θά­να­τος του Μάρ­κου Βό­τσα­ρη», «Ο Γε­ώρ­γιος Κα­ραϊ­σκά­κης κα­τα­διώ­κων τον Ρεσίτ πασά ή Κιου­τα­χή εν­ξι­φή­ρεις», «Διά σχυ­νοί­ου σκάλα ανα­βι­βα­ζό­με­νος ο Ερω­τό­κρι­τος χαι­ρε­τών την αρε­τούσ­σαν» κ.λπ.

Η ζωή του ήταν δύ­σκο­λη. Έκανε ευ­και­ρια­κές δου­λειές, ενώ ζω­γρά­φι­ζε στους τοί­χους σπι­τιών και μα­γα­ζιών για ένα πιάτο φαΐ και λίγο κρασί. Ακόμη και σή­με­ρα δια­σώ­ζο­νται κά­ποιες τοι­χο­γρα­φί­ες στην πε­ριο­χή του Πη­λί­ου, όπου έμει­νε τα πε­ρισ­σό­τε­ρα χρό­νια, πα­ρό­τι κα­τά­γο­νταν από τη Μυ­τι­λή­νη.

Ο Θε­ό­φι­λος ανα­κα­λύ­φθη­κε από τον τε­χνο­κρι­τι­κό και συλ­λέ­κτη Στρα­τή Ελευ­θε­ριά­δη-Tériade, την πε­ρί­ο­δο του Με­σο­πο­λέ­μου, ο οποί­ος ανα­γνώ­ρι­σε και πρό­βα­λε την αξία του έργου του, που ωστό­σο έγινε γνω­στό μετά το θά­να­το του ζω­γρά­φου. Όμως, η ανα­γό­ρευ­σή του ως συ­νε­χι­στή μιας, υπο­τί­θε­ται, πε­ρι­φρο­νη­μέ­νης μα­κραί­ω­νης λαϊ­κής πα­ρα­δο­σια­κής δη­μιουρ­γί­ας και μιας νέας ελ­λη­νι­κό­τη­τας, έγινε κυ­ρί­ως από τον Σε­φέ­ρη, αλλά και τον Ελύτη. Όλα αυτά εκ­φρά­στη­καν με το τρί­πτυ­χο, «λαϊ­κό­τη­τα-αυ­θε­ντι­κό­τη­τα-ελ­λη­νι­κό­τη­τα», λες και υπάρ­χει ένα αδιά­λει­πτο χρο­νι­κό συ­νε­χές από την αρ­χαιό­τη­τα μέχρι σή­με­ρα, χωρίς δια­κο­πές, ρή­ξεις και ασυ­νέ­χειες.

Εντού­τοις, ο μυ­θι­κός-μυ­στη­ρια­κός τρό­πος, με τον οποίο προ­βάλ­λε­ται ο Θε­ό­φι­λος, πα­ρα­κάμ­πτει τους κοι­νω­νι­κούς όρους που πα­ρή­χθη το έργο του, ενώ «η απου­σία εν­δια­φέ­ρο­ντος για τις ιστο­ρι­κές συν­θή­κες και τα πο­λι­τι­σμι­κά συμ­φρα­ζό­με­να των τόπων που δρα­στη­ριο­ποι­ή­θη­κε ο Θε­ό­φι­λος ευ­νό­η­σε την πα­ρα­μορ­φω­τι­κή θε­ώ­ρη­ση του έργου του, εγκλω­βί­ζο­ντάς το σε ένα αδρα­νο­ποι­η­μέ­νο ‘‘ιστο­ρι­κό­’’ συ­νε­χές», όπως επι­ση­μαί­νει η Μαρία Μό­σχου (βλ. εφ. The Art Newspaper Greece, τ. Νο 4, σελ. 33). Διότι, το σχήμα «λαϊ­κό­τη­τα-αυ­θε­ντι­κό­τη­τα-ελ­λη­νι­κό­τη­τα», στο οποίο βα­σί­στη­κε η κυ­ρί­αρ­χη αντί­λη­ψη για τον Θε­ό­φι­λο, υπο­βαθ­μί­ζει, επί της ου­σί­ας, την ανε­πι­τή­δευ­τη έκ­φρα­ση της δη­μιουρ­γί­ας του, στην οποία πράγ­μα­τι αξί­ζει να δοθεί έμ­φα­ση, εφό­σον ο ίδιος ως γνή­σιος λαϊ­κός ζω­γρά­φος δεν ήξερε καμία συ­γκε­κρι­μέ­νη τε­χνο­τρο­πία.