Η διαρκής ληστεία στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (του Πολ Μαρσιάλ)

Η διαρκής ληστεία στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό

 

του Πολ Μαρσιάλ

9 Δεκεμβρίου – μετάφραση από το internationalviewpoint.org

 

υπόθεση «Ληστεία του Κονγκό» περιλαμβάνει σχεδόν 3,5 εκ. έγγραφα και εκατομμύρια τραπεζικές συναλλαγές που έχουν ανακτηθεί από το Mediapart και την ΜΚΟ «Πλατφόρμα για την προστασία των πληροφοριοδοτών στην Αφρική». Οι διαρροές αυτές έχουν μελετηθεί από μία κοινοπραξία εφημερίδων και ΜΚΟ. Τα αποτελέσματα αυτών των αναλύσεων αποκαλύπτουν το σύστημα διαφθοράς στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ) που ξεκίνησε από τον πρώην πρόεδρό της, Ζοζέφ Καμπίλα. Πέρα από τις αποκαλύψεις, η υπόθεση αυτή δείχνει τις καταστροφικές συνέπειες για την πολιτική λειτουργία των χωρών που πλήττονται από αυτή τη μάστιγα.

Ο Καμπίλα, ο οποίος βρισκόταν στην εξουσία της ΛΔΚ για 18 χρόνια, δημιούργησε ένα σύστημα υπεξαίρεσης χρησιμοποιώντας την BGFI (Διεθνής Τράπεζα της Γκαμπόν και της Γαλλίας). Η τράπεζα αυτή ιδρύθηκε από δύο πυλώνες της Françafrique (της νεοαποικιοκρατικής «δράσης» της Γαλλίας στην Αφρική), την οικογένεια Μπονγκό στη Γκαμπόν και την οικογένεια Σασού Νγκουέσο στο Κονγκό-Μπραζαβίλ. Οι δύο οικογένειες συνδέονται, με τον Ομάρ Μπονγκό να είναι ο γαμπρός του Νγκουέσο.

Ο Καμπίλα ως αρπακτικό

Ο Ζοζέφ Καμπίλα έχει ιδιοποιηθεί μεγάλα τμήματα της οικονομίας της χώρας χρησιμοποιώντας δημόσιο χρήμα για τη χρηματοδότηση των εταιρειών του. Κάποιες από τις εταιρείες αυτές είναι η Egal, που εισάγει κρέας και ψάρια, η Sotexki, με κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα, η Port de Fisher από την οποία απέκτησε κι ένα πολυτελές γιοτ, και εταιρείες-κέλυφος, όπως η Sud Oil. Μια άλλη πηγή χρηματοδότησης για τον Καμπίλα ήταν τα συμβόλαια βιομηχανικών εξορύξεων με τεράστιες μίζες, ειδικά αυτά με κινέζικες εταιρείες. Όσο για τη διεθνή βοήθεια, έχει ήδη σπαταληθεί και «φαγωθεί». Όπως, για παράδειγμα, έγινε με τη σύνοδο υπό την ονομασία Francophonie, η οποία, για μια διήμερη συνάντηση, κόστισε 90 εκ. ευρώ, εν μέρει χρηματοδοτούμενη από την επίσημη γαλλική αναπτυξιακή ενίσχυση. Ο Καμπίλα και οι συγγενείς του άνοιξαν λογαριασμούς για τις εταιρείες-κέλυφος που είχαν στην BGFI της ΛΔΚ. Η τράπεζα πραγματοποίησε διεθνείς μεταφορές χρησιμοποιώντας τη γαλλική θυγατρική της ή άλλα ιδρύματα όπως η Citybank και η Commerce Bank. Τα έγγραφα της «Ληστείας του Κονγκό» ξεσκέπασαν τα τεράστια ποσά ύψους 350 εκ. ευρώ.

Ενώ ωστόσο το μεγαλύτερο μέρος των εγγράφων εστιάζει στην οικογένεια Καμπίλα, εμπλέκονται επίσης δύο στενοί σύμβουλοι του σημερινού προέδρου, Φέλιξ Τσισεκέντι.

 

Οι συνέπειες της διαφθοράς

Η διαφθορά αυτή είναι προφανώς καταδικαστέα από ηθικής άποψης και οικονομικά επιζήμια λόγω της απώλειας εισοδημάτων στην ΛΔΚ. Όπως αναφέρει η Παγκόσμια Τράπεζα: «Η ΛΔΚ έχει τον τρίτο μεγαλύτερο πληθυσμό φτωχών παγκοσμίως. Η φτώχεια στη ΛΔΚ είναι ακραία, παραμένει εκτεταμένη και γενικευμένη και αυξάνεται λόγω των επιπτώσεων του κορονοϊού. Το 2018, υπολογίστηκε ότι το 73% του πληθυσμού του Κονγκό, που αντιστοιχεί σε 60 εκ. ανθρώπους, ζούσε με λιγότερο από 1,90 δολάρια τη μέρα (το διεθνές ποσοστό φτώχειας)».

Αλλά η διαφθορά των προέδρων επίσης οδηγεί σε μια πλήρη διαστροφή το πολιτικό σύστημα. Πράγματι, τροφοδοτεί τη δημιουργία και συντήρηση πελατειακών δικτύων, συχνά σε εθνικό επίπεδο. Αυτό έχει καταστροφικές επιπτώσεις στην κοινωνική συνοχή της χώρας. Οι εκλογές γίνονται μια τρομερή αγορά, όπου οι ψήφοι, μεταξύ ενός ολοένα και πιο φτωχού πληθυσμού, αγοράζονται για λίγα δολάρια. Έτσι φτάνουμε στο εξής παράδοξο, όπου για τις προεδρικές εκλογές, το κόστος ανά ψηφοφόρο είναι υψηλότερο στη Μαδαγασκάρη από ό,τι στις ΗΠΑ.

Αυτός ο τρόπος διοίκησης της χώρας όχι μόνο διαστρεβλώνει τη δημοκρατική διαδικασία, αλλά μερικές φορές την εκμηδενίζει. Το θέμα της παραμονής στην εξουσία γίνεται ζωτικής σημασίας και ενθαρρύνεται από τους ανθρώπους της κυρίαρχης ελίτ. Για τον σκοπό αυτό, οι ηγέτες αναπτύσσουν στρατηγικές που κυμαίνονται από τη χειραγώγηση του Συντάγματος έως και την εκτεταμένη εκλογική νοθεία.

Αυτά τα μεγάλης κλίμακας συστήματα διαφθοράς ενθαρρύνονται από το καπιταλιστικό σύστημα. Ο αγώνας για φυσικούς πόρους, που είναι μερικές φορές σπάνιοι αλλά απαραίτητοι για την παραγωγή ορισμένων προϊόντων, ωθεί τις πολυεθνικές να δίνουν μίζες στους κυβερνώντες για να αποκτούν τη δυνατότητα εκμετάλλευσης, διατηρώντας έτσι τον διεθνή καταμερισμό εργασίας που είναι μοιραίος για τις φτωχές χώρες. Αυτή η διαφθορά είναι απόλυτα ενσωματωμένη στο διεθνές οικονομικό σύστημα, επειδή τα περισσότερα από τα χρήματα που υπεξαιρούνται επιστρέφουν στις τσέπες δυτικών εταιρειών ή τραπεζών.